Διάλεξε την καλύτερη φωτογραφία των διακοπών και την ανάρτησε στον τοίχο του. Θάλασσα, αμμουδιά, ψαρόβαρκες, ηλιοκαμένα σώματα και στο βάθος να βασιλεύει ο ήλιος με μια οργιαστική πανδαισία χρωμάτων. Ύστερα άνοιξε την τηλεόραση να δει τι έγινε όσο έλειπε.
Πίστευε ως τότε, όπως όλοι, πως τα ψηφιακά αρχεία αντέχουν. Αντέχουν όμως όσο η μνήμη, φαίνεται. Γερνάνε με τον τρόπο τους κι αυτά, κουράζονται. Μια μέρα μόνο πέρασε και η φωτογραφία φάνηκε να αλλάζει. Καθώς η αληθινή ζωή εφορμούσε σαν μπουλντόζα αδειάζοντας πάνω του τόνους κοινοτοπίας και άγχους, και το τοπίο γινόταν μια θολή συγκεχυμένη ανάμνηση στο βάθος του πολυάσχολου μυαλού του, ο άυλος τοίχος έτριξε συθέμελα και μια ρωγμή τον διέσχισε από τη μια γωνιά ως την άλλη. Τα χρώματα της φωτογραφίας θάμπωσαν, οι ήχοι της έσβησαν, οι μυρωδιές ξεθύμαναν, οι υφές λειάνθηκαν. Τα ρυτιδιασμένα από το μελτεμάκι νερά έδειξαν τα πίξελ τους σαν τις ρυτίδες ενός πρόωρα γερασμένου παιδιού.
Η ζωή του είχε ήδη γίνει ένα άλυτο αίνιγμα, όπως πριν. Ο κόσμος ένα παζλ που του έλειπαν κομμάτια. Και οι φάκελλοι βουνό. Υποχρεώσεις, εκκρεμότητες και οφειλές.
Την τρίτη μέρα είδε έκπληκτος πως ο ήλιος στη φωτογραφία είχε δύσει. Από το ηλιοβασίλεμα απέμεναν μόνο κάτι αμυδρές κόκκινες πινελιές. Το γκρίζο σκέπασε τα πάντα και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει πια τη θάλασσα από τον ουρανό. Από τα πρόσωπα είχαν σβήσει τα χαμόγελα, κάποιοι κοιτούσαν το φακό με ύφος σκεφτικό, άλλοι έστρεφαν αλλού τα μάτια.
Άλλες δυο μέρες πέρασαν. Καθόταν μόνος του κι έκανε απολογισμό της ζωής του κι άκρη δεν έβγαζε. Έβλεπε τώρα καθαρά το αδιέξοδο, ούτε φως στο τούνελ, ούτε success story, ούτε τίποτα. Κάποτε τόλμησε κι άνοιξε τον υπολογιστή να δει τι είχε απογίνει εκείνη η φωτογραφία.
Η θάλασσά της είχε στερέψει. Τα νερά είχαν αποτραβηχτεί σαν να τα ρούφηξε ένα τεράστιο σιφώνι. Φάνηκε ο βυθός, ακούμπησαν στη άμμο οι βάρκες. Τα ψάρια σπαρταρούσαν. Αμήχανοι οι επίδοξοι κολυμβητές έστεκαν με τα χέρια στη μέση. Άλλοι έσκυβαν και μάζευαν κοχύλια. Σπαρμένος ο βυθός με αντικείμενα κάθε λογής, εφημερίδες, τραπουλόχαρτα, ομπρέλες, τηλεοράσεις, δακρυγόνα, πέτρες και θαλασσόξυλα.
Ύστερα φάνηκε κι ο ίδιος. Από την κάτω αριστερή γωνία της φωτογραφίας περπάτησε ως το κέντρο της, εκεί που έφτανε πριν το κύμα. Γύρισε και κοίταξε προς το μέρος του, του έγνεψε κι ύστερα συνέχισε να προχωράει.
Ένοιωσε το βυθό σκληρό κάτω απ' τα πόδια του. Έσκυψε και ψαχούλεψε με τα δάχτυλα. Δεν ήταν βράχος. Σκούπισε το λεπτό στρώμα της άμμου και χάιδεψε τη γκριζόμαυρη επιφάνεια. Φύσηξε τότε αέρας και στροβίλισε την άμμο, την πήρε μακριά και φάνηκε από κάτω καθαρά η άσφαλτος.
Η κάμερα στράφηκε δεξιά. Κοίταξε κι είδε το δρόμο αυτόν να εκτείνεται ως εκεί που έφθανε το μάτι, ως τον ορίζοντα, όπου μια μαύρη ομίχλη απλώνονταν απειλητική. Ακίνητη και πετρωμένη στέκονταν αυτή, όπως αρμόζει σε φωτογραφία. Μα την ένιωσε να ανασαίνει, μοχθηρή, έτοιμη να χυμήξει και να καταπιεί τα πάντα.
Το κάδρο της φωτογραφίας πίσω τους έκλεινε, τους έσπρωχνε μπροστά εκεί που ανοιγόταν ο μακρύς δρόμος. Πήραν όλοι μαζί το δρόμο αυτόν, προς την ομίχλη, στην αρχή διστακτικά, κι ύστερα με όλο και πιο αποφασιστικά βήματα. Με ένα αργό fade out η φωτογραφία έσβησε και χάθηκε.
Έκλεισε τον υπολογιστή, άνοιξε τη πόρτα και βγήκε στο δρόμο. Κοίταξε το χέρι του και είδε πως κρατούσε σφιχτά μια πέτρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου