Παράτα μας κι εσύ, φθινόπωρο. Που μας χτυπάς την πόρτα μας νυχτιάτικα με την πραμάτεια σου. Δεν την χρειαζόμαστε πια για να μελαγχολήσουμε, έχουμε τα δικά μας. Μπροστά τους είσαι καλοκαίρι, δε φτουράς.
Πήγαινε δώσ' τα τα στις αλώβητες ψυχές που έχουν ακόμα τους χυμούς τους φρέσκους. Οι δικές μας στέγνωσαν, κάηκαν, σκληροπέτσιασαν. Δεν έχουμε αποθέματα για σένα. Μπορείς αν θες να πάρεις λίγη στάχτη. Να τη φυσήξεις με το ωραίο σου αεράκι και να γκριζάρει λίγο ακόμα ο κόσμος μας. Και κάρβουνα αν θες, να βάψεις νύχτα όλες τις μέρες.
Κάποιοι ακόμα σε απαγγέλλουν. Δεν βλέπουν τις ραγισματιές στο πρόσωπό σου. Σε χωματόδρομους σπαρμένους φύλλα χρυσοκόκκινα, μυρίζουν τη βροχή. Αχόρταγα, στο φως κεριών, στήνουν αυτί να ακούσουν τις σταγόνες της στις λαμαρίνες και τα κεραμίδια.
Εγώ ακούω ρέκβιεμ στη βροχή. Πόρτες να τρίζουν και ουρλιαχτά. Στο χώμα μύρισα αίμα που δεν μπορείς να το ξεπλύνεις. Κι όταν ο αέρας σκόρπισε τον όμορφο σωρό των φύλλων είδα ένα μαχαίρι καρφωμένο.
Φθινόπωρο, αυτή η χρονιά θα είναι η τελευταία σου. Πριν από σένα, πέθανε πρώτα η άνοιξη. Ύστερα είχε σειρά το καλοκαίρι. Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, το είδα να ψυχορραγεί στην πόρτα μου ξερνώντας θάλασσα. Θα σβήσεις κι εσύ σύντομα, θα ξεχαστείς. Γιατί έχει αρχίσει η νέα εποχή των παγετώνων.
Γίνε κι εσύ χειμώνας, προσαρμόσου. Να αστράψει, να βροντήξει, να ανοίξουν οι ουρανοί μέχρι να διαλυθούν τα πάντα.
Εκεί που χάραζαν καρδιές, τώρα χαράζουν σβάστικες. Τα δέντρα μας τυφλοί γκρουπιέρηδες που μοιράζουν με σημαδεμένη τράπουλα. Σπαρμένη η τσόχα της αυλής με φύλλα. Τα γύρισα από την καλή. Άσσοι μπαστούνια όλα τους. Τουμπανιασμένοι άσσοι, ψόφιοι. Πάω πάσο. Καμιά βροχή δε θα μας σώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου