«Θα κατεβώ στη Χώρα», του είχε πει. «Θα πάω σινεμά. Δεν αντέχω άλλο κλεισμένη εδώ μέσα».
Την κοίταξε επίμονα, τότε. Να είχε υποψιαστεί κάτι; Υπήρχε μια απειλητική χροιά στον τόνο της φωνής του όταν μίλησε, έτσι της φάνηκε.
«Θα σε περιμένω, δεν θα κοιμηθώ. Ξέρεις, όλα θ’ αλλάξουν. Ίσως απόψε καταφέρω…»
Δεν τέλειωσε τη φράση του. Της γύρισε την πλάτη, γνέφοντας με το χέρι αντίο.
Λίγο πιο κάτω, εκεί που ο δρόμος κρυβόταν πίσω από το λόφο, έστριψε σε ένα χωματόδρομο. Προχώρησε εκατό μέτρα και σταμάτησε κάτω από τον μεγάλο δρυ. Έστριψε ένα τσιγάρο και το κάπνισε. Ύστερα έβγαλε τα τακούνια και φόρεσε τα αθλητικά της, κλείδωσε το αυτοκίνητο, δρασκέλισε μια μάντρα και πήρε το δρόμο προς τα πίσω, μέσα από τις ελιές.
Περπάταγε σιωπηλή στα σιωπηλά χωράφια, κάτω από ένα σιωπηλό, μαύρο ουρανό. Το υγρό χορτάρι έγλειφε ώς τα γόνατα τα πόδια της καθώς γλιστρούσε μέσα του απαλά, σαν να την έσπρωχνε ένα χέρι σε μια παγωμένη λίμνη. Ένας γρύλος τραγούδησε. Ερημιά. Φοβόταν.
Είδε το φως από το σπίτι κι αναθάρρησε. Προχώρησε αθόρυβα ώς εκεί. Έφτασε στο παράθυρο και κοίταξε μέσα. Δεν είχε αρχίσει ακόμα.
Ήταν καθισμένος μπροστά στην τηλεόραση. Έσβησε το τσιγάρο που κάπνιζε κι ύστερα σηκώθηκε, πήγε προς την κουζίνα και γύρισε με ένα κουτί μπύρα. Κάθισε στον καναπέ, ακούμπησε πίσω, τέντωσε τα πόδια του και ήπιε μια γερή γουλιά. Ύστερα άναψε πάλι ένα τσιγάρο. Άπλωσε το χέρι του κι έσβησε το φως.
Το δωμάτιο έγινε ένα καράβι που αρμένιζε στις ανταύγειες της οθόνης. Τα πράγματα ζωντάνεψαν και πάλλονταν, οι σκιές τους χόρευαν στο ταβάνι και τους τοίχους.
Τότε άρχισε. Κι άρχισε πάλι από το πρόσωπό του, που παραμορφωνόταν τώρα από γκριμάτσες πόνου. Φαινόταν να υποφέρει. Τράβηξε κι έβγαλε με δυσκολία όλα τα ρούχα κι έμεινε γυμνός. Το σώμα του φούσκωνε και πρηζόταν. Σηκώθηκε αγκομαχώντας και προχώρησε σέρνοντας βαριά τα βήματά του προς το μέρος της. Εκείνη τρόμαξε κι έκανε πίσω, ύστερα κατάλαβε πως δεν μπορούσε να τη διακρίνει έξω στο σκοτάδι. Κοίταζε μόνο την εικόνα του στο τζάμι. Αγωνιζόταν να κρατήσει ανοιχτά τα μάτια του, αυτά όμως βούλιαζαν συνέχεια ώσπου έμειναν δυο σχισμές στη θέση τους. Προσπάθησε να αγγίξει με τα χέρια του το πρόσωπό του, που άλλαζε σαν να ήταν από πλαστελίνη, αλλά δεν τα κατάφερε. Τα χέρια του μίκραιναν και βυθίζονταν στο σώμα του, ένα πλαδαρό ζυμάρι που φούσκωνε και ξεφούσκωνε. Δεκάδες μικρές θηλές ξεπρόβαλαν κι επιμηκύνθηκαν και στις κορφές τους τριχωτές κεραίες κινούνταν σπασμωδικά στον αέρα. Τρεκλίζοντας γύρισε πίσω και σωριάστηκε στον καναπέ. Το κορμί του συνεχώς ξεχείλωνε και μάκραινε καθώς τα πόδια του εξαφανίστηκαν κι αυτά. Ο λαιμός του πάχυνε κι έγινε ένα με το κυλινδρικό σώμα, που είχε τώρα χωριστεί με δίπλες.
Γύρισε την πλάτη της στο παράθυρο. Μια ξαφνική πνοή ανέμου την έκανε να ανατριχιάσει.
Πίσω της η τεράστια πράσινη κάμπια πηγαινοερχόταν στο σπίτι αναποδογυρίζοντας με θόρυβο τα έπιπλα, αφήνοντας στο πέρασμά της μια γλοιώδη μύξα. Σε μια γωνιά κουλουριάστηκε κι έμεινε ακίνητη. Όπως κάθε βράδυ.
Άνοιξε την πόρτα και το φως της τηλεόρασης χύθηκε έξω στη βεράντα. Μπήκε, πλησίασε και γονάτισε δίπλα στην κάμπια. Χάιδεψε την απαίσια κρούστα του δέρματός της κι ύστερα ξάπλωσε και την αγκάλιασε τρυφερά. Οι σκληρές τρίχες της ράχης πίεζαν το στήθος της. Ένιωσε την καρδιά του πλάσματος να πάλλεται με αγωνία.
«Συγχώρεσέ με», του είπε, «σ’ αγαπάω, μα δεν το αντέχω άλλο αυτό».
Σηκώθηκε κι έσβησε την τηλεόραση. Άναψε το φως της βεράντας και, πριν βγει, έριξε μια τελευταία ματιά. Διέκρινε αμυδρά την κάμπια να κουλουριάζεται, να ξεδιπλώνεται ξανά, να σπαρταράει. Το σκοτάδι δεν την άφησε να δει τα δεκάδες μικρά πόδια που κινούνταν επιδέξια τυλίγοντας γύρω της το νήμα που ξερνούσε από το στόμα.
Στη λάμπα της βεράντας πάνω από την πόρτα, χτυπιόνταν νυχτοπεταλούδες. Παραδίπλα, δυο σαμιαμίθια καιροφυλακτούσαν. Μακριά ακούστηκε πάλι ο γρύλος. Έβγαλε τα παπούτσια της και πάτησε ξυπόλητη στα χόρτα. Κάθισε στο τσιμέντο. Έμεινε εκεί για ώρα να κοιτάει το σκοτάδι. Τότε, εκεί που άρχιζε ο ελαιώνας, κάτι κινήθηκε. Μια σκιά ξεπρόβαλε από τις άλλες σκιές και ήρθε και στάθηκε μπροστά της.
«Είσαι έτοιμη;» ψιθύρισε.
Δεν μπόρεσε να του απαντήσει. Ένιωσε δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά της. Τότε ο εραστής της έβγαλε από την τσέπη ένα χαρτάκι και της το έδωσε.
«Αυτό είναι το εισιτήριο. Μην το χάσεις, είναι το άλλοθί σου».
Φαινόταν αποφασισμένος. Μύριζε αλκοόλ. Πήγε ώς την αποθήκη και γύρισε με το τσεκούρι.
«Έχει ήδη γίνει, έτσι;» τη ρώτησε. Κι ύστερα πάλι «είσαι έτοιμη;»
Του έγνεψε ναι με τα μάτια. Τη φίλησε απαλά στα χείλη, ανέβηκε στη βεράντα και πήγε ώς το παράθυρο. Κοίταξε μέσα.
«Δεν τον βλέπω πουθενά».
Ο εραστής προχώρησε προς την πόρτα που εκείνη είχε αφήσει μισάνοιχτη.
Αυτή δεν σηκώθηκε. Γύρισε μόνο το κεφάλι της και κοίταξε στο παράθυρο. Από τη θέση που ήταν μπορούσε να διακρίνει μια πελώρια σκιά γαντζωμένη στο ταβάνι. Της κόπηκε η ανάσα. Πήγε να του μιλήσει, μα δεν πρόλαβε να αρθρώσει λέξη.
Ο εραστής έσπρωξε την πόρτα και μπήκε. Πρώτα σιωπή, μόνο ο γρύλος που είχε έρθει τώρα κάπου δίπλα της. Ύστερα ένα φριχτό ουρλιαχτό, έπιπλα και αντικείμενα να εκτοξεύονται στους τοίχους και να γίνονται κομμάτια. Μετά, πάλι σιωπή. Στη λάμπα, μια νυχτοπεταλούδα απέφυγε το σαμιαμίθι που της ρίχτηκε και πέταξε μακριά. Έσκυψε μοιρολατρικά και χάιδεψε τα υγρά χορτάρια.
Η μεγάλη τζαμαρία πίσω της θρυμματίστηκε με θόρυβο. Τραντάχτηκε. Κομμάτια γυαλί καρφώθηκαν στην πλάτη και το σβέρκο της και μια σκιά πέρασε από πάνω της ραπίζοντας την με μια δυνατή πνοή αέρα. Κοίταξε τα χέρια της που χάιδευαν ακόμα τα χορτάρια. Έσταζαν αίμα. Σηκώθηκε, έκανε δυο βήματα κι ύστερα έπεσε στα γόνατα. Σήκωσε τα μάτια και είδε την πανέμορφη πελώρια πεταλούδα να πετάει προς τις ελιές κουνώντας τα φτερά της άτσαλα. Ύστερα όλα σκοτείνιασαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου