Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΡΙΑΝΤΑ ΛΕΠΤΑ

«Συγγνώμη, μήπως έχετε τριάντα λεπτά;» 
    Τον είχε νιώσει ήδη δίπλα του, ανάρμοστα κοντά, μύρισε την ανάσα του σχεδόν, και είχε διαισθανθεί το βλέμμα του να τον κοιτάει λοξά καθώς τον πλεύριζε και το ένστικτο του του είχε πει πως σκόπευε να του ζητήσει χρήματα. Κάθε φορά το ίδιο σκηνικό, πότε με επίμονα πρεζόνια πότε με ενοχλητικούς, άθλιους ζητιάνους. Και η απάντηση βγήκε από το στόμα του κι αυτή ενστικτώδης, χωρίς να τη ζυγίσει, χωρίς να ταραχτούν καθόλου οι σκέψεις του για το αν θα έπαιρνε φέτα σκληρή ή μαλακιά, χωρίς να στρέψει καν το βλέμμα από τη βιτρίνα με τα τυριά. 
    «Όχι, δεν έχω». 
    Όταν είχε πια απομακρυνθεί, γύρισε να τον κοιτάξει καλύ­τερα. Τριάντα λεπτά; Τι στο καλό... 

Όλο το απόγευμα, μια φωνή σιγοψιθύριζε επίμονα μες στο κε­φάλι του. 
    Τριάντα λεπτά, ρε συ. Τι να τα ήθελε άραγε τα τριάντα λε­πτά μέσα στο σουπερμάρκετ, δύσκολο ήταν να το καταλάβεις; Κάτι ήθελε να πάρει ο άνθρωπος και δεν του έβγαιναν. Κάτι ήθελε για το παιδί του ίσως, αχρείε. Ένα γάλα, ένα κρουασάν, μια γκοφρέτα. Τριάντα λεπτά ήθελε μονάχα, για να συμπληρώ­σει. Πώς σε κατάντησαν έτσι, γαμώ το κέρατό μου; Πεθαίνει ο άλλος δίπλα από την πείνα κι εσύ κοιτάς την πάρτη σου. 

Δεν άντεξε, και το βράδυ το διηγήθηκε στη γυναίκα του. 
   «Όχι, σου λέω, δεν ήτανε πρεζόνι. Ένας καθωσπρέπει κύρι­ος ήταν, γύρω στα σαράντα. Λίγο ταλαιπωρημένος, αδύνατος, μελαχρινός, με ίσιο μαλλί, κάπως μακρύ. Κι έσερνε από το χέρι ένα αγοράκι, εφτά οχτώ χρονών. Κι όπως φεύγανε, γύρισε εκεί­νο και με κοίταξε παράξενα. Αυτό ήταν που με στεναχώρησε πιο πολύ». 
    «Σώπα τώρα», τον καθησύχασε αυτή, «δεν έγινε και τίπο­τα. Τόσοι φτωχοί κυκλοφορούν στις μέρες μας. Δεν μπορούμε εμείς να τους σώσουμε όλους. Και μη συγχύζεσαι, δεν κάνει είπε ο γιατρός. Πήρες το χάπι σου;» 
    «Το πήρα». 
    Ψέματα έλεγε. Δεν το είχε πάρει κι ας ένιωθε ένα βάρος να πλακώνει το στήθος του. Άι σιχτίρ κι αυτά τα χάπια!

Άργησε να τον πάρει ο ύπνος. Εκείνα τα τριάντα λεπτά είχαν γίνει τα δικά του τριάκοντα αργύρια. Για ώρες πάλευε με τα σεντόνια και τις τύψεις, ώσπου στο τέλος νίκησε η λογική. Το καλοσκέφτηκε. Δίκιο είχε τελικά η γυναίκα του. Δεν μπορούσε αυτός να κάνει τίποτα, φταίνε όσοι ζούσανε με δανεικά, φταί­νε οι άμυαλοι, φταίει το σύστημα. Όποιοι δεν τους αρέσει, ας πάνε να το αλλάξουν. Θυμήθηκε και κάτι που είχε πει η δασκά­λα τους, μια θεούσα, στην τρίτη του Δημοτικού. 
    Όταν βλέπετε έναν φτωχό να μη λυπάστε, είχε πει, είναι αμαρτία. Να κάνετε το σταυρό σας, να χαίρεστε και να δοξάζε­τε το Θεό που δεν σας έκανε σαν κι αυτόν.

Όταν με τα πολλά αποκοιμήθηκε, τους είδε στον ύπνο του. Σε μια ακρογιαλιά σπαρμένη με σωσίβια ήταν. Μπροστά πήγαι­νε ο άντρας με μια πολυκαιρισμένη βαλίτσα στο χέρι και πίσω του το αγόρι. Όταν τον είδαν να κάθεται στην άμμο σταμάτη­σαν. Ο άντρας έβγαλε ένα δρεπάνι και ανεμίζοντάς το επιδέξια στον αέρα κλάδευε, σοβαρός, πότε τα αρμυρίκια, πότε τα κρι­νάκια και πότε τις κορφές από τις αμμοθίνες. Το αγόρι πήγε και κάθισε κοντά του και του μίλησε. 
    «Να σου πω ένα αίνιγμα;» 
    «Πες μου». 
    «Πόση ώρα είναι από δω ώς την Κόλαση;» 
    «Δεν ξέρω. Μια στιγμή;» 
    «Όχι». 
    «Χίλια χρόνια;» 
    «Ούτε. Να το πάρει το ποτάμι;» 
    «Να το πάρει». 
    «Τριάντα λεπτά». 
    Τριάντα λεπτά! Χα, χα! Το αγόρι έβαλε τα γέλια. Το ίδιο κι ο πατέρας του που ερχόταν προς το μέρος τους κραδαίνοντας ακόμα το δρεπάνι. Ο αέρας φύσαγε τα μαλλιά στο πρόσωπό του που είχε τώρα σκοτεινιάσει.

Άλλαξε στάση. Το βάρος στο στήθος του είχε αρχίσει να γίνε­ται πόνος. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε το ξυπνητήρι. Είχε πάει εφτά. Σε τριάντα λεπτά θα ξυπνούσε. 
    Ή δεν θα ξυπνούσε.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου