Η συγκομιδή των λέξεων διαρκεί όσο και το κρυφτούλι του πρωινού ήλιου στο χάσμα της μισάνοιχτης πόρτας. Μετά, γυμνοί κι εξουδετερωμένοι, οι νευρώνες υποτάσσονται στη σιωπή που κλιμακώνεται στο άδειο δωμάτιο και τα δάχτυλα απωθούν το πληκτρολόγιο.
Να αποθηκευτούν οι αλλαγές; Όχι. Όλα να μείνουν όπως ήταν. Τίποτα να μη γεννηθεί απ’ αυτή τη στιγμιαία και άκαρπη διασάλευση της τάξης. Τίποτα, αν είναι ανάξιο των προσδοκιών του Ανέκφραστου που πηγαινοέρχεται αγριεμένο στο κλουβί του.
Η μέρα θα κυλήσει. Θα δω τους δείχτες να γυρνούν, τις σκιές να έρπουν. Αντικείμενα θα αλλάξουν θέση, μπορεί να βρέξει, κάποιοι θα ’ρθουν, θα πουν μια φράση και θα φύγουν. Το μεσημεριανό, ο καφές, βράδιασε κιόλας, ύπνος.
Το Ανέκφραστο στιγμή δεν ησυχάζει. Μέρα και νύχτα. Του ανοίγω το κλουβί καμιά φορά. Σκάβει το χώμα σαν σκυλί που ψάχνει κόκαλα. Μα η πραγματικότητα το υπερβαίνει, όλος ο κόσμος είναι συλημένος. Τίποτα δεν θα βρει εκεί, μόνο σπασμένα κιούπια με λειψές επιγραφές. Χαμένες λέξεις που ψάχνουν το δρόμο τους, ανάμεσα σε άλλες που δεν λένε τίποτα. Που δεν έχουν άλλες λέξεις να ταιριάξουν. Που επαναλαμβάνουν το ίδιο αδιέξοδο μοτίβο με παραλλαγές. Χαμένος πάει ο κόπος του. Έρχεται με κατεβασμένο το κεφάλι, ακουμπάει το πόδι του στο γόνατό μου και με κοιτάει στα μάτια.
«Δεν έχω να σου δώσω τίποτα σήμερα», του λέω.
Πειθήνια επιστρέφει στο κλουβί του και κοιμάται νηστικό.
Δεν το μπορώ όταν με κοιτάει στα μάτια. Μπήκα στον πειρασμό να το σκοτώσω. Το είχα πάρει απόφαση. Να το αφήσω να πεθάνει από την πείνα κι έτσι να ηρεμήσω. Μα η πείνα του το θρέφει. Γιγαντώθηκε. Σε λίγο δεν θα χωράει στο κλουβί του.
Έξω η πόλη βουλιάζει. Ένα μαύρο ποτάμι κυλάει στους δρόμους αφρισμένο. Τα νερά του μπαινοβγαίνουν από τα ανοιχτά παράθυρα παρασέρνοντας παλιές κασέλες, φέρετρα, τουμπαρισμένες βάρκες. Το Ανέκφραστο αφηνιασμένο ορμάει και χτυπάει τους τοίχους αφήνοντας άναρθρες κραυγές.
Ίσως το ξεγελάσω, αν το ταΐσω όσα σκουπίδια έχω μαζέψει τόσα χρόνια. Βραβευμένα, ευπώλητα, φτηνές φυλλάδες. Μπορεί να δηλητηριαστεί και να ψοφήσει. Θα ησυχάσω τότε. Θα θάψω το κουφάρι του βαθιά και πάνω από τον τάφο του θα απαγγείλω συγκινητικό επικήδειο.
Ενθάδε κείται… Τι;
Δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι. Δεν μπορώ.
Κουράστηκα.
Με το μικρό καλάθι μου, τις τρύπιες τσέπες και το καπέλο μου από βροχή.
Να αποθηκευτούν οι αλλαγές; Ας αποθηκευτούν. Έστω να πάρω μια αναβολή. Πριν το θηρίο με κάνει μια μπουκιά.
Κι ἂ σου μιλῶ μὲ παραμύθια καὶ παραβολὲς
ΑπάντησηΔιαγραφήεἶναι γιατί τ ̓ ἀκοῦς γλυκότερα, κι ἡ φρίκη
δὲν κουβεντιάζεται γιατί εἶναι ζωντανὴ
γιατί εἶναι ἀμίλητη καὶ προχωράει-
στάζει τὴ μέρα, στάζει στὸν ὕπνο
μνησιπήμων πόνος.
Γ. Σεφέρης, Τελευταίος σταθμός
(Ευχαριστώ Έφη)
Καλησπέρα, Quasar. Γράφεις πολύ όμορφα. Χαίρομαι πολύ που με επισκέφθηκες. Θα σε... παρακολουθώ. :))
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα, Λωτοφάγε. Κι εγώ χαίρομαι. Σε παρακολουθώ από καιρό, τα κείμενά σου μου αρέσουν γιατί είναι λιτά και εύστοχα :-))
ΔιαγραφήΠανεμορφο κειμενο,ξεχειλιζει ευαισθησια και ανθρωπια!Συγχαρητηρια!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ, Βάσω :-)
ΔιαγραφήΞύπνησα ψάχνοντας λέξεις να εκφράσω τις πολύ πρωινες σκέψεις μου. Και τότε σε διάβασα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα πολύ πρωινό σχόλιο κι αρχίζει ωραία η μέρα. Σε ευχαριστώ Ντίνα :)
Διαγραφή