Κλαίγοντας πήγαινα, κλαίγοντας έφευγα στην πρώτη τάξη. Γιατί αντί για το 7ο όπου πήγανε όλοι οι φίλοι μου, μένα με πήγανε στο 8ο που ήτανε λέει καλύτερο, δεν είχε πλέμπα, ήτανε καθωσπρέπει. Έτσι είπανε στη μάνα μου κι αυτή έβαλε μέσον. Κι έχασα τις παρέες μου, με στρίμωξαν στο ίδιο θρανίο με κάτι βουτυρόπαιδα που δεν τα ήξερα ούτε με ξέρανε. Αυτοί εδώ δεν είχανε σφεντόνες και τσατσάρα στην κωλότσεπη, μόνο ένα μαντηλάκι να σκουπίζουνε τις μύξες τους. Από πετροπόλεμο, ανίδεοι. Και με κορόιδευαν γιατί ήμουν φτωχαδάκι, σαν ζητιανάκι ήμουν ντυμένο, τριμμένα ρούχα, μπαλωμένα. Με έσπρωχναν με αηδία από το θρανίο γιατί τα χείλια μου όλο το χειμώνα ήταν σκασμένα από το κρύο. Και ήμουν βρώμικος, έζεχνα, είναι η αλήθεια. Μα αυτό γιατί ήταν δύσκολο το μπάνιο στην παγωμένη αυλή, στη σκάφη, με ένα καζάνι νερό ζεσταμένο όπως όπως στη γκαζιέρα. Τέλος πάντων, τέλειωσα κακήν κακώς την πρώτη χωρίς να κάνω ούτε ένα φίλο απ' αυτούς, κι όλο το καλοκαίρι μετά έβγαζα το άχτι μου, ιστορίες απίστευτες, που, κάποιες απ' αυτές, θα σας διηγηθώ μια άλλη φορά. Και μην σας κάνει να αμφιβάλλετε το μικρόν της ηλικίας. Τα παιδάκια τότε ζούσαν το tomb raider και το wow από τα γεννοφάσκια τους στους δρόμους.
Την επόμενη χρονιά, όμως, άλλο καζίκι με περίμενε. Με στείλανε στο 4ο, μακριά από το σπίτι μας, κοντά στο λιμάνι. Γιατί ήτανε διευθυντής εκεί ένας θείος μου. Πάλι άγνωστα παιδιά, πάλι από την αρχή αγώνας για προσαρμογή. Μα ήμουν τώρα ένα χρόνο ωριμότερος, και τα παιδιά, τα πιο πολλά τουλάχιστον, ήταν επίσης φτωχαδάκια και τα μπαλώματα ακόμα πιο παράταιρα από τα δικά μου. Και το πηλίκιό τους με το εθνόσημο το ίδιο μέσ' στη λίγδα. Άλλο ήταν το πρόβλημα. Από την πρώτη τάξη δεν είχα πάρει τίποτα, η μάνα μου ήταν που έγραφε και μάθαινε τα βράδια αντί για μένα. Και η κυρία Μαρίνα (να ζει άραγε;) δεν χωράτευε. Είχε μια μακριά βέργα από οξυά και δεν την είχε για να τραβάει γραμμές. Όταν την χρησιμοποιούσε κοκκίνιζαν χέρια και πόδια, συχνά το θύμα δεν μπορούσε ούτε να κάτσει στο θρανίο ούτε να πιάσει μολύβι κι έφευγε σπίτι του. Μια φορά μόνο πρόλαβα και γεύτηκα τη βέργα της και δεν θα το ξεχάσω. Γιατί δεν είχα κόψει τα νύχια μου. Κι ήταν αυτά μέσα στα χώματα. "Έσκαβες;" με ρώτησε. "Άνοιξε τα χέρια σου". Και τις έφαγα γερά.
Τις πρώτες μέρες, λοιπόν, κάνανε επανάληψη όσα είχαν μάθει στην πρώτη. Εγώ ήμουνα σκράπας, άσχετος. Έσκυβα και κρυβόμουν όσο μπορούσα, προσευχόμουν να γίνω αόρατος. Μα ήρθε η σειρά μου. Έπρεπε να πω τους δώδεκα μήνες. Κι έλεγα εγώ ό,τι θυμόμουν. Μάρτης, Αύγουστος, Παρασκευή, Φθινόπωρο και χαχάνιζε όλη η τάξη με τα χάλια μου. Τότε, μέσα στα χάχανα, ο Βαγγέλης ο Λ., έδωσε τη χαριστική βολή. "Νομίζει πως είναι ακόμα στο 8ο", είπε ο γλείφτης, ειρωνικά. Και γέλασε και η δασκάλα.
Ώπα! Κάτσε ρε φίλε. Ποιος είσαι εσύ που θα με ειρωνευτείς; Σε μια στιγμή ήρθαν τα πάνω κάτω. Ένα τέρας που τότε δεν ήξερα ακόμα το όνομά του, εγωισμό έμαθα αργότερα ότι το λένε, ορθώθηκε και μου άστραψε ένα δυνατό χαστούκι. Αποκάλυψη έγινε. "Μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου". Εκείνη τη σημαδιακή στιγμή αποφάσισα πως δεν θα άφηνα ποτέ ξανά να γελάσει κάποιος σε βάρος μου. Ποτέ, κανένα αρχίδι. Στρώθηκα, διάβασα, κι έγινα σύντομα ο πρώτος σπασίκλας. Πράγμα που όπως ανακάλυψα δεν ήταν δύσκολο, και είχε επί πλέον ως έπαθλο και την καρδιά της Λένας, της καλύτερης μαθήτριας, και όποιας άλλης ήθελα βεβαίως. Και μάλιστα χωρίς να απαρνηθώ διόλου τις παρέες μου και τις αρχές μου. Πρώτος στα μαθήματα, πρώτος στη σφεντόνα.
Ποιον νοιάζει αυτή η ιστορία; Κανένα, θα μου πείτε κι έχετε δίκιο. Εγώ ένα μόνο ήθελα να σας πω. Ανακαλύπτουμε, πολύ αργότερα, πως τις ιστορίες που επιμένουν να αναδύονται συνεχώς στη μνήμη και δε λένε να ξεχαστούν, τις θυμόμαστε για κάποιο λόγο. Όσο ασήμαντες κι αν φαίνονται μας έχουν σημαδέψει. Είναι οι ουλές της ψυχής μας.
Ο Βαγγέλης, χωρίς να το υποψιάζεται, σημάδεψε τη μέρα που ο εγωισμός μου χτύπησε κόκκινο και σκάλωσε εκεί ψηλά από τότε. Μου έδωσε τη σπρωξιά να πάρω τον ανήφορο κι έχω ακόμα φόρα και πηγαίνω. Γιατί δεν έχει τελειωμό, ως το γκρεμό κι ακόμα παραπέρα. Εγώ από τη μια μεριά κι απέναντι όλοι οι άλλοι. Στα τυφλά! Πόλεμος κατά πάντων με θύματα συχνά άμαχους κι αθώους. Κανείς ζυγός στον τράχηλο, κανένα αφεντικό, καμιά εξουσία, καμιά αυθεντία. Ζήτω μου!
Αλλά είπα να σας διηγηθώ απλά μια ιστορία, και παρασύρθηκα.
Επίλογος. Βαγγέλη, φιλαράκο, όπου κι αν είσαι, δεν ξεχνώ ότι στο διάλειμμα, για εκδίκηση, σου έκανα κεφαλοκλείδωμα και σε έριξα στις λάσπες της αυλής κι εσύ δεν με μαρτύρησες στην κυρία Μαρίνα. Δεν ήσουν τόσο καθίκι τελικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου