Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

ΣΗΜΑΙΕΣ



Όλα άρχισαν πολύ νωρίς, στην έκτη του δημοτικού. Την έπαρση της σημαίας είχε αναλάβει ο Λευτέρης, την υποστολή της ο Βαγγέλης. Μια μέρα ο Βαγγέλης αρρώστησε κι ανέθεσε σε μένα ο δάσκαλος να κάνω τη δουλειά του. Ανέβηκα στην ταράτσα και προσπάθησα να λύσω το σκοινί της σημαίας. Κάτι πήγε στραβά. Δεν τα κατάφερα, δεν ήξερα. Στο μεταξύ από κάτω οι άλλοι είχαν αρχίσει να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο. Μπλέξανε κι άλλο τα σκοινιά, κι όπως με κοίταζε όλο το σχολείο με έλουσε κρύος ιδρώτας, τα έχασα, τελειώσανε τον ύμνο και η σημαία ακόμα εκεί, ανέμιζε περήφανη. Με κατσάδιασε ο δάσκαλος, είπε ύστερα ένα χωρατό και γέλασαν όλοι μαζί μου, ανέβηκε ένας άλλος κι έκανε την υποστολή ωραία κι όμορφα. Τη μίσησα από τότε τη σημαία.

Ήμουν όμως καλός μαθητής και στην παρέλαση έγινα σημαιοφόρος. Όλα καλά πήγαν στις πρόβες. Μα στην παρέλαση, λες κι ήξερε η σημαία πως την μισούσα και το έκανε επίτηδες, είπε και φύσηξε ένα δυνατό αεράκι κι αυτό ακολουθούσε μόνο εμένα. Όλοι οι άλλοι σημαιοφόροι πήγαν μια χαρά. Εμένα ήρθε και τυλίχτηκε η σημαία πάνω μου, την έσπρωχνα και ξαναρχόταν, δεν έβλεπα πού πήγαινα. Πήγα τυφλός προς τους επίσημους και πίσω ακολουθούσε υπάκουα όλο το σχολείο, τρομοκρατήθηκαν οι επίσημοι κι έκαναν πίσω, κι ο δήμαρχος μπλέχτηκε στην καρέκλα και σωριάστηκε. Πριν γίνει το κακό χειρότερο, έστριψα κακήν κακώς κι έφτασα τελικά στο τέρμα. Χάλια παρέλαση, καταστροφή. Όταν βγήκαν οι φωτογραφίες στις βιτρίνες κι έψαχνα να βρω καμιά δική μου να έχω να θυμάμαι, μόνο μια βρήκα. Φαινόντουσαν μονάχα τα λιγνά μου πόδια με τις ελβιέλες και η σημαία τυλιγμένη γύρω μου. Είπα του φωτογράφου και την έσκισε.

Κι έπρεπε τότε στις εθνικές εορτές και στην επέτειο της εθνοσωτηρίου να βγάζουμε υποχρεωτικά σημαία στα μπαλκόνια. Μπαλκόνι εμείς δεν είχαμε στο δρόμο, μόνο ένα παράθυρο. Στερεώναμε ένα χάρτινο σημαιάκι στο παντζούρι, κι άλλο ένα στην εξώπορτα, για να αποτίσουμε κι εμείς ένα τόσο δα φόρο τιμής, να μη μας πουν αντεθνικούς και αναρχοκομμουνιστές. Μα έρχονταν τα τσογλάνια κι έκλεβαν συνεχώς το σημαιάκι από την πόρτα και πάει το χαρτζιλίκι, το έχανα, γιατί έπρεπε να αγοράσουμε άλλα σημαιάκια να σημαιοστολίσουμε και δεν περίσσευαν ψιλά για μένα. Μίσος.

Μετά μεγάλωσα κι έφτασα εδώ. Μα ο πόλεμος αυτός με τη σημαία κρατάει ακόμα. Την βλέπω στα μπαλκόνια, στις γιορτές, και αρρωσταίνω. Ελάτε, τρέξτε, ψυχαναλυτές. Όχι όμως μόνο αυτήν, όλες τις πήρα σβάρνα από τότε και με καμιά τους δεν τα πάω καλά. Με καμιά σημαία που απαιτεί να τρέχει αυτή μπροστά και πίσω εγώ, να στέκομαι σούζα μπροστά της, ευθυτενής να χαιρετώ και να τη σέβομαι κι ας είναι καρφωμένη σε σωρούς πτωμάτων. Που έχει κεντημένα πάνω της με αραχνοΰφαντη κλωστή τα πιο ωραία ψέμματα κι όπως φυσάει το αεράκι κυματίζει με χάρη και ψιθυρίζοντας στο αυτί σου "ιδού η αλήθεια" τυλίγεται επιδέξια γύρω σου και πρέπει εσύ να πας μπροστά άρον άρον, τυφλός, όπως πήγαινα τότε εγώ τυφλός σε εκείνη την παρέλαση.

Εγώ έχω τη δικιά μου τη σημαία. Ένα κουρέλι διπλωμένο στην καρδιά μου είναι, βρώμικο και σκισμένο πια από τόσων χρόνων ήττες, που δεν ζητάει τίποτα από μένα. Δεν έχει να γιορτάσει τίποτα, καμιά επέτειο, καμιά νίκη. Μα είναι το κουρέλι μου και πάνω του είναι κεντημένα τα δικά μου ψέμματα.

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Θ-ΗΤΤΑ



Τα πιόνια δεν γνωρίζουν, δεν θυμούνται. Θα κάνουν τις κινήσεις που επιβάλλουν οι κανόνες, θα πάνε όπου τα σπρώξει, όπως και όποτε ορίσει, ένα χέρι. Μερικά πιόνια ζουν στην ψευδαίσθηση πως έχουν την πρωτοβουλία. Και δρουν, νομίζουν, αυτοβούλως.

Η ιστορία μας γυρνάει από τραγωδία σε φάρσα κι ύστερα πάλι τραγωδία και πάλι φάρσα. Στο ενδιάμεσο κάνουμε πρόβες κι αλλάζουμε κοστούμια. Συχνά μπερδεύουμε τους ρόλους κι οι θεατές γιουχάρουν. Άλλοι χειροκροτούν. Κανείς δεν είναι σίγουρος αν πρέπει να γελάσει ή να κλάψει.

Οι θεατές είμαστε εμείς οι ίδιοι. Αυτοθαυμάζουμε και οικτίρουμε συγχρόνως το είδωλό μας. Μια λάθος κίνηση και θρύψαλα οι καθρέφτες. Εφτά χρόνια γρουσουζιά κι ύστερα άλλα εφτά κι άλλα εφτά...

Περιμένουμε τον από μηχανής θεό. Περιμένουμε ένα τυχαίο θαύμα. Συχνά το θαύμα είναι ένα θύμα. Θυμόμαστε τότε πόσο θυμωμένοι είμαστε. Όλα με θ-ήττα.

Πάσχουμε και από αριστερό εξτρέμ. Ο αναπληρωματικός μας, φύση φιλάσθενη κι αναιμική, μόνιμα τρώει χόρτο. Καμιά πρωτοβουλία δεν παίρνει. Περιμένει το "λάθος" των αντίπαλων αμυντικών. Κενή εστία δεν θα βρει ποτέ, ας του το σφυρίξει κάποιος. Πριν τον πάρουν με το φορείο ή πριν σφυρίξει ο διαιτητής τη λήξη.


Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Η ΧΩΡΑ - ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ


Πριν λίγα χρόνια έγραψα κάποιες ιστορίες-διηγήματα που με κοινό πλαίσιο αναφοράς την Χώρα συγκρότησαν μια ενότητα. Αφού τις έθεσα στη δοκιμασία των δικών μου ανθρώπων κι είχα την έγκρισή τους, αποφάσισα να τις εκδώσω.

Δεν θα διηγηθώ εδώ την περιπέτειά μου με τους εκδοτικούς οίκους. Κατανοώ ότι εκτός των άλλων είναι επιχειρήσεις που πρέπει να νοιαστούν για τον ισολογισμό τους. Ή ότι πραγματικά κάποια βιβλία δεν ταιριάζουν στο προφίλ τους. Θα έπρεπε όμως τουλάχιστον να εξασφαλίζουν στον υπό δοκιμασία συγγραφέα πως το πόνημά του θα αξιολογηθεί με κάποια κριτήρια κι ότι αυτή η αξιολόγηση δεν χρειάζεται να πάρει ένα - ενάμισι χρόνο.

Στο διάστημα αυτό οι ιστορίες άλλαζαν. Κάποιες διαγράφονταν, έρχονταν άλλες. Κι ο τίτλος άλλαξε. Έχοντας απογοητευτεί, άρχισα να δημοσιεύω σποραδικά κάποιες από αυτές στο μπλογκ, αν και ολοφάνερα δεν ήτανε εδώ η θέση τους. Και είχα κατά νου να τις ανέβαζα όλες μαζί κάπου αλλού.

Τελικά, η τύχη με ευνόησε. Βρέθηκε εκδότης που διάβασε ο ίδιος αυτές τις ιστορίες, τις ενέκρινε και δέχθηκε να τις εκδώσει. Έτσι απλά, χωρίς μισόλογα. Τον ευχαριστώ για αυτό. Και μαζί όλους τους ανθρώπους της "Αλεξάνδρειας".
Ιδού λοιπόν. "Η Χώρα - αληθινές ιστορίες". Στην κρίση σας.


http://www.alexandria-publ.gr/book.php?id=714

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2014

ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΕ ΠΙΣΩ



Αυτός ο άνθρωπος θέλει πολύ να κάνει ένα ταξίδι. Έτσι ισχυρίζεται. Μα όλο το αναβάλλει. «Μπορεί την άνοιξη», λέει όταν τον ρωτάω. Κι ύστερα: «Δεν ξέρω, ίσως το καλοκαίρι. Ναι, σίγουρα το καλοκαίρι. Αν δεν τύχει κάτι».
    Τίποτα δεν τυχαίνει. Μα όλο το αναβάλλει, κι ας τον τσιγκλάω εγώ.
    Όσο το αναβάλλει, το ξέρει, τόσο και γίνεται πιο δύσκολο. Σαν να μακραίνει με τον χρόνο και η απόσταση.

Αυτός ο άνθρωπος θα αναγκαστεί να κάνει κάποτε αυτό το ταξίδι. Δεν γίνεται αλλιώς. Ίσως θα έχει αφήσει πριν μακριά γενειάδα και μαλλιά για να μην τον γνωρίσουν. Θα πάρει ένα καράβι και θα περάσει τη θάλασσα. Ύστερα θα πάρει ένα λεωφορείο. Λίγο πριν φτάσει, μόλις φανούν τα πρώτα σπίτια, θα πει στον οδηγό να σταματήσει και θα συνεχίσει με τα πόδια. Θα περάσει τον ποταμό και το σχολείο και θα πάρει, βαδίζοντας όλο και πιο αργά, την ανηφόρα ώς την πλατεία.
    Στο καφενείο θα καθίσει, κι αφού κεράσει ένα γύρο τους θαμώνες θα τους ρωτήσει για τον εαυτό του. Τι ξέρουνε γι’ αυτόν, πού βρίσκεται, αν άκουσαν τι απέγινε. Τάχα πως είναι ένας παλιός γνωστός του που τον ψάχνει. Και μερικοί δεν θα θυμούνται τίποτα απ’ αυτόν και θα κουνάνε απορημένοι το κεφάλι. Κάποιοι άλλοι όμως θα αρχίσουνε διστακτικά να διηγούνται ιστορίες που αυτός καθόλου δεν θα τις θυμάται, κι όσο θα μιλάνε θα τρέχει η γλώσσα τους και θα εμπλουτίζεται με ενθουσιασμό η αφήγηση με ό,τι κατέβει στο κεφάλι καθενός. Θα τους ακούει και θα απελπίζεται. Κι όσο θα παρεμβαίνει κάνοντας επιδέξιες νύξεις για να τους οδηγήσει εκεί που πρέπει, τόσο θα γίνονται ένα κουβάρι οι ιστορίες τους και όλο θα λοξοδρομούν σε ένα λαβύρινθο από ασυναρτησίες. Το ένα θα φέρνει τ’ άλλο και στις ονειροφαντασίες τους θα μπλέκουν πρόσωπα άγνωστα, μοιραίοι έρωτες και συμπεριφορές παράξενες κι αυτά θα φέρνουν άλλα κι άλλα, γενιές πίσω, χώρες μακριά. Κι αυτός, σίγουρος πια πως του μιλάνε για άλλον κι απηυδισμένος από τις τερατολογίες τους θα τους διακόψει απότομα. «Λάθος θυμάστε, τίποτα απ’ αυτά δεν είναι αλήθεια, αυτός που λέω εγώ δεν ήταν έτσι, τίποτα δεν καταλάβατε». Κι αυτοί, απορημένοι από την αγανάκτησή του, θα δικαιολογηθούνε τότε πως ίσως έχει δίκιο, πως μάλλον για άλλονε μιλάνε.

Αυτός ο άνθρωπος δεν εμπιστεύεται τη μνήμη του. Κι όταν σωπάσουν όλοι και βυθιστούν ο καθένας στις σκέψεις του, θα αποφασίσει ίσως ξαφνικά πως εκείνος που έψαχνε ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά για τους άλλους. Λαθραία κι αόρατα είχε περάσει από εκείνα τα μέρη, φροντίζοντας να αφήνει πίσω του παραπλανητικά ίχνη. Και είχε φτιάξει τότε, μεταποιώντας τα υλικά του, κάποιον άλλον, ένα σκιάχτρο, που κι ο ίδιος είχε προ πολλού ξεχάσει, κι ήταν αυτό που έζησε ανάμεσά τους κι αυτό θυμούνταν τώρα στο όνομά του.
    Ή, ακόμα χειρότερα, ίσως υποψιαστεί με φρίκη πως φάντασμα ήταν εκείνος που αυτός νόμιζε πως θυμόταν και πως ο πραγματικός του εαυτός ήταν αυτό το ξεχασμένο είδωλο που θεώρησε αρχικά αποκύημα της φαντασίας τους. Μα θα τρομάξει μ’ αυτές τις σκέψεις του και θα τις σβήσει γρήγορα από το μυαλό του. Και ο ίδιος ο τόπος τώρα γύρω θα του φαντάζει κάπως τρομερός κι αλλόκοτος, οι δρόμοι και τα σπίτια θα συστρέφονται κι όλο θα αλλάζουν και κοιτώντας γύρω του με αγωνία θα αναρωτιέται πώς βρέθηκε σ’ αυτά τα ξένα και άφιλα μέρη.
    Κι όπως θα σηκώνεται να φύγει, φοβισμένος, από το καφενείο που θα έχει αδειάσει, χωρίς να έχει απάντηση σε όσα έψαχνε, μια γριά που άκουγε τόση ώρα αμίλητη από τη γωνιά της θα τον ρωτήσει «εσύ τίνος είσαι;» Και θα της απαντήσει αυτός «κανενός δεν είμαι, έφυγαν όλοι όσοι με ήξεραν, πάω κι εγώ σιγά σιγά να τους προφτάσω. Ο δρόμος με έφερε από εδώ μα φαίνεται πως ήρθα λάθος». Μια μαύρη κορδέλα πένθους θα τυλιχτεί τότε σαν φίδι στο μανίκι του. Κι όταν, μετανιωμένος που έκανε αυτό το ταξίδι, βγει στο δρόμο, μια σκιά θα σταθεί εμπόδιο μπροστά του. Και κάνοντας να την παραμερίσει, αυτή θα τον ρουφήξει μέσα της.

Θα με ρωτήσετε πώς και τα ξέρω όλα αυτά, πώς και μπορώ εγώ να προβλέψω τι θα γίνει. Τα ξέρω γιατί είμαι μέσα στο μυαλό του, γιατί εγώ είμαι εκείνη η σκιά. Είμαι ο άλλος που έμεινε εδώ πίσω και τον περιμένω, πότε θα αποφασίσει –ο ρίψασπις, ο κάλπης– να κάνει το ταξίδι για να έρθει να με βρει, κι ας είμαι σίγουρος πως θα δειλιάσει να με αναγνωρίσει. Γιατί ένα σκοπό έχω τόσα χρόνια, μιαν ελπίδα. Να τον σκοτώσω και να επιστρέψω εγώ στη θέση του.


Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2014

ΑΡΓΗΣΕΣ



Άργησες

περπατώντας αργά στις φαρδιές λεωφόρους
στα στενά δίχως φώτα η ζωή προσπερνούσε
παραλλήλως βαδίζοντας σε παράλληλο κόσμο
ήταν όλα εκεί μα δεν τ΄άγγιξες δεν τα είδες
εσύ ατάλαντος παίκτης ατάλαντων θιάσων
στα δωμάτια που γλεντούσαν
δίχως χτες δίχως αύριο
τα νυκτόβια πλάσματα που ρουφούσαν το χρόνο
κι έφτυναν φεύγοντας με μιαν αδιόρατη θλίψη
στο χανγκόβερ μιας ζωής έκλυτης κουκούτσια ονείρων
που έπεφταν κουδουνίζοντας σε καρδιές από αλουμίνιο
μα δεν ήσουν ούτε εκεί
ήταν μόνο η σκιά σου
δεν προφταίνεις
δεν είσαι δεν ήσουν δεν θα είσαι
πουθενά
πουθενά
γιατί άφησες να γελούν σαλτιμπάγκοι κι αγύρτες
με αστεία που δεν είπες για τον χρόνο που φεύγει

τώρα είναι ο δρόμος σου ο ίδιος που κυλάει σαν τραινάκι
κυκλικά σε τροχιά που όλο στενεύει και σφίγγει
γύρω από εκείνο το ανήλιαγο μαύρο πηγάδι
όπου οι ευχές επιπλέουν τουμπανιασμένες στη λάσπη
με νομίσματα κίβδηλα σφηνωμένα στα δόντια
και γυρνάς και γυρνάς
ξεδιαλέγεις κι αδειάζεις
μα το έρμα που τώρα πετάς για να φύγεις
γίνεται η άγκυρα που σε τραβάει πιο κοντά στο πηγάδι
γιατί άργησες
άργησες
είναι αργά δεν προφταίνεις
και θα μείνεις για πάντα στον κύκλο
δεν θα φύγεις ποτέ απ' τον κύκλο
θα γυρνάς
ως το τέλος
στον κύκλο.


(Ιζιντόρ Μπορ, Ποιήματα που δεν θα έγραφα ποτέ, 2027)


Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΩ



Εγώ, κυρία, όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω ευτυχισμένος. Ούτε αστροναύτης θέλω, ούτε τραγουδιστής, ούτε δάσκαλος. Ευτυχισμένος θέλω, μόνο αυτό.
Θα έχω ένα σπίτι μακριά, πολύ μακριά, δίπλα στη θάλασσα. Δεν θα έχω ούτε τηλέφωνο ούτε γραμματοκιβώτιο. Έτσι δε θα μας παίρνουνε τηλέφωνο από την τράπεζα να μας στενοχωρούνε, ούτε θα έρχονται γράμματα από την εφορία κάθε τόσο. Όμως θα μένουνε εκεί κοντά κι οι φίλοι μου, ο Γιώργος κι ο Νικόλας, να παίζουμε μαζί. Και η Ελενίτσα.
Θα είναι ζεστό το σπίτι μας. Και το ψυγείο μας δεν θα είναι άδειο, θα είναι από εκείνα τα άλλα τα ψυγεία, τα γεμάτα, που βλέπουμε καμιά φορά στην τηλεόραση.
Και τηλεόραση κυρία, δεν θα έχουμε. Γιατί είναι εκεί κάτι κακοί ανθρώποι που άλλο δεν κάνουνε από το να λένε πως για όλα φταίμε εμείς και τώρα πρέπει να πληρώσουμε. Μα εμείς δεν έχουμε κυρία, πώς να πληρώσουμε;
Κι η θάλασσα αυτή που λέω, δίπλα στο σπίτι μας, δεν θα έχει κύματα μεγάλα, μόνο κάτι μικρά-μικρά και δεν θα πνίγονται οι ανθρώποι εκεί, ούτε θα βουλιάζουνε οι βάρκες τους.
Κι εκεί, κυρία, θα έχει κι άλλα σπίτια, πολλά σπίτια, όλα χωρίς τηλέφωνα και τηλεοράσεις, κι οι δρόμοι δεν θα έχουν όνομα, τα σπίτια δεν θα έχουν αριθμούς, κι έτσι κανείς δεν θα μπορεί να τα βρει, μόνο οι φίλοι. Και θα έχει κάθε άνθρωπος το σπίτι του εκεί πέρα, όχι παγκάκια και χαρτόκουτες.
Και θα είναι όλοι οι άνθρωποι ευτυχισμένοι σαν κι εμένα. Θα κάνουμε βόλτες στους δρόμους και θα γελάμε συνέχεια και θα είναι χαρούμενοι οι μπαμπάδες κι οι μαμάδες και δεν θα μαλώνουνε ποτέ. Και θα παίζουν όλα τα παιδιά στο πάρκο και δεν θα βλέπεις πουθενά εκείνους τους αστυνομικούς που σε αγριοκοιτάζουν ούτε τους άλλους τους καράφλες με τα μαύρα.
Εγώ, κυρία, δεν αγαπώ κάποιο επάγγελμα ιδιαίτερα. Μόνο ευτυχισμένος θέλω, αυτό μου αρέσει. Όμως, μπορώ και να δουλέψω. Μόνο να φτιάχνω κάτι όμορφο και χρήσιμο. Κι επίσης να μην έχω κάποιο κακό αφεντικό από πάνω μου, να μου φωνάζει, όπως στο μπαμπά μου, "άργησες!", "είσαι άχρηστος!" ή "απολύεσαι!"
Όταν, κυρία, μεγαλώσω και γίνω ευτυχισμένος, θα έρθω να πάρω κι εσάς κι όλη την τάξη μας. Και θα περνάμε τότε πολύ ωραία όλοι μαζί.


Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Ο ΠΙΛΟΤΟΣ ΣΤΟ ΒΥΘΟ



Η πτήση του χάθηκε από τα ραντάρ. Διάσπαρτα συντρίμμια ταξιδεύουν σε ψηφιακές θάλασσες. Το μαύρο κουτί εκπέμπει αδύναμα από το βυθό.
Κανείς δεν θα το βρει. Το σήμα του εξασθενεί συνέχεια. Οι ερευνητικές αποστολές γυρνάνε άπρακτες, το ενδιαφέρον του κοινού στρέφεται αλλού. Βαριεστημένοι οι χειριστές κλείνουν την υπόθεση και φεύγοντας σβήνουν τα φώτα. Ο ύπνος τους είναι ήρεμος, οι εφιάλτες τους καθησυχαστικοί.

Ο πιλότος σκαλίζει ακόμα τα όργανα. Δεν ξέρει ότι τον έχουν ξεγραμμένο. Εκεί στο βυθό, όλα είναι αλλιώς. Τίποτα δεν κινείται, τίποτα δεν διασπά την προσοχή του. Η απόλυτη σιωπή ευνοεί την περισυλλογή.
Το τελευταίο που θυμάται είναι ο ήλιος. Ασήμι στα φτερά κι ύστερα ξαφνικά σκοτάδι.
Το παραδέχεται, η ευθύνη είναι δική του. Καμιά δολιοφθορά από εχθρικές δυνάμεις. Μα αδυνατεί να προσδιορίσει τι έφταιξε ακριβώς και παρεξέκλινε έτσι της πορείας κι όλη η προσπάθειά του πήγε στράφι. Παρερμηνεία των συντεταγμένων ή υπερβολική εμπιστοσύνη στον αυτόματο; Ίσως απλά αυτοκαταστράφηκε, υποταγμένος στη γοητεία του βυθού.

Στην επιφάνεια τα πρωτοσέλιδα θα τον διαγράψουν. Η καθημερινότητα θα καταπιεί την απουσία του κι εκείνη που τον σκέφτεται, ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά, θα συνηθίσει.
Κάθε αναμόχλευση της υπόθεσης θα σκοντάψει στη γραφειοκρατία. Ο αρχειοφύλαξ δυσανασχετεί κραδαίνοντας πρωτόκολλα. Η διαδικασία είναι πολύπλοκη, οι προτεραιότητες συγκεκριμένες, η ιεραρχία δεν παρακάμπτεται.

Ο πιλότος στο βυθό αναρωτιέται μα δεν βγάζει άκρη. Φύκια τυλίγονται στο σώμα του. Το μαύρο κουτί εκπέμπει ακόμα. Μαύρες λέξεις σε μαύρο φόντο.


Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

ΜΟΥΤΖΟΥΡΑ



Τα σπίτια μας ήταν κάτι στοιχειωδώς αξονομετρικά ορθογώνια με στέγη δίρριχτη, ζωγραφισμένα με ξυλομπογιές και μαρκαδόρους. Στη μπρος στενή πλευρά είχε μια πόρτα, στην πλαϊνή ένα δυο παράθυρα με κουρτινάκια. Από τη στέγη πρόβαλλε μια καμινάδα που έβγαζε γκρι καπνό, σημάδι πως το τζάκι ήταν αναμμένο και δίπλα του η γιαγιά έλεγε παραμύθια στα εγγονάκια. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος κι ο ήλιος ένα χαμογελαστό κίτρινο πρόσωπο με αχτίνες. Στα κεραμίδια έστηναν φωλιά τα χελιδόνια. Από πάνω σαν τηγάνι κι από κάτω σαν μπαμπάκι. Στην αυλή η οικογένεια πιασμένη χέρι χέρι. Γύρω τους στέκονταν ζωάκια. Ένα σκυλί, ένα πρόβατο, ένα άλογο, κοτούλες. Λουλούδια εδώ κι εκεί, κόκκινα μήλα στη μηλιά, ίσως μια μάντρα ξύλινη.
Τα σπίτια μας ήταν συνήθως στην κορφή ενός λόφου. Πίσω διαγράφονταν βουνά. Ένα δρομάκι ελίσσονταν κι έφτανε ακριβώς ίσαμε την πόρτα. Δεξιά κι αριστερά του φύτρωναν χορτάρια. Αυτό το δρόμο θα έπαιρνε ο πατέρας, ο ταχυδρόμος, ο μουσαφίρης, ο κουρασμένος ταξιδιώτης. Δεν είχε άλλο δρόμο σε ολόκληρο τον κόσμο. Εκεί ήταν ο μοναδικός προορισμός και το αποκούμπι. Αν λοξοδρομούσες θα χανόσουν στο δάσος με το λύκο, το δράκο και τη μάγισσα.

Σπίτι μας είναι η παιδική ηλικία, κι αυτή έχει σπίτι. Χρόνια μετά, αν σου έλεγαν να ζωγραφίσεις ένα, έτσι θα το έφτιαχνες. Ακόμα κι αν εσύ ή οι δικοί σου πούλησαν το σπίτι εκείνο, δεν πάτησες για χρόνια χώμα και χορτάρια κι ούτε που ξέρεις πόσοι από το αίμα σου ζούνε ή πεθαίνουν. Ακόμα κι αν μεγάλωσες και ζούσες σε διαμέρισμα στην πόλη κι η μπαλκονόπορτα άνοιγε στον ακάλυπτο, κι ο δρόμος έβγαζε σε χίλιες πόρτες κι αυτές σε διάδρομους και σκάλες κι άλλες πόρτες, κι αν ο καπνός στην καμινάδα έβγαινε από ένα μηχάνημα που μούγκριζε στα υπόγεια, ήλιο δεν έβλεπες και το σκυλάκι σου ενοχλούσε τους γειτόνους, κάπου υπήρχε καταχωνιασμένο στην ψυχή σου.
Υπήρχε κι ήταν η καταγωγή σου. Γιατί δεν βρέθηκες ξεκρέμαστος στην πόλη με τους άλλους, δεν είσαι πλάνητας κι ανέστιος, άθυρμα και φτερό στον άνεμο. Εχεις δεσμούς σε αυτόν τον κόσμο, είσαι ένας κρίκος στη μακριά αλυσίδα. Είσαι αυτός που σου έδωσαν κάτι για να το αφήσεις σε άλλους. Έστω μια ανάμνησή του. Έχεις μια ιστορία να διηγηθείς.

Τώρα αν σου έλεγαν να ζωγραφίσεις ένα σπίτι, θα έτρεμε το χέρι σου και θα το έφτιαχνες με βαριά καρδιά. Με την πόρτα του και τα παράθυρα κλειστά, σβηστό το τζάκι, συννεφιά, ξεραϊλα. Ούτε άνθρωποι ούτε ζώα. Και δεν θα υπήρχε δρόμος να σε πάει εκεί.

Το σπίτι στο χωριό, το αυθαίρετο, το τριάρι στα Πατήσια, το χωράφι... Κάποια απ' αυτά μπορεί να τα γλυτώσεις. Αν είσαι τυχερός κι έχεις δουλειά, σκυμμένο το κεφάλι και κλειστό το στόμα. Μα έτσι κι αλλιώς το αντίτιμο θα είναι βαρύ. Θα έχουν πρώτα κατασχέσει ύπουλα την ψυχή σου. Πριν να το καταλάβεις θα έχουν ρουφήξει την αγάπη σου για ό,τι σ' έδενε με αυτό τον τόπο. Θα το μισήσεις πριν το δώσεις ή στο πάρουν, γιατί θα σου είναι βάρος.

Αν τους αφήσουμε, στο τέρμα αυτής της δυστοπίας που σχεδιάζουν θα έχεις μείνει δίχως ρίζες και κοινότητα. Ένα ευέλικτο εργατικό δυναμικό, μόνο αυτό θα είσαι. Δεν θα έχεις τίποτα να επικαλεστείς, η ιστορία σου θα σβήνει πριν αρθρώσεις λέξη.
Και από εκείνο το σπιτάκι θα έχει μείνει μόνο μια θολή μουτζούρα.


Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΕΡΙ ΗΡΩΩΝ



Ο Ζιγιά κάθεται στο βράχο. Η παλίρροια ανεβαίνει αργά και τον σκεπάζει. Έχει φροντίσει πριν να παντρευτεί η Ντερυσέτ εκείνον που αγαπάει.
    Ο Τζιμ, ο τουάν Τζιμ, στέκεται μπρος στον Ντοραμίν και δέχεται αγόγγυστα τη σφαίρα στο στήθος. Ξεπλένει έτσι όλα τα λάθη του.
    Ο Ούνκας, ο τελευταίος των Μοϊκανών, μαχαιρώνεται από τον μοχθηρό Μάγκουα.
    O Συρανό, που σιγολιώνει από έρωτα, με ένα χτύπημα άνανδρο.
    Ο Άχαμπ, από την άσπρη φάλαινα που κυνηγούσε.

Στα Κλασικά εικονογραφημένα όλοι οι αγαπημένοι μου ήρωες, στο τέλος έπεφταν νεκροί. Άφοβα, εκούσια, όλοι ταγμένοι σε ένα ανώτερο σκοπό που τους αφάνιζε.
    Τα βράδια, πριν με πάρει ο ύπνος, τους μάζευα όλους δίπλα μου να μου διηγηθούν την ιστορία τους ξανά. Κι ονειρευόμουνα μετά πως κάποτε, όπως κι εκείνοι, θα έχω ένα ιδανικό να υπηρετήσω, τόσο ευγενικό που θα μπορούσα πρόθυμα ακόμα και να πέθαινα γι’ αυτό.
    Αλλά ήμουν μικρός τότε, στην πλάτη μου είχα ακόμα δυο φτερούγες, κάτω απ’ το κρεβάτι μου έναν καλικάντζαρο, και τα μάτια μου έβλεπαν με ακτίνες Χ τη νύχτα.
    Συχνά ερχόταν κι ένας απρόσκλητος. Βρεγμένα τα μαλλιά και οι μακριές του φαβορίτες, τα ρούχα του έσταζαν βρωμόνερα. Με μοχθηρό το βλέμμα, σκυθρωπός. Έστεκε παράμερα αυτός, μακριά από τους άλλους. Κανείς δεν ήθελε σχέση μαζί του. Μα εμένα, αν και τρομακτικός στην όψη, κάπως με γοή
τευε.
    Ο Ιαβέρης. Το καπέλο και το μπαστούνι του παρατημένα στην όχθη του Σηκουάνα. Η σκοτεινή φιγούρα του να πέφτει στο ποτάμι, να βουλιάζει.
    Κι αυτός ταγμένος στο καθήκον ήταν. Κι αυτός ένα σκοπό είχε βάλει στη ζωή του και τον υπηρέτησε έντιμα και σταθερά ώς το τέλος. Μόνο που αυτός κάποια στιγμή κοίταξε πίσω και είδε πως όλα ήταν λάθος.
    Η κατάληξη, ίδια.

Σκέφτομαι τώρα μήπως έκανα καλά όταν τον άφηνα να έρχεται με τους άλλους. Μήπως πραγματικά εκεί ήταν η θέση του. Θα ήταν κάπως βολικό αυτό. Παρηγοριά θα ήταν. Να ξέρεις πως ήρωας είναι κι εκείνος ο θεόστραβος που παίρνει ένα δρόμο και πάει και πάει ευθεία ώς το τέλος, αρκεί να παραδεχτεί στο τέρμα του, καθώς θα βροντάει στον τοίχο απότομα, πως τόσο καιρό βάδιζε σε αδιέξοδο.


Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΧΕΛΩΝΑ ΚΑΙ Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ



Γυρνούσε από το απογευματινό ματσάκι κόβοντας δρόμο μέσα από το πάρκο όταν την είδε. Διέσχιζε το δρομάκι με υπομονή και σοβαρότητα και ήταν τεράστια. Ο Κυριάκος δεν το πολυσκέφτηκε. Την πήρε παραμάσχαλα κάτω από το μπουφάν και συνέχισε το δρόμο του. Αυτή η χελώνα θα ήταν το κατοικίδιό του, αυτό που δεν του επέτρεπαν να έχει, παρά τα παρακάλια του. Εξ αιτίας του Στρατηγού. Γιατί είχε απαγορέψει αυστηρά τα ζώα στην πολυκατοικία τους.

Τον αντιλήφτηκε έγκαιρα κι έκανε κύκλο να τον αποφύγει. Αν τον έβλεπε εκείνος, τέρμα η χελώνα. "Τι κουβαλάς εκεί, αλητάκο;" από το αυτί και στους δικούς του. Δεν αστειευόταν ο στρατόκαυλος ο Στρατηγός, αν και συνταξιούχος δέκα χρόνια. Δεύτερη φύση του είχε γίνει η πειθαρχία. Οι άτεκνοι τρέφουν συνήθως αγάπη για τα παιδιά, αυτουνού όμως του είχε γυρίσει σε κακία και φθόνο. Εξ αιτίας του δεν μπορούσαν πια να παίξουνε στο δρόμο, έτρεχαν στο πάρκο και στα άχτιστα οικόπεδα μακρυά από τη γειτονιά τους. Τους μάζευε τις μπάλες, τα πατίνια και τα τσέρκια, μέχρι και την αστυνομία είχε φωνάξει κάποτε γιατί τον ενοχλούσαν οι φωνές τους. Περιπολούσε πάνω κάτω όλη τη μέρα, αυτόκλητος φρουρός της τάξεως και της ευπρέπειας. Στο καφενείο αγόρευε συχνά για τη δικτατορία και τον κίνδυνο από τους "αναρχοκομμουνιστάς".

Την πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό του. Την ακούμπησε στο πάτωμα κι αυτή χώθηκε κάτω από το κρεβάτι. Πήρε κρυφά δυο μαρουλόφυλλα από το ψυγείο και τα άφησε μπροστά της. Ξεπρόβαλε δειλά μετά από ώρα και τα μασούλησε.
"Θα σε λέω Φειδιππίδη", της δήλωσε σοβαρά. Το είχε πρόσφατο από το σχολείο.
Για δυο τρεις μέρες πέρναγαν ωραία. Έστηνε στο καβούκι της τα στρατιωτάκια να τα πάει βόλτα, την έβαζε να τρακάρει με το τανκ το κουρδιστό που έβγαζε σπίθες, της κόλλαγε όμορφα αυτοκόλλητα και πλαστελίνες. Κάθε πρωί, πριν φύγει για το σχολείο, την έχωνε σε μια μεγάλη κούτα που της είχε ανοίξει τρύπες και την έκρυβε πίσω από άλλες. Κι έψαχνε τρόπους να βρει κι ένα λαγό, έστω κουνέλι, να στήνει αγώνες δρόμου για τους φίλους του. Με εισιτήριο.
Ύστερα τα μαρούλια τέλειωσαν. Την κοίταζε να κόβει βόλτες στο μπαλκόνι πεινασμένη όταν του ήρθε η φαεινή ιδέα. Κοίταξε κάτω στον ακάλυπτο και έκανε τους υπολογισμούς του. Ήτανε μεσημέρι, η πολυκατοικία βουβή. Πήρε το σπάγκο του χαρταετού και την έδεσε γερά από το καβούκι. Την κρέμασε από το μπαλκόνι, κρεμάστηκε κι αυτός στα κάγκελα με τεντωμένο χέρι κι ύστερα, κουνώντας επιδέξια τον καρπό του, την έκανε να ταλαντώνεται μπρος πίσω. Όλο και πιο μεγάλο τόξο διέγραφε, ώσπου την κατάλληλη στιγμή αμόλησε καλούμπα και η χελώνα προσγειώθηκε άτσαλα στον ακάλυπτο, δίπλα στη μάντρα, εκεί ακριβώς όπου φύτρωναν άφθονα χορταράκια. Την άφησε εκεί να βοσκήσει και όταν έκρινε πως είχε πια χορτάσει την τράβηξε πάλι πάνω στον τρίτο.

Την άλλη μέρα ο Κυριάκος ξύπνησε πολύ νωρίς, αν και ήταν Κυριακή. Έδεσε πάλι τη χελώνα, την κρέμασε από το μπαλκόνι και άρχισε τους χειρισμούς του. Στις 7:14΄:23΄΄ το περίεργο εκκρεμές διέγραφε τη μέγιστη τροχιά του. Εκείνη τη στιγμή ακριβώς, στον πρώτο όροφο έβγαινε ο Στρατηγός με τον καφέ του στο μπαλκόνι. Η χελώνα του ήρθε κατακέφαλα. Σωριάστηκε κάτω, του 'πεσαν οι καφέδες και τα κουλουράκια. Η κυρία Στρατηγού που άκουσε το σαματά βγήκε τρέχοντας και τον βρήκε καθισμένο κάτω να κρατάει το κεφάλι του.
"Τι έπαθες;" τον ρώτησε.
"Αν σου πω ότι με χτύπησε χελώνα, θα με πιστέψεις;"
Δεν τον πίστεψε. Ούτε ο γιατρός τον πίστεψε. "Το καρούμπαλο", είπε, "θα έγινε στο πέσιμο". Τον έστειλε σε ένα ψυχίατρο κι αυτός του έγραψε ηρεμιστικά και του συνέστησε ησυχία κι ανάπαυση.

Ο Κυριάκος είχε τραβήξει αμέσως άρον-άρον τη χελώνα. Το ίδιο πρωί την ξαναγύρισε εκεί που την είχε βρει και την αποχαιρέτησε συγκινημένος. "Φειδιππίδης", έχει γραμμένο με μαύρο μαρκαδόρο στο καύκαλο, αν ποτέ τη δείτε θα την αναγνωρίσετε.
Ο Στρατηγός δεν ξαναβγήκε έκτοτε στο δρόμο. Και όταν άρχισε να ξανακάθεται στο μπαλκόνι του δειλά-δειλά, φορούσε πάντοτε το κράνος που είχε κρατήσει αναμνηστικό από τον εμφύλιο, κι όλο έριχνε κρυφές ματιές στον ουρανό. Τα παιδιά άρχισαν να μαζεύονται ξανά στο δρόμο για να παίξουν. Μετά από λίγο καιρό ο Κυριάκος απόκτησε σκυλάκι.

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Αν υπήρχε Θεός και είχε χιούμορ, θα είχε δώσει τώρα στον Κυριάκο, εκεί ψηλά που βρίσκεται πια, ένα ωραίο άσπρο σύννεφο, όλο δικό του, στον τρίτο όροφο του ουρανού. Να κάθεται εκεί και να μας εποπτεύει και να καταχελωνιάζει αλύπητα όλους όσοι τολμούν να μας στερούν τις μπάλες, τα πατίνια και τα τσέρκια μας. Και τις χελώνες μας.


Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

ΒΙΡΓΙΝΙΑ: ΑΛΑΛΟΝ ΥΔΩΡ



Η πλάτη του σπιτιού ακουμπάει στο βράχο. Στις μπόρες του χειμώνα κατέβαιναν τα νερά από το βουνό κι έτρεχαν σαν τη βρύση από τον τοίχο. Κυλούσανε στα πόδια μας και φεύγαν έξω. Ύστερα τσιμεντώσαμε ένα αυλάκι στη μέση του σπιτιού. Κελάρυζε όμορφα όταν έβρεχε. Ένα μικρό εξημερωμένο κατοικίδιο ρυάκι.
    Τα σαμιαμίθια κάθε βράδυ έρχονταν στην λάμπα. Περίμεναν εκεί τις νυχτοπεταλούδες. Έρχονταν ξέγνοιαστες αυτές να φαγωθούν.
    Στα ξύλα για το τζάκι φώλιαζαν σκορπιοί. Έπεφταν τσιτσιρίζοντας στις φλόγες και καρβούνιαζαν. Δεν τσίμπησαν κανέναν μας, ήταν καλοί σκορπιοί. Και οι νυχτοπεταλούδες και τα σαμιαμίθια, όλα καλά ήταν. Κι ο γρύλος κάτω από το κρεβάτι κι οι αράχνες πίσω από τα κάδρα κι η σκλώπα κι ο άρκαλος και τα λιακόνια και οι βιτσίλες. Και οι άνθρωποι, καλοί ήταν κι αυτοί.
    Μια αγριοτριανταφυλλιά σκάλωνε στον τοίχο του σπιτιού. Κάποτε ένα σπουργίτι, αγορασμένο ένα πενηνταράκι από κάτι αλάνια, ξέφυγε από τη χούφτα ενός παιδιού και τρύπωσε στα αγκάθια της. Χάθηκε εκεί για πάντα. Το ρούφηξε ο χρόνος.
    Μετά έφυγε η τριανταφυλλιά. Φύτεψαν μια κληματαριά στη θέση της. Μαύρα γλυκά σταφύλια, πικρά κουκούτσια. Σκαρφάλωσε ώς την ταράτσα, πιάστηκε από τα κάγκελα. Πιασμένη εκεί κοιτούσε την πεδιάδα.
    Η συκιά, η καρυδιά, η πορτοκαλιά. Το σπίτι. Τα βουνά. Όλα κοιτούσαν την πεδιάδα.
    Η πεδιάδα ξαπλωμένη ανάσκελα κοιτάει τον ουρανό. Σκεπασμένη ελιές κι αμπέλια βλέπει τις μέρες και τις νύχτες να διαβαίνουν. Πάνω της οι άνθρωποι τη σκάβουν και την ξεχερσώνουν κι ύστερα ξαφνικά γερνάνε.
    Η χαρουπιά κοιτάει το παιδί στα πόδια της. Η γριά μέσα από τα κλειστά της μάτια κοιτάει το ταβάνι. Οι σοβάδες έχουν πέσει, τα σίδερα σκουριάσανε, οι τοίχοι είναι υγροί. Σαπίσανε τα έπιπλα, μυρίζουν μούχλα τα τραπεζομάντηλα και οι κουβέρτες στην κασέλα.
    Ο λύχνος πολεμάει το σκοτάδι. Οι σκιές πισωπατούν για λίγο, ύστερα ορμούν να αρπάξουν το μικρό παιδί. Ο λύχνος θα σβήσει, θα ανάψουν οι λάμπες, θα φύγουν τα σκοτάδια. Οι σκιές θα μείνουν.

Τώρα το φτιάξανε το σπίτι, στέγνωσαν και σοβάντισαν καλά τις πέτρες. Πάει, στέρεψε, κυλάει διωγμένο αλλού το κατοικίδιο ρυάκι.
    Απέσβετο το λάλον ύδωρ. Κανένα κρυφό νόημα δεν έχουνε οι λέξεις. Αυτές οι ασυναρτησίες είναι απλά ασυναρτησίες.
 
   

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΡΤΕΜΗ Λ.



Στις 30 Αυγούστου του 2014, όταν ο Αρτέμης Λ. επιστρέφοντας από τις διακοπές του γύρισε το κλειδί και άνοιξε την πόρτα, ανακάλυψε έντρομος πως το σπίτι όπου είχε μπει δεν ήταν το δικό του. Τίποτα δεν του θύμιζε οτιδήποτε εκεί μέσα. Μα ούτε που θυμόταν πια πώς ήταν το δικό του σπίτι. Στο κεφάλι του αυτουνού φύσαγε ακόμα ένα μελτέμι κι όλα τα σκέφτονταν θολά. Μη έχοντας πού αλλού να πάει, άφησε σε μιαν άκρη τη βαλίτσα κι έκλεισε πίσω του την πόρτα.
Δεν ήταν εύκολη η προσαρμογή. Πέρασε όλη τη μέρα εξετάζοντας το σπίτι με την επιφυλακτικότητα κι αμηχανία επίδοξου ενοικιαστή. Άνοιγε κι έκλεινε ντουλάπια, άνοιγε κι έκλεινε τις βρύσες. Το σπίτι μύριζε κλεισούρα καθώς και μια άλλη μυρωδιά, άγνωστή του, μάλλον την ανθρωπίλα του προηγούμενου ένοικου.
Όταν πια βράδιασε, ήπιε νερό σκύβοντας κάτω από τη βρύση κι έφαγε από τις κονσέρβες που βρήκε στο ντουλάπι. Απέφυγε με βδελυγμία τον καναπέ όπου δέσποζε ένα βαθούλωμα, ποιος ξέρει από τίνος τα πισινά, και προτίμησε μια ολότελα άβολη καρέκλα για να δει τηλεόραση.  Ύστερα έστρωσε τον υπνόσακο δίπλα στο κρεβάτι και κοιμήθηκε.
Το άλλο πρωί, 31 Αυγούστου, τόλμησε να κάνει μπάνιο. Χρησιμοποιώντας όμως το σφουγγάρι που είχε φέρει μαζί του από τις διακοπές. Όταν ξεπλύθηκε όλη η αρμύρα από το σώμα του, όταν κι ο τελευταίος κόκκος άμμου από τις σαγιονάρες του βούτηξε στο σιφώνι, άρχισε να αισθάνεται καλύτερα.
Πήγε στην κουζίνα κι ήπιε νερό από αυτό που αποφάσισε πως είναι το αγαπημένο του ποτήρι. Χάιδεψε τις καρέκλες ώσπου διάλεξε ποια θα είναι η αγαπημένη του, την τράβηξε προσεκτικά και κάθισε. Ακούμπησε την πλάτη και χαλάρωσε. Δεν ήταν άσχημα, άρχιζε να του αρέσει αυτό το σπίτι.
Πήγε στον καναπέ και κάθισε διστακτικά σε εκείνη τη λακούβα. Βολεύτηκε, αφέθηκε, το σώμα του απλώθηκε και χύθηκε ώσπου να ταιριάξει στο καλούπι. Είσαι ασφαλής εδώ, άκουσε να του ψιθυρίζουν. Η λακούβα ήταν ακριβώς στα μέτρα του.
Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε στο κρεβάτι. Κατάφερε με τα πολλά να προσαρμόσει το σώμα του στο στρώμα που κατηφόριζε στη μέση και να κοιμηθεί γλυκά. Ονειρεύτηκε πως είδε τα όνειρα κάποιου άλλου.
Στη 1 Σεπτέμβρη του 2014, όταν ξύπνησε ήταν όντως κάποιος άλλος. Αυτός ο άλλος, που λεγόταν επίσης Αρτέμης Λ., θυμόταν πως το σπίτι είναι δικό του. Καμιά αμφιβολία δεν είχε. Κι απόρησε με τα μπαγκάζια που είδε πεταμένα στο χολ. Γιατί ο κόσμος αυτού του Αρτέμη Λ. δεν ήξερε από διακοπές και τέτοια, ήθελε τάξη και συνέπεια.
Όταν άνοιξε όλα τα παράθυρα να μπει το φως, ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από ένα μαύρο σύννεφο. Ένα βρώμικο αεράκι φύσηξε ωραία και μπούκαρε από τα παράθυρα κι ήρθε και άδειασε στο σπίτι πρώτα καυσαέριο και σκόνη κι ύστερα δελτία ειδήσεων, υπουργούς, χαράτσια, κατασχέσεις, ωράρια, απολύσεις, δημοσιογράφους, τεχνοκράτες, λογαριασμούς, σκουπίδια, τραπεζίτες, δόσεις, πρόεδρους, στελέχη, σωτήρες, πίτσες, φασίστες, μητροπολίτες, συγγραφείς, φόρους, σουξέ, εμφιαλωμένα, ληξιπρόθεσμα, πρωτοσέλιδα, λάικς, μνημόνια, σήριαλ, καθοδηγητές, εργοδότες, μποτιλιαρίσματα, μίσος, πολιτευτές, κατεβασμένα ρολά, ερημιά, χειμώνες. Γέμισε όλο το σπίτι απ' άκρη σ' άκρη, δεν είχε χώρο να ακουμπήσει.
Ανακουφισμένος για μια ακόμα φορά που η ζωή του είχε κάποιες σταθερές, ο Αρτέμης Λ. πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε για την πρώτη μέρα της δουλειάς του. "Καλημέρα, καλό μήνα και καλό Χειμώνα", έλεγε καλόκεφος σε όποιον συναντούσε και μερικοί τον κοίταζαν περίεργα.

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

ΔΙΣΚΟΙ, ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. ΤΟ ΠΙΚΑΠ.


Το ποστ αυτό είναι εντελώς προσωπικό, αγαπητοί μου φίλοι, το γνωρίζω. Έτσι, δε θα σας παρεξηγήσω αν στα μισά το αφήσετε για κάτι πιο ενδιαφέρον.

1972. Χούντα. Τις Κυριακές η μπάντα της αμερικάνικης Βάσης στις Γούρνες παίζει ροκ εν ρολ στην πλατεία Ελευθερίας. Στο ελληνικό ραδιόφωνο κάποιος Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά. Ένας άλλος βρήκε στην Αμφιλοχία ένα λοχία.
Τα βράδια συντονίζω το τρανζιστοράκι στο σταθμό της Βάσης. Συνωμοτικά σχεδόν. Ένας καινούργιος κόσμος. Μια απέραντη χωματερή που με περιμένει να σκάψω βαθιά μπας και ξεθάψω κανένα διαμάντι.

Παρένθεση: Στη μεταπολίτευση, λίγα χρόνια αργότερα, ποζάρω σε πρωτοσέλιδη φωτογραφία τοπικής εφημερίδας, στην πρώτη διαδήλωση για να φύγει η Βάση. Η Βάση έφυγε και καλά έκανε. Τώρα το ΤΑΙΠΕΔ έχει πάρει την έκτασή της και την ξεπουλάει μαζί με τ' άλλα. Κλείνει η παρένθεση.

Τα πρώτα μου σαρανταπεντάρια. Με αιματηρές οικονομίες από το χαρτζιλίκι μου.
Starman, Smiling faces sometimes, Me and Julio down by the schoolyardSylvia's mother, Troglodyte, Sympathy, Alone again (naturally), Tie a yellow ribbon
Τα πρώτα ακούστε τα άφοβα. Τα υπόλοιπα, δεν θα το συνιστούσα. Αν επιμένετε, η ευθύνη είναι δική σας. Κρίνοντας πάντα με επιείκεια ένα πολύ πολύ νεαρό αγόρι που έψαχνε ολομόναχο τις νύχτες, χωρίς φως, σε εκείνο το σκουπιδαριό, να βρει το δρόμο του.


Ο πρώτος μου μεγάλος δίσκος. Simon and Garfunkel's greatest hits, εξ αιτίας της Mrs. Robinson, δηλαδή εξ αιτίας του Πρωτάρη, που τότε ακόμα δεν είχα δει στο σινεμά αλλά είχα διαβάσει σε Βίπερ.
Δεύτερος, Juicy Giants, συλλογή με επιτυχίες της εποχής. Glam rock και άλλα. Debora, He's gonna step on you again, I can hear the grass grow, Woman to woman...
Ύστερα Cat Stevens, Mona Bone Jakon. Lady d' Arbanville και Katmandu. Rory Gallagher και Blueprint, εξ αιτίας του Daughter Of The Everglades. Lou Reed, Transformer και Perfect day, Walk on the wild side, Satellite of love... Alice Cooper, Billion dollar babies και No more Mr Nice Guy. Pink Floyd. Dark side of the moon. Time.
Τα πράγματα σοβαρεύουν σιγά σιγά. Και δεν είναι πάντα εύκολα.
David Bowie. Ακούω το Space oddity και τρελαίνομαι. Μα αυτά δεν βρίσκονται σε μια επαρχιακή πόλη. Η αδερφή ενός φίλου μου σπουδάζει Ιταλία. Της παραγγέλνω το δίσκο. Όταν έρχεται, ο φίλος μου θέλει να τον κρατήσει ο ίδιος. Τον παίρνω με το ζόρι. Γράμμα στην Ερμιόνη. Μετά Pin Ups, Alladdin Sane...
Bob Dylan. Δεν υπάρχει επίσης τίποτα. Ο μαγαζάτορας που με έχει συμπαθήσει παραγγέλνει για μένα από την Αθήνα το διπλό Greatest hits vol.II. Το έλιωσα.
Who, Tommy. Αυτό είναι πιο εύκολο, η αδελφή μου είναι στην Αθήνα, μου το στέλνει. Pinball Wizard.
Who, πάλι. Quadrophenia. Love Reign O'er me.
Poll. Το ταγάρι.
Ρωμανός.
Χατζιδάκις...

Εντάξει, φτάνει. Σας κούρασα, το ξέρω.

Μα κάτι ακόμα, τελευταίο, συγχωρέστε με. Γιατί άλλη ήταν η αφορμή.



Μου ήρθε τις προάλλες ένα δέμα. Πράγματα δικά μου που είχαν ξεμείνει στο σπίτι, στο χωριό, που τώρα ανακαινίζει ο νέος ιδιοκτήτης. Γράμματα, τετράδια, φωτογραφίες κι αυτό εδώ.

Τι είναι αυτό;


Αυτό είναι ένα πικάπ. Ξέρετε, από αυτά που παίζουν δίσκους βινυλίου. Το πρώτο μου πικάπ. 120 δραχμές, τότε που οι δίσκοι έκαναν 30. Αν θυμάμαι καλά, δεν είναι σίγουρο. Εδώ άκουγα λοιπόν όλα τα παραπάνω, μέχρι να αξιωθώ, χρόνια αργότερα, ένα στερεοφωνικό της προκοπής. Σ' αυτό το πλαστικό μαραφέτι έπαιξαν για χάρη μου κι ο Μπόουι κι ο Ντύλαν κι ο Λου Ρηντ. Πώς να μην τ' αγαπώ;


Το καλώδιο λείπει. Όμως αυτό το ευλογημένο παίρνει και μπαταρίες, τέσσερις μεγάλες. Και ναι, δουλεύει ακόμα. Ο πειρασμός ήταν πολύ μεγάλος για να αντισταθώ. Ακούμπησα τη στοργική βελόνα του άφοβα στο Starman.

Με τα πρώτα ακόρντα που ήχησαν βρέθηκα ξαφνικά να κολυμπώ κι εγώ στους ουρανούς. Πέταξα πάνω από την πόλη μου, κοίταξα από το παράθυρο μέσα σε εκείνο το μικρό μαθητικό δωμάτιο κι είδα το αγόρι σκυμμένο με προσήλωση πάνω από το πικάπ του. Γύρω βινύλια με δαχτυλιές, χαρακιές, σκόνη. Πολύτιμα όμως, με τη δική του ξεχωριστή ιστορία το καθένα. Και θυμήθηκα πώς ήταν τότε που η μουσική περνούσε από τα αυτιά απευθείας στην ψυχή του και τη χαρά να ανακαλύπτει τα κομμάτια που λες και είχαν γραφτεί μόνο για αυτόν. Αυτή την αίσθηση που όλα τα σκρατς του κόσμου δεν θα μπορέσουν ποτέ να σβήσουν.

Χαίρετε.


Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

ΛΙΤΟΤΗΤΑ



Απλός και λιτοδίαιτος ήταν πάντα. Ποτέ δεν ζήτησε πολλά. Ό,τι είναι να έρθει ας έρθει. Ψωμί κι ελιές; ψωμί κι ελιές. Εντάξει, κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Ωραία όλα κι όμορφα. Στο τραπέζι της κουζίνας, στο κρύο μάρμαρο. Και λίγη μουσική.

Εκείνη που είναι; Τον βλέπει; Αυτή είναι η έγνοια του αίφνης. Τον θυμάται; Σίγουρα ναι. Αν και εκείνος όλο ξεθωριάζει. Ένα περίγραμμα έχει μείνει από δαύτον. Στη μέση μια παλλόμενη θολή μουτζούρα.

Οι πραγματικές χαρές του δεν κοστολογούνταν. Απείχαν της οικονομίας, νόμιζε, στέκονταν υπεράνω της λογιστικής. Κανείς υπάλληλος δεν θα μπορούσε να τις αναδιαρθρώσει ή να τις κουρέψει.

Μα η λιτότητα δεν είναι μόνο άδειες τσέπες ούτε προσθαφαιρέσεις σε κατάστιχα. Η λιτότητα είναι μια μολυσματική αμοιβάδα. Αναλήφθηκε στους ουρανούς κι επέστρεψε με φωτοστέφανο, ολοκληρωτική κι αδιαμφισβήτητη. Απλώνεται παντού, εισχωρεί από τους πόρους και φθάνει ως τα μύχια και την ακούει αδιάκοπα να ψιθυρίζει μέσα στο κεφάλι του.

Πέσε στα γόνατα. Τίποτα δεν υπάρχει έξω και πέρα απ' αυτήν. Άπειρη, ακατάλυτη, προαιώνια, διατάζει: λιγότερα, μικρότερα, πιο χαμηλά, πιο ανούσια, πιο κίβδηλα. Πιο κούφια: να αντηχεί ο λόγος της κάπως θεϊκός.

Συντροφικότητα, έρωτας, γιορτή, παιχνίδι; Χαρά; Χαρά; Μετανοείτε, ηδονοθήρες! Πρέπει η ζωή να αφυδατωθεί και να στεγνώσει. Κι ύστερα να ξεπετσιαστεί, να μείνει ο σκελετός της. Άσπρος και κρύος σαν αυτό το μάρμαρο.

Μετά τις άδειες τσέπες οι άδειες ψυχές. Κρύες κι αυτές σαν μάρμαρο.
Πόσα βιβλία θα διαβάσεις; Φτάνει. Αρκετά. Ποιο το όφελος;
Και μουσική; Πολλή άκουσες, έτσι κι αλλιώς το γούστο σου είναι συζητήσιμο.
Ξέχνα το παρελθόν, δεν έχει μέλλον.
Κι αδειάζει τα κουτιά με τις φωτογραφίες και πέφτει σκόνη. Ανοίγει τα βιβλία και οι σελίδες είναι λευκές. Κι οι δίσκοι λείοι και οι κασέτες σβησμένες.

Το γέλιο του ήταν σπάταλο κι ανήθικο, το βλέπει τώρα. Καιρός για περισυλλογή και σωφροσύνη. Ζάρες ανάμεσα στα μάτια, γραμμές στο μέτωπο, ρυτίδες κούρασης. Έτσι. Μαθαίνεις εύκολα. Κλείσε τα μάτια σου, τα αυτιά, το στόμα.
Πόση αγάπη πήρες κι έδωσες; Έχεις περάσει το πλαφόν σου. Κλείσε και την καρδιά σου. Αποσύρσου.
Δεν χρειάζεται ενθουσιασμός, οφείλει να το εξηγήσει και σε εκείνη. Λιτότητα αισθημάτων. Ψυχρή αποτίμηση. Τόσο και τόσο ίσον τόσο.

Δάση κι ακρογιαλιές; Δεν είναι αυτό που νόμιζες στους ξέγνοιαστους καιρούς. Είναι πόροι προς εκμετάλλευση, καλή μου.
Απελευθέρωση, ανάπτυξη, επενδύσεις. Η κρίση ως ευκαιρία, ο άνθρωπος ως λύκος.

Ποιος δρόμος έμεινε για να διασχίσουμε; Λίγα χιλιόμετρα ερημιάς. Πέρασε το τελευταίο βενζινάδικο, μη σταματήσεις. Κάψε την τελευταία σταγόνα. Δεν είναι τίποτα, θα βήξει η μηχανή κι ύστερα νέκρα. Χειρόφρενο στην άκρη του επαρχιακού δρόμου. Άδεια κι έρημη νύχτα. Ησυχία. Χωράφια κάτω από τα αστέρια.

Να, αυτή είναι μια καλή γωνιά. Εκεί θα διπλωθεί να κάτσει. Για να μην πιάνει πολύ χώρο. Καταναλώνει ενέργεια πολύτιμη και εξαντλεί τους πόρους του πλανήτη. Πρέπει να αραιώσει την αναπνοή του. Να επιβραδύνει τους σφυγμούς του. Να αλλάξει το μεταβολισμό του, να αραιώσει κι ο ίδιος. Να διευκολύνει την κατάσταση.
Να στέκει το περίγραμμα άδειο.

Πού πήγε; Πριν λίγο ήταν εδώ.
Θα έρθουν πολλοί τουρίστες φέτος, είπαν στην τηλεόραση. Μας αγαπάνε, είναι ευχαριστημένοι από εμάς. Ένα καλό νέο, επιτέλους.
Ποιος έκλεισε τα παράθυρα;
Γιατί είναι τόσο πικρές οι ελιές; Γιατί είναι ξινισμένο το κρασί;
Τα χέρια του στο μάρμαρο. Είναι κρύο. Θα μαζέψει τα ψίχουλα.
Αργότερα.




Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Ο ΛΕΚΕΣ



Ah, my friends from the prison, they ask unto me
"How good, how good does it feel to be free?"
And I answer them most mysteriously
"Are birds free from the chains of the skyway?"
Bob Dylan - Ballad In Plain D

Ο Λεκές είναι ένας μαύρος γάτος. Σήμερα μετακόμισε στο σπίτι μας. Τα υπάρχοντά του είναι λίγα. Ένα υφασμάτινο σπιτάκι, ένα πιατάκι για φαΐ, ένα άλλο για νερό, μια λεκανίτσα με την άμμο του. Δεν έχει καν παιχνίδια. Του φτιάχνω μπαλίτσες από χαρτί και του τις πετάω. Τις βαριέται σύντομα. Τις κρύβει κάτω από τα έπιπλα και τις παρατάει εκεί.

Ανεβαίνει συνεχώς στα παράθυρα και κοιτάει έξω. Από το ένα παράθυρο στο άλλο. Ύστερα πάει στην πόρτα και την ξύνει με τα νύχια. Με κοιτάει στα μάτια και νιαουρίζει. Θέλει να βγει έξω. Απελπισμένα.

Ο Λεκές μεγάλωσε σε διαμέρισμα. Είναι ένας γάτος καταδικασμένος σε ισόβια. Ο δεσμοφύλακάς του είμαι εγώ τώρα. Για ένα μήνα. Οι οδηγίες είναι σαφείς και αυστηρές. Μην βγει καθόλου έξω, θα χαθεί. Δεν είναι μαθημένος. Θα τον σκοτώσουν οι άλλοι γάτοι, θα τον πατήσει αυτοκίνητο.

Αυτός κοιτάει συνέχεια έξω από το τζάμι. Θα ήθελε να τρυπώσει κάτω από τις δάφνες. Να κυλιστεί στα ξερά φύλλα και στα χώματα. Να κυνηγήσει τα περιστέρια και τα σαμιαμίθια. Να σκαρφαλώσει στη λεμονιά. Να αναμετρηθεί με άλλους γάτους και να γυρίσει βρώμικος και ξεσκισμένος. Να πηδήξει εκείνη την κιτρινόασπρη που κόβει βόλτες στην αυλή.

Προσπαθώ να τον διασκεδάσω. Του έφερα τον σκύλο μου να έχει παρέα αλλά τον έδιωξε κακήν κακώς. Του αγόρασα ένα πάνινο ποντίκι. Του έφτιαξα ωραίες καινούργιες μπαλίτσες από αλουμινόχαρτο και τις έδεσα με μια κλωστή, να τις τραβάω εδώ κι εκεί κι αυτός να τρέχει. Τίποτα.

Έχουν περάσει πέντε μέρες. Δεν έχει ακόμα συνηθίσει την καινούργια φυλακή του. Συνεχίζει να τριγυρνάει στα παράθυρα. Στήνει το αυτί όταν τιτιβίζουν έξω τα σπουργίτια ή όταν γαβγίζει ο σκύλος. Εμένα ούτε που μου μιλάει πια. Μόνο κάθεται και με παρατηρεί σιωπηλός. Για πολλή ώρα και τόσο έντονα που γυρνάω αλλού το βλέμμα. Ίσως μου κρατάει κακία.

Σήμερα πήδηξε στο γραφείο, απλώθηκε πάνω στο πληκτρολόγιο και μου μίλησε με ανθρώπινη φωνή. "Άνθρωπε, σε λυπάμαι. Σε παρατηρώ τόσο καιρό. Κλεισμένος εδώ μέσα μέρα νύχτα, τίποτα το χαρούμενο δεν κάνεις, μόνο χτυπάς τα δάκτυλά σ' αυτό εδώ το μαραφέτι. Ύστερα τσαλακώνεις χαρτιά και μου τα ρίχνεις και περιμένεις ν' αντιδράσω. Αναρωτιέμαι. Τι να είναι αυτό που σε κρατάει εδώ φυλακισμένο; Τι φοβερά κρίματα σε βαραίνουν και για ποινή σου έχουν αλυσοδέσει με θεόρατες μπάλες από έγνοιες την ψυχή σου; Κάθεσαι σκεφτικός και βλέπεις από το παράθυρο τον κόσμο. Κυλούν οι ώρες και οι μέρες κι εσύ εκεί, όλα ίδια κι απαράλλαχτα. Δεν ξέρω τι να κάνω, ειλικρινά, με σένα. Ίσως να μ' έφεραν εδώ να σε προσέχω μην το σκάσεις. Μα αν είχα τη δύναμη, θα σε ελευθέρωνα. Θα σου άνοιγα όλες τις πόρτες του κόσμου. Γιατί ξέρω από πρώτο χέρι τι περνάς και πρέπει εμείς οι κατάδικοι κι απόκληροι να αλληλοβοηθιόμαστε".
Έτσι είπε και με κοίταξε με νόημα, έξυσε με το πίσω πόδι το αυτί κι ύστερα γύρισε κι έγλειψε επιμελώς τα αχαμνά του.

Συνήλθα γρήγορα από την έκπληξη. Σηκώθηκα, μισάνοιξα την πόρτα, την άφησα έτσι και γύρισα την πλάτη. Όταν στράφηκα, ο Λεκές είχε φύγει. Στον ιδιοκτήτη του είπα πως σε μια στιγμή αφηρημάδας πετάχτηκε μέσα από τα πόδια μου και το έσκασε. Έχασα ένα φίλο, κέρδισα όμως έναν άλλο και μια ήσυχη συνείδηση.

Έρχεται πότε πότε και με επισκέπτεται στη "φυλακή" μου. Συχνά είναι πληγωμένος ή κουτσαίνει. Όμως, φαίνεται ευτυχισμένος. Μου διηγείται ιστορίες από τον έξω κόσμο. Μου φέρνει δώρα για να με διασκεδάσει. Μισοπεθαμένα σαμιαμίθια, σκαθάρια, σπουργίτια. Με αφήνει να παίξω λίγο μαζί τους και με παρατηρεί ευχαριστημένος. Ύστερα σοβαρεύεται και τα αποτελειώνει.

Ξέρω πως κάποτε θα φύγει και δεν θα επιστρέψει ξανά. Άδικα θα περιμένω επισκεπτήριο. Μα αυτός τουλάχιστον θα έχει ζήσει, έστω για λίγο, ελεύθερος. Όσο γίνεται. Όσο ελεύθερα είναι τα πουλιά από τις αλυσίδες του ουρανού.


Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

ΤΟ ΔΕΜΑ


Τους χοχλιούς τους είχε μαζέψει η ίδια από μέρες. Ύστερα, ανάλογα την εποχή, μάζευε σταφύλια, σύκα, πορτοκάλια ή ρόδια. Από τα δικά της ή από τα αδέρφια της. Αμπελόφυλλα, κολοκυθανθούς, φασκόμηλο, ελιές, σταφίδες, μουσταλευριά, λουκάνικα, καλλιτσούνια, τυρί, καρύδια, αμύγδαλα, λάδι, κρασί, ξύδι, ρακή. Και πάνω πάνω ένα μπουκέτο μανουσάκια ή γαρύφαλλα, καμιά φορά κι ένα σημείωμα με οδηγίες. Ανορθόγραφο, γιατί είχε σταματήσει το σχολείο στη δευτέρα του δημοτικού, όταν οι Γερμανοί μπήκανε στο χωριό. Σκέπαζε το καλάθι με ένα πανί και το έδενε σφιχτά. Τέλος, έπαιρνε ένα κομμάτι χαρτόνι, συνήθως την πλάτη από ένα πακέτο τσιγάρα, έγραφε όνομα και διεύθυνση, του άνοιγε δυο τρύπες και το έδενε κι αυτό με σύρμα στο καλάθι.

Ο φορτηγατζής γύρναγε όλη την Πεδιάδα και μάζευε τα δέματα. Έπαιρνε το καράβι, έφτανε ξημερώματα Πειραιά και γύρναγε ύστερα την Αθήνα να τα μοιράσει στους ξενιτεμένους.
Ερχόταν και σε μένα, τον φοιτητή της μεταπολίτευσης και κατά φαντασία, εν πολλοίς, επαναστάτη, που μάθαινε τότε τσάτρα πάτρα πως η οικογένεια είναι ένα από τα κανάλια που ποτίζουν την εξουσία. Στην ηλικία που η ανάγκη για εξέγερση σε συνεπαίρνει τόσο, που άλλα αισθήματα τα κάνει να θεριεύουν κι άλλα τα αποξηραίνει, και μπορεί να σε κάνει τόσο σκληρό ώσπου να βγουν καρφιά από την καρδιά σου, για να κρατούν σε απόσταση κάθε τι που νομίζεις πως σε κρατάει πίσω.

Το κρασί όταν περνάει θάλασσα ξυδιάζει. Τα φρούτα έρχονταν συχνά πατικωμένα και λιωμένα. Από τη ζέστη στο αμπάρι η μουσταλευριά και τα καλλιτσούνια γρήγορα μούχλιαζαν. Και τα λουλούδια μαραμένα έρχονταν. Μα ήταν όλα ανεκτίμητα γιατί έφερναν την αύρα της γενέθλιας γης. Κι αγάπη, πολλή αγάπη.

Τις προάλλες βρήκα αυτό το σημείωμα στις σελίδες ενός παλιού βιβλίου.




Σκέφτομαι τώρα πως ίσως η εφηβεία θα έπρεπε να αρχίζει γύρω στα τριάντα. Τότε που έχεις πάρει τα πρώτα κρύα. Τότε που αρχίζεις να καταλαβαίνεις όσα ζεις κι είσαι σε θέση να διακρίνεις πίσω από τις λέξεις ποια πράγματα πρέπει να παίρνεις στην κυριολεξία και ποια είναι μεταφορές. Γενικές αλήθειες δηλαδή, που η εφαρμογή τους όμως θέλει προσοχή, εξειδίκευση και περισυλλογή και συχνά προϋποθέτει ήδη ένα άλλο κόσμο, καλύτερο, αλλιώς σε πάει αντίθετα από εκεί που θες και κάνει τα πράγματα χειρότερα, χαλώντας κι όσα αξίζει να φυλάξεις. Και να κρατάει μετά η εφηβεία για πάντα. Ξύπνιο μυαλό κι ανήσυχο μαζί και κατανόηση. Και με λέξεις που να μη μένουν μέσα σου, βαλσαμωμένες, ένα θλιβερό απόβαρο, ένα φορτίο τύψεων που θα κουβαλάς μαζί σου να σε λυγίζει ως το τέλος αλλά να βγαίνουν όταν πρέπει, όπως πρέπει, εκεί που πρέπει.

Παιδιά φεύγουν ακόμα από τα χωριά τους, πάνε στις πόλεις να σπουδάσουν. Άλλοι πάνε ακόμα πιο μακριά, σε ξένα χώματα, να βρουν την τύχη τους αφού ο τόπος μας, σε χέρια αρπακτικών, τους διώχνει. Αυτοί που μένουν πίσω, τους θυμούνται. Καλοτυχίζω όσους ξενιτεμένους παίρνουν καμιά φορά ένα τέτοιο δέμα, όσο γεμάτο με άχρηστα κι αν φαίνεται. Έκανα παραλήπτης, έκανα ύστερα κι αποστολέας και το πιστεύω. Μπορεί να γίνει αυτό το δέμα δέσιμο αγάπης, όχι με όποια αθλιότητα άφησαν πίσω τους, αλλά με ανθρώπους, πράγματα και τόπους που πραγματικά αξίζουν. Και γι' αυτό αξίζουν καλύτερη τύχη.


Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

ΤΟ ΚΥΜΑ


Κουκουλωμένοι με κουβέρτες και υπνόσακους, κοιμόντουσαν οι επιβάτες στο κατάστρωμα. Το πλοίο έγερνε από τη μια μεριά στην άλλη κι η θάλασσα, κατάμαυρη, είχε σμίξει με τον ουρανό. Σηκώθηκε και προχώρησε με δυσκολία ως τα κάγκελα. Μόνο κάποια αστέρια φαίνονταν, οι αφροί στην πλώρη και οι ανταύγειες από τα φώτα του πλοίου, που έπλεαν στα κύματα σαν δελφίνια φτιαγμένα από πυγολαμπίδες. Έμεινε εκεί υπνωτισμένος κι αφουγκράστηκε. Όχι, δεν είχε κάνει λάθος. Πάνω από το θόρυβο των μηχανών και τον παφλασμό της θάλασσας στην πλώρη, ξεχώριζε έναν άλλο ήχο, ένα απόκοσμο μουρμουρητό, που όλο και πλησίαζε. Τα αστέρια χάνονταν μπροστά του ένα-ένα λες και τα κατάπινε η θάλασσα. Τότε, σαν να άνοιξε σε μια στιγμή η πόρτα της αβύσσου, διέκρινε καθαρά το κύμα, πιο μαύρο από τη θάλασσα και τον ουρανό, ένα πανύψηλο τοίχο από υγρό σκοτάδι που ερχόταν καταπάνω τους. Το κοίταζε με δέος και δεν μπορούσε να σαλέψει. Ψηλό ως πενήντα μέτρα, εκτείνονταν δεξιά κι αριστερά ως εκεί που έφτανε το μάτι του. Ερχότανε και μόνο αυτός από όλο το καράβι το έβλεπε.

Είχε αρχίσει να χαράζει. Στα ανατολικά ο ουρανός, εκεί που άγγιζε τη θάλασσα, ήταν ήδη πρασινογάλαζος. Κάποια αστέρια τρεμόσβηναν αναποφάσιστα. Σηκώθηκε ζαλισμένος και τύλιξε τον υπνόσακό του. Οι επιβάτες μαζεύονταν στο κατάστρωμα. Κρεμασμένοι από τα κάγκελα έψαχναν τον ορίζοντα. Έπρεπε εδώ και μια ώρα να είχε φανεί η στεριά, έλεγαν μεταξύ τους. Όμως, όπου και να κοιτούσες, έβλεπες μόνο θάλασσα.
Η Αριάδνη δίπλα του κοιμόταν ακόμα. Πιο κει μια μονόφθαλμη γύφτισσα, τυλιγμένη με κουβέρτες, βύζαινε ένα μωρό και τον κοιτούσε επίμονα καπνίζοντας το τσιγάρο της.

Άφηναν τις καμπίνες τους και στριμώχνονταν στην πλώρη. Ανήσυχοι, χτένιζαν με τα μάτια τον ορίζοντα μήπως διακρίνουν κάτι. Όταν έβρισκαν κάποιον από το πλήρωμα έπεφταν πάνω του για να ρωτήσουν. Όμως κανείς τους δεν είχε κάποια πληροφορία να τους δώσει. Μόνο ότι το στίγμα τους ήταν σωστό, η Χώρα έπρεπε να είχε φανεί μπροστά τους από ώρα. 
Τότε ακούστηκε από τα μεγάφωνα η ανακοίνωση του καπετάνιου. 
“Κυρίες και κύριοι επιβάτες. Σας ομιλεί ο καπετάνιος του πλοίου. Παρακαλώ, κρατήστε την ψυχραιμία σας, δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Η ρότα μας είναι κανονική. Η ταχύτητα είναι αυτή που πρέπει. Εντός ολίγου θα φθάσουμε στον προορισμό μας. Ακολουθείστε τις οδηγίες του πληρώματος”.

Το πλήρωμα δεν είχε οδηγίες για να δώσει. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ησυχάσουν. Η Χώρα δεν φαινόταν.

Σκούντηξε την Αριάδνη.
- Ξύπνα, της είπε. Κάτι συμβαίνει. 
Έβγαλε το κεφάλι από τον υπνόσακο και τον κοίταξε με νυσταγμένα μάτια.
- Δεν φαίνεται να φτάνουμε.
- Δεν εξαρτάται από μένα, του απάντησε. Εγώ κοιμάμαι.
Την άφησε και προχώρησε μέσα στο πλήθος. Η ανησυχία γινόταν πανικός. Ένα ενοχλητικό βουητό ηχούσε μέσα στο κεφάλι του. Μπροστά στην πλώρη, ανεβασμένος σε ένα πάγκο, ένας ψηλός άντρας μιλούσε στον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί μπροστά του. Έφτασε με κόπο, σπρώχνοντας με τους αγκώνες, μέχρι την κουπαστή. Είδε την απέραντη θάλασσα κι ένοιωσε ξαφνικά τόσο ανίσχυρος μπροστά της που έπεσε στα γόνατα. Κανείς δεν του έδωσε σημασία. Τα μάτια τους ήταν στυλωμένα στον ορίζοντα. Ξέρασε αλμυρό νερό κι όταν συνήλθε κάπως γύρισε εκεί που ο άντρας μιλούσε ακόμα στο κοινό του.

- Ο καπετάνιος και το πλήρωμά του είναι ανίκανοι. Πρέπει να μας εξηγήσουν που μας πάνε κι όχι να κρύβονται στις καμπίνες τους. Αν συνεχίσουν να μας λένε ψέματα, αν συνεχίσουν το κρυφτό τους, θα πάμε εμείς να τους βρούμε.
Ο κόσμος συμφώνησε με φωνές και χειροκρότησε. Τότε ένας τους έδειξε κάποιον από το πλήρωμα που είχε χωθεί ανάμεσά τους. Τον περικύκλωσαν απειλητικά. Αυτός προσπάθησε να ξεφύγει, τον άρπαξαν όμως και τον έσυραν μπροστά στον ομιλητή που μάλλον είχαν χρίσει αρχηγό τους.
- Πού είναι η Χώρα; τον ρώτησε αυτός.
Και καθώς δεν έπαιρνε απάντηση, τον ξαναρώτησε.
- Ποιο είναι το σχέδιο; 
Αυτή τη φορά ο αρχηγός δεν περίμενε απάντηση. Τον έπιασε από το γιακά και τον έσπρωξε μπροστά του. Ο κόσμος έκανε ένα διάδρομο και ανάμεσα σε βρισιές και κατάρες ο άτυχος ναύτης, που τώρα έκλαιγε και παρακαλούσε, σύρθηκε ως την κουπαστή. Δυο τρεις έσπευσαν να βοηθήσουν, τον σήκωσαν στα χέρια και τον πέταξαν στη θάλασσα. Μερικές γυναίκες στρίγγλισαν και τα παιδιά κοιτούσαν με ορθάνοιχτα τα μάτια και το στόμα και τα πιο μικρά έβαλαν τα κλάματα και κρύφτηκαν στην αγκαλιά των γονιών τους. Οι περισσότεροι όμως επιδοκίμασαν.

Κοίταξε γύρω του. Ήθελε να τους μιλήσει μα δεν ήξερε πώς. Τα μάτια τους γυάλιζαν. Η αδρεναλίνη συσπούσε τα πρόσωπα κι έσφιγγε τις γροθιές, βλέμματα στρέφονταν ολόγυρα ψάχνοντας στόχο να ξεσπάσουν. Απελπισία.
Γύρισε πίσω σπρώχνοντας τον κόσμο να βρει την Αριάδνη. Δεν ήτανε στη θέση της. Η γύφτισσα τον κοίταζε με το ένα μάτι της.
- Να σου πω τη μοίρα σου;
Της έτεινε το χέρι δίχως δισταγμό. Αυτή το έπιασε, το χάιδεψε απαλά και ύστερα το έστρεψε προς τη μεριά του απότομα. Η παλάμη του ήταν λεία, χωρίς γραμμές.

Το κύμα ερχόταν αδυσώπητο, ίδια η μοίρα. Ένα αρχέγονο θηρίο που κοιμόταν χίλια χρόνια στο βυθό, με τα φύκια, τους αφρούς και τους πνιγμένους του. Ερχόταν με το στόμα ορθάνοιχτο, μουγκρίζοντας.

Στα αυτιά του ηχούσε ακόμα η ενοχλητική βουή. Από τα μεγάφωνα ακούστηκε ξανά η φωνή του καπετάνιου. Έτρεμε τώρα κι έσβηνε.
“Κυρίες και κύριοι επιβάτες. Θέλουμε να σας ενημερώσουμε για την κατάσταση. Ο προορισμός μας, όπως και εσείς γνωρίζετε, δεν φαίνεται πουθενά. Δυστυχώς δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τι συμβαίνει. Κάθε επικοινωνία μας έχει χαθεί. Το πλήρωμα εξετάζει το πρόβλημα και θα βρει λύση. Παρακαλούμε μείνετε στις θέσεις σας και διατηρήστε την ψυχραιμία σας. Όποιος δεν υπακούσει στις οδηγίες του πληρώματος θα συλληφθεί”.

Ο κόσμος εξαγριώθηκε και άρχισε να ξεσπάει στο καράβι. Άρχισαν με τους πάγκους στο κατάστρωμα. Τους ξήλωσαν και τους πέταξαν στη θάλασσα. Ύστερα συνέχισαν με το εσωτερικό. Έπιπλα, τζάμια, κουκέτες κομματιάζονταν με μανία. Όσοι από το πλήρωμα δεν πρόλαβαν να κρυφτούν ρίχτηκαν κι αυτοί στα κύματα. Μια ομάδα ανέβηκε στη γέφυρα. Έπιασαν τον καπετάνιο μετά από μια σύντομη συμπλοκή κι ύστερα βάλθηκαν να καταστρέφουν τα όργανα του πλοίου με τσεκούρια από τις πυροσβεστικές εστίες. Οι μηχανές του πλοίου σταμάτησαν. Έδεσαν τον καπετάνιο στα κάγκελα, στο πιο ψηλό κατάστρωμα.

Ήτανε μεσημέρι πια. Κοίταξε το ρολόι του. Είχε σταματήσει στις πέντε και τέταρτο. Το καράβι ακυβέρνητο πήγαινε ό,που το έσπρωχναν τα κύματα. Ένοιωσε μια απέραντη κούραση.
Δεν έχει νόημα σκέφτηκε. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει νόημα.
Κόσμος δρασκελούσε το κιγκλίδωμα τώρα και βουτούσε στα νερά. Διέκρινε ανάμεσά τους την Αριάδνη κι έτρεξε προς το μέρος της. Είχε περάσει από την έξω μεριά και κρατιόταν από την κουπαστή. Το βλέμμα της ήταν θλιμμένο.
- Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, του είπε.
Άφησε τα χέρια της και έπεσε. Είδε το σώμα της να πέφτει στο νερό και να χάνεται. Κοίταξε τη θάλασσα. Παντού συντρίμμια. Σπασμένα έπιπλα, σανίδες, ρούχα, πλαστικά. Όλη η θάλασσα σπαρμένη ως πέρα με οτιδήποτε επιπλέει, τόσα που να μη βλέπεις το νερό. Είδε μια σκιά να ανεβαίνει με ταχύτητα από το βυθό κι ύστερα μια βάρκα εκτοξεύτηκε με ορμή πάνω από τα κύματα σαν να ήθελε να πετάξει κι έπειτα έπεσε ξανά με ένα δυνατό παφλασμό κι έμεινε να επιπλέει τουμπαρισμένη. Κι άλλα αντικείμενα, κάθε λογής, αναδύονταν συνέχεια από τα βάθη.

Γύρισε και είδε όλο τον κόσμο στραμμένο προς το μέρος του. Μπροστά ήταν ο αρχηγός, ο καπετάνιος και η γύφτισσα, και παραπίσω οι άλλοι. Όλοι τους ήτανε βρεγμένοι, μούσκεμα. Τα νερά έσταζαν από τα μαλλιά και τα ρούχα τους και σχημάτιζαν λίμνες στο κατάστρωμα. Κι ο ίδιος όμως ήτανε βρεγμένος κι έτρεμε.
- Δείξε τους την παλάμη σου, είπε η γύφτισσα.
Σήκωσε το χέρι του και τους το έδειξε. Τα μάτια τους δεν είχαν πια φόβο ούτε οργή, μόνο μελαγχολία και θλίψη. Υποψιάζονταν. Ήξεραν.
- Ποιο είναι το σχέδιο; ρώτησε ο αρχηγός τους.
Δεν υπήρχε σχέδιο. Ένα παιγνίδι του μυαλού, μια τελευταία ανάσα. Ύστερα πέφτει η αυλαία, σβήνουν τα φώτα, τέλος.
Μετά πήρε το λόγο ο καπετάνιος.
- Τα ρολόγια μας έχουνε σταματήσει ώρες πριν. Το ίδιο και τα όργανα του πλοίου. Και οι ψυχές μας έχουνε παγώσει. Ελευθέρωσέ μας.
Κατάλαβε τι του ζητούσαν.
- Βυθίστε το πλοίο, είπε. Πρέπει να βυθίσουμε το πλοίο.

Κατέβηκαν στο αμπάρι κατά ομάδες. Με ό,τι εργαλεία βρήκαν, τσεκούρια, λοστούς, σφυριά, οξυγόνο, χτυπούσαν τα πλευρά του πλοίου για να ανοίξουν τρύπες. Κατέβασαν τη μπουκαπόρτα κι άφησαν ανοιχτά όλα τα ανοίγματα που απομόνωναν τα στεγανά του πλοίου. Νερά έμπαιναν από παντού με ορμή.
Μαζεύτηκαν στο πάνω κατάστρωμα. Το πλοίο βούλιαζε σιγά- σιγά. Οι άνθρωποι αγκαλιασμένοι, μελαγχολικοί μα ήρεμοι, έβλεπαν τα νερά να ανεβαίνουν.

Το κύμα έσκασε στο πλοίο και το ρούφηξε με το τεράστιο στόμα του. 

