Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

ΒΙΡΓΙΝΙΑ: ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΑΣ ΜΑΖΙ




Το τελευταίο ταξίδι τους μαζί, το κάνανε μ’ ένα καράβι. Μια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη, χρόνια πριν. Λίγο είχε κοιμηθεί. Δεν τον έπαιρνε ο ύπνος, είτε στον καναπέ του σαλονιού γερμένος, είτε ακουμπώντας το κεφάλι στο τραπέζι. Επιθυμούσε να τη νιώσει ώς τα βάθη της ψυχής αυτή τη νύχτα, να τη ρουφήξει και να τον ρουφήξει. Να εντυπωνόταν, λέει, μέσα του ανεξίτηλα, έτσι που να μπορέσει κάποτε να τη διηγηθεί. Κάπως σαν χρέος το ένιωθε. Να αρχίσει κάποτε μια ιστορία γράφοντας «το τελευταίο ταξίδι μας μαζί…» και να συνέχιζε έτσι και να μπορούσε να χωρέσει αυτή η ιστορία όλη την αίσθηση εκείνης της νύχτας, να τη διηγηθεί με όλους τους ήχους της, τις μυρωδιές, τις συναντήσεις, τις κουβέντες, τις αμήχανες σιωπές, τους συνεπιβάτες, το πλήρωμα, το χριστουγεννιάτικο δεντράκι στη γωνία, το ουίσκι στο πλαστικό ποτήρι. Να ανέπνεε η ιστορία στα λόγια του όπως ανέπνεε τότε εκείνος μέσα της, σκόρπιος, χαμένος, να ψάχνει μια απάνεμη γωνιά στο κατάστρωμα για να καπνίσει, και να θερίζει ο αέρας, να καίγεται το τσιγάρο πριν τραβήξει δυο γεμάτες ρουφηξιές.

Άφησε και πέρασαν τα χρόνια. Ελάχιστα μπορεί να διηγηθεί τώρα από εκείνο το ταξίδι. Από τα λίγα που συγκράτησε είναι ότι θυμόταν, όπως αρχίζει να θυμάται τώρα, αποσπασματικά, ιστορίες και διηγήσεις, είτε από εκείνη είτε για εκείνη, και ότι είχε νιώσει για λίγο σαν να είχε ανέβει και η ίδια στο κατάστρωμα και είχε σταθεί εκεί πλάι του μα δεν τον κοίταζε αυτόν, μόνο μιλούσε, σαν να μιλούσε στα μαύρα κύματα, και άκουγε τη φωνή της μέσα του, κομμάτια μνήμης, ξέφτια ζωής, για εκείνη,

    τη μεγαλύτερη από πέντε αγαπημένα αδέρφια
    που ο πατέρας της είχε ένα μαύρο γάτο 
   και το άσπρο του άλογο, που το είχε φέρει από τη Μικρασία, του το έκλεψαν κάποτε οι γύφτοι εκείνη,
    τόσο όμορφη
    με το καλό της φουστάνι, ραμμένο από τη μάνα της από γερμανικό αλεξίπτωτο
    την πιο καλή μαθήτρια πριν κλείσει το σχολείο ο πόλεμος
    και για τη φιλενάδα της, την Αντριάνη
    που όλο έλεγε ιστορίες για τις κουζουλάδες τους
    γελώντας
    και έπαιρνε τα αδέρφια της να πάνε στο Λασίθι με το γάιδαρο
    να τον φορτώσουνε πατάτες κι αλεύρι από τους μύλους
    που δούλευε τον αργαλειό
    που ήξερε να ζυμώνει, να φτιάχνει πιταρίδες, λουκάνικα, ελιές, σταφίδες
    που την παντρέψανε μετά στη Χώρα δίχως να το θέλει
    και πήγε σε ένα σπίτι που δεν τη θέλανε
    και γέννησε την κόρη της
    κι έφυγε στο χωριό διωγμένη
    εκεί γέννησε το γιο της
    εκεί ήταν το σπίτι της
    εκεί επέστρεφε πάντα
    με μια σακούλα κουλούρια, δώρο στα ανίψια
    κι ύστερα χήρεψε, ήρθε η φτώχεια
    και νοίκιαζε τα δωματιάκια γύρω από την αυλή να ζήσουν,
εκείνη
    που άφηνε τα παιδιά να φάνε καλιτσούνια
    μόλις ερχόταν η μαύρη λαμαρίνα ζεστή από το φούρνο
    που τους έκανε βεντούζες όταν αρρώσταιναν
    που τους τηγάνιζε πατάτες όταν πείναγαν
    που τους άναβε το μαγκάλι όταν κρύωναν
    και τα κρατούσε από το χέρι στην πλατεία
    που μπόρεσε να τα σπουδάσει
    κι ύστερα έφυγαν κι έμεινε μόνη της
    τόσα ταξίδια
    πότε να πάει εκείνη, πότε να έρθουν αυτά, εκείνη
    που χώρια τους δεν έκανε, όμως μακριά κι από τη γη της
    δεν μπορούσε
εκείνη
    που γέρναγε, την έτρωγε η ζωή σιγά σιγά
    γράμματα, δέματα όλο αγάπη
    με ένα μπουκέτο μανουσάκια ανάμεσα στα πορτοκάλια και
    το λάδι
    κι ήταν γιορτή γι’ αυτήν τα καλοκαίρια που έσμιγαν
    τα εγγόνια
    η χαρά της
    να ποτίζουν μαζί το περβόλι και να μαζεύουν τα καρύδια
    και να τρυγούν το αμπέλι
    κι ύστερα ήρθε η αρρώστια
    η απαίσια αρρώστια που όλα τα χάλασε, όλα τα σκάρτεψε
    κι αυτούς ακόμα πιο πολύ
    δύσκολα κι άχαρα χρόνια
    και πάνε οι ιστορίες
    πάνε τα αμπέλια, πάνε οι ελιές, πάει η αγάπη, πάει μια ολόκληρη εποχή
    «άδικα των αδίκω», θα ’λεγε
    τότε ήταν που στ’ αλήθεια καταλάβανε πως μεγαλώσαν
    αυτά κι άλλα πολλά θυμότανε.

Και τώρα να, τι να σας πει, «το τελευταίο ταξίδι μας μαζί, το κάναμε μ’ ένα καράβι», μονάχα αυτό και σταματάει, ήταν μια κρύα νύχτα του Δεκέμβρη, αυτός άγρυπνος να καπνίζει στο κατάστρωμα, κι εκείνη, που νόμισε για μια στιγμή πως είχε σταθεί στο πλάι του να ανεμοδέρνεται μαζί του, η μάνα του, να είναι στο αμπάρι, σε μια μαύρη γυαλιστερή κούρσα, κλεισμένη σ’ ένα ξύλινο κουτί, να περάσει έτσι την κρύα και άγρια θάλασσα, να κάνει το τελευταίο ταξίδι τους μαζί, το τελευταίο ταξίδι της, να πάει πίσω εκεί να βρει τα αδέρφια της και τους δικούς της, στο σπίτι της που το έφαγε η ερημιά και η υγρασία, στη γη της, πίσω εκεί, στην αρχή αρχή αρχή αρχή του χρόνου.



Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

ΓΚΡΙΖΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ



DEAD MAN (Jim Jarmusch, 1995)

FRANKENSTEIN (James Whale, 1931)

SHAWSHANK REDEMPTION (Frank Darabont, 1994)

VERTIGO (Alfred Hitchcock, 1958)

VIRIDIANA (Luis Bunuel, 1961)

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ






   
«Θα κατεβώ στη Χώρα», του είχε πει. «Θα πάω σινεμά. Δεν αντέχω άλλο κλεισμένη εδώ μέσα».
    Την κοίταξε επίμονα, τότε. Να είχε υποψιαστεί κάτι; Υπήρχε μια απειλητική χροιά στον τόνο της φωνής του όταν μίλησε, έτσι της φάνηκε.
    «Θα σε περιμένω, δεν θα κοιμηθώ. Ξέρεις, όλα θ’ αλλάξουν. Ίσως απόψε καταφέρω…»
    Δεν τέλειωσε τη φράση του. Της γύρισε την πλάτη, γνέφοντας με το χέρι αντίο.

Λίγο πιο κάτω, εκεί που ο δρόμος κρυβόταν πίσω από το λόφο, έστριψε σε ένα χωματόδρομο. Προχώρησε εκατό μέτρα και σταμάτησε κάτω από τον μεγάλο δρυ. Έστριψε ένα τσιγάρο και το κάπνισε. Ύστερα έβγαλε τα τακούνια και φόρεσε τα αθλητικά της, κλείδωσε το αυτοκίνητο, δρασκέλισε μια μάντρα και πήρε το δρόμο προς τα πίσω, μέσα από τις ελιές.
    Περπάταγε σιωπηλή στα σιωπηλά χωράφια, κάτω από ένα σιωπηλό, μαύρο ουρανό. Το υγρό χορτάρι έγλειφε ώς τα γόνατα τα πόδια της καθώς γλιστρούσε μέσα του απαλά, σαν να την έσπρωχνε ένα χέρι σε μια παγωμένη λίμνη. Ένας γρύλος τραγούδησε. Ερημιά. Φοβόταν.
   Είδε το φως από το σπίτι κι αναθάρρησε. Προχώρησε αθόρυβα ώς εκεί. Έφτασε στο παράθυρο και κοίταξε μέσα. Δεν είχε αρχίσει ακόμα.
    Ήταν καθισμένος μπροστά στην τηλεόραση. Έσβησε το τσιγάρο που κάπνιζε κι ύστερα σηκώθηκε, πήγε προς την κουζίνα και γύρισε με ένα κουτί μπύρα. Κάθισε στον καναπέ, ακούμπησε πίσω, τέντωσε τα πόδια του και ήπιε μια γερή γουλιά. Ύστερα άναψε πάλι ένα τσιγάρο. Άπλωσε το χέρι του κι έσβησε το φως.
    Το δωμάτιο έγινε ένα καράβι που αρμένιζε στις ανταύγειες της οθόνης. Τα πράγματα ζωντάνεψαν και πάλλονταν, οι σκιές τους χόρευαν στο ταβάνι και τους τοίχους.

Τότε άρχισε. Κι άρχισε πάλι από το πρόσωπό του, που παραμορφωνόταν τώρα από γκριμάτσες πόνου. Φαινόταν να υποφέρει. Τράβηξε κι έβγαλε με δυσκολία όλα τα ρούχα κι έμεινε γυμνός. Το σώμα του φούσκωνε και πρηζόταν. Σηκώθηκε αγκομαχώντας και προχώρησε σέρνοντας βαριά τα βήματά του προς το μέρος της. Εκείνη τρόμαξε κι έκανε πίσω, ύστερα κατάλαβε πως δεν μπορούσε να τη διακρίνει έξω στο σκοτάδι. Κοίταζε μόνο την εικόνα του στο τζάμι. Αγωνιζόταν να κρατήσει ανοιχτά τα μάτια του, αυτά όμως βούλιαζαν συνέχεια ώσπου έμειναν δυο σχισμές στη θέση τους. Προσπάθησε να αγγίξει με τα χέρια του το πρόσωπό του, που άλλαζε σαν να ήταν από πλαστελίνη, αλλά δεν τα κατάφερε. Τα χέρια του μίκραιναν και βυθίζονταν στο σώμα του, ένα πλαδαρό ζυμάρι που φούσκωνε και ξεφούσκωνε. Δεκάδες μικρές θηλές ξεπρόβαλαν κι επιμηκύνθηκαν και στις κορφές τους τριχωτές κεραίες κινούνταν σπασμωδικά στον αέρα. Τρεκλίζοντας γύρισε πίσω και σωριάστηκε στον καναπέ. Το κορμί του συνεχώς ξεχείλωνε και μάκραινε καθώς τα πόδια του εξαφανίστηκαν κι αυτά. Ο λαιμός του πάχυνε κι έγινε ένα με το κυλινδρικό σώμα, που είχε τώρα χωριστεί με δίπλες.
     Γύρισε την πλάτη της στο παράθυρο. Μια ξαφνική πνοή ανέμου την έκανε να ανατριχιάσει.
    Πίσω της η τεράστια πράσινη κάμπια πηγαινοερχόταν στο σπίτι αναποδογυρίζοντας με θόρυβο τα έπιπλα, αφήνοντας στο πέρασμά της μια γλοιώδη μύξα. Σε μια γωνιά κουλουριάστηκε κι έμεινε ακίνητη. Όπως κάθε βράδυ.

Άνοιξε την πόρτα και το φως της τηλεόρασης χύθηκε έξω στη βεράντα. Μπήκε, πλησίασε και γονάτισε δίπλα στην κάμπια. Χάιδεψε την απαίσια κρούστα του δέρματός της κι ύστερα ξάπλωσε και την αγκάλιασε τρυφερά. Οι σκληρές τρίχες της ράχης πίεζαν το στήθος της. Ένιωσε την καρδιά του πλάσματος να πάλλεται με αγωνία.
    «Συγχώρεσέ με», του είπε, «σ’ αγαπάω, μα δεν το αντέχω άλλο αυτό».
    Σηκώθηκε κι έσβησε την τηλεόραση. Άναψε το φως της βεράντας και, πριν βγει, έριξε μια τελευταία ματιά. Διέκρινε αμυδρά την κάμπια να κουλουριάζεται, να ξεδιπλώνεται ξανά, να σπαρταράει. Το σκοτάδι δεν την άφησε να δει τα δεκάδες μικρά πόδια που κινούνταν επιδέξια τυλίγοντας γύρω της το νήμα που ξερνούσε από το στόμα.

Στη λάμπα της βεράντας πάνω από την πόρτα, χτυπιόνταν νυχτοπεταλούδες. Παραδίπλα, δυο σαμιαμίθια καιροφυλακτούσαν. Μακριά ακούστηκε πάλι ο γρύλος. Έβγαλε τα παπούτσια της και πάτησε ξυπόλητη στα χόρτα. Κάθισε στο τσιμέντο. Έμεινε εκεί για ώρα να κοιτάει το σκοτάδι. Τότε, εκεί που άρχιζε ο ελαιώνας, κάτι κινήθηκε. Μια σκιά ξεπρόβαλε από τις άλλες σκιές και ήρθε και στάθηκε μπροστά της.
    «Είσαι έτοιμη;» ψιθύρισε.
    Δεν μπόρεσε να του απαντήσει. Ένιωσε δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά της. Τότε ο εραστής της έβγαλε από την τσέπη ένα χαρτάκι και της το έδωσε.
    «Αυτό είναι το εισιτήριο. Μην το χάσεις, είναι το άλλοθί σου».
    Φαινόταν αποφασισμένος. Μύριζε αλκοόλ. Πήγε ώς την αποθήκη και γύρισε με το τσεκούρι.
    «Έχει ήδη γίνει, έτσι;» τη ρώτησε. Κι ύστερα πάλι «είσαι έτοιμη;»
    Του έγνεψε ναι με τα μάτια. Τη φίλησε απαλά στα χείλη, ανέβηκε στη βεράντα και πήγε ώς το παράθυρο. Κοίταξε μέσα.
    «Δεν τον βλέπω πουθενά».
    Ο εραστής προχώρησε προς την πόρτα που εκείνη είχε αφήσει μισάνοιχτη.
    Αυτή δεν σηκώθηκε. Γύρισε μόνο το κεφάλι της και κοίταξε στο παράθυρο. Από τη θέση που ήταν μπορούσε να διακρίνει μια πελώρια σκιά γαντζωμένη στο ταβάνι. Της κόπηκε η ανάσα. Πήγε να του μιλήσει, μα δεν πρόλαβε να αρθρώσει λέξη.
    Ο εραστής έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Πρώτα σιωπή, μόνο ο γρύλος που είχε έρθει τώρα κάπου δίπλα της. Ύστερα ένα φριχτό ουρλιαχτό, έπιπλα και αντικείμενα να εκτοξεύονται στους τοίχους και να γίνονται κομμάτια. Μετά, πάλι σιωπή. Στη λάμπα, μια νυχτοπεταλούδα απέφυγε το σαμιαμίθι που της ρίχτηκε και πέταξε μακριά. Έσκυψε μοιρολατρικά και χάιδεψε τα υγρά χορτάρια.

Η μεγάλη τζαμαρία πίσω της θρυμματίστηκε με θόρυβο. Τραντάχτηκε. Κομμάτια γυαλί καρφώθηκαν στην πλάτη και το σβέρκο της και μια σκιά πέρασε από πάνω της ραπίζοντας την με μια δυνατή πνοή αέρα. Κοίταξε τα χέρια της που χάιδευαν ακόμα τα χορτάρια. Έσταζαν αίμα. Σηκώθηκε, έκανε δυο βήματα κι ύστερα έπεσε στα γόνατα. Σήκωσε τα μάτια και είδε την πανέμορφη πελώρια πεταλούδα να πετάει προς τις ελιές κουνώντας τα φτερά της άτσαλα. Ύστερα όλα σκοτείνιασαν.


Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

ΑΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟΙ



Αυτή η γυναίκα...
Είναι φορές που με ξεχνάει.
Συμβαίνει, θα μου πείτε, ξεχνάμε την ομπρέλα, τα κλειδιά, τον θερμοσίφωνα... Έχουμε τόσες έγνοιες.
Μα να, όταν συμβαίνει αυτό, μια ομίχλη μπαίνει από τις χαραμάδες κι απλώνεται παντού, οι τοίχοι αλλάζουν θέση, οι πόρτες κλείνουν, άλλες ανοίγουν, ο κόσμος είναι ένας λαβύρινθος κι εμείς ριγμένοι εκεί στην τύχη.

Τις νύχτες οι κουβέρτες σφίγγουν γύρω μου και με τυλίγουν. Μες στο σκοτάδι κρυφακούω την ανάσα της. Με τα μάτια ανοιχτά κοιτάζω τη μαυρίλα χωρίς να βλέπω τίποτα.
Και τότε ακούω εκείνη τη γνώριμη φωνή από τα παλιά:
"Η ομορφιά της ζωής δεν θα νικήσει. Αυτό που αίφνης νιώθουμε να μας ταράζει είναι η ηχώ των περασμένων. Η ομορφιά έχει πεθάνει. Μόνο οι αλαφροΐσκιωτοι μπορούν να δουν το φάντασμά της".
Όταν καταφέρνω να ελευθερωθώ, απλώνω το χέρι μου και πιάνω το δικό της και η φωνή εκείνη σβήνει.

Είμαι αλαφροΐσκιωτος. Μπορώ να δω φαντάσματα, δεν ζω χωρίς αυτά. Μα και την ομορφιά την ίδια έχω δει. Δεν είναι φάντασμα. Πολύ συχνά την έχω αγγίξει, είναι ζεστό κι ευωδιαστό το σώμα της.
Η ομορφιά είναι ζωντανή, κοιμάται δίπλα σου. Αν τη φιλήσεις θα σε θυμηθεί και θα ξυπνήσει.

Όμως κι εγώ...
Όταν αυτή η γυναίκα με θυμάται και με κοιτάει στα μάτια, να τι μου λέει:
"Είναι φορές που με ξεχνάς".

Η ζωή τραβάει την ανηφόρα. Χωρίς σημαίες, χωρίς ταμπούρλα. Αθόρυβα τραβάει την ανηφόρα, στα δάχτυλα πατώντας, μυστικά. Όταν γυρίσουμε να δούμε πού έχει φτάσει, είναι κιόλας στην κορφή.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αγαπάμε τη ζωή καθώς ανηφορίζουμε και πάμε. Γιατί κι αυτή θα μας ξεχάσει τότε. Ας μείνουμε αλαφροΐσκιωτοι στην ομορφιά κι αλλοπαρμένοι, εντός κι εκτός του κόσμου τούτου, δύτες βυθών και άγγελοι ουρανών, γεννήτριες στεναγμών, θρυαλίδες πυροτεχνημάτων, άγρυπνοι ταραξίες παθών, απρόβλεπτοι εραστές και εκπομπές ονείρων.

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

ΟΙ ΕΙΚΟΝΕΣ



Δίσταζα αν θα έγραφα γι' αυτό. Αμφέβαλλα (κι ακόμα αμφιβάλλω) αν μπορούσα. Εδώ δεν έχει λυρισμούς, μεταφορές και λογοπαίγνια. Εδώ οι λέξεις χάνουνε τη δύναμή τους. Τις πρόλαβαν οι εικόνες, τις πάτησαν κάτω και τις έλιωσαν. Μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις, χίλιες εικόνες είναι απόλυτη σιωπή. Σκάσε και κοίτα.

Χίλιες εικόνες. Σώματα ξεβρασμένα, νεκρά βρέφη, δάκρυα, βροχή, σωσίβια, λάσπες, βάρκες, κύματα. Το μωρό στην αμμουδιά, ο Ισπανός εθελοντής, ο ψαράς, ο φούρναρης, οι γιαγιάδες, ο πρόσφυγας με το σκυλάκι. Αληθινή, αγνή συγκίνηση, like και share, οργίζεσαι, ξεσπάς, συμπάσχεις. Κι όλο πληθαίνουν οι εικόνες, ένα πελώριο ψηφιακό βουνό, κάθε φωτογραφία να φτάσει πιο ψηλά, να δώσει ακόμα μια γροθιά, πιο δυνατή, πιο δυνατή ακόμα, να φτάσει εκείνη στην κορφή. Μα εκεί στην κορφή κάποτε όλες θα είναι πια ίδιες, γιατί θα τα έχουν δείξει όλα, όλα τα πτώματα θα μοιάζουν τότε, όλα τα νεκρά βρέφη ίδια, όλες οι μανάδες, όλα τα πίξελς, δεν θα έχει μείνει τίποτα κενό. Σιωπή.

Καθώς τα θύματα πληθαίνουν, οι φωτογραφίες τους δεν έχουν πια ονόματα, δεν είναι αναγνωρίσιμα, τρία βρέφη λένε τώρα, πέντε παιδιά, δέκα γυναίκες, είκοσι άντρες. Σημάδι ότι έχουν φτάσει στην κορφή. Σε λίγο θα τους τσουβαλιάζουν όλους με ένα νούμερο. Τριάντα οκτώ περίπου πρόσφυγες πνιγμένοι. Περίπου. Γιατί όλο και κάποιοι δεν θα έχουν καταμετρηθεί, θα πνίγονται χωρίς ούτε έναν αριθμό στα επίσημα τεφτέρια να υπενθυμίζει ότι κι αυτοί έζησαν κάπου κάποτε κι ύστερα πνίγηκαν.

Ίσως χωρίς να το αντιληφθούμε, εκείνη τη στιγμή που οι εικόνες φτάσουν στην κορύφωσή τους γιατί δεν θα έχουν τίποτε πιο ζοφερό να δείξουν, τότε που ο θάνατος θα έχει γίνει πια κοινοτοπία και η φρίκη ανιαρή επανάληψη και τίποτα δεν θα σοκάρει, τότε και η θλίψη μας, η οργή, ο θυμός θα φτάσουν κι αυτά σε ένα ζενίθ, κι ίσως θα αρχίσουνε μετά να ξεθυμαίνουν. Τα έντονα συναισθήματα το έχουν αυτό, αργά ή γρήγορα ατονούν. Τι μένει τότε;

Το έχουμε ξαναζήσει. Κανείς δεν περιμένει την ελπίδα πια, μα δεν μας νοιάζει. Μετά το σοκ έρχεται ο εθισμός, μετά η συνήθεια. Η συνήθεια είναι λήθη και άγνοια.
Έχουμε δει πολλές εικόνες από τους πνιγμένους. Όταν στομώσει από αυτές η οργή μας, θα μείνουμε να παρακολουθούμε ψύχραιμα από μακριά το δράμα, όπως θα παίζεται "πολιτισμένα" πια, καθώς αρμόζει στην Ευρώπη. Η εκατόμβη θα γίνει ημερήσια διάταξη, συζήτηση, διευθέτηση, αντιστάθμισμα, αποζημίωση, ποσοστά. Κι εκεί, στον πραγματικό κόσμο, τη μάχη θα συνεχίσουν να τη δίνουν μόνοι τους, όσο ακόμα αντέξουν, οι ντόπιοι κι οι εθελοντές.

Έχουμε δει πολλές εικόνες, γενικά. Ζούμε μέσα απ' αυτές, μέσα σ' αυτές. Είμαστε κι οι ίδιοι σκηνοθετημένο πλήθος, κομπάρσοι μιας υπερπαραγωγής που το σενάριό της έχουν γράψει ερήμην μας. Πρέπει αφού κοιτάξουμε τη φρίκη, να κλείσουμε για λίγο τα μάτια, για να μπορέσουμε να τη σκεφτούμε στην ολότητά της. Με λέξεις. Γιατί, πριν ακόμα κι από τα συναισθήματα, στομώνει η σκέψη μας.




ΣΑΝ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Μια αριστερή κυβέρνηση θα όφειλε, έστω και τώρα, να δει πόσο ασύμβατες με τις αρχές της είναι αυτή η Ευρώπη. Να έκανε με τον φράχτη αυτό που θα γλύτωνε έστω κάποιους λίγους από τον πνιγμό. Καμιά συνέπεια, κανένα αντίποινο δεν είναι πιο βαρύ από το να αφήνεις να πνίγονται άνθρωποι στα κύματα. Καμιά Ευρώπη δεν αξίζει ανθρωποθυσίες στην ποδιά της.
Δεν νομίζω όμως ότι θα το κάνει, και όσοι το πιστεύουν έχουν ψευδαισθήσεις. Ελπίζω βέβαια να διαψευστώ.



Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΗΤΑΝΕ ΚΟΜΜΑΤΙΑ


 
Κόκκινη κλωστή δεμένη...
Μια φορά κι ένα καιρό, σε μια μακρινή χώρα, ζούσε ένα κορίτσι που η ζωή του ήτανε κομμάτια. Όλη η ζωή του.

Δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε η ζωή του δεν είχε ούτε ραγισματιά. Την ξεδίπλωνε με χαρά κάθε πρωί κι έλαμπε αυτή ακέραια στον ήλιο, την έβρεχε όμορφα στη θάλασσα, μετά την άπλωνε και στέγνωνε στην άμμο. Και τα ταξίδια της ζωής αυτής είχαν συνέχεια κι ο χρόνος κυκλικός κυλούσε ήρεμα κι όλα τα σκέπαζε η αγάπη. Και η μαμά και ο μπαμπάς και η γιαγιά με τον παππού ήταν εκεί. Κι οι φιλενάδες. Κι ήρθαν μετά κι οι έρωτες, ήρθε κι ο Έρωτας, κι όλα είχαν δέσει όμορφα.

Μα ύστερα η ζωή του κοριτσιού έγινε κομμάτια. Κάτι που ράγισε και δεν το πρόσεξε και το άφησε να μεγαλώσει. Κι άρχισαν να ραγίζουν όλα και να πέφτουν. Μάζεψε όσα μπορούσε στην βαλίτσα, κάποια άλλα που είχαν γίνει σκόνη τα άφησε και χάθηκαν. Και πήρε τη βαλίτσα κι έφυγε, πέρασε θάλασσες και βρέθηκε σε ξένα χώματα. Μα η βαλίτσα ήταν τρύπια και ξέμειναν στο δρόμο κι άλλα. Το κορίτσι κοίταζε τη ζωή του κι έβλεπε μόνο θραύσματα. Τίποτα ολόκληρο. Τίποτα που να πει "είναι δικό μου αυτό", μόνο κομμάτια που δεν ήξερε πού ανήκουν και σε ποιον. Πάντα να λείπει κάτι, κάτι να έχει χαθεί για πάντα. Και το κορίτσι ήταν λυπημένο και τα βράδια έκλαιγε.

Μια μέρα θα μαζέψει τα κομμάτια που έχουν μείνει. Κάποια απ' αυτά, τα άχρηστα, όσα είναι βάρος, θα τα πετάξει. Θα πάρει τα άλλα που αγαπάει και νοιάζεται, να τα φροντίσει. Και σύντομα θα έρθουν δυο άλλα χέρια να βοηθήσουν. Θα φέρουν τα δικά τους τα κομμάτια, θα φτιάξουν ύστερα μαζί καινούργια να τα συμπληρώσουν κι όταν τα βάλουν όλα δίπλα δίπλα, αυτά θα ενωθούν, θα σβήσουν οι ραγισματιές, θα γίνουν όλα ένα και η ζωή του κοριτσιού θα επουλωθεί και θα είναι ολόκληρη κι ωραία όπως πριν κι ακόμα πιο πολύ.

Και θα ζήσει αυτό καλά κι εμείς καλύτερα.


Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

ΜΥΡΜΗΓΚΙΑ ΣΤΟ ΓΛΥΚΟ



Στην κυρία Ευρυδίκη, χήρα ιατρού και οικογενειακή φίλη, άρεσαν οι κοινωνικές συναναστροφές. Συχνά καλούσε τη μητέρα μου στο σπίτι της. Σε μια από αυτές τις επισκέψεις με έσυρε μαζί της. Δεν ήθελα εγώ να αφήσω την παρέα, αλλά με παρηγόρησε το γεγονός ότι η κυρία Ευρυδίκη, πράγμα σπάνιο ακόμα για την εποχή, διέθετε τηλεόραση και θα περνούσε υποφερτά η ώρα μου βλέποντας ποδόσφαιρο.
    Είχε κι ωραίο γλυκό σταφύλι και μας κέρασε. Φτιαγμένο από τα χεράκια της.
    Σήκωσα το κουτάλι μου κι εκεί σταμάτησα. Κοίταξα την κυρία Ευρυδίκη. Με κοίταξε κι αυτή, μια εμένα μια το πιατάκι της. Κι εγώ μια αυτήν μια το πιατάκι μου. Η μάνα μου στο μεταξύ τέλειωσε το δικό της γλυκό, κατευχαριστημένη. Η κυρία Ευρυδίκη άρχισε τότε μια ιστορία.
    "Είχα πάει", λέει, "επίσκεψη χτες στη Φώτω, και με κέρασε κι αυτή γλυκό σταφύλι".
    "Μαμά", πετάγομαι εγώ τότε.
    "Περίμενε παιδί μου, μιλάει η κυρία Ευρυδίκη".
    "Πάω να φάω, που λες, κοιτάω το γλυκό, και τι να δω!"
    "Μαμά!"
    "Περίμενε, σου είπα, μην είσαι αγενής".
    "Μυρμήγκια! Μυρμήγκια πνιγμένα μέσα στο σιρόπι".
    "Άντε!"
    "Και τι έκανα, νομίζεις; Το έφαγα όλο, μιλιά δεν έβγαλα, για να μην την προσβάλλω".
    "Τι λες!" έκανε η μάνα μου. "Μπράβο! Εγώ δεν ξέρω τι θα έκανα στη θέση σου".
    Κι ύστερα γύρισε σε μένα.
    "Ακούς; Έτσι ευγενικοί πρέπει να είμαστε. Με τρόπους! Πες μου, τώρα, τί ήθελες".
    Κοίταξα πάλι την κυρία Ευρυδίκη, με κοίταξε κι αυτή. Στο χέρι μας κι οι δυο κρατούσαμε ακόμακι οι δυο το κουταλάκι. Ξερόβηξε αυτή.
    "Μήπως να κλείσουμε την τηλεόραση να φάει το γλυκό του, γιατί έχει κολλήσει στο ποδόσφαιρο και δεν το τρώει;" ρώτησε. Και κάνει μια έτσι το κουταλάκι και κατεβάζει το δικό της. Και με κοίταζε.
    "'Οχι, να μην την κλείσουμε", είπα, "θα το φάω".
    Κι έγλειψα το γλυκό και πήρα κι άλλο, για να μην χάσω το ποδόσφαιρο. Δεν ήταν και πολλά εξάλλου, τέσσερα-πέντε μόνο και μικρά.

Στο δρόμο για το σπίτι, λέω της μάνας μου.
    "Μαμά, το γλυκό είχε μυρμήγκια".
    "Ναι, αλλά είδες πόσο ευγενικά φέρθηκε η κυρία Ευρυδίκη;"
    "Όχι εκείνο", της λέω, "της κυρίας Ευρυδίκης είχε μυρμήγκια".
    "Τι λες; Ντροπή σου να λες ψέμματα. Θα τα είχα δει".

Δεν έμαθα ποτέ αν στ' αλήθεια δεν τα είχε δει ή αν θέλησε να δείξει στην κυρία Ευρυδίκη πως ξέρει κι αυτή από τρόπους.
    Μα μου έμεινε από τότε η απορία κι αναρωτιέμαι ακόμα, ιδίως όταν έχω απαυδήσει από κάποιων τη βλακεία και την παραξενιά, στα πόσα μυρμήγκια έχεις το ελεύθερο να αντιδράσεις χωρίς να θεωρηθεί ότι δεν έχεις τρόπους.


Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

ΑΓΙΟΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΓΙΑΣΕΜΙ




Δεν ξαναπάω μόνη μου σ’ αυτό το σινεμά. Να με σταυρώνετε, δεν ξαναπάω. Ακούστε τι έγινε. Μέσα Αυγούστου ήταν, πέρυσι. Άδεια η γειτονιά, άδεια η πόλη.

Πάω συχνά εκεί. Όποτε μπορώ. Κάθομαι απέξω με τις ώρες.

Και το θερινό σινεμά, άδειο κι αυτό. Κανείς. Μα μου είπε ο ιδιοκτήτης πως θα παίξουν την ταινία μόνο για μένα, δεν πειράζει. Και κάθισα λοιπόν. Ωραία ήταν, δροσερά. Αγιόκλημα και γιασεμί, που λέει και το τραγούδι.

Εκείνο το βράδυ, το σινεμά ήταν άδειο. Μόνο εκείνη η κοπέλα ήταν εκεί. Κάθισα δυο σειρές πιο πίσω, λίγο στα δεξιά της. Να μην ενοχλώ.

Τότε ήρθε εκείνος. Πιο πολύ τον μύρισα παρά τον άκουσα. Γύρισα να τον δω. Ένας μαυριδερός ήταν, από Συρία, Μπαγκλαντές ή κάτι τέτοιο, όλοι ίδιοι είναι, δεν τους ξεχωρίζω.

Όταν γύρισε και με κοίταξε, κοκάλωσα.

Δεν είδα την ταινία. Δεν μπορούσα. Ένιωθα όλη την ώρα τα μάτια του καρφωμένα στην πλάτη μου. Όποτε γύρναγα το κεφάλι, τον έβλεπα να με κοιτάει.

Δεν είδα την ταινία. Δεν μπορούσα. Κάθε που έστρεφε το πρόσωπό της ταραζόμουν.

Στο διάλειμμα πήγα και πήρα μια πορτοκαλάδα. Ήρθε κι αυτός και στάθηκε από δίπλα, δεν πήρε τίποτα, μόνο με κοίταζε. Μετά κάθισα στην τελευταία σειρά. Ήρθε και κάθισε δυο τρεις θέσεις παραπέρα.

Δεν ήθελα καθόλου να την ενοχλήσω. Ντρεπόμουν. Πήγα και κάθισα κοντά της, μόνο για να τη δω καλύτερα.

Σηκώθηκα τότε και πήγα στον ιδιοκτήτη. Του είπα ότι με ενοχλεί. «Θα το κανονίσω, μην ανησυχείς», μου λέει αυτός. Μόλις γύρισα και κάθισα, νάτος, σηκώνεται κι έρχεται προς το μέρος μου. Τρόμαξα.

Σηκώθηκα να την κοιτάξω από κοντά. Μόνο αυτό και θα έφευγα. Τότε ήρθαν δυο άντρες με ξυρισμένο κεφάλι και με άρπαξαν.

«Πετάξτε τον έξω!», φώναζα. Είχα γίνει έξαλλη. «Που μαζεύτηκαν στη χώρα μας και δεν μπορούμε ούτε να βγούμε από τα σπίτια μας!»

Δεν ξέρω ελληνικά. Αυτή μάλλον τους φώναζε να σταματήσουν και να φύγουν. Μα δεν της έδωσαν σημασία. Με πήραν έξω, με έσπρωξαν, έπεσα κάτω.

Έτρεμα από τη σύγχυση. Κάθισα μέχρι που τέλειωσε η ταινία, μα δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Ούτε θυμάμαι ποια ταινία ήταν. Σηκώθηκα να φύγω κι έτρεμα ακόμα.

Πήγα ένα στενάκι παραπέρα και κάθισα στο πεζοδρόμιο να συνέλθω. Την είδα τότε να έρχεται.

Είχα μπει στο στενάκι. Πίσω μου έρχονταν οι δυο νεαροί. Για προστασία, τους παρακάλεσα, μέχρι να βγω στα φώτα. Ευτυχώς. Γιατί, ξαφνικά, εκείνος ο μαυριδερός πετάχτηκε μπροστά μου! Χειρονομούσε και φώναζε κάτι αλαμπουρνέζικα. Δεν έχω ξαναπάρει τόσο τρόμο.

Τους είχα δει που την ακολουθούσαν. Δεν θα άφηνα να της κάνουν κακό. Της φώναξα να φύγει και μπήκα ανάμεσά τους. Εκείνη έτρεξε μακριά και γλύτωσε. Εμένα όμως με χτύπησαν πολύ. Με έριξαν κάτω και με κλώτσησαν με τις αρβύλες.

Του έδωσαν ένα καλό μάθημα. Το φχαριστήθηκα. Όμως δεν πρόκειται να ξαναπάω μόνη μου στο σινεμά. Τελείωσε. Μόνο που το σκέφτομαι με πιάνει φρίκη.

Πάω συχνά και τριγυρνάω εκεί, μήπως ξανάρθει. Και το χειμώνα, όταν το σινεμά θα κλείσει, πάλι θα κάθομαι απέξω. Κάποτε θα φανεί.

Αυτοί δεν είναι άνθρωποι, παιδί μου, είναι ζώα. Ούτε ηθική έχουν ούτε συναισθήματα.

Μόνο για να την ξαναδώ, να την ευχαριστήσω που με νοιάστηκε. Κι ίσως, αν βρω το θάρρος, της δείξω τη φωτογραφία. Να δει κι αυτή πόσο πολύ της μοιάζει η Φατιμέ μου. Που μου την πήρανε τα κύματα και τώρα κάπου στο βυθό κοιμάται μόνη της.



Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΟΛΟΤΟΦ




Το καλοκαίρι του ’79, μπορούσες ακόμα να κάνεις ήρεμες διακοπές στα νησιά μας. Σε ένα σήμερα κοσμικό, αλλά τότε σχεδόν ανέγγιχτο νησί, εγώ, ο Αντώνης και οι κοπέλες μας είχαμε νοικιάσει ένα σπιτάκι σε μια μαγευτική τοποθεσία, λίγο πάνω από τη μοναδική ταβέρνα. Στο παραδίπλα σπίτι έμενε ο Στηβ ο Σκωτσέζος, πιο πέρα ένας αλκοολικός Ιρλανδός ποιητής και δυο-τρεις άλλοι.
    Στο κέντρο της μικρής μας γειτονιάς υπήρχε ένα κοινόχρηστο πηγάδι. Ο ποιητής, μόνιμος κάτοικος για χρόνια εκεί, μας επέπληττε διαρκώς γιατί ξοδεύαμε, λέει, το νερό του. Μας αδικούσε, βέβαια. Δεν ήταν δα και το καλύτερο νερό. Έπρεπε να σουρώνουμε με τις χούφτες τα μικρά μαύρα σκουλήκια που κολυμπούσαν πάνω πάνω στον κουβά, ίσα για να ξεπλύνουμε λίγο από πάνω μας την αρμύρα. Μα ο ποιητής, λες κι ήτανε δικό του το πηγάδι, μας έκρυβε πότε το σκοινί και πότε τον κουβά, χαλνώντας έτσι τη γαλήνη μας.

Μια νύχτα βρήκαμε στο χωματόδρομο ένα χοντρό ρολό χαρτιά που του είχαν πέσει, ή τα είχε ίσως πετάξει ο ίδιος, τρελαμένος πάνω στο μεθύσι του. Χειρόγραφα, φωτογραφίες και σκίτσα, και ανάμεσά τους μια ζωγραφιά του Μιρό και μια του Πικάσο, υπογεγραμμένες. Του Πικάσο, μάλιστα, με αφιέρωση στον ποιητή. Πήραμε τα χαρτιά στο σπίτι και κάναμε σχέδια: να τα κρύψουμε, να τα επιστρέψουμε, να μπούμε στο καράβι και να φύγουμε; Την άλλη μέρα πρωί πρωί, πριν βγάλουμε ακόμα απόφαση, εμφανίστηκε ο ποιητής και μας ρώτησε αν τα βρήκαμε. Τότε τα τραβήξαμε κάτω από το κρεβάτι και του τα επιστρέψαμε κι έτσι δεν μάθαμε ποτέ αν θα καταλήγαμε στη φυλακή ή πλούσιοι.
    Όταν τα κορίτσια έφυγαν για τη θάλασσα, εγώ κι ο Αντώνης, απογοητευμένοι, μείναμε εκεί. Αρχίσαμε τις μπύρες, ήρθε κι ο Στηβ και πίναμε μαζί. Χρυσό παιδί αυτός, όταν τέλειωσαν οι μπύρες πήγε κι έφερε ένα μπουκάλι ουίσκι. Ήταν πια ντάλα μεσημέρι, βάραγε ο ήλιος. Ο Αντώνης έπιασε το μπιτονάκι το πετρέλαιο που είχαμε για τη γκαζιέρα και τη λάμπα κι έχυσε στα άδεια μπουκάλια. Πήρε και τα ταμπόν της κοπέλας του και τα προσάρμοσε όμορφα στα στόμια σαν φιτίλια. Καθόμασταν εκεί, κατάχαμα, με την πλάτη μας ακουμπισμένη στον τοίχο του σπιτιού, ανάβαμε τις μολότοφ και τις πετάγαμε απέναντι στο μισογκρεμισμένο στάβλο. Έσκαγαν στην ξερολιθιά κι έβγαινε μαύρος καπνός, κατάμαυρος. Ωραία ήταν.
    Άκουσε τη φασαρία ο ποιητής κι ήρθε και κοίταζε από μακριά. Τον προσκαλέσαμε να έρθει στην παρέα μας κι εκείνος–αν και όπως είπα οι σχέσεις μας ώς τότε δεν ήταν φιλικές– δέχτηκε πρόθυμα. Ίσως γιατί του επιστρέψαμε το θησαυρό του.
    Πίναμε λοιπόν όλοι μαζί από το μπουκάλι και ήμασταν ευτυχείς.
    «Εις υγείαν του Πικάσο», κάναμε πρόποση, αν και ξέραμε ότι είχε πεθάνει προ πολλού, δεν είχε σημασία. Και ο ποιητής απήγγειλε ποιήματα που κανείς δεν καταλάβαινε, αλλά πρέπει να ήταν πολύ όμορφα γιατί μετά έβαλε τα κλάματα.


Κυριακή 9 Αυγούστου 2015

ΗΡΑΚΛΕΙΑ´, ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2015




1. Πενήντα λεπτά πεζοπορία με αργό βήμα στο μονοπάτι 8. Αν είναι αργά το απόγευμα, η Βορεινή Σπηλιά μπορεί να γίνει ο δικός σου προσωρινός προσωπικός παράδεισος. Εκεί μπορείς για λίγες ώρες να ξεφορτωθείς όλα όσα σε βαραίνουν. Τα ρούχα είναι το λιγότερο.







