Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

FAST TRACK


Μπούκαραν στο σπίτι του σπάζοντας την πόρτα.
"Όλα θα γίνουν γρήγορα. Ούτε που θα νοιώσετε τίποτα".
Τον έβγαλαν έξω και τον έγδυσαν.
Η νοσοκόμα χαμογέλασε ενθαρρυντικά καθώς του έδενε τα χέρια και τα πόδια.
"Δεν χρειάζεται αναισθητικό. Δεν θα χασομερήσουμε".
Ο αρχιχειρούργος ήταν πιο αυστηρός.
"Δεν έχει νόημα να παριστάνετε τον υγιή. Τα ψέμματα τελείωσαν".
Τον είχαν ξαπλώσει κατάχαμα. Γυάλιζαν τα εργαλεία τους στον ήλιο. Τα μυρμήγκια περπατούσαν πάνω του.
"Θα σε κάνουμε καλά".
Έπιασαν γρήγορα δουλειά. Έκοβαν κι έραβαν. Έβγαζαν και πετούσαν.
Στην αρχή πονούσε, όσο περνούσε όμως η ώρα το συνήθιζε. Μόνο κάπως στενάχωρα ένοιωθε.
"Έχουμε αργήσει", είπε ο αρχιχειρούργος. "Το μέλλον έρχεται". Κι έδειξε εκεί που έδυε ο ήλιος και σκοτείνιαζε.
Ήταν επιμελείς και αφοσιωμένοι στο έργο τους, αυτό το παραδέχτηκε. Κανένας δισταγμός, καμιά ολιγωρία. Δούλευαν σαν σκυλιά, δεν σήκωναν κεφάλι.
Και τακτικοί. Όλα τα τακτοποιούσαν όμορφα σε σωρούς. Μπόρεσε να κοιτάξει με την άκρη του ματιού του στα δεξιά.
Εκεί, σε μια μεριά είχαν σωριάσει όλες τις αμμουδιές του, και δίπλα τους λαγκάδια, μονοπάτια, δάση, ποτάμια, βροχές και σύννεφα. Κάποιος τα ψέκασε με απολυμαντικό. Ήρθανε γκρέιντερ και μπουλντόζες, σκάψανε ένα λάκκο και τα έχωσαν όλα μέσα, κι απάνω ρίξανε ασβέστη κι ύστερα τσιμέντο.
Έβγαζαν κι έβγαζαν, δεν είχε τελειωμό. Απόρησε κι ο ίδιος πως χώραγαν μέσα του όλα αυτά. "Είναι το λίπος", του είπε η νοσοκόμα, "τόσο καιρό σε βασανίζει, πρέπει να το κάψουμε".
Ένας σωρός οι μέρες του, άλλος οι νύχτες. Κι ένας ξεχωριστός με μικροπράγματα. Τα μηχανήματα δεν πρόφταιναν να σκάβουν. Έστησαν μια φωτιά μεγάλη, φώτισε ο τόπος και γύρω της χόρευαν οι τρεις γιατροί κι οι νοσοκόμες. Κι έριξαν μέσα κι έκαψαν κούτες με βιβλία, τετράδια, φωτογραφίες, επιστολές, ημερολόγια, κασέτες. Κουβάδες ξέχειλους με αγκαλιές, φιλιά, δάκρυα και γέλια.
Ένας γραβατωμένος τα καταχωρούσε όλα επιμελώς σε ένα τεφτέρι.
Ύστερα του άνοιξαν το στόμα κι έβαλαν μέσα ένα τσιγγέλι κι έβγαλαν άγριες λέξεις και τις έχωσαν σε ένα σακί και το έδεσαν σφιχτά για να μη φύγουν. Μαζί με αυτές τράβηξαν κάποιες άναρθρες κραυγές. Δεν τους άρεσαν, τις ξανάριξαν μέσα του και τις στούμπωσαν με μπαμπάκι.
"Κάπου εδώ θα είναι", μονολογούσε ο αρχιχειρούργος κι έψαχνε σκάβοντας.
Τράβηξε από μέσα του ένα πλάσμα μέσα στα αίματα και τις βλέννες. Το πήραν και το ξέπλυναν με τη μάνικα μα δεν το αναγνώρισε. Το αμόλησαν, κι αυτό έφυγε μακριά, ξεθώριασε κι έσβησε στον ορίζοντα.
Όλα ξεθώριαζαν.
"Τον χάνουμε", φώναξε η νοσοκόμα κι έτρεξαν όλοι πάνω του κι ο νοσοκόμος του 'χωσε δυο ηλεκτρόδια στα αυτιά και γύρισε τέρμα τον διακόπτη.
"Δεν πρέπει να μας φύγει πριν τελειώσουμε", άκουσε που είπε κάποιος, "η δουλειά πρέπει να γίνει".
Εκτίμησε το ζήλο τους. Για το καλό του δούλευαν.
"Σύσκεψη!" φώναξε τότε ο αρχιχειρούργος. Κι έκαναν σύσκεψη και αποφάσισαν πως δεν μπορούσαν πια να ξεδιαλέγουν, τους πίεζε ο χρόνος, όλον τον είχε καταλάβει η αρρώστεια, ήταν ολόκληρος μια κακοήθεια.
Κι έβγαζαν, έβγαζαν χωρίς σταματημό, ώσπου τίποτα δεν άφησαν κι έμεινε τόσο άδειος που δεν μπορούσε να σκεφτεί.
Με το βραδάκι είχαν τελειώσει.
"Είσασταν υποδειγματικός ασθενής", του χαμογέλασε η νοσοκόμα. Συγχάρηκαν ο ένας τον άλλο, καθάρισαν τον τόπο κι έφυγαν.
Όταν κατάφερε να λύσει το ένα χέρι του έχωσε ένα δάχτυλο μέσα στο λαιμό του και ξέρασε τις λίγες λέξεις που είχαν ξεμείνει. Κι όταν ελευθερώθηκε εντελώς, ξένοιαστος και ανάλαφρος σαν αεράκι, πέταξε κι αιωρήθηκε πάνω από την πόλη. Ήταν πανέμορφη έτσι όπως φέγγιζαν μέσα στο σκοτάδι εδώ κι εκεί οι φωτιές. Μα αυτός δεν έβλεπε ούτε ένιωθε πια τίποτα.


2 σχόλια:

  1. Έχω χάσει την λέξη μου, εκείνη την μοναδική που θέλω να πω, για να σου πω πόσο πολύ μου άρεσε..

    ΑπάντησηΔιαγραφή