Δεν ξαναπάω μόνη μου σ’ αυτό το σινεμά. Να με σταυρώνετε, δεν ξαναπάω. Ακούστε τι έγινε. Μέσα Αυγούστου ήταν, πέρυσι. Άδεια η γειτονιά, άδεια η πόλη.
Πάω συχνά εκεί. Όποτε μπορώ. Κάθομαι απέξω με τις ώρες.
Και το θερινό σινεμά, άδειο κι αυτό. Κανείς. Μα μου είπε ο ιδιοκτήτης πως θα παίξουν την ταινία μόνο για μένα, δεν πειράζει. Και κάθισα λοιπόν. Ωραία ήταν, δροσερά. Αγιόκλημα και γιασεμί, που λέει και το τραγούδι.
Εκείνο το βράδυ, το σινεμά ήταν άδειο. Μόνο εκείνη η κοπέλα ήταν εκεί. Κάθισα δυο σειρές πιο πίσω, λίγο στα δεξιά της. Να μην ενοχλώ.
Τότε ήρθε εκείνος. Πιο πολύ τον μύρισα παρά τον άκουσα. Γύρισα να τον δω. Ένας μαυριδερός ήταν, από Συρία, Μπαγκλαντές ή κάτι τέτοιο, όλοι ίδιοι είναι, δεν τους ξεχωρίζω.
Όταν γύρισε και με κοίταξε, κοκάλωσα.
Δεν είδα την ταινία. Δεν μπορούσα. Ένιωθα όλη την ώρα τα μάτια του καρφωμένα στην πλάτη μου. Όποτε γύρναγα το κεφάλι, τον έβλεπα να με κοιτάει.
Δεν είδα την ταινία. Δεν μπορούσα. Κάθε που έστρεφε το πρόσωπό της ταραζόμουν.
Στο διάλειμμα πήγα και πήρα μια πορτοκαλάδα. Ήρθε κι αυτός και στάθηκε από δίπλα, δεν πήρε τίποτα, μόνο με κοίταζε. Μετά κάθισα στην τελευταία σειρά. Ήρθε και κάθισε δυο τρεις θέσεις παραπέρα.
Δεν ήθελα καθόλου να την ενοχλήσω. Ντρεπόμουν. Πήγα και κάθισα κοντά της, μόνο για να τη δω καλύτερα.
Σηκώθηκα τότε και πήγα στον ιδιοκτήτη. Του είπα ότι με ενοχλεί. «Θα το κανονίσω, μην ανησυχείς», μου λέει αυτός. Μόλις γύρισα και κάθισα, νάτος, σηκώνεται κι έρχεται προς το μέρος μου. Τρόμαξα.
Σηκώθηκα να την κοιτάξω από κοντά. Μόνο αυτό και θα έφευγα. Τότε ήρθαν δυο άντρες με ξυρισμένο κεφάλι και με άρπαξαν.
«Πετάξτε τον έξω!», φώναζα. Είχα γίνει έξαλλη. «Που μαζεύτηκαν στη χώρα μας και δεν μπορούμε ούτε να βγούμε από τα σπίτια μας!»
Δεν ξέρω ελληνικά. Αυτή μάλλον τους φώναζε να σταματήσουν και να φύγουν. Μα δεν της έδωσαν σημασία. Με πήραν έξω, με έσπρωξαν, έπεσα κάτω.
Έτρεμα από τη σύγχυση. Κάθισα μέχρι που τέλειωσε η ταινία, μα δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Ούτε θυμάμαι ποια ταινία ήταν. Σηκώθηκα να φύγω κι έτρεμα ακόμα.
Πήγα ένα στενάκι παραπέρα και κάθισα στο πεζοδρόμιο να συνέλθω. Την είδα τότε να έρχεται.
Είχα μπει στο στενάκι. Πίσω μου έρχονταν οι δυο νεαροί. Για προστασία, τους παρακάλεσα, μέχρι να βγω στα φώτα. Ευτυχώς. Γιατί, ξαφνικά, εκείνος ο μαυριδερός πετάχτηκε μπροστά μου! Χειρονομούσε και φώναζε κάτι αλαμπουρνέζικα. Δεν έχω ξαναπάρει τόσο τρόμο.
Τους είχα δει που την ακολουθούσαν. Δεν θα άφηνα να της κάνουν κακό. Της φώναξα να φύγει και μπήκα ανάμεσά τους. Εκείνη έτρεξε μακριά και γλύτωσε. Εμένα όμως με χτύπησαν πολύ. Με έριξαν κάτω και με κλώτσησαν με τις αρβύλες.
Του έδωσαν ένα καλό μάθημα. Το φχαριστήθηκα. Όμως δεν πρόκειται να ξαναπάω μόνη μου στο σινεμά. Τελείωσε. Μόνο που το σκέφτομαι με πιάνει φρίκη.
Πάω συχνά και τριγυρνάω εκεί, μήπως ξανάρθει. Και το χειμώνα, όταν το σινεμά θα κλείσει, πάλι θα κάθομαι απέξω. Κάποτε θα φανεί.
Αυτοί δεν είναι άνθρωποι, παιδί μου, είναι ζώα. Ούτε ηθική έχουν ούτε συναισθήματα.
Μόνο για να την ξαναδώ, να την ευχαριστήσω που με νοιάστηκε. Κι ίσως, αν βρω το θάρρος, της δείξω τη φωτογραφία. Να δει κι αυτή πόσο πολύ της μοιάζει η Φατιμέ μου. Που μου την πήρανε τα κύματα και τώρα κάπου στο βυθό κοιμάται μόνη της.
Τι μελαγχολική ιστορία quasar και δυνατή και έξυπνα γραμμένη. Λες αυτοί οι πιο ανυπεράσπιστοι να μας βγάλουν από το λήθαργο, δείχνοντάς μας πόσο γρήγορα στροβιλιζόμαστε όλοι μέσα στην κοινή μοίρα; Λες γι αυτό να τους φοβούνται τόσο;
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ :)
ΔιαγραφήΔεν είμαι αισιόδοξος, ο λήθαργος είναι βαθύς. Αυτό που χρειάζεται επειγόντως είναι ένα άλλο υπόδειγμα. Για να πάψει να θεωρείται αυτό που βιώνουμε ως φυσική κατάσταση.