 
2. Αυτή είναι η σαυρούλα μου. Όταν πλησιάσω κρύβεται στις τρύπες. Την αγαπάω πολύ, δεν της το λέω όμως. Καλύτερα να μην το ξέρει, καλύτερα να με φοβάται. Ποτέ της να μην ξεθαρρέψει κι αρχίσει να βολτάρει στην αυλή ανέμελα.
Γιατί πάνω από το κεφάλι μας παραμονεύει κρώζοντας η κακιά κουρούνα.




3. Λεωφορείο για Παναγιά, μετά πεζοπορία στο μονοπάτι 3, για τη σπηλιά του Άη Γιάννη. Πέφτω στα γόνατα με το φακό στο χέρι, μόνο έτσι μπαίνεις. Κάτι σέρνεται ανάμεσα στα πόδια μου. Δεν είναι οχιά, είναι λαφίτης, πάνω από ογδόντα εκατοστά. Μείναμε εκεί και κοιταζόμασταν κι ύστερα πιάσαμε κουβέντα. "Είμαι ο δράκος που φυλάει τη σπηλιά", μου είπε κάποια στιγμή.
 
 
Δεν ήθελα να τον στενοχωρήσω. Κι ούτε άσπρο άλογο είχα μαζί μου, ούτε κοντάρι. "Συγγνώμη αν ταράξαμε την ησυχία σου", του είπα, "περαστικοί είμασταν, δεν θέλαμε να μπούμε στη σπηλιά". Τα είπαμε λίγο ακόμα, του αφήσαμε νερό σε μια γούβα κι ύστερα πήραμε πάλι το μονοπάτι 3 και μετά το μονοπάτι 4 για την επιστροφή, πριν μας πιάσει το σκοτάδι στα βουνά με τους δράκους.






4. Στο Τουρκοπήγαδο. Τούρκους δεν είδαμε, το πηγάδι φανερό, κανένας κίνδυνος. Και οι αχινοί μισοκοιμούνται όλοι μαζί στα αριστερά και η τορπίλη βγήκε και λιάζεται στα χωράφια πίσω μας.





5. Με καΐκι για την Αλιμιά. Αυτό που φαίνεται αχνά είναι το ναυάγιο ενός υδροπλάνου. Όταν οι άλλοι έκαναν μπάνιο στην παραλία, βούτηξα κρυφά. Σε ένα βραχάκι στο βυθό, κρυμμένο ανάμεσα στα φύκια, βρήκα το Γερμανό πιλότο, με το κασκέτο και το πέτσινο μπουφάν του, να κάθεται και να καπνίζει. Μου έγνεψε και κάθισα κοντά του και μου διηγήθηκε την ιστορία του. Πώς έγινε και ένας τόσο έμπειρος πιλότος έπεσε εκεί. Δεν θα την πω, του το υποσχέθηκα. Αν θέλετε βουτήξτε και ρωτήστε τον, εκεί είναι πάντα. Μόνο ένα θα σας πω. Πως στην τσέπη του έχει φυλαγμένα ένα γράμμα και μια φωτογραφία. Όμως, παρακαλώ, αυτά να μείνουν μεταξύ μας.




6. Λειβάδι. Στα νερά, αν είστε τυχεροί, δελφίνια που πηδάνε όπως αρμόζει σε δελφίνια, μια φώκια, μια χελώνα. Στη στεριά, δεξιά οι πρωτόπλαστοι, αριστερά οι ρακέτες.
















7. Το πρωί της τελευταίας μέρας κάθισα κι έκανα ένα λεπτομερή κατάλογο με όλα όσα θα έπαιρνα μαζί μου στην επιστροφή. Βρήκα μετά ένα σακίδιο και τα έχωσα όλα μέσα με τάξη κι επιμέλεια. Την καλή παρέα, τα μπλε της θάλασσας (τόσα πολλά, σίγουρα κάποιο θα άφησα απ' έξω), το κόκκινο φεγγάρι, τζιτζίκια, άμμο, ήλιο, θυμάρι, ιδρώτα, σαύρες, βότσαλα, δελφίνια, ρακή και μπύρες, κουρούνες, αρμυρίκια, ένα φίδι, έναν πιλότο, μονοπάτια, φλοίσβους, γλάρους, αρμύρα στο σώμα, σώμα με αρμύρα, κέδρους, βάρκες, φύκια, κύματα κι ένα σωρό άλλα, μη σας κουράζω τώρα. Γέμισα το σακίδιο μέχρι πάνω. Το φόρτωσα στην πλάτη και πήρα το βραδινό καράβι. Κι έλεγα να, με μια βδομάδα εδώ θα έχω προμήθειες για όλο το χειμώνα.
Όμως, μέσα στη νύχτα, άκουσα από τα μεγάφωνα να με καλούν στη ρεσεψιόν. Εκεί με περίμενε ο καπετάνιος. "Η μνήμη σας είναι υπέρβαρη, κύριε", μου είπε αυστηρά, "θα το βουλιάξετε το πλοίο". Κι άνοιξαν το σακίδιο κι έβγαζαν, κι έβγαζαν, και πέταγαν έξω στη νύχτα, κι έφευγε το καράβι, στο τέλος τίποτα δεν έμεινε, μόνο στον πάτο κάτι απολειφάδια. Τώρα στο σπίτι, προσπαθώ να ανασυνθέσω από αυτά κάτι να μείνει. Μάταια, όλα απροσδιόριστα, θαμπά, λειψά και ήδη μισοξεχασμένα.
Και θα είναι δύσκολος αυτός ο χειμώνας.

Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

ΛΙΩΜΑ




Η κοπέλα πίσω από το μπαρ ήταν σκληρή κι εγώ ήμουν λιώμα, στα ηχεία δεν θυμάμαι, Κλας, Βάιολεντ Φαμς, Τζαμ, τέτοια ήταν τότε, κι ήταν σκληρή η μπαργούμαν και με κοίταζε λοξά, κι εγώ μιλούσα, δεν θυμάμαι, απλά μιλούσα, αλλά τα έλεγα σ' αυτήν, γιατί ήμουν λιώμα κι ήταν όμορφη, αλλά αυτή δεν ήθελε να ακούσει, μα τότε τι γύρευε εκεί απορούσα, σαν είσαι πίσω από το μπαρ δεν κάθεσαι να ανακατεύεις μόνο τα ποτά και να σερβίρεις, πρέπει να ακούς καλή μου, όταν μιλάει ο άλλος εσύ πρέπει να ακούς, αλλιώς θα βάζαν μηχανές αυτόματες στα μπαρ, να βάζεις κέρμα και να πίνεις, να βάζεις και να πίνεις, της ζήτησα τσιγάρο και δεν μου έδωσε, κι ο διπλανός άνοιξε το πακέτο και μου άφησε τρία τσιγάρα, μα ούτε κι αυτός είχε όρεξη να πιάσει κουβέντα με τον τρελαμένο, άφησε τα τσιγάρα κι έφυγε κι εγώ τότε της είπα πως είναι όμορφη, δεν μπορούσα να μην το πω αυτό, και μου είπε αυτή άσε με να κάνω τη δουλειά μου άνθρωπε, κι έβαζε τα ποτά και τα κοκτέιλ και τις μπύρες, Κραμπς, ύστερα Σάουντ, Μπαουχάουζ και ξανά Κλας, και τότε εγώ πήρα το θάρρος, της είπα αυτό που ήθελα να της πω, όχι ακριβώς, της είπα στην αρχή, άκου, αν κάποιος πάει να σου μιλήσει, μπορεί απλά να θέλει να μιλήσει, να μιλήσει σε κάποιον που θα ακούσει, είσαι πολύ σκληρή, είσαι όμορφη αλλά σκληρή, δεν είμαι σαν τους άλλους που νομίζεις, εγώ θέλω μόνο να βρω κάποιον να ακούσει, αυτό θέλω απόψε, είσαι σκληρή, δεν είναι δίκαιο αυτό, ξέρεις στο σπίτι απόψε δεν με περιμένει κάποιος, θα μπω στο σπίτι και θα είναι παγωμένο, και τα σεντόνια παγωμένα θα είναι, και το φαί για πέταμα, εδώ που βρέθηκα ήθελα μόνο να μιλήσω και κάποιος να με ακούσει, έχω τα ζόρια μου κι ήθελα να τα πω, τέτοια της έλεγα, και ύστερα της είπα σε σένα ήθελα, μόνο σε σένα ήθελα, δεν είναι κακό αυτό, πρέπει να ακούμε όσο μπορούμε, κι εσύ, εκεί που βρίσκεσαι, θα έπρεπε να είσαι η εξομολογήτρα μας, η ανάπαψη της ψυχής και η παρηγοριά μας, μια μάνα μικρομάνα, μια καλή ψυχή, ένα σφουγγάρι θλίψης, να πέσουμε στα πόδια σου να μας χαϊδέψεις το κεφάλι και να σκουπίσεις με στοργή τα δάκρυά μας, περίθαλψέ με, νιώσε με, αγάπησέ με και θα σε αγαπήσω, αυτά κι άλλα της έλεγα μα αυτή δεν άκουγε, έφτιαχνε τα ποτά της και μιλούσε με τους άλλους που ήξερε, αστειευόταν και γελούσε, και ξαφνικά κατάλαβα πως λέξη δεν της είχα πει, καθόμουν τόση ώρα ακίνητος κι αμίλητος και την κοιτούσα, κι έπινα, κι όχι δεν ήτανε σκληρή, εγώ ήμουν λιώμα, ήταν γλυκιά και όμορφη αυτή, τόσο όμορφη θεέ μου, και η καρδιά της ξέχειλη από αγάπη, και γελούσε, μα δεν της μίλησα, κι αυτή δεν ήξερε, τίποτα δεν κατάλαβε, πλήρωσα κι έφυγα, ούτε ένα γεια δεν είπα, ούτε ένα γεια δεν μου είπε, δεν ξαναπάτησα εκεί το πόδι μου.
Και απόψε που είμαι πάλι λιώμα και το μυαλό ρετάρει, με τρώει η αμφιβολία κι έρχονται σκέψεις δίχως νόημα ξαφνικά, και σκέφτομαι τι θα της απαντήσω, αν λέει κάποτε συναντηθούμε, μετά από τόσα χρόνια, και με θυμηθεί, και ίσως έρθει και μου πει εσένα σε θυμάμαι, δεν σε ξέχασα, ήσουν κάποτε εκεί στο μπαρ κι ήθελα τότε να σου πω, ήθελα να σε ακούσω, είχα αγάπη να σου δώσω, μα εσύ ήσουν λιώμα, ήσουν σκληρός, λέξη δεν έλεγες, λέξη δεν με άφησες να ακούσω, ήσουν σκληρός.
Και θα είναι αργά, λέει πάλι το μυαλό που έχει ρετάρει, λιώμα θα είμαστε κι οι δυο, μα όχι από το πιοτό, καμιά μουσική δεν θα ακούγεται, δεν θα είμαστε σκληροί, τίποτα δεν θα είμαστε, μόνο σφουγγάρια που θα ρουφάμε ο ένας τον άλλο θα είμαστε, και θα είναι αργά.


Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

ΤΟ ΔΕΡΜΑ (THESE ARE THE THINGS)



Τώρα εκείνη βυθίζεται στον ύπνο, όπως βουλιάζει αργά σε ήρεμη θάλασσα ένα καράβι. Αυτός θα μείνει ξάγρυπνος να την προσέχει. Πάντα έτσι κάνει. Μέχρι να δει τα βλέφαρα να  τρέμουν και να σκιρτούν ακούσια τα μέλη της. 
    Τότε το χέρι του αφήνεται στην πλάτη της. Αδιάφορα, λες και τυχαία βρέθηκε εκεί. Ακίνητο, σαν να κοιμάται. Μετά τα δάχτυλα ξυπνούν, το ένα μετά το άλλο. Λυγίζουν και τεντώνουν. Σέρνονται αργά στο δέρμα της, χαϊδεύοντας αόρατα πλήκτρα. Αιθέριες μουσικές και ήρεμες λέξεις ακουμπούν στο δέρμα  της. Σκιρτάει αυτό, ξαφνιάζεται και τότε σταματούν τα δάχτυλα. Περιμένουν να ηρεμήσει η ανάσα της. Μετά ξανά. Καθησυχαστικά, υπομονετικά. Το δέρμα της δεν πρέπει να τρομάξει. Φτάνουν στο σβέρκο, μένουν λίγο εκεί, στις ρίζες των μαλλιών. Μετά γλιστράνε κάτω από το αυτί, φτάνουν στη βάση του λαιμού. Το δέρμα τώρα νιώθει. Υποκρίνεται πως δεν νιώθει. Πιο κάτω. Οι άκρες των δαχτύλων του στο στήθος. Μόνο για λίγο. Μετά ανεβαίνουν πάλι, παίρνουν την κλείδα και διασχίζουν την απόσταση ώς τον ώμο και τον σφίγγουν τρυφερά. Σέρνεται κοντά της, κουρνιάζει στο ζεστό κορμί της. Το μι σάνοιχτο στόμα της ανασαίνει ελαφρά. Τα δάχτυλα περιγράφουν τη μέση της, ύστερα γλιστράνε στην κοιλιά της. Το δέρμα της ανταποκρίνεται κι ανατριχιάζει. Μόνο το δέρμα είναι  ξύπνιο. Τα δάχτυλα το ξέρουν πως τώρα είναι ευπρόσδεκτα.  Κάτω από το δέρμα της αυτή κοιμάται. Το δέρμα ανασηκώνεται για να χαϊδέψει τα δάχτυλά του. Το δέρμα της αδημονεί με  όλους τους πόρους του ανοιχτούς. 
    Τώρα είναι η στιγμή. Τραβάει ήσυχα το χέρι του. Σκύβει στο  αυτί της και της ψιθυρίζει το όνειρό της. Για να του το διηγηθεί  εκείνη το πρωί όταν ξυπνήσει.


Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ



"...η εγγύηση ότι δεν θα πεθάνουμε της πείνας παρέχεται με τίμημα τον κίνδυνο να πεθάνουμε από ανία".
Γερο Ραούλ, ούτε κι αυτό. Ούτε κι από την πείνα δεν μας εγγυώνται πια. Και η ανία έγινε προνόμιο λίγων. Εμείς καθόλου δεν θα πλήξουμε. Η κόλαση είναι απρόβλεπτη.

Από χωριά και μικρές πόλεις ήρθαμε. Σπίτια χωρίς ηλεκτρικό, χώμα κι ασβέστης. Εκεί η Ιστορία ήταν απούσα, τίποτα δεν συνέβαινε. Κι ύστερα στη μεγάλη πόλη, εκεί που όλα συμβαίνουν σε αφθονία. Προλάβαμε να τα δούμε όλα να συμβαίνουν, μέχρι κι αυτά που δεν τα περιμέναμε ποτέ. Στις μέρες μας.

Λέγαμε -είμασταν νέοι ακόμα τότε- πως θα αλλάξουμε τον κόσμο. Κι αν δεν το καταφέρουμε, λέγαμε, αλλάζοντας τις σχέσεις μας θα είναι σαν να τον αλλάζουμε. Δεν πετύχαμε πολλά, είναι αλήθεια. Μόνο ένα μικρόκοσμο χωρίς μεσολαβήσεις, να αναπνέουμε κάπως. Ύστερα ήρθαν οι τράπεζες κι οι εφορίες και δηλητηρίασαν με έγνοιες την αγάπη για ζωή και διέλυσαν τον ευάλωτο μικρό μας κόσμο μαζί με τον μεγάλο. Και ενηλικιωθήκαμε απότομα.

Δεν είμασταν για τα πολλά. Τα λίγα μας αρκούσαν. Να έχουμε μια δουλειά, κι ύστερα να μας μένει χρόνος και δύναμη για τους ανθρώπους μας κι όσα αγαπάμε. Για λίγο, το μπορέσαμε. Ύστερα πάει χάθηκε κι αυτό, καπνός. Η αγάπη, λαβωμένη, αντέχει ακόμα. Ψάχνει το δρόμο για τον άλλο μέσα στη μαυρίλα και πότε πότε τον αγγίζει.

Οι περισσότεροι από εμάς έφτιαξαν οικογένεια. Κι είπαμε, να, τα παιδιά μας, αυτά θα ζήσουνε καλύτερα κι ίσως να αλλάξουνε τον κόσμο. Μεγάλωσαν. Τώρα που είναι μεγάλα, τα βλέπουμε να φεύγουν για μακρυά. Κι αντί να τα κρατήσουμε τους λέμε φύγε, για το καλό σου είναι, φύγε, και στρέφουμε αλλού τα μάτια.

Οι δικοί μας γέρασαν κι αρρώστησαν. Τους πήραμε κοντά μας να έχουν ως το τέλος την αγάπη μας. Για το κράτος ήταν άχρηστοι. Ποιος θα νοιαστεί για έναν άχρηστο; Τους χάσαμε μετά. Δεν ξέρω τι σκεφτόντουσαν για τη ζωή όταν έφευγαν. Λυπόντουσαν ή ένοιωθαν λυτρωμένοι;

Νοιώθαμε την πατρίδα σαν το σπίτι μας. Όμορφο σπίτι. Τα νησιά, η θάλασσα, τα βουνά, οι άνθρωποι. Η μήτρα από όπου δεν θα βγαίναμε ποτέ. Ύστερα έγινε η μητριά μας. Που μας μισεί και εκδικείται για κάθε στάλα αγάπης που της δείξαμε και ξεπουλιέται στους νταβατζήδες.

Όλοι ξέρουμε τι έχει γίνει αυτά τα χρόνια. Ξεκίνησαν κάπως μακρυά μας κι έφτασαν δίπλα ή μέσα στα σπίτια μας. Αυτοκτονίες, φτώχεια κι εξαθλίωση, πείνα, ταπείνωση, φόβος, βία.

Κανείς δεν έχει πια τη δικαιολογία ότι δεν ξέρει. Μπορώ να καταλάβω όσους φοβούνται. Τους άλλους όμως, αυτούς που λένε ναι με θράσος, γιατί το θέλουν, γιατί έτσι πρέπει, από ιδεολογία, από συμφέρον, από κυνισμό, αυτούς δεν θα μπορέσω να τους συγχωρήσω.


Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Η ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ



Πριν λίγο καιρό πήρα ένα μήνυμα στο φέισμπουκ. Πήγαινες σε αυτό το σχολείο; Σε αυτό το φροντιστήριο; Μήπως είμασταν συμμαθητές;
Ναι, είμασταν συμμαθητές.
Μου έστειλε μια φωτογραφία από σχολικό σκετς της 25ης Μαρτίου και άλλη μια της τάξης μας. Της έστειλα κι εγώ. Περιγράψαμε με λίγα λόγια πώς πήγε η ζωή μας, πού βρισκόμαστε, ανταλλάσσουμε μηνύματα αραιά και που. Αυτή ζει εκεί, στην πόλη μας, εγώ εδώ, στην καινούργια, να νιώθω ακόμα εξόριστος.

Κοντεύει μισός αιώνας πια. Δεν είναι λίγο. Η Ε., ας τη λέμε έτσι, ήταν για μένα αυτό που λένε η πρώτη αγάπη. Κι εγώ γι' αυτήν. Όλοι έχουμε μια πρώτη αγάπη όταν είμαστε παιδιά. Η γειτονοπούλα, η ξαδέλφη, η συμμαθήτρια. Ξέρετε, από εκείνες τις αγάπες του δημοτικού, που δεν είναι ακριβώς αγάπη, τουλάχιστον όχι σαν τις αγάπες των μεγάλων, αλλά ούτε και υπάρχει άλλη λέξη να την ονομάσεις, κι έτσι λοιπόν τη λέμε αγάπη, να συνεννοούμαστε. Όλοι και όλες έχουμε μια τέτοια πρώτη αγάπη, θυμηθείτε. Θυμάστε; Είμαι σίγουρος πως θυμάστε.

Δεν ξέρω αν θα ξαναβρεθούμε κάποτε από κοντά. Δεν έχει νόημα υποθέτω. Αν γίνει όμως, αν το τολμήσουμε, θα είμαστε προετοιμασμένοι. Ξέρουμε ότι οι ζωές μας πήραν άλλους δρόμους και δεν θα μας τρομάξει αν δούμε ότι ίσως το μόνο κοινό που έχουμε είναι οι αναμνήσεις, όποιες έχουν απομείνει, ξεθωριασμένες κι αυτές, διαστρεβλωμένες ίσως, απολιθώματα, κάτω από τόσων χρόνων γεωλογικούς σχηματισμούς που δύσκολα θα διακρίνεται η αλήθεια από την πλάνη.

Όμως δεν έχει σημασία. Αυτό που υπάρχει εδώ είναι μια υπενθύμιση ότι ερχόμαστε από κάπου, και ότι εκεί υπήρχαν άνθρωποι που κάπως συνδέθηκαν μαζί μας. Συνδέθηκαν μια φορά, συνδέθηκαν για πάντα. Δεν τους ξεχάσαμε και δεν μας ξέχασαν κι αυτό είναι μια παρηγοριά, και η αλυσίδα που μας δένει πάει πίσω και ρίχνει άγκυρα ηρεμίας σε εποχές αθωότητας που μας ανήκαν και μας έφτιαξαν. Κι είναι μετά από τόσα χρόνια, σαν να βαδίσαμε μαζί, παρότι σε άλλους δρόμους. Εγώ κι αυτή, και δίπλα οι συμμαθητές μας, οι άλλοι που δεν ξέρουμε πού βρίσκονται κι ούτε θα μάθουμε ποτέ, η τάξη μας, όπως όταν πηγαίναμε εκδρομή στη λιακάδα. Κάπου εκεί έξω είναι κι αυτοί και το παλεύουν και ίσως πότε πότε μας θυμούνται όπως κι εμείς, τα ονόματα, τα παρατσούκλια, ίσως μόνο τα πρόσωπα, ίσως πάλι τίποτα, κι ίσως βέβαια σε κάποιους από αυτούς η επιμελήτρια θα έβαζε σήμερα απουσία. Δικαιολογημένη, εντελώς.

Καιρό σκεφτόμουνα να γράψω αυτό το περιστατικό εδώ και δίσταζα. Μήπως φανώ (ξανά) υπερβολικά συναισθηματικός και κολλημένος στο παρελθόν. Μετά, μια φίλη μου που της το ανέφερα είπε πως είναι πολύ γλυκό όλο αυτό. Κι εμένα έτσι μου φάνηκε. Κι είναι καλό να μπαίνει πότε πότε λίγη γλύκα στη ζωή μας, χορτάσαμε τα άλλα τα πικρά. Έτσι, ζήτησα και την άδεια της Ε., και μου την έδωσε με ένα πολύ τρυφερό μήνυμα.

Ε., σε ευχαριστώ που με θυμάσαι και με βρήκες. Να είσαι καλά.


Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

ΑΤΙΤΛΟ 1



Ήταν κάποτε κάπου, κάποιος κάπως σαν ξένος,
όλα ξένα του φαίνονταν και μυστήρια -ο καημένος!-
κι από φόβο μην κάνει τη ζωή τουρλουμπούκι,
είχε φτιάξει από λέξεις πανοπλία και καβούκι.

Και ησύχασε εκεί, “δεν είμαι εγώ, είναι ένας άλλος”
μέχρι που άκουσε απ' έξω να αντηχεί ένας σάλος,
κι όπως κοίταε με δέος τη ζωή που περνούσε,
πάει πέρασε αυτή και ακόμα κοιτούσε.

(Ιζιντόρ Μπορ, Ποιήματα που δεν θα έγραφα ποτέ, 2027)

Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

ΨΕΜΑ



Αρκεί που ξέρουμε πώς είναι, θα σου πω. Και θα είναι ψέμα.

Και για την αμμουδιά που δεν την πάτησα κι ούτε θα αξιωθώ ποτέ, θα πω πως βρήκα μια ίδια κάποτε, και βούλιαξαν εκεί τα πόδια μου και πέρασα μέρες και νύχτες πάνω της, κι αυτή την θάλασσα την ξέρω, τον κάθε αφρό της, μπορώ και νοιώθω την αρμύρα της σαν να είμαι μέσα της ξανά, καίει ψηλά ο ήλιος και λαμπυρίζουν τα κύματα, και ναι, σου λέω, δεν χρειάζομαι άλλη, φτάνει. Και θα είναι ψέμα.

Πόσα ταξίδια δεν θα κάνω, λες. Πόσα έμειναν, θα πω, κι αμέσως θα βρεθώ σε μια καρότσα αγροτικού, σε ένα φαράγγι, μια σπηλιά, μια νύχτα ή ντάλα μεσημέρι, πάρε με ωτοστόπ και πήγαινε όπου θες, εκεί έχω πάει, πεζοπορία, στο κτελ, καράβια, πίσω μας τα σκυλιά, κι εκεί έχω πάει, πάλι καράβια, αναχωρήσεις και αφίξεις. Και θα σου πω πως έχω ταξιδέψει, πως ναι, όλα μας τα ταξίδια μοιάζουν, δεν ζηλεύω. Και θα είναι ψέμα.

Οι γιορτές όπου δεν θα είμαι καλεσμένος και πίσω από την πόρτα θα ακούω τις μουσικές και τα ποτήρια να τσουγκρίζουν, θα πω πως με κουράζουν πια, και ναι, θα πω, έχω γιορτές κι εγώ στην πλάτη μου, μεθύσια κι αγκαλιές, την ευτυχία να γίνεσαι ένα με όλους, και ξημερώματα που αναρωτιέσαι πώς πέρασε η νύχτα, και θα σου πω πως πήρα πολύ από αυτό, πως χόρτασα χαρά. Και θα είναι ψέμα.

Τα μαλλιά αυτά που δεν θα αφήσεις να χτενίσω, το δέρμα σου που δεν θα αγγίξουν τα δάκτυλά μου, το στήθος σου, τα χείλη σου, τα μάτια σου, μα ναι, σίγουρα τα γνωρίζω, θα σου πω, ήμουν εκεί. Τα έχω αγγίξει και χαϊδέψει πάλι, θα σου πω, και δεν τα θέλω. Και θα είναι ψέμα.

Αρκεί που ξέρουμε πώς είναι, λέμε. Τρεφόμαστε από τον εαυτό μας. Καθώς ολοένα δυσκολεύει να ξαναζήσουμε όμορφες στιγμές, τότε εκείνες που μας έχτισαν, αυτές θα γίνουν και η τροφή μας. Ανοίγουμε τα συρτάρια μας, δαγκώνουμε τη μνήμη μας, κόβουμε και αναμασάμε τα κομμάτια μας κι έτσι τα καταφέρνουμε και ζούμε. Με το ψέμα.
 

Πέμπτη 14 Μαΐου 2015

ΙΘΑΚΕΣ



Αν ήτανε να βγω ξανά στον πηγαιμό για την Ιθάκη, κύριε Κ.Π.Κ., θα ευχόμουν να ήτανε βραχύς ο δρόμος. Γιατί τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες δεν θα μπορούσα να τους αποφύγω. Τους έχω μέσα μου και η ψυχή μου θα τους στήσει εμπρός μου μόλις αφήσω το λιμάνι. Το ξέρω από καιρό, το έχω ξαναπάθει. Δεν θα ανοιχτώ, λοιπόν, όσο μπορώ θα μείνω στα ρηχά. Να είναι τα κύματα ήρεμα, ελαφρύ το αεράκι, να με κοιμίζει ο φλοίσβος όμορφα, κι ο ήλιος να ζεσταίνει, να μην καίει. Οι σύντροφοι που μένουνε γουρούνια πίσω, τα άταφα πτώματα, οι διαψεύσεις, οι ασκοί του Αιόλου, δεν γλύκαναν ποτέ κανένα προορισμό.
Τυχεροί όσοι έχουν την Ιθάκη δίπλα τους. Τώρα, αν έβγαινα στον πηγαιμό γι' αυτήν, καλύτερα να ναυαγούσα αμέσως σε μια ξέρα, σε ένα αφιλόξενο νησί, αν είναι να θαλασσοδέρνομαι για χρόνια σε αυτές τις μαύρες θάλασσες όπου δε σαλεύει πια τίποτα ζωντανό, πάρεξ τα τέρατα. 

Θα σας το εξομολογηθώ. Έχω μια υποψία πως έχω φτάσει. Γιατί ούτε καλές πραμάτειες επιθυμώ πια να αποκτήσω, ούτε να μάθω από τους σπουδασμένους. Ούτε μια ολόλευκη σελίδα γαλλικής κοινωνιολογίας τελευταίας φουρνιάς, ούτε μια τόση δα παύση ενός ογδόου μουσικής εξτραβαγκάντζας. Η καρδιά, ναι, πεινάει ακόμα, μα αυτήν κάτι θα βρω να την ταΐσω.

(Παρεμπιπτόντως. Κάποιοι, ερασιτέχνες εραστές της περιπέτειας, θεωρούν ταξίδι επικό, άξιο να αποθανατιστεί σε ραψωδίες, εξερεύνηση, λέει, του βορειοδυτικού περάσματος, τις "μποέμ" υποσημειώσεις μιας ζωής που μένει κατά τα άλλα αδιάβαστη, που ξεφυλλίζεται άκοπη, χωρίς σελιδοδείκτες. Το ξενύχτι σε ένα μπαρ, τη γνωριμία με ένα γκουρού, ένα κακό μεθύσι, ένα τυχαία καλό γαμήσι, μια δόση καλτ, την αποστήθιση ενός κλισέ.
Κάποιοι άλλοι πάλι ταξιδεύουν και γερνούν με εμπειρίες trade mark. Τα φίνα φαγητά και τα κρασιά καλής χρονιάς, το χιτ, το ιν, το νόμπελ, το bestseller, και τα καλοραμένα λαιστρυγονο-ρούχα τάδε και τις βαλίτσες από γνήσιο κυκλωπο-δέρμα δείνα. Ζωή κατά παραγγελία made in somewhere-nowhere. Αυτοί δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν, σερφάρουν σε μια λίμνη ακύμαντη. Αυτών ο Ποσειδώνας, την μόνη τρικυμία που προκαλεί είναι εν κρανίω).

Ταξίδια εξερεύνηση του οικείου. Κάποτε γίνονται κι αυτά μια κάποια λύση. Με τις κουβέντες μας να είναι χαμηλόφωνες και τη σιωπή βαθιά. Όλα να τα δεχόμαστε εν ειρήνη, τα χέρια μας να αγγίζονται και να χαϊδεύουν, να μπλέκουν τα μαλλιά μας, τα χείλη να φιλάνε, τα μάτια μας να βλέπουν μέσα από τ' άλλα μάτια, τα σύννεφα να τρέχουν δίχως άνεμο, οι μέρες να περνούν χωρίς ρολόγια.
Καλύτερα να μείνω εδώ. Θα το ονομάσω Ιθάκη εδώ. Να αγγίζω αυτό το δέρμα δίπλα μου, που ζωντανεύει στο άγγιγμά μου, που ξέρει να ιδρώνει, που αναπνέει κι ανατριχιάζει. Να γεύομαι αυτό το σάλιο, να γλύφω αυτά τα δάκρυα, να τρέφομαι από τους χυμούς αυτούς και να τους τρέφω.

(Παρεμπιπτόντως πάλι. Μιλάμε εμείς για Ιθάκες. Προσέξτε, όμως. Κάποιοι άλλοι φεύγουνε να βρουν δουλειά να ζήσουν. Κάποιοι άλλοι φεύγουνε γιατί τους διώχνουν. Κάποιοι άλλοι μπαίνουν σε μια βάρκα γιατί πίσω καίγονται τα σπίτια τους. Πόσο μακρύς να εύχονται αυτοί να είναι ο δρόμος τους, πόσο φανταστικά είναι αυτονών τα τέρατα, τί έχουν να μάθουν παραπάνω καθώς πνίγονται).

Μεγάλα λόγια. Ιθάκη εκεί έξω δεν υπάρχει, έτσι κι αλλιώς. Εμένα που είμαι ο Κανένας ψάχνω πρώτα απ' όλα. Να ταξιδεύω μέσα μου, να επιστρέφω κάθε μέρα εδώ από όπου φεύγω και να ευχαριστώ την τύχη μου που έφτασα πάλι. Σε αυτή τη γνώριμη και άγνωστη Μυστηριώδη Νήσο.

Κάτι άλλο ήθελα να πω, μα χάθηκα στο δρόμο, δεν θυμάμαι.


Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ


 
Ιδού λοιπόν, η Αγία Ειρήνη από ψηλά. Εκεί είναι η Κνωσός. Να η γέφυρα του υδραγωγείου, να το ερειπωμένο εκκλησάκι, το ποτάμι. Μα κοίτα πόσος κόσμος φέτος, μαζεύτηκε όλη η πόλη. Πάμε πιο πάνω. Από το μονοπάτι. Κοίτα. Ζευγάρια, οικογένειες, παιδιά, τραγούδια, γέλια, τραπεζομάντηλα απλωμένα κάτω από τα πλατάνια. Εκεί, δεν βλέπεις; Τώρα με τα ξαδέρφια μου θα πάμε να μαζέψουμε λουλούδια. Γρήγορα, να προλάβουμε να παίξουμε και μπάλα στα χορτάρια. Θάλασσα οι μαργαρίτες και οι παπαρούνες. Μαζεύουμε στα πανεράκια κι η μάνα μου κι οι θείες μου, βελόνα και κλωστή, φτιάχνουνε τα στεφάνια που θα κρεμάσουνε στην πόρτα. Χαρά, απόλυτη χαρά. Εμείς, οι μαργαρίτες και η μπάλα, και οι μανάδες μας με τα στεφάνια να μας βλέπουν.

Μα κοίτα τώρα, στο λοφάκι, ας ανεβούμε εκεί, να η παρέα μου, συμμαθητές μου από το γυμνάσιο, χωρίς μανάδες πια, εμείς και τα κορίτσια μας, καπνίζουμε, δίνουμε ένα κλεφτό φιλί, κυλιόμαστε στα χόρτα, και τα κορίτσια φτιάχνουν βραχιόλια και κολιέ από μαργαρίτες και τα φοράνε κι είναι τόσο όμορφα τα κορίτσια, τόσο όμορφα, να μέναμε, λέει, για πάντα εδώ. Ξαπλωμένος στα χορτάρια, το χέρι μου κρατάει ένα άλλο χέρι, κοιτάω ψηλά που θροΐζουν τα φυλλώματα, ο ήλιος με τυφλώνει, κλείνω τα μάτια.

Κλείνω τα μάτια. Κι όταν τα ανοίγω, έχει παγώσει ο κόσμος, μαυρίλα, άφαντα τα κορίτσια, τα παιδιά, οι μανάδες μας κι οι μαργαρίτες.
Είναι βαρύ το Google earth, βαρύ κι ασήκωτο ώρες ώρες, κόλλησε, κράσαρε ο υπολογιστής, με πέταξε έξω στη μαυρίλα, μόνο ο χρόνος δεν κολλάει ποτέ, όσο βαρύς κι αν είναι.

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

ΓΕΝΕΘΛΙΟΣ ΤΟΠΟΣ


Μια κριτική παρουσίαση της "Χώρας" από την Μαρία Μοίρα, στις Αναγνώσεις της Αυγής, 26/4/15.

Γενέθλιος τόπος

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΥΔΑΚΗΣ, Η χώρα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 140


Πώς αλήθεια κτίζεται η πλοκή, πώς εκμαιεύεται η συγκίνηση και πώς παρασύρεται ο αναγνώστης να περιπλανηθεί στα ψυχικά τοπία του συγγραφέα και να παραδοθεί στη δίνη των στοχασμών και των εικόνων του χωρίς αντιστάσεις και χωρίς ενδοιασμούς;
Οι ιστορίες του Μανώλη Λυδάκη είναι ξεχωριστές και παράξενες. Σύντομες και μεστές, καυστικές και ανατρεπτικές μοιάζουν άλλοτε με ευφρόσυνα όνειρα και άλλοτε με στενόχωρους εφιάλτες. Παρόλο που εκκινούν από το οικείο, το γνωστό, το καθημερινό τις περισσότερες φορές εκτρέπονται δείχνοντας την ανεστραμμένη όψη των πραγμάτων. Διολισθαίνουν στο ανορθολογικό και το παράδοξο, στο κρύφιο, το μυστικό και το ακατάληπτο καθώς μορφές και σχήματα διαλύονται σε μια ομίχλη ασάφειας και απροσδιοριστίας και τα πρόσωπα, οι χώροι και τα πράγματα χάνουν σταδιακά τα σταθερά χαρακτηριστικά τους και την καθησυχαστική όψη τους και παραμορφώνονται δυσοίωνα. Αφηγήσεις ενδιαφέρουσες με οικονομία λόγου και εκφραστικών μέσων αλλά με υποβλητική ατμόσφαιρα, οι οποίες δημιουργούν μια συναισθηματική και διανοητική εγρήγορση, μια πυρετική προσμονή στον αναγνώστη για την ανατροπή που ξέρει πως απαρέγκλιτα θα συμβεί. Χωρίς ποτέ να μοιάζουν επινοημένες για να εντυπωσιάσουν.

Η «χώρα» δεν είναι ένας υπερβατικός τόπος της φαντασίας, μια νοητική σύλληψη αλλά μια γεωγραφικά προσδιορισμένη περιοχή. Είναι ο γενέθλιος τόπος των μνημών και των αναπολήσεων, των βιωμάτων και των εμπειριών, η πόλη της παιδικής ηλικίας, των εφηβικών φαντασιώσεων, των νεανικών αγωνιών, των ενήλικων απωλειών και απωθήσεων. Ένας τόπος πραγματικός όσο και ενδόμυχος, με τομές και χάσματα που κατοικείται από την αμφιβολία, την αβεβαιότητα και την αστάθεια. Διαβρωμένος όπως και οι ψυχές των ανθρώπων από την κρίση που υποφώσκει και παραλύει αλλά δεν κατονομάζεται. Ο χώρος, ένα σταθερό πλαίσιο μέσα στο οποίο εγγράφονται τα δρώμενα, αν και αποτυπώνεται με ευκρίνεια και γνώση δεν είναι γεωμετρημένος και ορθολογικός. Συστρέφεται και αναποδογυρίζει σαν τις εικόνες-οφθαλμαπάτες του Escher που ξαφνιάζουν και αποδιοργανώνουν τις βεβαιότητες. Ένα οπτικό-δομικό παιχνίδι αντικατοπτρισμών και αλυσιδωτών μεταμορφώσεων που δημιουργεί αμηχανία και επιφυλακτικότητα διαταράσσοντας τη λογική χωρική εποπτεία.
Οι ιστορίες που διηγείται ο Μανώλης Λυδάκης, «αληθινές» μάλιστα τις χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας, αιφνιδιάζουν με την τελική έκβασή τους. Αρχίζουν απλά και ανώδυνα για να αποκαλύψουν στη συνέχεια αυτό που ελλοχεύει αγχωτικό και τρομώδες πίσω από την ατσαλάκωτη επιφάνεια των πραγμάτων. Πίσω από τα ερμητικά πρόσωπα, τα σφιγμένα χείλη, τα κλειστά σπίτια, τα καθημερινά λόγια, τις ασήμαντες σκηνές, τις πολιτισμένες αντιδράσεις, τις αξιοπρεπείς σχέσεις. Οι αφηγήσεις αν και χαρακτηρίζονται από μια μετατόπιση στη δεσπόζουσα οπτική, μια αντισυμβατικότητα στην επιλογή των χαρακτήρων και στην απόδοση των καταστάσεων, τις διακρίνει μια ξεχωριστή ευαισθησία και διορατικότητα στην αποτύπωση των αντιφάσεων και των αντινομιών της ανθρώπινης κατάστασης. Διχασμός, παράνοια, αδυναμία προσαρμογής, εγκλωβισμός σε δυστοπικές συνθήκες, ετερογένεια, μοναξιά, αναχωρητισμός, αποπροσανατολισμός. Οι ήρωες πιάνονται στο δίχτυ των εμμονών, των φοβιών, των παθών και των παραισθήσεών τους. Ακολουθούν τους ίδιους γνωστούς δρόμους, συμβουλεύονται το χάρτη, κινούνται στις ράγες της καθημερινότητας, αλλά χάνονται. Άνθρωποι χωρίς σκιά που αφήνονται να ξεθωριάσουν και να σβήσουν.  Άνθρωποι χωρίς πυξίδα που παραλύουν μπροστά σε  άυλα όρια και αόρατους λαβυρίνθους. Άνθρωποι μοναχικοί και ασυντρόφευτοι που μαραζώνουν στο περιθώριο της ζωής των άλλων. Κατοικούν σε στοιχειωμένα σπίτια, έρημους κήπους, άγνωστες ακτές, πνίγονται σε ναυάγια, παγιδεύονται σε συμβολικούς χώρους-κρύπτες του ενδόμυχου εαυτού. Έρημοι και ξένοι μέχρι το τέλος.
Ξεχωρίζω την ιστορία με τον πεθαμένο πατέρα που στην αρχή σαν αεράκι και μετά σαν ανεμοστρόβιλος έρχεται να δώσει τον τελευταίο χαιρετισμό στον αγαπημένο του γιο πριν χαθεί για πάντα από κοντά του, για την αυθεντική συγκίνηση που αναβλύζει. Ή την ιστορία με την ατίθαση γιαγιά που πεθαμένη πια αρνείται να συμβιβαστεί και να αναπαυθεί εν ειρήνη δίπλα στο σύζυγο που υπηρετούσε για εβδομήντα χρόνια και το σκάει κάθε βράδυ από τον τάφο της μέχρι να βρει τον πεθαμένο νεανικό έρωτά της και να ησυχάσει οριστικά στο πλάι του, για το μειδίαμα που χαρίζει στον αναγνώστη η αποκάλυψη ότι το χούι αυτό των μεταθανάτιων αποδράσεων έχει γίνει οικογενειακή παράδοση. Ή την ιστορία του ζευγαριού που στο νέο τους σπίτι θα βρουν στο δίπολο υπόγειο-σοφίτα από έναν χώρο καταφυγής και απόδρασης ο καθένας για να στεγάσουν το αρχείο της προηγούμενης ζωής τους. Όλο το συνονθύλευμα των ετερόκλητων αναμνήσεων από πρόσωπα, πράγματα και τόπους.
Ο συγγραφέας καρφιτσώνει πινέζες στο χάρτη της πόλης του. Ιχνηλατεί διαδρομές δίπλα στη θάλασσα, πάνω στα τείχη, μέσα στους λαβυρίνθους της παλιάς καστροπολιτείας, αλλά δεν είναι η νοσταλγία, η περιπλάνηση ή το ταξίδι που κινεί τα νήματα της αφήγησης αλλά μια εσωτερική ανάγκη να δει και να δείξει αυτό που δεν φαίνεται και δεν κατονομάζεται, αυτό που σκοτεινό και αδηφάγο κατοικεί μέσα μας και μαζί μας.
Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας