1. Πενήντα λεπτά πεζοπορία με αργό βήμα στο μονοπάτι 8. Αν είναι αργά το απόγευμα, η Βορεινή Σπηλιά μπορεί να γίνει ο δικός σου προσωρινός προσωπικός παράδεισος. Εκεί μπορείς για λίγες ώρες να ξεφορτωθείς όλα όσα σε βαραίνουν. Τα ρούχα είναι το λιγότερο.
2. Αυτή είναι η σαυρούλα μου. Όταν πλησιάσω κρύβεται στις τρύπες. Την αγαπάω πολύ, δεν της το λέω όμως. Καλύτερα να μην το ξέρει, καλύτερα να με φοβάται. Ποτέ της να μην ξεθαρρέψει κι αρχίσει να βολτάρει στην αυλή ανέμελα.
Γιατί πάνω από το κεφάλι μας παραμονεύει κρώζοντας η κακιά κουρούνα.
3. Λεωφορείο για Παναγιά, μετά πεζοπορία στο μονοπάτι 3, για τη σπηλιά του
Άη Γιάννη. Πέφτω στα γόνατα με το φακό στο χέρι, μόνο έτσι μπαίνεις.
Κάτι σέρνεται ανάμεσα στα πόδια μου. Δεν είναι οχιά, είναι λαφίτης, πάνω
από ογδόντα εκατοστά. Μείναμε εκεί και κοιταζόμασταν κι ύστερα πιάσαμε
κουβέντα. "Είμαι ο δράκος που φυλάει τη σπηλιά", μου είπε κάποια στιγμή.
4. Στο Τουρκοπήγαδο. Τούρκους δεν είδαμε, το πηγάδι φανερό, κανένας κίνδυνος. Και οι αχινοί μισοκοιμούνται όλοι μαζί στα αριστερά και η τορπίλη βγήκε και λιάζεται στα χωράφια πίσω μας.
5. Με καΐκι για την Αλιμιά. Αυτό που φαίνεται αχνά είναι το ναυάγιο ενός υδροπλάνου. Όταν οι άλλοι έκαναν μπάνιο στην παραλία, βούτηξα κρυφά. Σε ένα βραχάκι στο βυθό, κρυμμένο ανάμεσα στα φύκια, βρήκα το Γερμανό πιλότο, με το κασκέτο και το πέτσινο μπουφάν του, να κάθεται και να καπνίζει. Μου έγνεψε και κάθισα κοντά του και μου διηγήθηκε την ιστορία του. Πώς έγινε και ένας τόσο έμπειρος πιλότος έπεσε εκεί. Δεν θα την πω, του το υποσχέθηκα. Αν θέλετε βουτήξτε και ρωτήστε τον, εκεί είναι πάντα. Μόνο ένα θα σας πω. Πως στην τσέπη του έχει φυλαγμένα ένα γράμμα και μια φωτογραφία. Όμως, παρακαλώ, αυτά να μείνουν μεταξύ μας.
6. Λειβάδι. Στα νερά, αν είστε τυχεροί, δελφίνια που πηδάνε όπως αρμόζει σε δελφίνια, μια φώκια, μια χελώνα. Στη στεριά, δεξιά οι πρωτόπλαστοι, αριστερά οι ρακέτες.
7. Το πρωί της τελευταίας μέρας κάθισα κι έκανα ένα λεπτομερή κατάλογο με όλα όσα θα έπαιρνα μαζί μου στην επιστροφή. Βρήκα μετά ένα σακίδιο και τα έχωσα όλα μέσα με τάξη κι επιμέλεια. Την καλή παρέα, τα μπλε της θάλασσας (τόσα πολλά, σίγουρα κάποιο θα άφησα απ' έξω), το κόκκινο φεγγάρι, τζιτζίκια, άμμο, ήλιο, θυμάρι, ιδρώτα, σαύρες, βότσαλα, δελφίνια, ρακή και μπύρες, κουρούνες, αρμυρίκια, ένα φίδι, έναν πιλότο, μονοπάτια, φλοίσβους, γλάρους, αρμύρα στο σώμα, σώμα με αρμύρα, κέδρους, βάρκες, φύκια, κύματα κι ένα σωρό άλλα, μη σας κουράζω τώρα. Γέμισα το σακίδιο μέχρι πάνω. Το φόρτωσα στην πλάτη και πήρα το βραδινό καράβι. Κι έλεγα να, με μια βδομάδα εδώ θα έχω προμήθειες για όλο το χειμώνα.
Όμως, μέσα στη νύχτα, άκουσα από τα μεγάφωνα να με καλούν στη ρεσεψιόν. Εκεί με περίμενε ο καπετάνιος. "Η μνήμη σας είναι υπέρβαρη, κύριε", μου είπε αυστηρά, "θα το βουλιάξετε το πλοίο". Κι άνοιξαν το σακίδιο κι έβγαζαν, κι έβγαζαν, και πέταγαν έξω στη νύχτα, κι έφευγε το καράβι, στο τέλος τίποτα δεν έμεινε, μόνο στον πάτο κάτι απολειφάδια. Τώρα στο σπίτι, προσπαθώ να ανασυνθέσω από αυτά κάτι να μείνει. Μάταια, όλα απροσδιόριστα, θαμπά, λειψά και ήδη μισοξεχασμένα.
Και θα είναι δύσκολος αυτός ο χειμώνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου