Στον Μανώλη Π.
Δεκαετία του 70, αρχές. Εμπύρετες ηλικίες, φόβοι, πόθοι, όνειρα αδειανά πουκάμισα. Πουκάμισα ανοιχτά στο στήθος όμως και η καμπάνα να ανεμίζει στα μπατζάκια. Ζακς ήταν, ζούνταπ, ίσως μπεμβέ παλιά στρατιωτική, ίσως τίποτα από όλα αυτά. Ξέχασα, πάνε τόσα χρόνια, βοήθα μνήμη, εσένα προσπαθώ να αναστήσω. Με μια απροσδιόριστη μοναξιά, θρυαλλίδα μελλοντικών εκρήξεων μελαγχολίας. Ερωτευμένοι με όσα κορίτσια σήκωναν τα μάτια να μας δουν αλλά κυρίως με άλλα που ποτέ δεν έστρεψαν το βλέμμα, με μπλουζ κι εξερευνητικά φιλιά στις ντισκοτέκ, βερμούτ στα πάρτυ, πρώτο τσιγάρο άσσος έξπορτ, κρασοκατάνυξη, ρακές, ριζίτικα και ροκ. Μα κάποια Σαββατοκύριακα ήταν δικά μας, αφιερωμένα στους ορίζοντες που ήταν ακόμα ανοιχτοί ή δεν τους βλέπαμε εμείς να κλείνουν. Δυο αγόρια και μια μηχανή και το φευγιό η μόνη πυξίδα μας στην αναζήτηση της περιπέτειας. Η Ελούντα σχεδόν έρημη πριν καταφτάσουν οι ορδές. Στο χώμα μια κουβέρτα, πάνω ένα σεντόνι μαύρο κεντημένο αστέρια. Ξένοιαστοι καβαλάρηδες εμείς, αθώοι κι άγουροι στα πρώτα βήματα μακριά από το σπίτι, σε δοκιμές φυγής, δεν ξέραμε ακόμα τι είναι η νοσταλγία, αυτή τη νιώσαμε χρόνια μετά, όταν σταθήκαμε να δούμε πού βρισκόμαστε, να πάρουμε μια ανάσα κι είδαμε γύρω μας την έρημο. Κι ο νότος, πάντα ο νότος, πάντα κοντά στη θάλασσα. Παντοτινή αγάπη για το Νότο και τη Θάλασσα. Η Αγία Γαλήνη, αγία γαλήνη τότε. Στο τρίτο δέντρο αριστερά μετά το ποταμάκι, φωτιά, κρασί αρκετό για να πιστέψεις πως μπορείς να περπατήσεις στα νερά ως τη μαύρη ήπειρο. Βρεγμένος δρόμος που δοκίμασε να μας σκοτώσει κι ήλιος που μας ανάσταινε το πρωί, σκασμένο λάστιχο, πεζοπορία χιλιομέτρων. Πότε έγινε αυτό, ήταν τότε ή άλλη φορά, ξεχνάω κι όλες οι ιστορίες γίνονται μια ιστορία, η ιστορία μας, και όλα τα ταξίδια σχηματίζουν ένα μόνο δρόμο που πάει και πάει μα δεν φτάνει. Δρόμος του φεγγαριού στη θάλασσα.
Καταδικάστηκα να επιστρέφω πάντα εκεί, σ' αυτό το δρόμο, είτε ακούω Ψαραντώνη είτε Κατ Στήβενς.
Προχθές, η φωνή στο τηλέφωνο δεν ήταν η φωνή του παλιού μου φίλου, που είχαμε να μιλήσουμε τριάντα τόσα χρόνια, όχι, ήταν η δικιά μου η φωνή, η φωνή ενός έφηβου, που ζήταγε λογαριασμό και εξηγήσεις για όλα αυτά τα χρόνια, που από την άλλη άκρη της γραμμής θρόιζε αρμυρίκια, κυμάτιζε φλοίσβους, φύσαγε μελτέμια κι όταν κατέβασα το ακουστικό με ρούφηξε μια δίνη, πρώτα εγώ κι ύστερα όλος ο κόσμος βουλιάξαμε στη μαύρη τρύπα και βρέθηκα σε ένα έρημο σταυροδρόμι και άκουσα μακριά τον θόρυβο της μηχανής που έφευγε.
Καλά ταξίδια, φίλε. Να είσαι καλά.
Αυτό, το χρειαζόμουν καιρό. Και ας είναι για κάποιον που δε γνωρίζω καν την παρουσία ή την απουσία του, θα το κρατήσω εγωιστικά δικό μου. Ευχαριστώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌλο δικό σου. Κι εγώ ευχαριστώ.
Διαγραφή