Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΣΚΑΚΙ



"Τι θα κάνεις την Πρωτοχρονιά;"
"Έχω κανονίσει με κάτι φίλους".

Πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού, πλάι σε έναν ασημένιο δίσκο και σ' ένα κομπολόι από κεχριμπάρι, ήταν ακουμπισμένη η σκακιέρα. Αποδεκατισμένοι οι δυο στρατοί, μόνο με μερικούς στρατιώτες κι ένα άλογο γύρω απ' το βασιλιά του ο καθένας, στέκονταν ήρεμοι και αποφασισμένοι. Σε ένα άλλο τραπεζάκι, στη γωνία, ένα  μπρούτζινο αμπαζούρ, με μπλε κρύσταλλο σε σχήμα κρίνου, έριχνε το θαμπό του φως και, σχηματίζοντας μακριές σκιές από τα πιόνια, πιότερο μπέρδευε παρά φώτιζε το πεδίο της μάχης.

Οι δυο άντρες που κάθονταν αντικριστά ήταν σκεφτικοί. Εδώ και ώρα είχαν σωπάσει. Ο  πιο ηλικιωμένος, έβγαζε κάθε τόσο τα γυαλιά του, τα σκούπιζε με ένα λευκό πανάκι κι αφού τα επιθεωρούσε στο φως, τα ξαναφόραγε. Ήτανε η σειρά του να παίξει, όμως καθυστερούσε επίτηδες.
Μια κίνηση υπήρχε, την είχε δει εδώ και ώρα. Μια κίνηση και ματ… Εν τούτοις κοίταζε σιωπηλός τα πιόνια, και κάθε τόσο σκούπιζε και ξανασκούπιζε τα γυαλιά του.
Ο νέος απέναντί του ανυπομονούσε. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του κι ύστερα επιθεώρησε αφηρημένα το δωμάτιο. Δίπλα στη λάμπα ήταν παραταγμένες μερικές φωτογραφίες. Άλλες χρωματιστές, άλλες ασπρόμαυρες, μερικές με ασημένια κορνίζα, οι περισσότερες απλά πιασμένες ανάμεσα σε δυο κομμάτια τζάμι. Οι πεθαμένοι πλάι στους ζωντανούς.
Τώρα οι πεθαμένοι είναι περισσότεροι από τους ζωντανούς, σκέφτηκε.

Τόσα χρόνια στριμωγμένα σε ένα μικρό κομμάτι γης, σε ένα δωμάτιο. Με τα καφεκίτρινα ίχνη του χρόνου πάνω στους τοίχους, τα βιβλία και τα αντικείμενα.
Ο χρόνος δεν περνάει, σκέφτηκε, μένει ακίνητος δίπλα και γύρω μας, διογκώνεται με κάθε μας ανάσα, τρέφεται από τις σάρκες μας. Μαζεύει αποσπάσματα ζωής στο σκονισμένο σεντούκι του, τα τυλίγει με τις ξεθωριασμένες κουρτίνες και τα κρύβει βαθιά κάτω από το παιδικό κρεβάτι.
Ο χρόνος κυλάει και χάνεται όταν κανένας δεν θυμάται. Αυτός θυμόταν. Και ο πατέρας; Αυτός, μόνο θυμόταν.

Κοίταξε το χαλί. Κάτω από τα πόδια τους κυλούσε σαν χρωματιστό ποτάμι. Άσπρο, κόκκινο και μαύρο, ξεφύτρωνε λίγο πιο κει, θα 'λεγες μέσα από τις μαρμάρινες γκρι πλάκες κι έφτανε ως το σβησμένο τζάκι όπου χανόταν πάλι απότομα. Κοιτούσε αφηρημένος τα σχέδια στο χαλί κι ονειρευόταν. Του ήταν αφόρητη η σιωπή. Όμως τι θα 'πρεπε να πει; Το μυαλό του είχε αδειάσει από λέξεις. Όσα δεν ειπώθηκαν στην ώρα τους δεν θα  μπορούσαν ποτέ πια να ειπωθούν. Ας κάνει την κίνηση επιτέλους, σκεφτόταν. Δεν μπορεί να μην την είδε.

Τον περιεργάστηκε κρυφά. Φαινόταν απορροφημένος από το παιχνίδι. Βαθιές ρυτίδες σχηματίζονταν ανάμεσα στα μάτια του. Πως να απλώσει το χέρι να βοηθήσει; Τώρα πια ήταν αργά.
 Ήταν αργά, έπρεπε να είχε ήδη φύγει.

Πόσο βαθιά ήταν τα νερά και ποιων πνιγμένων οι φιγούρες διαγράφονταν αχνά κάτω απ' τις πλέξεις και τους κόμπους; Πράσινα γλοιώδη φύκια αναδεύτηκαν και άσπρες, σαν χέρια κοριτσιού, ρίζες απλώθηκαν, σύρθηκαν στην όχθη και τυλίχτηκαν στα πόδια του ως τα γόνατα. Πάνω από το ποτάμι, ό,τι απέμενε από ένα αρχαίο γεφύρι στηριζόταν με τέσσερα ασταθή πόδια που τα έτρωγε υπομονετικά το ορμητικό νερό. Στις άσπρες και μαύρες πλάκες του κάποιες παράξενες φιγούρες στέκονταν ακίνητες και αφουγκράζονταν με φόβο τη βοή του ποταμού.

Τότε, το άκουσε ο γέρος. Το ρολόι στον τοίχο πίσω του ήταν. Τικ τακ, τικ τακ, χωρίς σταματημό. Ένα πελώριο έντομο καρφωμένο πίσω του. Ένας αλλόκοτος εσταυρωμένος με τα απαίσια τριχωτά του πόδια να σέρνονται στο σβέρκο και τους ώμους του. Κάνε την κίνηση επιτέλους, ψιθύριζε στο αυτί του. Πόσο θα το αναβάλλεις; Τι νόημα έχουν πέντε ή δέκα λεπτά παραπάνω;
Ναι, η κίνηση ήταν αναπότρεπτη κι έτσι θα τέλειωνε απότομα η παρτίδα. Μετά, τα βήματα στο διάδρομο, το άνοιγμα της πόρτας, και ο αμήχανος αποχαιρετισμός, λίγο πριν απλωθούν δυο χέρια και μια αγκαλιά ανοίξει.

Μόλις μπορέσω θα ξανάρθω, και τα λοιπά.

Είδε κι ο νέος το ρολόι. Ένα όρνιο είδε που ξαφνικά αποσπάστηκε από τον τοίχο κι όρμησε καταπάνω τους, με τις πελώριες φτερούγες του να τους σκεπάζουν.
Τινάχτηκε τρομαγμένος. Το ποτάμι φούσκωνε. Το ετοιμόρροπο γεφύρι πήγαινε κι ερχόταν, και ήταν πια αρκετή η - αδέξια; ηθελημένη; - βίαιη κίνηση ενός γιγάντιου ποδιού, που επιτέλους κατάφερε να απαλλαγεί από τις ρίζες που το τραβούσαν στο βυθό, για να αδειάσει η σκακιέρα από τα πιόνια που κύλησαν κακήν κακώς στο τραπεζάκι και βούτηξαν στο αφρισμένο χαλί.

Ψιθυρίζοντας αδέξιες συγγνώμες, ο νέος γονάτισε στο χαλί για να μαζέψει τα πνιγμένα πιόνια.
"Δεν είναι ανάγκη", του είπε ο γέρος και τον έπιασε απ' το χέρι. "Θα τα μαζέψω εγώ. Πήγαινε στη δουλειά σου".
Στο διάδρομο, εκεί χωρούσε, έστεκε το δεντράκι με τα λαμπάκια του αναμένα.

"Χρόνια πολλά".
"Χρόνια πολλά".

Τον παρακολούθησε από το παράθυρο να κατεβαίνει τα σκαλιά, να μπαίνει στο αυτοκίνητό του και να φεύγει. Γυρνώντας πίσω στο σαλόνι, σταμάτησε στην πόρτα. Δίπλα στο τραπεζάκι, είχε κατέβει τώρα το όρνιο. Το είδε. Γαντζωμένο στο χαλί με τα γαμψά του νύχια ανοιγόκλεινε τις φτερούγες του σκυφτό κι ετοιμαζόταν να ριχτεί στη λεία του. Έστρεψε το κεφάλι και τον κοίταξε με τα κίτρινα μάτια του κι ύστερα έκρωξε απειλητικά.

Έσβησε το φως, έκλεισε την πόρτα κι έσυρε σιγά τα βήματά του ως το υπνοδωμάτιο. Δεν τόλμησε να κοιτάξει πίσω, μα ήταν σίγουρος πως τον ακολουθούσε.


Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

FAST TRACK


Μπούκαραν στο σπίτι του σπάζοντας την πόρτα.
"Όλα θα γίνουν γρήγορα. Ούτε που θα νοιώσετε τίποτα".
Τον έβγαλαν έξω και τον έγδυσαν.
Η νοσοκόμα χαμογέλασε ενθαρρυντικά καθώς του έδενε τα χέρια και τα πόδια.
"Δεν χρειάζεται αναισθητικό. Δεν θα χασομερήσουμε".
Ο αρχιχειρούργος ήταν πιο αυστηρός.
"Δεν έχει νόημα να παριστάνετε τον υγιή. Τα ψέμματα τελείωσαν".
Τον είχαν ξαπλώσει κατάχαμα. Γυάλιζαν τα εργαλεία τους στον ήλιο. Τα μυρμήγκια περπατούσαν πάνω του.
"Θα σε κάνουμε καλά".
Έπιασαν γρήγορα δουλειά. Έκοβαν κι έραβαν. Έβγαζαν και πετούσαν.
Στην αρχή πονούσε, όσο περνούσε όμως η ώρα το συνήθιζε. Μόνο κάπως στενάχωρα ένοιωθε.
"Έχουμε αργήσει", είπε ο αρχιχειρούργος. "Το μέλλον έρχεται". Κι έδειξε εκεί που έδυε ο ήλιος και σκοτείνιαζε.
Ήταν επιμελείς και αφοσιωμένοι στο έργο τους, αυτό το παραδέχτηκε. Κανένας δισταγμός, καμιά ολιγωρία. Δούλευαν σαν σκυλιά, δεν σήκωναν κεφάλι.
Και τακτικοί. Όλα τα τακτοποιούσαν όμορφα σε σωρούς. Μπόρεσε να κοιτάξει με την άκρη του ματιού του στα δεξιά.
Εκεί, σε μια μεριά είχαν σωριάσει όλες τις αμμουδιές του, και δίπλα τους λαγκάδια, μονοπάτια, δάση, ποτάμια, βροχές και σύννεφα. Κάποιος τα ψέκασε με απολυμαντικό. Ήρθανε γκρέιντερ και μπουλντόζες, σκάψανε ένα λάκκο και τα έχωσαν όλα μέσα, κι απάνω ρίξανε ασβέστη κι ύστερα τσιμέντο.
Έβγαζαν κι έβγαζαν, δεν είχε τελειωμό. Απόρησε κι ο ίδιος πως χώραγαν μέσα του όλα αυτά. "Είναι το λίπος", του είπε η νοσοκόμα, "τόσο καιρό σε βασανίζει, πρέπει να το κάψουμε".
Ένας σωρός οι μέρες του, άλλος οι νύχτες. Κι ένας ξεχωριστός με μικροπράγματα. Τα μηχανήματα δεν πρόφταιναν να σκάβουν. Έστησαν μια φωτιά μεγάλη, φώτισε ο τόπος και γύρω της χόρευαν οι τρεις γιατροί κι οι νοσοκόμες. Κι έριξαν μέσα κι έκαψαν κούτες με βιβλία, τετράδια, φωτογραφίες, επιστολές, ημερολόγια, κασέτες. Κουβάδες ξέχειλους με αγκαλιές, φιλιά, δάκρυα και γέλια.
Ένας γραβατωμένος τα καταχωρούσε όλα επιμελώς σε ένα τεφτέρι.
Ύστερα του άνοιξαν το στόμα κι έβαλαν μέσα ένα τσιγγέλι κι έβγαλαν άγριες λέξεις και τις έχωσαν σε ένα σακί και το έδεσαν σφιχτά για να μη φύγουν. Μαζί με αυτές τράβηξαν κάποιες άναρθρες κραυγές. Δεν τους άρεσαν, τις ξανάριξαν μέσα του και τις στούμπωσαν με μπαμπάκι.
"Κάπου εδώ θα είναι", μονολογούσε ο αρχιχειρούργος κι έψαχνε σκάβοντας.
Τράβηξε από μέσα του ένα πλάσμα μέσα στα αίματα και τις βλέννες. Το πήραν και το ξέπλυναν με τη μάνικα μα δεν το αναγνώρισε. Το αμόλησαν, κι αυτό έφυγε μακριά, ξεθώριασε κι έσβησε στον ορίζοντα.
Όλα ξεθώριαζαν.
"Τον χάνουμε", φώναξε η νοσοκόμα κι έτρεξαν όλοι πάνω του κι ο νοσοκόμος του 'χωσε δυο ηλεκτρόδια στα αυτιά και γύρισε τέρμα τον διακόπτη.
"Δεν πρέπει να μας φύγει πριν τελειώσουμε", άκουσε που είπε κάποιος, "η δουλειά πρέπει να γίνει".
Εκτίμησε το ζήλο τους. Για το καλό του δούλευαν.
"Σύσκεψη!" φώναξε τότε ο αρχιχειρούργος. Κι έκαναν σύσκεψη και αποφάσισαν πως δεν μπορούσαν πια να ξεδιαλέγουν, τους πίεζε ο χρόνος, όλον τον είχε καταλάβει η αρρώστεια, ήταν ολόκληρος μια κακοήθεια.
Κι έβγαζαν, έβγαζαν χωρίς σταματημό, ώσπου τίποτα δεν άφησαν κι έμεινε τόσο άδειος που δεν μπορούσε να σκεφτεί.
Με το βραδάκι είχαν τελειώσει.
"Είσασταν υποδειγματικός ασθενής", του χαμογέλασε η νοσοκόμα. Συγχάρηκαν ο ένας τον άλλο, καθάρισαν τον τόπο κι έφυγαν.
Όταν κατάφερε να λύσει το ένα χέρι του έχωσε ένα δάχτυλο μέσα στο λαιμό του και ξέρασε τις λίγες λέξεις που είχαν ξεμείνει. Κι όταν ελευθερώθηκε εντελώς, ξένοιαστος και ανάλαφρος σαν αεράκι, πέταξε κι αιωρήθηκε πάνω από την πόλη. Ήταν πανέμορφη έτσι όπως φέγγιζαν μέσα στο σκοτάδι εδώ κι εκεί οι φωτιές. Μα αυτός δεν έβλεπε ούτε ένιωθε πια τίποτα.


Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

ΖΕΣΤΗ


Κρυώνει, ξύλιασαν τα δάχτυλα, δύσκολα γράφει. Μα αυτό αντέχεται, θα πει, θα ρίξει μια κουβέρτα πάνω του, ύστερα ίσως άλλη μια, θα το ρυθμίσει. Όπως πέρασε ο περσινός έτσι θα φύγει και ο φετεινός χειμώνας. Μα ο άλλος θερμοστάτης ρέταρε, ο εσωτερικός, αυτός που ρυθμίζει τί αέρηδες φυσάνε στο μυαλό του και τον καιρό που κάνει στην ψυχή του και νιώθει κιόλας κρυάδες να ψαχουλεύουν με παγωμένα δάκτυλα το μέσα του καθώς φορούν το σώμα του σαν γάντι. Δεν έχει ζέστη εδώ, δεν έχει θαλπωρή κι ας πέσουνε λεφτά από τα σύννεφα κι ας κάψουν τα καλοριφέρ στο φουλ. Πάει απορρυθμίστηκε ο θερμοστάτης κι ίσα που ξεροβήχει το παλιομηχάνημα μαύρους καπνούς στα υπόγεια παλεύοντας να ξανάρθει στα ίσα του και φτύνει μόνο θολές εικόνες ζέστης. Προϊόντα ατελούς καύσης νοθευμένων από την πολυκαιρία καυσίμων.
Ζέστη σε καφενεία, αποχαυνωτική. Με την ξυλόσομπα να καίει αχόρταγη στη μέση. Με τα τζάμια αρκετά θαμπά από τους ατμούς για να μη βλέπει ούτε τη δικιά του εικόνα ούτε τον έξω κόσμο που πορεύεται με ομπρέλες στα τυφλά σε γλιστερά πεζοδρόμια. Στο καφενείο ενός χωριού όπου οι αιωνόβιοι παίζουν πρέφα λιγομίλητοι και οι ρακές ανάβουν δυνατές φωτιές στα σπλάχνα του. Ίσως σε καφενείο επαρχιακού σταθμού των ΚΤΕΛ, όπου περιμένει το λεωφορείο κι εύχεται να καθυστερήσει λίγο ακόμα ή να μη φτάσει ποτέ, ώστε να μείνει πάντα εκεί να περιμένει, στη ζέστη. Σε καφενεία λιμανιών μπροστά σε μια ερημική αποβάθρα περιμένοντας το πλοίο που θα έρθει μέσα από τη βροχή ειδικά για αυτόν, μόνο για αυτόν, για να τον πάρει και να πάει να τον αδειάσει πάλι εκεί από όπου μερικές μέρες πριν ξεκίνησε
Ζέστη, νύχτα στο θάλαμο όπου είναι ο μόνος ξύπνιος. Καθισμένος στο κρεβάτι κοιτάει απορημένος στα χέρια του τα κορδόνια από τα άρβυλα καθώς τινάζει τα όνειρα από πάνω του, όπως τινάζει το χιόνι από το αδιάβροχο, αναποφάσιστος για μια στιγμή αν μόλις γύρισε από τη σκοπιά ή αν τώρα θα ανοίξει η πόρτα και θα τον ρουφήξει το σκοτάδι
Σε παγωμένα σπίτια ακόμα, κι ας μπάζουν σφυρίζοντας οι χαραμάδες, κάτω από τις κουβέρτες, κι ας λέει μη μ' αγγίζεις, τα χέρια σου είναι κρύα, θα ζεσταθούν στο σώμα της και τα δικά της στο δικό σου, η πιο γλυκιά ζέστη από όλες
Ζέστη σε σπίτια πάνω στο βουνό, έξω λυσσομανάει, με αναμένο τζάκι όλη νύχτα, μπουκάλια άδεια, τασάκια γεμάτα, μασημένες κασέτες, ιστορίες μισοτελειωμένες
Ζέστη σε λεωφορεία, με το κεφάλι γερμένο στον διπλανό ώμο, στην εθνική άγνωστων χιλιομέτρων με λαϊκά τραγούδια, πουρνάρια, τρόχαλους, τρύπιες πινακίδες, γκρεμούς και εικονοστάσια
Ζέστη σε θάλαμους νοσοκομείων ξενυχτώντας άγρυπνος σε μια καρέκλα πάνω από ένα παιδί που του σφίγγει το χέρι ή δίπλα σε μια γριά κοιτώντας τους ορούς να στάζουν παράταση αποστειρωμένης ζωής
Σε αίθουσες συναυλιών και μπαρ όπου η κάπνα των τσιγάρων και η θολούρα του αλκοόλ κατατροπώνει την ομίχλη έξω στο δρόμο
Σε εκκλησίες ακόμα
Σε κινηματογράφους
Πιο πίσω ακόμα. Ζέστη γύρω από ένα μαγκάλι, με τα χρυσόχαρτα απλωμένα πάνω του όμορφα, όλη η φαμίλια μαζεμένη, οι πεθαμένοι με τους ζωντανούς, ποιος νοιάζεται για τις χιονίστρες όταν μέσα στη στάχτη σιγοψήνονται τα κάστανα
Αυτή τη ζέστη θέλει να θυμάται περισσότερο από όλες, αυτή δεν θέλει να ξεχάσει. Κι ας του παγώνει τώρα την καρδιά χειρότερα κι από τον πιο βαρύ χειμώνα, γιατί μόλις βρεθεί εκεί και πιάσει τη μασιά στο χέρι, ένα κοριτσάκι έρχεται να καθίσει δίπλα του και τον κοιτάει στα μάτια και τον αγγίζει κι είναι τα χεράκια του φτιαγμένα από πάγο. Κι ο θερμοστάτης τότε γίνεται κομμάτια.
Αυτή τη ζέστη θέλει να θυμάται. Κι αυτό το κοριτσάκι.

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

ΝΕΚΡΟΨΙΑ



Μετά από ενδελεχή εξέταση της δεξιάς παλάμης του αγνώστου εξήχθησαν τα κάτωθι συμπεράσματα για το ποιόν του.

1. Γραμμή της Ζωής: Κάπως πλαγίως και λοξά πήρε το δρόμο, έζησε τη ζωή του στα τυφλά και χάθηκε, πέρασε θάλασσες κι ανέβηκε βουνά ασκόπως, δεν διάβηκε ποτέ μεγάλες πόρτες, ο κόσμος ήτανε για αυτόν ένας κακέκτυπος λαβύρινθος, ξενύχτησε μα δεν κατάλαβε, έκοψε πίσω του τις γέφυρες, έπαιξε κι έχασε, φώναξε, σώπασε, κουράστηκε, κλείστηκε σπίτι κι έσβησε τα φώτα.
2. Γραμμή της Νόησης: Συχνά σε πλήρη σύγχυση, πνεύμα αντιλογίας, ανυπάκουος κι ανεπίδεκτος, ανεμοδείκτης ιδεών, προσηλωμένος σε ουτοπίες, στρυφνός, αντικοινωνικός κι απότομος, αδυνατούσε να κατασταλάξει και να ενταχθεί, τον ενοχλούσε η υποταγή, τον απωθούσε η αρμονία, το σύστημα και η τάξη, τον γοήτευαν οι γρίφοι και τα αινίγματα, τα περισσότερα τα άφησε πίσω άλυτα.
3. Γραμμή της Καρδιάς: Πληθωρική κι αχόρταγη καρδιά, στο τέλος τσακισμένη και εύθραυστη, αγάπησε κι ευτύχησε να αγαπηθεί, έρμαιο αφελών συναισθηματισμών, ακραία παρορμητικός, έντονα κυκλοθυμικός και απροσάρμοστος, αναζητούσε τη γιορτή, γνώρισε ανθρώπους, έχασε ανθρώπους, στα εύκολα καλά τα πήγε, στα δύσκολα δεν άντεξε, δεν είχε ψυχικά αποθέματα κι αρχίδια, πιέστηκε, τον πήρε η ζωή φαλάγγι, έπεσε από τα σύννεφα με γδούπο, έσβησε μονομιάς η φλόγα.
4. Γραμμή του Πεπρωμένου: Ηττοπαθής εκ γενετής ή έστω εκ πεποιθήσεως, εκτός πραγματικότητας και οικονομίας, αυτοκαταστροφικός, ονειροπόλος και ανοργάνωτος, χαμένος από χέρι, απόβλητος, θύμα των περιστάσεων -έτσι νόμιζε-, μα προφανώς δεν είχε τα προσόντα, δεν ήταν διόλου ανταγωνιστικός, δεν ήταν βιώσιμος, δεν άγιαζε τα μέσα του ο σκοπός, δεν "όλοι μαζί" τα έφαγε, μοιραία κατέληξε εκεί που κατέληξε, τα ήθελε και τα έπαθε, ένας αναρχικός λιγότερος.

