Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

ΠΩΣ ΔΕΝ ΕΓΙΝΑ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ


Οι γνώμες για το επαγγελματικό μου μέλλον διίσταντο. Ο πατέρας μου προέβλεπε πως θα γινόμουν χωροφύλακας. Επειδή βολτάριζα στη γειτονιά βαρύθυμος, κλωτσώντας τα χαλίκια, με τα χέρια μου πιασμένα πίσω σαν όργανο της τάξεως σε περιπολία. Η μάνα μου, αν και δεν έβλεπε με άσχημο μάτι αυτή την προοπτική, διότι υπήρχε η σχετική παράδοση στον τόπο, έλπιζε κάτι παραπάνω. Παπάς ή έστω δάσκαλος. 
Αργότερα που προχώρησα στο γυμνάσιο κι η μάνα μου είδε πως τα έπαιρνα τα γράμματα αναβάθμισε τις προσδοκίες της. Πρωθυπουργός θα γίνει, έλεγε, κατενθουσιασμένη από τις επιδόσεις μου στην πολιτική αγωγή.
Εγώ πάλι, όταν άρχισα να μπαίνω στο νόημα της ζωής, είχα άλλα όνειρα. Όχι πια εξερευνητής, υιοθετημένο τσιγγανάκι, αόρατος άνθρωπος ή ποδοσφαιριστής. Ναυτικός ήθελα να γίνω. Ναυτικός εκείνα τα χρόνια ήταν, αν θέλετε να ξέρετε, κάποιος που ταξίδευε στις θάλασσες κι άλλο δεν έκανε από το να καπνίζει ένα τσιμπούκι και να γράφει ποιήματα με παράξενες λέξεις. Μαραμπού, Φάτα Μοργκάνα, τέτοια.
Κι άλλα σκεφτόμουν, εναλλακτικά. Να γίνω ας πούμε κάνας Μάρλον Μπράντο, κάνας Ντύλαν. Τίποτα απ' αυτά δεν έγινα, ούτε καν πρωθυπουργός.

Για όλα φταίει η αδερφή μου και το ότι ήμουνα καλός στο σχέδιο και φύση καλλιτεχνική. Αρχιτέκτονας να γίνεις, μου έλεγε αυτή. Σπίνιαρε κάποτε μπροστά μας ένα διθέσιο κατακόκκινο, που οδηγούσε τύπος μποέμ, με το τσιγάρο του να κρέμεται στο στόμα, με το φουλάρι του, με τα μαλλιά του να ανεμίζουν στο αεράκι. Να, μου είπε, σαν κι αυτόν, και μ' έταξε. Κι έγινα. Τόσο μου έκοβε τότε.

(Δεν έγινα σαν τον βλαχομποέμ εκείνο, ούτε που το επιδίωξα. Αυτά είναι για τα λαμόγια και τους κωλοπετσωμένους. Κι οι εποχές όμως έχουν πια αλλάξει.
Αρχιτέκτονας σήμερα είναι κάποιος που έχει ένα γραφείο με αφίσες ντιζάιν στους τοίχους, φωτογραφίες και σχέδια σπιτιών καρφιτσωμένα με πινέζες, στα ράφια από Ντεμπόρ ως κιτσάτα περιοδικά διακόσμησης, ακροκέραμα, ένα σχεδιαστήριο σκονισμένο και σε αχρηστία, ξέχειλα τασάκια, φλυτζάνια με υπολείματα προχθεσινού καφέ, ρολά με κιτρινισμένα σχέδια. Δουλειά του είναι, αν έχει, να ανεβοκατεβαίνει σκάλες σε πολεοδομίες και να νομιμοποιεί όσες μπαγαποντιές κι αυθαιρεσίες έχουν κάνει κάτι ξύπνιοι. Στο ενδιάμεσο ταξινομεί ευσυνείδητα σε όμορφους σωρούς ανεξόφλητους λογαριασμούς και ληξιπρόθεσμα.)

Συχνά αναρωτιέμαι μήπως έπρεπε να είχα ακούσει τη μάνα μου. Να είχα γίνει δηλαδή πρωθυπουργός. Βλέποντας όμως την κατάντια του σημερινού καλοτυχίζω τον εαυτό μου.
Και σκέφτομαι μήπως κι αυτός υπό την πίεση της μητρικής αγάπης παράτησε τις πίτσες στο αμέρικα και έγινε πρωθυπουργός, όπως κι ο προηγούμενος. Ίσως πάλι, φύση διανοούμενη και καλλιτεχνική κι αυτός, φέροντας τα γονίδια της προγιαγιάς του, υπέκυψε έχοντας απώτερους σκοπούς. Να βρει διέξοδο το ταλέντο του. Μέσα στο ρημαδιό που θα σκορπίζει γύρω του, τη στάχτη και τη μπούρμπερη, ατενίζοντας από το Μέγαρο Μαξίμου την καμμένη γη θα γράψει τα καλύτερα ποιήματά του και θα τα μελοποιήσει με περίσσεια έμπνευση. Με μπακγκράουντ τον ήχο του ελικόπτερου. Καλύτερα κι από τον Νέρωνα.

4 σχόλια:

  1. Ξέρεις, υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά: Πρωθυπουργός δεν γίνεσαι απλά επειδή το αποφάσισες από μόνος σου, χρειάζεται να σε ακολουθήσουν κι εκατομμύρια θύματα που θα γουστάρουν με τρέλα τις σαδιστικές σου εξαγγελίες και πολιτικές!! Είσαι;; Καλημέρα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κι ο Νέρων μύωπας ήταν. Μόνο που δεν έκαψε τίποτε. Έλειπε εις τας εξοχάς ο καημένος.
    Ήθελα να γίνω αστροναύτης, αλλά ήμουν μύωπας. Λες να ήθελε κι ο Σαμαράς;

    ΑπάντησηΔιαγραφή