28/11/2013
Ο Ιατροδικαστής
Ιάκωβος Χ. Ρομάντης


Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Η ΑΛΙΚΗ ΣΤΗ ΝΤΟΥΛΑΠΑ


Στην Αγγελική

Ήτανε μια φρεγάτα παιδιά, ήτανε μια φρεγάτα
Γλάρο τη λέγανε, κάνε μια καντηλίτσα
Γλάρο τη λέγανε, κάνε μια ψαλιδιά.

Στο πρώτο της ταξίδι παιδιά, στο πρώτο της ταξίδι
όλα πήγαν καλά, κάνε μια καντηλίτσα
όλα πήγαν καλά, κάνε μια ψαλιδιά.

Στην κουζίνα η μικρή Αλίκη ζωγράφιζε με τις κερομπογιές της σιγοτραγουδώντας κι ο πατέρας διάβαζε την εφημερίδα του και κάπνιζε.
- Μπαμπά, να παίξουμε κρυφτό;
Ο μπαμπάς δεν άκουσε ή έκανε πως δεν άκουσε.
Συνέχισε να ζωγραφίζει μουτρωμένη. Τότε είδε τη μαμά της να στέκεται στην πόρτα. Της χαμογέλασε.
- Μαμά, θέλεις να παίξουμε κρυφτό;
Η μητέρα της κοίταζε πότε αυτήν και πότε το μπαμπά της με ένα περίεργο ύφος, σαν κάτι να την απασχολούσε. Ύστερα στράφηκε προς το νεροχύτη.
- Να παίξουμε. Πήγαινε κρύψου, και θα έλθω να σε βρω σε λίγο, μόλις τελειώσω με τα πιάτα.
Η Αλίκη πετάχτηκε χαρούμενη από την καρέκλα της κι έτρεξε να κρυφτεί. Μπήκε στο δωμάτιό της χωρίς να ανάψει το φως και χώθηκε μέσα στη ντουλάπα. Εύχομαι να μην είναι καμιά ακρίδα εδώ μέσα, σκέφτηκε. Φοβόταν τις ακρίδες, πιο πολύ κι από τις αράχνες ακόμα, γιατί πηδούσαν ξαφνικά και σκάλωναν πάνω σου. Βολεύτηκε ανάμεσα στα ρούχα και περίμενε. Δεν πρόκειται να με βρει εδώ μέσα, σκέφτηκε χαρούμενη.
Πέρασε αρκετή ώρα, όμως η μαμά της δεν φάνηκε. Τότε η Αλίκη άρχισε να ανησυχεί.
Αν δεν με βρει ποτέ; Θα πρέπει να μείνω για πάντα μέσα στην ντουλάπα;
Έπιασε με τα χέρια τις πατούσες της και λικνίζονταν αργά μπρος πίσω. Αχ, ας την έβρισκε επιτέλους! Για να τη βοηθήσει λίγο, άρχισε πάλι το τραγούδι.

Στο δεύτερο ταξίδι παιδιά, στο δεύτερο ταξίδι
κόπηκαν τα σχοινιά, κάνε μια καντηλίτσα
κόπηκαν τα σχοινιά, κάνε μια ψαλιδιά

Στο τρίτο της ταξίδι παιδιά, στο τρίτο της ταξίδι
σχίστηκαν τα πανιά, κάνε μια καντηλίτσα
σχίστηκαν τα πανιά, κάνε μια ψαλιδιά.

Ακούμπησε το αυτί της στην ντουλάπα, κοίταξε από τη χαραμάδα. Τίποτα. Τώρα ήταν σίγουρη πως την είχανε ξεχάσει. Αποφάσισε να βγει, δεν άντεχε να περιμένει άλλο. Άνοιξε την πόρτα της ντουλάπας σιγά σιγά. Το δωμάτιο ήταν κατασκότεινο. Όμως, μόλις πάτησε το πόδι της στο πάτωμα, όλα τα φώτα άναψαν, κι ο προβολέας στραμμένος καταπάνω της την τύφλωσε. Η μαϊμού χτυπούσε τα πιατίνια, οι σαλπιγκτές παιάνιζαν, το πιάνο ηχούσε σαν δαιμονισμένο, μια απίστευτη οχλαγωγία. Όταν ο πρίγκιπας γονάτισε μπροστά στα πόδια της και της πρόσφερε ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα, οι κούκλες χειροκρότησαν ενθουσιασμένες, φώναζαν τα ζωάκια από τα ράφια, χοροπηδούσαν τα κουτιά και τα μπαλόνια.
- Ησυχία! φώναξε. Αμέσως όλα τα παιγνίδια σώπασαν. Άρπαξε το καφέ αρκουδάκι της και βγήκε στο διάδρομο.

Από τη μισάνοιχτη πόρτα της κουζίνας έβγαινε λίγο φως. Αμυδρά, στη μέση του διαδρόμου, είδε δυο λάμψεις σαν φλογίτσες κι ύστερα, καθώς συνήθιζαν τα μάτια της στο σκοτάδι, διέκρινε καθαρά τον άγριο λύκο που στεκόταν και κοιτούσε προς το μέρος της. Αργά, απειλητικά, άρχισε να την πλησιάζει. Αίμα έσταζε από τα δόντια του. Όσο πιο γρήγορα μπορούσε, η Αλίκη έτρεξε πίσω στο δωμάτιο και κλείστηκε πάλι στη ντουλάπα. Έκλεισε τα μάτια και χώθηκε βαθιά ανάμεσα στα ρούχα. Τρέμοντας, άκουσε το λύκο να πλησιάζει γρυλίζοντας, μύρισε την ανάσα του κι άκουσε τα νύχια του να ξύνουν την πόρτα. Η καρδούλα της χτυπούσε δυνατά. Στο ρυθμό του τραγουδιού.

Στο τέταρτο ταξίδι παιδιά, στο τέταρτο ταξίδι
εμπήκανε νερά, κάνε μια καντηλίτσα
εμπήκανε νερά, κάνε μια ψαλιδιά.

Το πλήρωμά της όλο παιδιά, το πλήρωμά της όλο
πνίγηκε στα ρηχά, κάνε μια καντηλίτσα
πνίγηκε στα ρηχά, κάνε μια ψαλιδιά.

Άκουσε την πόρτα να ανοίγει τρίζοντας. Έτρεμε ολόκληρη.

Άνοιξε τα μάτια. Κοίταξε στο δωμάτιο. Ήταν άδειο. Ούτε έπιπλα, ούτε παιχνίδια, τίποτα. Στο χωρίς κουρτίνες παράθυρο τα πατζούρια ήταν κλειστά. Στους τοίχους ακίνητες γκρίζες ακρίδες την κοιτούσαν. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο διάδρομο. Προχώρησε τοίχο τοίχο κοιτάζοντας τα ίχνη που άφηναν οι πατούσες της στο σκονισμένο δάπεδο. Ούτε στην κουζίνα ήταν κανείς. Στο νεροχύτη η μούχλα είχε σκεπάσει τα άπλυτα πιάτα.
- Μαμά!, Μπαμπά!, φώναξε. Καμιά απάντηση.

Γύρισε όλο το σπίτι. Ήταν άδειο κι αραχνιασμένο, σαν παρατημένο από καιρό. Παντού στους τοίχους κρέμονταν οι ακρίδες. Όπως περπάταγε πετάγονταν από τη μια μεριά στην άλλη. Την πήρε το παράπονο, δάκρυα έτρεξαν στα μάγουλά της. Ίσως να φταίει η ντουλάπα, σκέφτηκε μετά. Αν ξαναμπώ εκεί, ίσως με βρούνε. Στάθηκε μπροστά στη σκοτεινή κρυψώνα της, διστακτική. Έμοιαζε τώρα με ένα πελώριο στόμα. Αποφασιστικά, πήρε το αρκουδάκι της αγκαλιά, κουλουριάστηκε μέσα κι έκλεισε την πόρτα. Κάτι ένοιωσε να σκαλώνει στο πόδι της. Ήξερε πως ήταν μια ακρίδα, πριν ακόμα την αγγίξει. Δεν τη φοβόταν πια. Την πήρε στην παλάμη της και χάιδεψε τις μακριές κεραίες της.


Την πήρε ο ύπνος. Πόση ώρα κοιμήθηκε; Ξύπνησε από τη φασαρία και κοίταξε από την κλειδαρότρυπα. Έξω από τη ντουλάπα γινόταν τώρα χαλασμός. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν σαν δαιμονισμένος, γυναίκες κι άντρες, παιδιά και γέροι, έκλαιγαν, γελούσαν, το δωμάτιο χανόταν κι έρχονταν άλλα δωμάτια, άλλα σπίτια, δέντρα, βουνά και θάλασσες, δρόμοι και πάλι δρόμοι, καράβια κι αεροπλάνα, ηλιοβασιλέματα, βροχές, κρεβάτια νοσοκομείου, κρεβάτια νυφικά, στρωμένα τραπέζια, ραπτομηχανές, σκυλιά, λόγια αγάπης, λόγια μίσους, χαρούμενα τραγούδια, μοιρολόγια, όλα να στροβιλίζονται όπως όταν κοιτούσε το καλειδοσκόπιο, να χάνονται, να λιώνουν, να ξανάρχονται, να σβήνουν. Κι ύστερα ξαφνικά όλα σταμάτησαν. Σκοτείνιασε.

Τώρα, κάπου στο σπίτι ακούει βήματα. Σταματούν μπροστά στην πόρτα του δωματίου της.
- Αλίκη!, ακούει μια άγνωστη αντρική φωνή.
Δεν απαντάει. Μετά από λίγο ακούει τα βήματα να απομακρύνονται.
Βγαίνει αθόρυβα από τη ντουλάπα. Στο χέρι της κρατάει ακόμα το αρκουδάκι. Γαντζωμένη πάνω στο κεφάλι του η ακρίδα την κοιτάει ήρεμα. Ύστερα δίνει ένα σάλτο προς το ανοικτό παράθυρο κι εξαφανίζεται. Ο ήλιος λούζει το δωμάτιο με ζεστό φως. Στα ράφια όλες οι κούκλες και τα ζωάκια χαμογελούν χαρούμενα. Βγαίνει στο διάδρομο. Από την κουζίνα, ακούγεται μια κοριτσίστικη φωνή να τραγουδάει.

Εσώθηκε ένας μόνο παιδιά, εσώθηκε ένας μόνο
χωρίς να κολυμπά, κάνε μια καντηλίτσα
χωρίς να κολυμπά, κάνε μια ψαλιδιά

Πηδώντας βράχο - βράχο παιδιά, πηδώντας βράχο - βράχο
έφτασε στη στεριά, κάνε μια καντηλίτσα
έφτασε στη στεριά, κάνε μια ψαλιδιά.

Μπαίνει στην κουζίνα. Στο τραπέζι ένας άντρας διαβάζει μια εφημερίδα και καπνίζει. Ένα κοριτσάκι ζωγραφίζει με κερομπογιές. Σηκώνει το κεφάλι του από τη ζωγραφιά και της χαμογελάει γλυκά.
- Μαμά, θέλεις να παίξουμε κρυφτό;


Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

ΑΓΙΑ ΓΑΛΗΝΗ


Στον Μανώλη Π.

Δεκαετία του 70, αρχές. Εμπύρετες ηλικίες, φόβοι, πόθοι, όνειρα αδειανά πουκάμισα. Πουκάμισα ανοιχτά στο στήθος όμως και η καμπάνα να ανεμίζει στα μπατζάκια. Ζακς ήταν, ζούνταπ, ίσως μπεμβέ παλιά στρατιωτική, ίσως τίποτα από όλα αυτά. Ξέχασα, πάνε τόσα χρόνια, βοήθα μνήμη, εσένα προσπαθώ να αναστήσω. Με μια απροσδιόριστη μοναξιά, θρυαλλίδα μελλοντικών εκρήξεων μελαγχολίας. Ερωτευμένοι με όσα κορίτσια σήκωναν τα μάτια να μας δουν αλλά κυρίως με άλλα που ποτέ δεν έστρεψαν το βλέμμα, με μπλουζ κι εξερευνητικά φιλιά στις ντισκοτέκ, βερμούτ στα πάρτυ, πρώτο τσιγάρο άσσος έξπορτ, κρασοκατάνυξη, ρακές, ριζίτικα και ροκ. Μα κάποια Σαββατοκύριακα ήταν δικά μας, αφιερωμένα στους ορίζοντες που ήταν ακόμα ανοιχτοί ή δεν τους βλέπαμε εμείς να κλείνουν. Δυο αγόρια και μια μηχανή και το φευγιό η μόνη πυξίδα μας στην αναζήτηση της περιπέτειας. Η Ελούντα σχεδόν έρημη πριν καταφτάσουν οι ορδές. Στο χώμα μια κουβέρτα, πάνω ένα σεντόνι μαύρο κεντημένο αστέρια. Ξένοιαστοι καβαλάρηδες εμείς, αθώοι κι άγουροι στα πρώτα βήματα μακριά από το σπίτι, σε δοκιμές φυγής, δεν ξέραμε ακόμα τι είναι η νοσταλγία, αυτή τη νιώσαμε χρόνια μετά, όταν σταθήκαμε να δούμε πού βρισκόμαστε, να πάρουμε μια ανάσα κι είδαμε γύρω μας την έρημο. Κι ο νότος, πάντα ο νότος, πάντα κοντά στη θάλασσα. Παντοτινή αγάπη για το Νότο και τη Θάλασσα. Η Αγία Γαλήνη, αγία γαλήνη τότε. Στο τρίτο δέντρο αριστερά μετά το ποταμάκι, φωτιά, κρασί αρκετό για να πιστέψεις πως μπορείς να περπατήσεις στα νερά ως τη μαύρη ήπειρο. Βρεγμένος δρόμος που δοκίμασε να μας σκοτώσει κι ήλιος που μας ανάσταινε το πρωί, σκασμένο λάστιχο, πεζοπορία χιλιομέτρων. Πότε έγινε αυτό, ήταν τότε ή άλλη φορά, ξεχνάω κι όλες οι ιστορίες γίνονται μια ιστορία, η ιστορία μας, και όλα τα ταξίδια σχηματίζουν ένα μόνο δρόμο που πάει και πάει μα δεν φτάνει. Δρόμος του φεγγαριού στη θάλασσα.
Καταδικάστηκα να επιστρέφω πάντα εκεί, σ' αυτό το δρόμο, είτε ακούω Ψαραντώνη είτε Κατ Στήβενς.
Προχθές, η φωνή στο τηλέφωνο δεν ήταν η φωνή του παλιού μου φίλου, που είχαμε να μιλήσουμε τριάντα τόσα χρόνια, όχι, ήταν η δικιά μου η φωνή, η φωνή ενός έφηβου, που ζήταγε λογαριασμό και εξηγήσεις για όλα αυτά τα χρόνια, που από την άλλη άκρη της γραμμής θρόιζε αρμυρίκια, κυμάτιζε φλοίσβους, φύσαγε μελτέμια κι όταν κατέβασα το ακουστικό με ρούφηξε μια δίνη, πρώτα εγώ κι ύστερα όλος ο κόσμος βουλιάξαμε στη μαύρη τρύπα και βρέθηκα σε ένα έρημο σταυροδρόμι και άκουσα μακριά τον θόρυβο της μηχανής που έφευγε.
Καλά ταξίδια, φίλε. Να είσαι καλά.



Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

ΠΩΣ ΔΕΝ ΕΓΙΝΑ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ


Οι γνώμες για το επαγγελματικό μου μέλλον διίσταντο. Ο πατέρας μου προέβλεπε πως θα γινόμουν χωροφύλακας. Επειδή βολτάριζα στη γειτονιά βαρύθυμος, κλωτσώντας τα χαλίκια, με τα χέρια μου πιασμένα πίσω σαν όργανο της τάξεως σε περιπολία. Η μάνα μου, αν και δεν έβλεπε με άσχημο μάτι αυτή την προοπτική, διότι υπήρχε η σχετική παράδοση στον τόπο, έλπιζε κάτι παραπάνω. Παπάς ή έστω δάσκαλος. 
Αργότερα που προχώρησα στο γυμνάσιο κι η μάνα μου είδε πως τα έπαιρνα τα γράμματα αναβάθμισε τις προσδοκίες της. Πρωθυπουργός θα γίνει, έλεγε, κατενθουσιασμένη από τις επιδόσεις μου στην πολιτική αγωγή.
Εγώ πάλι, όταν άρχισα να μπαίνω στο νόημα της ζωής, είχα άλλα όνειρα. Όχι πια εξερευνητής, υιοθετημένο τσιγγανάκι, αόρατος άνθρωπος ή ποδοσφαιριστής. Ναυτικός ήθελα να γίνω. Ναυτικός εκείνα τα χρόνια ήταν, αν θέλετε να ξέρετε, κάποιος που ταξίδευε στις θάλασσες κι άλλο δεν έκανε από το να καπνίζει ένα τσιμπούκι και να γράφει ποιήματα με παράξενες λέξεις. Μαραμπού, Φάτα Μοργκάνα, τέτοια.
Κι άλλα σκεφτόμουν, εναλλακτικά. Να γίνω ας πούμε κάνας Μάρλον Μπράντο, κάνας Ντύλαν. Τίποτα απ' αυτά δεν έγινα, ούτε καν πρωθυπουργός.

Για όλα φταίει η αδερφή μου και το ότι ήμουνα καλός στο σχέδιο και φύση καλλιτεχνική. Αρχιτέκτονας να γίνεις, μου έλεγε αυτή. Σπίνιαρε κάποτε μπροστά μας ένα διθέσιο κατακόκκινο, που οδηγούσε τύπος μποέμ, με το τσιγάρο του να κρέμεται στο στόμα, με το φουλάρι του, με τα μαλλιά του να ανεμίζουν στο αεράκι. Να, μου είπε, σαν κι αυτόν, και μ' έταξε. Κι έγινα. Τόσο μου έκοβε τότε.

(Δεν έγινα σαν τον βλαχομποέμ εκείνο, ούτε που το επιδίωξα. Αυτά είναι για τα λαμόγια και τους κωλοπετσωμένους. Κι οι εποχές όμως έχουν πια αλλάξει.
Αρχιτέκτονας σήμερα είναι κάποιος που έχει ένα γραφείο με αφίσες ντιζάιν στους τοίχους, φωτογραφίες και σχέδια σπιτιών καρφιτσωμένα με πινέζες, στα ράφια από Ντεμπόρ ως κιτσάτα περιοδικά διακόσμησης, ακροκέραμα, ένα σχεδιαστήριο σκονισμένο και σε αχρηστία, ξέχειλα τασάκια, φλυτζάνια με υπολείματα προχθεσινού καφέ, ρολά με κιτρινισμένα σχέδια. Δουλειά του είναι, αν έχει, να ανεβοκατεβαίνει σκάλες σε πολεοδομίες και να νομιμοποιεί όσες μπαγαποντιές κι αυθαιρεσίες έχουν κάνει κάτι ξύπνιοι. Στο ενδιάμεσο ταξινομεί ευσυνείδητα σε όμορφους σωρούς ανεξόφλητους λογαριασμούς και ληξιπρόθεσμα.)

Συχνά αναρωτιέμαι μήπως έπρεπε να είχα ακούσει τη μάνα μου. Να είχα γίνει δηλαδή πρωθυπουργός. Βλέποντας όμως την κατάντια του σημερινού καλοτυχίζω τον εαυτό μου.
Και σκέφτομαι μήπως κι αυτός υπό την πίεση της μητρικής αγάπης παράτησε τις πίτσες στο αμέρικα και έγινε πρωθυπουργός, όπως κι ο προηγούμενος. Ίσως πάλι, φύση διανοούμενη και καλλιτεχνική κι αυτός, φέροντας τα γονίδια της προγιαγιάς του, υπέκυψε έχοντας απώτερους σκοπούς. Να βρει διέξοδο το ταλέντο του. Μέσα στο ρημαδιό που θα σκορπίζει γύρω του, τη στάχτη και τη μπούρμπερη, ατενίζοντας από το Μέγαρο Μαξίμου την καμμένη γη θα γράψει τα καλύτερα ποιήματά του και θα τα μελοποιήσει με περίσσεια έμπνευση. Με μπακγκράουντ τον ήχο του ελικόπτερου. Καλύτερα κι από τον Νέρωνα.

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Η ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ



Δεν είναι όμορφη; Με όσα ξερά κλαριά της έμειναν, δεν είναι ακόμα ωραία;
Δεν τη φρόντισα, είναι αλήθεια. Καθόλου δεν της φέρθηκα όπως άξιζε. Το παραδέχομαι. Όμως δεν το έκανα ηθελημένα, φταίει η ζωή με τις αναποδιές της. Έγειρε ο κόσμος ξαφνικά, μας πήρε η κατηφόρα και μας άδειασε. Έννοια μας να πιαστούμε από ό,τι βρούμε καθώς κυλούσαμε με φόρα στο γκρεμό. Έτσι αυτήν την παραμέλησα.
Μου ζήταγε νερό κι εγώ δεν άκουγα, πέρναγα δίπλα της χωρίς να βλέπω, μ' άγγιζε με τα φύλλα της κι εγώ την προσπερνούσα. Όταν με είχε ανάγκη την παράτησα, σκεφτόμουν τα δικά μου.
Κι όμως εγώ την είχα μεγαλώσει. Κείνα τα πρώτα χρόνια της γλυκομιλούσα, τη χάιδευα και την περιποιόμουν. Τίποτα δεν της έλειπε. Λίπασμα και νερό και χώμα και φιλιά. Κι αυτή, σ' αντάλλαγμα, άνθιζε.
Τώρα δε μου μιλάει. Δεν ανασαίνει. Εκεί που την κλάδεψα, μήπως και τη γιατρέψω, οι πληγές της χάσκουνε κατάξερες, χωρίς χυμό. Δυο χρόνια τώρα.
Μου λένε να την ξεριζώσω. Πάει πέθανε, πώς δεν το βλέπω; Να την πετάξω στα σκουπίδια και να την ξεχάσω, στη θέση της να βάλω μια καινούργια. Ράτσα γερή, να μην καταλαβαίνει αρρώστιες. Οι καιροί, μου λένε, αλλάζουν και πρέπει να προσαρμοστώ. Κυλάει σαν ποτάμι η ζωή και φεύγει, και όλα γύρω φθείρονται, γερνούν, πεθαίνουν. Αμετάκλητα. Δεν γίνεται να ζούμε με τα περασμένα. Και φέρνουν και μου δείχνουν άλλες, φουντωμένες, με κατακόκκινα λουλούδια. Σαν γκόμενες σε νυφοπάζαρο. Σαν πλαστικές.
Δε γίνεται, δεν πρόκειται να τους τη δώσω. Είναι δικιά μου. Σκαλίζω με τα χέρια μου το χώμα, το καθαρίζω από τις αγριάδες. Την ποτίζω. Χαϊδεύω τα ξερά κλωνάρια κι ας πληγώνουν. Σφίγγω τα αγκάθια της και γλείφω το αίμα.
Κανένας δε θα την αγγίξει. Αν θέλουν, ας αλλάξουν τον δικό τους κήπο. Ας ξεριζώσουν τα δικά τους κι ας βάλουν άλλα αν προτιμούν. Ανθεκτικά. Παντός καιρού.
Εγώ θα περιμένω, ό,τι κι αν λένε. Θα περάσει ο χειμώνας, θα έρθει η άνοιξη. Ένα πρωί ίσως δω να ξεπροβάλλουν στα κλαριά της καινούργια τρυφερά βλαστάρια. Κι ύστερα, ένα άλλο πρωί, τα κόκκινα μπουμπούκια της θα ανοίξουνε ξανά, μόνο για μένα.

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Η ΤΥΧΗ


Ποτέ δεν έτυχε να βρω στο δρόμο κατιτίς. Να πέσει η φέτα με τη μαρμελάδα μου σωστά. Όταν ξεσπάει η μπόρα να έχω ομπρέλα. Η Τύχη με είχε πάντα ξεγραμμένο. Ούτε που γύρναγε τα μάτια να με δει.
    Ρώτησα, μου 'παν πως η Τύχη αγαπάει τους τολμηρούς. Εγώ απ' αυτούς ποτέ δεν ήμουν. Έτσι επιστράτευσα προξενητές για να τη σαγηνεύσω. Τόσο πολύ την ήθελα.

Ο θείος μου ο Μιχάλης ήταν κυνηγός.
    Θείε, του είπα, θέλω ένα λαγοπόδαρο για τύχη.
    Μου το 'στειλε. Το άφησα στον ήλιο να στεγνώσει. Το έπαιρνα σ' όλα τα σπίτια που άλλαξα και το είχα πάντα σε περίοπτη θέση. Σαν μπιμπελό. Με τα χρόνια μάδησε, φανήκαν το πετσί κι οι τένοντες. Το πέταξα. Τύχη δεν είδα έτσι κι αλλιώς.
    Η θεία μου η Κατίνα είχε ένα γκρι γάιδαρο, τρελό κι ατίθασο.
    Θεία, της είπα, θέλω ένα πέταλο να με φυλάει απ' το κακό.
    Μου το 'δωσε. Το είχα χρόνια καρφωμένο πάνω από την πόρτα. Σκούριασε εκεί και αποσαθρώθηκε, δίχως να αξιωθεί ποτέ η Τύχη να περάσει το κατώφλι μου.
    Ο θείος μου ο Μανώλης, ο ντραγάτης, γύρναγε από το πρωί ώς το βράδυ στα χωράφια.
    Θείε, του είπα, θέλω ένα φιδοπουκάμισο για φυλαχτό.
    Μου το ’φερε. Το δίπλωσα όμορφα, το έχωσα σε ένα σελοφάν και το έβαλα στο πορτοφόλι μου. Διαλύθηκε με τον καιρό. Πρώτα σκόρπισαν οι φολίδες του, ύστερα τρίφτηκαν κι έγιναν σκόνη. Σαν τις ελπίδες μου.
    Ο ξάδερφός μου ο Κωστής ήξερε το Φαραγγούλι σαν τη τσέπη του. Εκεί ψηλά είναι ένα σπηλιαράκι.
    Ξάδερφε, του είπα, θέλω ένα κοκαλάκι νυχτερίδας.
    Με πήρε και σκαρφαλώσαμε μαζί. Με τη σφεντόνα σκότωσε μια νυχτερίδα, μικρούλα, μια σταλιά μωρό. Τόσο μικρή που χώραγε σε ένα σπιρτόκουτο. Εκεί την άφησα να λιώσει, να μείνει, λέει, το κοκαλάκι της. Όταν το άνοιξα ήταν άδειο. Ούτε κοκαλάκι ούτε τίποτα.
    Η Τύχη, όσα κι αν έκανα, ούτε που διαισθάνθηκε ποτέ την παρουσία μου. Περνούσα δίπλα της σαν φάντασμα.

Αυτά όταν ήμουν νέος κι άμυαλος. Τώρα που ξέρω, δε με νοιάζει. Το έχω πάρει απόφαση, δεν έχω ελπίδα με την Τύχη. Είναι δοσμένη αλλού η καρδιά της, τέλειωσε, είναι στημένο το παιχνίδι. Στέκομαι απαθής στο ξάγναντο, χαζεύοντας τους κεραυνούς τι ωραία που πέφτουν γύρω μου.
    Κι αν χάνω στα χαρτιά, κερδίζω στην αγάπη, παρηγοριέμαι.




Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ



"Δούλεψα στα Ταχυδρομεία δεκάξι χρόνια. Και θα 'μενα άλλα τόσα, δεν μ' ένοιαζε, ήταν ωραία η δουλειά μου. Πολλά πάρε δώσε με τους ντόπιους δεν είχα, αλλά ο κόσμος μ' αγαπούσε. Ξέρεις τώρα, οι συντάξεις στα γερόντια, τα γράμματα από τον ξενιτεμένο γιο, και τα λοιπά. Ακόμα και τα σκυλιά στις αυλές δε με γάβγιζαν. Μόλις με βλέπανε, κουνούσαν την ουρά και μου 'γλειφαν τα χέρια.
Κείνη την εποχή ήμουν στη Χώρα ήδη τρία χρόνια, με δυσμενή μετάθεση λόγω πολιτικών φρονημάτων. Από Αριστερή οικογένεια, βλέπεις. Οι φασίστες! Τέλος πάντων, εμένα δεν μ’ ένοιαζε, καλά περνούσα, είχα και τα τυχερά μου. Δηλαδή, δεν έλεγα όχι στο μπαξίσι, η αλήθεια να λέγεται.
Όταν έγιναν όσα έγιναν, όμως, υπέβαλα την παραίτησή μου. Δεν άντεχα άλλο”.

O γέρος που καθόταν απέναντί μου σταμάτησε και κοίταξε σκεφτικός έξω από το παράθυρο.
"Οι λεμονιές θέλουνε κλάδεμα", μου είπε.

Συμφώνησα ανυπόμονα και τον διαβεβαίωσα πως το είχα κατά νου.

"Έκανα τη δουλειά μου, λοιπόν, ήσυχα κι ωραία, δεν είχα κανένα παράπονο, ούτε και κανένας παραπονέθηκε ποτέ για μένα. Όλα άρχισαν εκείνο τον Απρίλη, όταν έγινε η έκλειψη. Κανείς δεν την είχε προβλέψει, κανείς δεν την περίμενε. Το φεγγάρι έκανε τα δικά του. Άλλαξε, λέει, ξαφνικά τροχιά και μπήκε μπρος στον ήλιο. Οι επιστήμονες τρελάθηκαν. Και ήταν ορατή μόνο στη Χώρα. Το φαντάζεσαι; Μόνο στη Χώρα, λέει”.

Άναψε τσιγάρο, και με κοίταξε συνωμοτικά.

Δεν μου το βγάζει κανείς απ’ το μυαλό πως κάτι μας κρύβουν. Αν θυμάσαι, αλλά που να θυμάσαι εσύ, εσύ ήσουνα μικρός ακόμα, μετά από λίγο όλοι σώπασαν, σταμάτησαν να δημοσιεύουν άρθρα, κανείς δεν ξαναμίλησε για αυτό. Σε όποιες εγκυκλοπαίδειες και να ψάξεις τώρα, σ’ όλα τα αρχεία, στο γαμημένο το ίντερνετ, παντού, δεν θα βρεις τίποτα.Τα έσβησαν όλα. Δεν είναι περίεργο; Ε;”.

Δεν θέλησα να τον διακόψω.
Λοιπόν, λίγες μέρες μετά την έκλειψη, αρχές του Μάη του '57, μοίραζα γράμματα πρωί - πρωί στο Λάκκο, στη γειτονιά κοντά στα Τείχη. Εκεί έμενε ο κυρ Μήτσος, συνταξιούχος του Δημοσίου, άνθρωπος γλυκύτατος και ευγενέστατος. Είχαμε πιει μαζί ρακή κάνα δυο φορές στο διπλανό καφενείο, αρκετές για να τον εκτιμήσω. Ο άνθρωπος αυτός, μετά από μια σειρά ατυχίες που τον χτύπησαν, ζούσε πια μόνος κι έρημος. Δεν είχε φίλους, δεν είχε συγγενείς. Η μόνη συντροφιά του ήταν ο μικρός κήπος που φρόντιζε στην πίσω αυλή και δυο τρεις γάτες, που κι αυτές τον θυμούνταν μονάχα όταν τις έκοβε η πείνα. Ποτέ δεν είχα φέρει γράμμα στον κυρ Μήτσο. Μόνο λογαριασμούς.
Εκείνη λοιπόν τη μέρα, έφερα και σε εκείνον ένα γράμμα. Ένας φάκελος κανονικός, με τα γραμματόσημα και τα λοιπά, αλλά χωρίς αποστολέα. Μόνο το όνομα και η διεύθυνση του παραλήπτη, του κυρ Μήτσου δηλαδή, με ωραία καλλιγραφικά γράμματα.
Του το έδωσα στο χέρι και στάθηκα λίγο από περιέργεια. Αυτός το κοίταξε καλά καλά, κι από τις δυο μεριές, κι ύστερα το έχωσε βιαστικά στην τσέπη. Είχε χλομιάσει ξαφνικά, κατακίτρινος είχε γίνει. Με ευχαρίστησε, μπήκε στο σπίτι κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα. Ζωντανό εννοώ.
Γιατί περνώντας από κει την άλλη μέρα, είδα μισάνοιχτη την πόρτα και μπήκα. Με έτρωγε η περιέργεια, βλέπεις. Τον είδα, λοιπόν, κρεμασμένο με ένα σκοινί από το ταβάνι. Κατατρόμαξα. Ήτανε μπλαβιασμένος και του κρέμονταν η γλώσσα. Στην ξυλόσομπα, που σιγόκαιγε ακόμα, φαινόταν ο φάκελος που του είχα φέρει την προηγούμενη και μια μισοκαμμένη κόλα αλληλογραφίας. Τη μάζεψα προσεκτικά. Φαινόταν η ημερομηνία πάνω πάνω, απ' τα άλλα όμως δεν μπόρεσα να βγάλω άκρη, ήταν μισοκαμμένο, όπως σου είπα. Είναι πάντως φανερό πως ήταν το γράμμα που του έφερα. Αυτό το καταραμένο τον έστειλε στο θάνατο”.

“Περίεργη ιστορία”, του είπα, όταν τον είδα να σωπαίνει και τα μάτια του, βουρκωμένα τώρα, να έχουν στραφεί στο παράθυρο. “Αλλά πώς μπορείς να 'σαι σίγουρος πως αυτό το γράμμα φταίει για την αυτοκτονία του; Τι μπορεί να 'γραφε αυτό το γράμμα;”

Σαν να μη με άκουσε, κοιτούσε τους δυο κοκκινολαίμηδες που χοροπηδούσαν από κλαδί σε κλαδί φλυαρώντας. Έμεινε έτσι για αρκετή ώρα. Ύστερα, σαν να συνήλθε ξαφνικά, γύρισε προς τα μένα, και με φωνή σπασμένη τώρα, συνέχισε.

Πάνω στο γραφειάκι του ήταν ένα πάκο τετράδια. Τα ξεφύλλισα από περιέργεια. Ο κυρ Μήτσος είχε φαίνεται τη συνήθεια να κρατάει ημερολόγιο. Πού πήγε βόλτα, ποιον είδε, ποιος πέθανε, τέτοια. Οι τελευταίες σελίδες, από τη μέρα της έκλειψης και μετά, ήταν λευκές. Μόνο οι ημερομηνίες δηλαδή, η μια μετά την άλλη”.

Έκανε μια μικρή διακοπή.
Ο γραφικός χαρακτήρας στα τετράδια ήταν ίδιος με τον γραφικό χαρακτήρα της επιστολής. Καταλαβαίνεις; Αυτός ο ίδιος είχε γράψει αυτό το γράμμα! Στον ύπνο του, στον ξύπνιο του, δεν ξέρω να σου πω. Κι ύστερα το ‘στειλε στον εαυτό του".

Και πριν προλάβω να αντιδράσω, συνέχισε.

Εκείνες τις μέρες, πρέπει να σου πω, το Ταχυδρομείο τρελάθηκε. Πανζουρλισμός. Ένα σωρό άνθρωποι στέλνανε γράμματα στον εαυτό τους. Το έψαξα, το διασταύρωσα τότε με τους συναδέλφους μου, αν και τώρα αυτοί κάνουν την πάπια και δεν θυμούνται, λέει, τίποτα και με κοιτούν με απορία όταν τους το αναφέρω. Άλλοι πάλι στείλανε γράμματα σε ανύπαρκτους ανθρώπους με περίεργα ονόματα, σε διευθύνσεις που δεν υπήρχαν, ακόμα και σε πεθαμένους. Άλλοι στο κορίτσι που αγάπησαν στην πρώτη τάξη του Δημοτικού, σε φίλους που χάθηκαν, σε φίλους που προδόθηκαν, σε εκείνους που δεν τους είπαν τα λόγια που έπρεπε να πουν τη στιγμή που έπρεπε, σε εκείνους που πλήγωσαν χρόνια πριν, στο γιο που τους παράτησε μονάχους, στο Θεό, στον κανένα, σε όλους, στους άλλους. Γύρισαν οι ψυχές μέσα έξω.
Πολλοί αυτοκτόνησαν, πολλοί τρελάθηκαν, εκείνες τις μέρες. Πολλοί βουβάθηκαν για πάντα, πολλοί άρχισαν να κλαίνε τότε και δεν σταμάτησαν μέχρι σήμερα.
Τότε, λοιπόν, υπέβαλα την παραίτησή μου. Είχα σκοπό να φύγω από τη Χώρα, να ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου. Όμως το ανέβαλα συνέχεια, ώσπου το πήρα απόφαση πως κόλλησα για πάντα εδώ.”

Αναστέναξε.

Ο καημένος ο κυρ Μήτσος. Αν δεν του είχα δώσει το γράμμα εκείνο, αν είχε χαθεί, όπως τόσα και τόσα, θα ζούσε ακόμα κάποια χρόνια.”

“Μη το λες αυτό", του είπα. "Αν ήθελε να αυτοκτονήσει θα το έκανε έτσι κι αλλιώς. Αν είχε γράψει ο ίδιος αυτό το γράμμα, σίγουρα δεν θα χρειαζόταν να το διαβάσει για να δει τι γράφει”.

Με κοίταξε κουνώντας το κεφάλι και αντί για απάντηση έψαξε λίγο στην τσέπη του, έβγαλε ένα φάκελο και μου τον έδωσε.

“Αυτό είναι το δικό μου γράμμα.”

Ήταν ένας σφραγισμένος φάκελος ταχυδρομείου. Η ημερομηνία στη σφραγίδα ήταν του Μάη του '57. Αποστολέας δεν υπήρχε. Στη θέση του παραλήπτη υπήρχε το όνομα του συνομιλητή μου.

“Αυτά τα γράμματα είναι τα γράμματά μου. Κι όμως δεν θυμάμαι να έγραψα αυτή την επιστολή ποτέ μου. Κι όχι μόνο αυτό. Πρέπει να την κουβάλησα στο σάκο μου, να την άφησα κάτω από την πόρτα μου εγώ ο ίδιος. Κι όμως, αυτό που θυμάμαι μόνο είναι να την σηκώνω από το πάτωμα, την επομένη του θανάτου του κυρ Μήτσου.
Αν είχα ανοίξει αυτό το γράμμα, τώρα δεν θα ήμουνα εδώ να σου μιλάω, να 'σαι σίγουρος. Δεν το άνοιξα κι ούτε θα το ανοίξω παρά μόνο όταν νιώσω πως ήλθε η ώρα μου.”

Με έτρωγε η επιθυμία να διαβάσω το γράμμα. Το ένοιωθα ανάμεσα στα δάκτυλά μου να με καίει σχεδόν. Αν μου το άφηνε λίγο ακόμα, θα είχα σκίσει τον φάκελο, όμως, λες και με κατάλαβε, μου το άρπαξε απότομα από τα χέρια.

Είναι το δικό μου γράμμα”, επανέλαβε με σημασία.

Το έβαλε πάλι στην τσέπη του.

Ένα σου εύχομαι. Να μη μείνεις ποτέ μόνος στη ζωή σου. Και να ‘χεις πάντα κάποιον που να μπορείς να του στείλεις ένα γράμμα. Ή ένα, πώς το λέτε, ιμέιλ; Ή να σου στείλει αυτός.”

Σηκώθηκε και με χαιρέτησε. Τον κοίταζα να απομακρύνεται στο δρόμο, σιγά-σιγά, κουτσαίνοντας. Όταν πια χάθηκε στο βάθος, μπήκα στο σπίτι, άνοιξα το συρτάρι κι έβγαλα το γράμμα, το δικό μου γράμμα.

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

ΤΟ ΑΝΕΚΦΡΑΣΤΟ



    Η συγκομιδή των λέξεων διαρκεί όσο και το κρυφτούλι του πρωινού ήλιου στο χάσμα της μισάνοιχτης πόρτας. Μετά, γυμνοί κι εξουδετερωμένοι, οι νευρώνες υποτάσσονται στη σιωπή που κλιμακώνεται στο άδειο δωμάτιο και τα δάχτυλα απωθούν το πληκτρολόγιο.
    Να αποθηκευτούν οι αλλαγές; Όχι. Όλα να μείνουν όπως ήταν. Τίποτα να μη γεννηθεί απ’ αυτή τη στιγμιαία και άκαρπη διασάλευση της τάξης. Τίποτα, αν είναι ανάξιο των προσδοκιών του Ανέκφραστου που πηγαινοέρχεται αγριεμένο στο κλουβί του.
    Η μέρα θα κυλήσει. Θα δω τους δείχτες να γυρνούν, τις σκιές να έρπουν. Αντικείμενα θα αλλάξουν θέση, μπορεί να βρέξει, κάποιοι θα ’ρθουν, θα πουν μια φράση και θα φύγουν. Το μεσημεριανό, ο καφές, βράδιασε κιόλας, ύπνος.
    Το Ανέκφραστο στιγμή δεν ησυχάζει. Μέρα και νύχτα. Του ανοίγω το κλουβί καμιά φορά. Σκάβει το χώμα σαν σκυλί που ψάχνει κόκαλα. Μα η πραγματικότητα το υπερβαίνει, όλος ο κόσμος είναι συλημένος. Τίποτα δεν θα βρει εκεί, μόνο σπασμένα κιούπια με λειψές επιγραφές. Χαμένες λέξεις που ψάχνουν το δρόμο τους, ανάμεσα σε άλλες που δεν λένε τίποτα. Που δεν έχουν άλλες λέξεις να ταιριάξουν. Που επαναλαμβάνουν το ίδιο αδιέξοδο μοτίβο με παραλλαγές. Χαμένος πάει ο κόπος του. Έρχεται με κατεβασμένο το κεφάλι, ακουμπάει το πόδι του στο γόνατό μου και με κοιτάει στα μάτια.
    «Δεν έχω να σου δώσω τίποτα σήμερα», του λέω.
    Πειθήνια επιστρέφει στο κλουβί του και κοιμάται νηστικό.
   Δεν το μπορώ όταν με κοιτάει στα μάτια. Μπήκα στον πειρασμό να το σκοτώσω. Το είχα πάρει απόφαση. Να το αφήσω να πεθάνει από την πείνα κι έτσι να ηρεμήσω. Μα η πείνα του το θρέφει. Γιγαντώθηκε. Σε λίγο δεν θα χωράει στο κλουβί του.
  Έξω η πόλη βουλιάζει. Ένα μαύρο ποτάμι κυλάει στους δρόμους αφρισμένο. Τα νερά του μπαινοβγαίνουν από τα ανοιχτά παράθυρα παρασέρνοντας παλιές κασέλες, φέρετρα, τουμπαρισμένες βάρκες. Το Ανέκφραστο αφηνιασμένο ορμάει και χτυπάει τους τοίχους αφήνοντας άναρθρες κραυγές.
    Ίσως το ξεγελάσω, αν το ταΐσω όσα σκουπίδια έχω μαζέψει τόσα χρόνια. Βραβευμένα, ευπώλητα, φτηνές φυλλάδες. Μπορεί να δηλητηριαστεί και να ψοφήσει. Θα ησυχάσω τότε. Θα θάψω το κουφάρι του βαθιά και πάνω από τον τάφο του θα απαγγείλω συγκινητικό επικήδειο.
    Ενθάδε κείται… Τι;
    Δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι. Δεν μπορώ.
    Κουράστηκα.
    Με το μικρό καλάθι μου, τις τρύπιες τσέπες και το καπέλο μου από βροχή.
   Να αποθηκευτούν οι αλλαγές; Ας αποθηκευτούν. Έστω να πάρω μια αναβολή. Πριν το θηρίο με κάνει μια μπουκιά.



Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Ο ΜΠΟΥΘΙ



Μαύρες οι μέρες, μαύρη η ψυχή μας, ας πούμε κάτι ανάλαφρο.
Το '77 μέναμε στο αρχιπέλαγος, στην Αστυπαλαίας. Στην ταράτσα ενός εξαόροφου, σε μια ο θεός να την κάνει γκαρσονιέρα, κάποτε μάλλον πλυσταριό, εκεί, σε ένα δωμάτιο δύο επί τρία, στριμώξαμε τον φοιτητικό μας έρωτα. Και με συγκάτοικο ένα γάτο σιαμαίο με στραβή ουρά, τον Μπούθι. Έτσι τον βγάλαμε, φόρο τιμής στον υπερλεξιστή Σχινά που μόλις είχαμε γνωρίσει από το "Πάλι".

Κάτω από μας ζούσε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που υπέφεραν αβάσταχτα όταν εμείς ασκούμασταν στο σεξ κι έτριζαν οι σουμιέδες. Άχτι μας είχαν, για διαφορετικό λόγο ο καθένας.
Αυτή ήταν μια θεοσεβούμενη, με κότσο και πουκαμισάκι κουμπωμένο ως το σαγόνι. Κι ήταν αυτή, φαντάζομαι, που ανεβασμένη στην καρέκλα, ποιος ξέρει με τι κόπο, χτύπαγε το ταβάνι με ένα σκουπόξυλο. Συχνά όταν κατεβαίναμε τη σκάλα για να πάρουμε το ασανσέρ (γιατί δεν έφτανε ως την ταράτσα), μισάνοιγε η πόρτα τους, έβγαζε το κεφάλι η γριά, πέταγε ένα "Λυσσάξατε!" κι έκλεινε πάλι.
Αυτός ήταν μια πονηρόφατσα που μύριζε από μακριά αλκοόλ. Μάταια πάσχιζε η επελαύνουσα άνοια να καταστείλει τον Μπουκόφσκι μέσα του. Διασταυρωνόμασταν καμιά φορά στην είσοδο, χωρίς να ανταλλάξουμε ποτέ μια καλημέρα. Μαλωμένοι ήμασταν κι ας μη μαλώσαμε ποτέ. Εμείς κάναμε πως κοιτάζαμε αλλού. Αυτουνού τα μάτια καρφώνονταν ανελλιπώς στο στήθος της καλής μου, πλούσιο ομολογουμένως, κι έμεναν απολιθωμένα εκεί. Φτερούγιζε σαν μαγεμένο το μυαλό του και χάνονταν ο κόσμος γύρω. Στην αρχή ενοχλούμασταν, μετά το διασκεδάζαμε. Για πλάκα βγαίναμε στον τρίτο από το ασανσέρ κι αυτός ακολουθούσε υπνωτισμένος και χτύπαγε σε ξένα διαμερίσματα.
Είναι σκληρά τα νιάτα με τους γέρους.

Κάποτε χάσαμε τον Μπούθι, γυρίσαμε και δεν τον βρήκαμε στο σπίτι. Φοβηθήκαμε πως έπεσε στο δρόμο. Χτυπήσαμε την πόρτα τους για να ρωτήσουμε αν τον είδαν μα δεν μας άνοιξαν. Κολλήσαμε χαρτάκια στη γειτονιά, ρωτήσαμε τους μαγαζάτορες, με τα πολλά βρήκαμε τα ίχνη του. Όπως ανακαλύψαμε μετά, είχε πέσει στην τέντα, κι από εκεί γλίστρησε στο μπαλκόνι τους. Αντί να μας τον επιστρέψουν, τον πήραν και τον δώσανε σε μια κυρία στη γειτονιά. Μας τον έφερε η εν λόγω κυρία, είπε πως της τον έδωσαν αυτοί, ήρθε για μάρτυρας κι ο γέρος.
"Πως τον λέτε;" μας ρώτησε η γυναίκα, που ήταν και βαρήκοη.
"Μπούθι", της λέω.
"Μπούτι;" μένει έκπληκτη αυτή και στρέφεται στο γέρο.
"Ναι, σιγά μην τον λένε και Βυζί", λέει αυτός. Με το μάτι καρφωμένο πάντα εκεί.


Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ


Παράτα μας κι εσύ, φθινόπωρο. Που μας χτυπάς την πόρτα μας νυχτιάτικα με την πραμάτεια σου. Δεν την χρειαζόμαστε πια για να μελαγχολήσουμε, έχουμε τα δικά μας. Μπροστά τους είσαι καλοκαίρι, δε φτουράς.
Πήγαινε δώσ' τα τα στις αλώβητες ψυχές που έχουν ακόμα τους χυμούς τους φρέσκους. Οι δικές μας στέγνωσαν, κάηκαν, σκληροπέτσιασαν. Δεν έχουμε αποθέματα για σένα. Μπορείς αν θες να πάρεις λίγη στάχτη. Να τη φυσήξεις με το ωραίο σου αεράκι και να γκριζάρει λίγο ακόμα ο κόσμος μας. Και κάρβουνα αν θες, να βάψεις νύχτα όλες τις μέρες.

Κάποιοι ακόμα σε απαγγέλλουν. Δεν βλέπουν τις ραγισματιές στο πρόσωπό σου. Σε χωματόδρομους σπαρμένους φύλλα χρυσοκόκκινα, μυρίζουν τη βροχή. Αχόρταγα, στο φως κεριών, στήνουν αυτί να ακούσουν τις σταγόνες της στις λαμαρίνες και τα κεραμίδια.
Εγώ ακούω ρέκβιεμ στη βροχή. Πόρτες να τρίζουν και ουρλιαχτά. Στο χώμα μύρισα αίμα που δεν μπορείς να το ξεπλύνεις. Κι όταν ο αέρας σκόρπισε τον όμορφο σωρό των φύλλων είδα ένα μαχαίρι καρφωμένο.

Φθινόπωρο, αυτή η χρονιά θα είναι η τελευταία σου. Πριν από σένα, πέθανε πρώτα η άνοιξη. Ύστερα είχε σειρά το καλοκαίρι. Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, το είδα να ψυχορραγεί στην πόρτα μου ξερνώντας θάλασσα. Θα σβήσεις κι εσύ σύντομα, θα ξεχαστείς. Γιατί έχει αρχίσει η νέα εποχή των παγετώνων.
Γίνε κι εσύ χειμώνας, προσαρμόσου. Να αστράψει, να βροντήξει, να ανοίξουν οι ουρανοί μέχρι να διαλυθούν τα πάντα.

Εκεί που χάραζαν καρδιές, τώρα χαράζουν σβάστικες. Τα δέντρα μας τυφλοί γκρουπιέρηδες που μοιράζουν με σημαδεμένη τράπουλα. Σπαρμένη η τσόχα της αυλής με φύλλα. Τα γύρισα από την καλή. Άσσοι μπαστούνια όλα τους. Τουμπανιασμένοι άσσοι, ψόφιοι. Πάω πάσο. Καμιά βροχή δε θα μας σώσει.


Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

ΕΓΩΙΣΜΟΣ


Κλαίγοντας πήγαινα, κλαίγοντας έφευγα στην πρώτη τάξη. Γιατί αντί για το 7ο όπου πήγανε όλοι οι φίλοι μου, μένα με πήγανε στο 8ο που ήτανε λέει καλύτερο, δεν είχε πλέμπα, ήτανε καθωσπρέπει. Έτσι είπανε στη μάνα μου κι αυτή έβαλε μέσον. Κι έχασα τις παρέες μου, με στρίμωξαν στο ίδιο θρανίο με κάτι βουτυρόπαιδα που δεν τα ήξερα ούτε με ξέρανε. Αυτοί εδώ δεν είχανε σφεντόνες και τσατσάρα στην κωλότσεπη, μόνο ένα μαντηλάκι να σκουπίζουνε τις μύξες τους. Από πετροπόλεμο, ανίδεοι. Και με κορόιδευαν γιατί ήμουν φτωχαδάκι, σαν ζητιανάκι ήμουν ντυμένο, τριμμένα ρούχα, μπαλωμένα. Με έσπρωχναν με αηδία από το θρανίο γιατί τα χείλια μου όλο το χειμώνα ήταν σκασμένα από το κρύο. Και ήμουν βρώμικος, έζεχνα, είναι η αλήθεια. Μα αυτό γιατί ήταν δύσκολο το μπάνιο στην παγωμένη αυλή, στη σκάφη, με ένα καζάνι νερό ζεσταμένο όπως όπως στη γκαζιέρα. Τέλος πάντων, τέλειωσα κακήν κακώς την πρώτη χωρίς να κάνω ούτε ένα φίλο απ' αυτούς, κι όλο το καλοκαίρι μετά έβγαζα το άχτι μου, ιστορίες απίστευτες, που, κάποιες απ' αυτές, θα σας διηγηθώ μια άλλη φορά. Και μην σας κάνει να αμφιβάλλετε το μικρόν της ηλικίας. Τα παιδάκια τότε ζούσαν το tomb raider και το wow από τα γεννοφάσκια τους στους δρόμους.
Την επόμενη χρονιά, όμως, άλλο καζίκι με περίμενε. Με στείλανε στο 4ο, μακριά από το σπίτι μας, κοντά στο λιμάνι. Γιατί ήτανε διευθυντής εκεί ένας θείος μου. Πάλι άγνωστα παιδιά, πάλι από την αρχή αγώνας για προσαρμογή. Μα ήμουν τώρα ένα χρόνο ωριμότερος, και τα παιδιά, τα πιο πολλά τουλάχιστον, ήταν επίσης φτωχαδάκια και τα μπαλώματα ακόμα πιο παράταιρα από τα δικά μου. Και το πηλίκιό τους με το εθνόσημο το ίδιο μέσ' στη λίγδα. Άλλο ήταν το πρόβλημα. Από την πρώτη τάξη δεν είχα πάρει τίποτα, η μάνα μου ήταν που έγραφε και μάθαινε τα βράδια αντί για μένα. Και η κυρία Μαρίνα (να ζει άραγε;) δεν χωράτευε. Είχε μια μακριά βέργα από οξυά και δεν την είχε για να τραβάει γραμμές. Όταν την χρησιμοποιούσε κοκκίνιζαν χέρια και πόδια, συχνά το θύμα δεν μπορούσε ούτε να κάτσει στο θρανίο ούτε να πιάσει μολύβι κι έφευγε σπίτι του. Μια φορά μόνο πρόλαβα και γεύτηκα τη βέργα της και δεν θα το ξεχάσω. Γιατί δεν είχα κόψει τα νύχια μου. Κι ήταν αυτά μέσα στα χώματα. "Έσκαβες;" με ρώτησε. "Άνοιξε τα χέρια σου". Και τις έφαγα γερά.
Τις πρώτες μέρες, λοιπόν, κάνανε επανάληψη όσα είχαν μάθει στην πρώτη. Εγώ ήμουνα σκράπας, άσχετος. Έσκυβα και κρυβόμουν όσο μπορούσα, προσευχόμουν να γίνω αόρατος. Μα ήρθε η σειρά μου. Έπρεπε να πω τους δώδεκα μήνες. Κι έλεγα εγώ ό,τι θυμόμουν. Μάρτης, Αύγουστος, Παρασκευή, Φθινόπωρο και χαχάνιζε όλη η τάξη με τα χάλια μου. Τότε, μέσα στα χάχανα, ο Βαγγέλης ο Λ., έδωσε τη χαριστική βολή. "Νομίζει πως είναι ακόμα στο 8ο", είπε ο γλείφτης, ειρωνικά. Και γέλασε και η δασκάλα.
Ώπα! Κάτσε ρε φίλε. Ποιος είσαι εσύ που θα με ειρωνευτείς; Σε μια στιγμή ήρθαν τα πάνω κάτω. Ένα τέρας που τότε δεν ήξερα ακόμα το όνομά του, εγωισμό έμαθα αργότερα ότι το λένε, ορθώθηκε και μου άστραψε ένα δυνατό χαστούκι. Αποκάλυψη έγινε. "Μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου". Εκείνη τη σημαδιακή στιγμή αποφάσισα πως δεν θα άφηνα ποτέ ξανά να γελάσει κάποιος σε βάρος μου. Ποτέ, κανένα αρχίδι. Στρώθηκα, διάβασα, κι έγινα σύντομα ο πρώτος σπασίκλας. Πράγμα που όπως ανακάλυψα δεν ήταν δύσκολο, και είχε επί πλέον ως έπαθλο και την καρδιά της Λένας, της καλύτερης μαθήτριας, και όποιας άλλης ήθελα βεβαίως. Και μάλιστα χωρίς να απαρνηθώ διόλου τις παρέες μου και τις αρχές μου. Πρώτος στα μαθήματα, πρώτος στη σφεντόνα.
Ποιον νοιάζει αυτή η ιστορία; Κανένα, θα μου πείτε κι έχετε δίκιο. Εγώ ένα μόνο ήθελα να σας πω. Ανακαλύπτουμε, πολύ αργότερα, πως τις ιστορίες που επιμένουν να αναδύονται συνεχώς στη μνήμη και δε λένε να ξεχαστούν, τις θυμόμαστε για κάποιο λόγο. Όσο ασήμαντες κι αν φαίνονται μας έχουν σημαδέψει. Είναι οι ουλές της ψυχής μας.
Ο Βαγγέλης, χωρίς να το υποψιάζεται, σημάδεψε τη μέρα που ο εγωισμός μου χτύπησε κόκκινο και σκάλωσε εκεί ψηλά από τότε. Μου έδωσε τη σπρωξιά να πάρω τον ανήφορο κι έχω ακόμα φόρα και πηγαίνω. Γιατί δεν έχει τελειωμό, ως το γκρεμό κι ακόμα παραπέρα. Εγώ από τη μια μεριά κι απέναντι όλοι οι άλλοι. Στα τυφλά! Πόλεμος κατά πάντων με θύματα συχνά άμαχους κι αθώους. Κανείς ζυγός στον τράχηλο, κανένα αφεντικό, καμιά εξουσία, καμιά αυθεντία. Ζήτω μου!
Αλλά είπα να σας διηγηθώ απλά μια ιστορία, και παρασύρθηκα.

Επίλογος. Βαγγέλη, φιλαράκο, όπου κι αν είσαι, δεν ξεχνώ ότι στο διάλειμμα, για εκδίκηση, σου έκανα κεφαλοκλείδωμα και σε έριξα στις λάσπες της αυλής κι εσύ δεν με μαρτύρησες στην κυρία Μαρίνα. Δεν ήσουν τόσο καθίκι τελικά.

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΑΣΦΑΛΤΟΣ


Διάλεξε την καλύτερη φωτογραφία των διακοπών και την ανάρτησε στον τοίχο του. Θάλασσα, αμμουδιά, ψαρόβαρκες, ηλιοκαμένα σώματα και στο βάθος να βασιλεύει ο ήλιος με μια οργιαστική πανδαισία χρωμάτων. Ύστερα άνοιξε την τηλεόραση να δει τι έγινε όσο έλειπε.
Πίστευε ως τότε, όπως όλοι, πως τα ψηφιακά αρχεία αντέχουν. Αντέχουν όμως όσο η μνήμη, φαίνεται. Γερνάνε με τον τρόπο τους κι αυτά, κουράζονται. Μια μέρα μόνο πέρασε και η φωτογραφία φάνηκε να αλλάζει. Καθώς η αληθινή ζωή εφορμούσε σαν μπουλντόζα αδειάζοντας πάνω του τόνους κοινοτοπίας και άγχους, και το τοπίο γινόταν μια θολή συγκεχυμένη ανάμνηση στο βάθος του πολυάσχολου μυαλού του, ο άυλος τοίχος έτριξε συθέμελα και μια ρωγμή τον διέσχισε από τη μια γωνιά ως την άλλη. Τα χρώματα της φωτογραφίας θάμπωσαν, οι ήχοι της έσβησαν, οι μυρωδιές ξεθύμαναν, οι υφές λειάνθηκαν. Τα ρυτιδιασμένα από το μελτεμάκι νερά έδειξαν τα πίξελ τους σαν τις ρυτίδες ενός πρόωρα γερασμένου παιδιού.
Η ζωή του είχε ήδη γίνει ένα άλυτο αίνιγμα, όπως πριν. Ο κόσμος ένα παζλ που του έλειπαν κομμάτια. Και οι φάκελλοι βουνό. Υποχρεώσεις, εκκρεμότητες και οφειλές.
Την τρίτη μέρα είδε έκπληκτος πως ο ήλιος στη φωτογραφία είχε δύσει. Από το ηλιοβασίλεμα απέμεναν μόνο κάτι αμυδρές κόκκινες πινελιές. Το γκρίζο σκέπασε τα πάντα και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει πια τη θάλασσα από τον ουρανό. Από τα πρόσωπα είχαν σβήσει τα χαμόγελα, κάποιοι κοιτούσαν το φακό με ύφος σκεφτικό, άλλοι έστρεφαν αλλού τα μάτια.
Άλλες δυο μέρες πέρασαν. Καθόταν μόνος του κι έκανε απολογισμό της ζωής του κι άκρη δεν έβγαζε. Έβλεπε τώρα καθαρά το αδιέξοδο, ούτε φως στο τούνελ, ούτε success story, ούτε τίποτα. Κάποτε τόλμησε κι άνοιξε τον υπολογιστή να δει τι είχε απογίνει εκείνη η φωτογραφία.
Η θάλασσά της είχε στερέψει. Τα νερά είχαν αποτραβηχτεί σαν να τα ρούφηξε ένα τεράστιο σιφώνι. Φάνηκε ο βυθός, ακούμπησαν στη άμμο οι βάρκες. Τα ψάρια σπαρταρούσαν. Αμήχανοι οι επίδοξοι κολυμβητές έστεκαν με τα χέρια στη μέση. Άλλοι έσκυβαν και μάζευαν κοχύλια. Σπαρμένος ο βυθός με αντικείμενα κάθε λογής, εφημερίδες, τραπουλόχαρτα, ομπρέλες, τηλεοράσεις, δακρυγόνα, πέτρες και θαλασσόξυλα.
Ύστερα φάνηκε κι ο ίδιος. Από την κάτω αριστερή γωνία της φωτογραφίας περπάτησε ως το κέντρο της, εκεί που έφτανε πριν το κύμα. Γύρισε και κοίταξε προς το μέρος του, του έγνεψε κι ύστερα συνέχισε να προχωράει.
Ένοιωσε το βυθό σκληρό κάτω απ' τα πόδια του. Έσκυψε και ψαχούλεψε με τα δάχτυλα. Δεν ήταν βράχος. Σκούπισε το λεπτό στρώμα της άμμου και χάιδεψε τη γκριζόμαυρη επιφάνεια. Φύσηξε τότε αέρας και στροβίλισε την άμμο, την πήρε μακριά και φάνηκε από κάτω καθαρά η άσφαλτος.
Η κάμερα στράφηκε δεξιά. Κοίταξε κι είδε το δρόμο αυτόν να εκτείνεται ως εκεί που έφθανε το μάτι, ως τον ορίζοντα, όπου μια μαύρη ομίχλη απλώνονταν απειλητική. Ακίνητη και πετρωμένη στέκονταν αυτή, όπως αρμόζει σε φωτογραφία. Μα την ένιωσε να ανασαίνει, μοχθηρή, έτοιμη να χυμήξει και να καταπιεί τα πάντα.
Το κάδρο της φωτογραφίας πίσω τους έκλεινε, τους έσπρωχνε μπροστά εκεί που ανοιγόταν ο μακρύς δρόμος. Πήραν όλοι μαζί το δρόμο αυτόν, προς την ομίχλη, στην αρχή διστακτικά, κι ύστερα με όλο και πιο αποφασιστικά βήματα. Με ένα αργό fade out η φωτογραφία έσβησε και χάθηκε.
Έκλεισε τον υπολογιστή, άνοιξε τη πόρτα και βγήκε στο δρόμο. Κοίταξε το χέρι του και είδε πως κρατούσε σφιχτά μια πέτρα.


Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΡΙΑΝΤΑ ΛΕΠΤΑ

«Συγγνώμη, μήπως έχετε τριάντα λεπτά;» 
    Τον είχε νιώσει ήδη δίπλα του, ανάρμοστα κοντά, μύρισε την ανάσα του σχεδόν, και είχε διαισθανθεί το βλέμμα του να τον κοιτάει λοξά καθώς τον πλεύριζε και το ένστικτο του του είχε πει πως σκόπευε να του ζητήσει χρήματα. Κάθε φορά το ίδιο σκηνικό, πότε με επίμονα πρεζόνια πότε με ενοχλητικούς, άθλιους ζητιάνους. Και η απάντηση βγήκε από το στόμα του κι αυτή ενστικτώδης, χωρίς να τη ζυγίσει, χωρίς να ταραχτούν καθόλου οι σκέψεις του για το αν θα έπαιρνε φέτα σκληρή ή μαλακιά, χωρίς να στρέψει καν το βλέμμα από τη βιτρίνα με τα τυριά. 
    «Όχι, δεν έχω». 
    Όταν είχε πια απομακρυνθεί, γύρισε να τον κοιτάξει καλύ­τερα. Τριάντα λεπτά; Τι στο καλό... 

Όλο το απόγευμα, μια φωνή σιγοψιθύριζε επίμονα μες στο κε­φάλι του. 
    Τριάντα λεπτά, ρε συ. Τι να τα ήθελε άραγε τα τριάντα λε­πτά μέσα στο σουπερμάρκετ, δύσκολο ήταν να το καταλάβεις; Κάτι ήθελε να πάρει ο άνθρωπος και δεν του έβγαιναν. Κάτι ήθελε για το παιδί του ίσως, αχρείε. Ένα γάλα, ένα κρουασάν, μια γκοφρέτα. Τριάντα λεπτά ήθελε μονάχα, για να συμπληρώ­σει. Πώς σε κατάντησαν έτσι, γαμώ το κέρατό μου; Πεθαίνει ο άλλος δίπλα από την πείνα κι εσύ κοιτάς την πάρτη σου. 

Δεν άντεξε, και το βράδυ το διηγήθηκε στη γυναίκα του. 
   «Όχι, σου λέω, δεν ήτανε πρεζόνι. Ένας καθωσπρέπει κύρι­ος ήταν, γύρω στα σαράντα. Λίγο ταλαιπωρημένος, αδύνατος, μελαχρινός, με ίσιο μαλλί, κάπως μακρύ. Κι έσερνε από το χέρι ένα αγοράκι, εφτά οχτώ χρονών. Κι όπως φεύγανε, γύρισε εκεί­νο και με κοίταξε παράξενα. Αυτό ήταν που με στεναχώρησε πιο πολύ». 
    «Σώπα τώρα», τον καθησύχασε αυτή, «δεν έγινε και τίπο­τα. Τόσοι φτωχοί κυκλοφορούν στις μέρες μας. Δεν μπορούμε εμείς να τους σώσουμε όλους. Και μη συγχύζεσαι, δεν κάνει είπε ο γιατρός. Πήρες το χάπι σου;» 
    «Το πήρα». 
    Ψέματα έλεγε. Δεν το είχε πάρει κι ας ένιωθε ένα βάρος να πλακώνει το στήθος του. Άι σιχτίρ κι αυτά τα χάπια!

Άργησε να τον πάρει ο ύπνος. Εκείνα τα τριάντα λεπτά είχαν γίνει τα δικά του τριάκοντα αργύρια. Για ώρες πάλευε με τα σεντόνια και τις τύψεις, ώσπου στο τέλος νίκησε η λογική. Το καλοσκέφτηκε. Δίκιο είχε τελικά η γυναίκα του. Δεν μπορούσε αυτός να κάνει τίποτα, φταίνε όσοι ζούσανε με δανεικά, φταί­νε οι άμυαλοι, φταίει το σύστημα. Όποιοι δεν τους αρέσει, ας πάνε να το αλλάξουν. Θυμήθηκε και κάτι που είχε πει η δασκά­λα τους, μια θεούσα, στην τρίτη του Δημοτικού. 
    Όταν βλέπετε έναν φτωχό να μη λυπάστε, είχε πει, είναι αμαρτία. Να κάνετε το σταυρό σας, να χαίρεστε και να δοξάζε­τε το Θεό που δεν σας έκανε σαν κι αυτόν.

Όταν με τα πολλά αποκοιμήθηκε, τους είδε στον ύπνο του. Σε μια ακρογιαλιά σπαρμένη με σωσίβια ήταν. Μπροστά πήγαι­νε ο άντρας με μια πολυκαιρισμένη βαλίτσα στο χέρι και πίσω του το αγόρι. Όταν τον είδαν να κάθεται στην άμμο σταμάτη­σαν. Ο άντρας έβγαλε ένα δρεπάνι και ανεμίζοντάς το επιδέξια στον αέρα κλάδευε, σοβαρός, πότε τα αρμυρίκια, πότε τα κρι­νάκια και πότε τις κορφές από τις αμμοθίνες. Το αγόρι πήγε και κάθισε κοντά του και του μίλησε. 
    «Να σου πω ένα αίνιγμα;» 
    «Πες μου». 
    «Πόση ώρα είναι από δω ώς την Κόλαση;» 
    «Δεν ξέρω. Μια στιγμή;» 
    «Όχι». 
    «Χίλια χρόνια;» 
    «Ούτε. Να το πάρει το ποτάμι;» 
    «Να το πάρει». 
    «Τριάντα λεπτά». 
    Τριάντα λεπτά! Χα, χα! Το αγόρι έβαλε τα γέλια. Το ίδιο κι ο πατέρας του που ερχόταν προς το μέρος τους κραδαίνοντας ακόμα το δρεπάνι. Ο αέρας φύσαγε τα μαλλιά στο πρόσωπό του που είχε τώρα σκοτεινιάσει.

Άλλαξε στάση. Το βάρος στο στήθος του είχε αρχίσει να γίνε­ται πόνος. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε το ξυπνητήρι. Είχε πάει εφτά. Σε τριάντα λεπτά θα ξυπνούσε. 
    Ή δεν θα ξυπνούσε.