Βρέθηκε στη θάλασσα. Το νερό χάιδευε το δέρμα του. Η θάλασσα, ζεστή σαν μήτρα, τον καλοδεχόταν. Κατευθυνόταν στο βυθό. Λίγο μόλις κάτω από την επιφάνεια μπόρεσε να διακρίνει τη Χώρα. Στην αρχή τους λόφους της και τα Τείχη, κι ύστερα τα σπίτια και τους δρόμους. Τα σπίτια φαίνονταν διαλυμένα, στους δρόμους τα αυτοκίνητα το ένα πάνω στο άλλο. Στο λιμάνι τα καράβια είχαν γείρει και ακουμπούσαν στο βυθό.
Γύρω του κολυμπούσαν τώρα και άλλοι. Όλοι τους κατευθύνονταν στη Χώρα. Είδε κοντά του την Αριάδνη και την έπιασε από το χέρι και κατέβαιναν μαζί. Γνώρισε την παλιά του γειτονιά. Κολύμπησε προς το πατρικό του κι ευχήθηκε να τον περίμενε η μάνα του, καθισμένη στο κατώφλι της εξώπορτας, όπως παλιά.

Άραγε, μπορεί να δακρύσει κανείς μέσα στη θάλασσα; αναρωτήθηκε.


Τρίτη 20 Μαΐου 2014

Η ΣΚΛΩΠΑ



Οι άνθρωποι χρειάζονται ένα γκιώνη. Έναν κακό μαντατοφόρο. Να ρίχνουνε σ’ αυτόν το φταίξιμο για τα στραβά της ζωής τους και να ξορκίζουν το κακό. Εκείνο που φοβούνται να ερμηνεύσουν ή να αποδεχτούν. Παρηγοριούνται έτσι ότι έκαναν αυτό που πρέπει, ώστε ανάλαφροι και με ήσυχη συνείδηση να αφεθούν μετά άβουλοι στα ήρεμα νερά του ποταμού που πάει και πάει δίχως όχθες. Να! Δείτε με, επιπλέω!

Γύρω από την ΠΥΡΚΑΛ ορθώνεται μια μάντρα. Πετρόχτιστη, ψηλή, με συρματόπλεγμα, σαν μάντρα φυλακής ή στρατοπέδου. Τα βράδια σπάνιο να διασταυρωθείς εκεί με κάποιον, εκτός από τα παιδιά που σχολάνε από τα φροντιστήρια ή κάποιον που έχει βγάλει βόλτα το σκυλί του. Υπάρχει πάντα διάχυτη μια μυρωδιά αμμωνίας, καθώς η ερημιά και το σκοτάδι διευκολύνουν τους ταξιτζήδες να αδειάζουν την κύστη τους πίσω από τα παρκαρισμένα φορτηγά. Παραδίπλα, στη γωνία, κάποιοι άλλοι αδειάζουν τα μπάζα τους. Αν τύχει και περάσεις από κει, πρέπει να ακροβατείς και να ελίσσεσαι ανάμεσα σε σακούλες, τζάμια, λεκάνες και νιπτήρες, πόρτες, ξεκοιλιασμένους καναπέδες, ξεριζωμένες γιούκες, κάτουρα και ακαθαρσίες σκύλων. Προσέχοντας συγχρόνως, οι γυναίκες, μήπως χάσουν την τσάντα τους από κάποιον εποχούμενο τσαντάκια.
    Σ’ αυτή τη διόλου ελκυστική για περίπατο μάντρα έσερνε συχνά κι εμένα το σκυλί μου, ίσως γιατί εκεί μπορούσε να εξασκήσει αποτελεσματικά την όσφρησή του. Μέχρι εκείνη τη νύχτα.
    Ήσυχη νύχτα, τα αυτοκίνητα λιγοστά, τα μπάζα μαζεμένα. Στον κάδο της ανακύκλωσης κάποιος, με ένα φακό στο ένα χέρι κι έναν αυτοσχέδιο γάντζο στο άλλο, έψαχνε. Το σκυλί με πήγε ώς εκεί που ήθελε κι ύστερα στράφηκε μόνο του, όπως συνηθίζει, για να επιστρέψουμε. Τότε ακούστηκε. Είχα χρόνια να ακούσω αυτόν τον ήχο και δεν περίμενα ποτέ πως θα τον άκουγα μέσα στην πόλη. Κάτι ανάμεσα σε λυγμό και σφύριγμα είναι. Σαν κόμπος στο λαιμό της νύχτας. Δεν κοίταξα να δω από πού ήρθε, από κάποιο δέντρο ή από τις στέγες του εργοστασίου. Τράβηξα το σκυλί να φύγουμε πιο γρήγορα. Γιατί θυμήθηκα μια άλλη νύχτα.

Πριν πολλά χρόνια, στο χωριό μου, έτυχε να συμπέσουν κάποιοι απρόσμενοι θάνατοι με την εμφάνιση μιας σκλώπας. Καθώς οι συμπτώσεις έχουν δύναμη πειθούς, κρίθηκε πως υπάρχει άμεση σχέση και πως εκείνη ήταν υπεύθυνη για τους θανάτους. Γι’ αυτό και, ομόφωνα, καταδικάστηκε. Την ποινή ανέλαβαν να εκτελέσουν οι άντρες του χωριού. Μαζεύτηκαν στην πλατεία κι οργάνωσαν απόσπασμα.
    Το σπίτι μας είναι στην άκρη του χωριού. Καθόμουν στην αυλή όταν πέρασαν, δεν είχα ύπνο. Μεσάνυχτα, πίσσα σκοτάδι, κι αυτοί με τους πλακέ φακούς, τα λουξ, τα φυσεκλίκια και τα δίκαννα περάσανε το δρόμο βαρύθυμοι και βλοσυροί λες και πηγαίνανε στον πόλεμο. Η σκλώπα ακουγόταν κιόλας στο βουνό από ώρα. Όμως μετά από λίγο, όταν φτάσανε οι κυνηγοί κοντά της, σώπασε. Ύστερα ακούστηκε ξανά στον κάμπο. Από τις φωνές που έφταναν ώς εμένα από το απόσπασμα, κατάλαβα ότι είχαν χωριστεί σε ομάδες.
    Είχε περάσει ώρα αφότου έφυγαν. Καθόμουνα εκεί στα σκοτεινά και κοιταζόμουν με τα σαμιαμίθια. Στο απέναντι σπίτι άνοιξε η πόρτα. Βγήκε ο Μανούσος. Κάθισε στην πεζούλα κάτω από τη χαρουπιά και άναψε τσιγάρο. Στο φως της φλόγας είδα για μια στιγμή χλωμό το πρόσωπό του.
    Δεν ακουγόταν πια η σκλώπα. Στην απόλυτη ησυχία της νύχτας έρχονταν μόνο από μακριά οι μιλιές αυτών που είχαν βγει να τη σκοτώσουν. Ο Μανούσος στράφηκε προς το μέρος μου. Ζάρωσα όσο μπορούσα πίσω από τις γλάστρες. Έσβησε το τσιγάρο κι άναψε άλλο. Στη χαρουπιά, ένα κλαδί που έγερνε από πάνω του ταλαντεύτηκε ελαφρά και θρόισαν τα φύλλα κι εκείνος σήκωσε το κεφάλι. Κοίταξα εκεί που κοίταζε και είδα μια σκιά στο φύλλωμα, πιο μαύρη από τις άλλες. Και τότε ακούστηκε το κλάμα της. Ξανά και ξανά, σαν να έσταζε δάκρυα το σκοτάδι. Εκείνος καθόταν από κάτω και την κοίταζε ακίνητος. Πέρασε ώρα έτσι. Ώσπου ακούστηκαν τα βήματα των κυνηγών που επέστρεφαν. Τότε η σκλώπα σώπασε, άνοιξε τα φτερά της, πέταξε μακριά και δεν ξανάρθε στο χωριό. Ο Μανούσος μπήκε στο σπίτι κι έκλεισε την πόρτα. Το άλλο πρωί δεν ξύπνησε.

Δεν ξαναπήγα έκτοτε στη μάντρα της ΠΥΡΚΑΛ. Τραβάω το σκύλο μου και πάω αντίθετα. Δεν μπορώ ακόμα όμως να ησυχάσω. Με κατατρέχει η ιδέα πως ο γκιώνης με ακολούθησε, πως, κρυμμένος στις φυλλωσιές του ευκάλυπτου έξω από το παράθυρό μου, με παρακολουθεί, και μια νύχτα θα χτυπήσει το τζάμι να του ανοίξω. Σαν εκείνο το Κοράκι. Ή ότι, ίσως, έχει ήδη χωθεί μέσα στο σπίτι και λουφάζει στις πιο σκοτεινές γωνιές. Τον διαισθάνομαι συχνά πίσω από την πλάτη μου, ν’ ανοίγει τα φτερά του για να ξεμουδιάσει, να στρέφει το κεφάλι του αργά προς τη μεριά μου. Περιμένω από ώρα σ’ ώρα ν’ ακούσω τη φωνή του. Σχεδόν αδημονώ.
    Μα ακόμα χειρότερα –πρέπει να σας το πω–, μερικές φορές νιώθω ότι εγώ ο ίδιος είμαι ο γκιώνης. Που έχει γυρίσει τα μέσα έξω και τα φτερά του γαργαλούν τα σωθικά και το μυαλό μου, και τα νύχια του ακονίζονται στα νεύρα μου. Κι όταν μιλάω πάλλεται το δικό του στήθος και η φωνή του αντηχεί μες στο κεφάλι μου. Ένας απόηχος που δεν πιάνει το ανθρώπινο αυτί γλιστράει τότε έξω και οι άνθρωποι φεύγουν μακριά μου ανήσυχοι κι ανατριχιάζουν. Χωρίς όμως ποτέ να αντιλαμβάνονται το λόγο.


.

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

ΘΑΛΑΣΣΑ



Από το ένα χέρι τον κρατούσε η μάνα του κι από το άλλο ο πατέρας. Βάδισε έτσι αδέξια στην άμμο. Πρώτα ζεστή αυτή, ύστερα υγρή και κρύα. Κι έφτασαν στο νερό κι αυτό του έγλειψε τα πόδια και στην αρχή φοβήθηκε. Στον Πόρο ή στην Αλικαρνασσό. Κι η μάνα σήκωσε το φουστάνι μην το βρέξει και πήγαν λίγο πιο βαθιά. Τότε άφησε το χέρι του ο πατέρας του και χάθηκε. Κι αυτός τράβηξε και το άλλο χέρι, γιατί στο μεταξύ είχε μεγαλώσει. Μάνα, της είπε, άσε με, μπορώ. Κι αφέθηκε στην αγκαλιά της θάλασσας κι αυτή τον κράτησε και του ψιθύρισε να μη φοβάται. Τον λίκνισε όμορφα και τον κανάκεψε με τους αφρούς της και τον σήκωσε να τον δει ο ήλιος. Και την αγάπησε βαθιά. Έτσι άρχισε. Γύρισε να κοιτάξει πίσω κι είδε μόνο τους φίλους του. Στον Κούλε. Η μάνα του περίμενε στο δρόμο για να τον μαλώσει. Μαθητής του δημοτικού και κατηφόριζε μονάχος του να βρει τη θάλασσα. Έφηβος, Αμνισό και Φλώριδα. Ύστερα πιο μακριά. Φορτωμένος στην πλάτη ένα σακίδιο κι ένα υπνόσακο, με ωτοστόπ, ένας μικρούλης Τάλως. Φαλάσαρνα, Πλακιάς, Αγία Γαλήνη, Φραγκοκάστελλο, Άγιος Παύλος, Κερατόκαμπος, Βάι... Όχι για να φυλάξει τη στεριά αυτός αλλά για να χαρτογραφήσει τα όριά της. Για να γεμίσει με αρμυρό νερό τις φλέβες του, να έχει να ζήσει όταν φύγει.

Βράχια, άμμος, βότσαλα, κοχύλια, αρμυρίκια, κρινάκια, εκβολές, λιμάνια, κάστρα, μονοπάτια, μελτέμια, πηγές, φύκια, ήλιος. Νερά γαλάζια, πράσινα, θολά. Θάλασσα ήρεμη σαν λάδι, θάλασσα αγριεμένη, θάλασσα κυκλοθυμική. Έρωτας μέσα στα νερά της. Στα βράχια μιας θαλασσινής σπηλιάς. Σε υπνόσακο δίπλα στο κύμα.
Κι ο ήχος της. Τραγούδι φάλαινας και φλοίσβος. Ένα αόρατο κοχύλι μόνιμα στο αυτί του, να του διηγιέται ιστορίες. Μέχρι τώρα.

Κι έφευγε, όλο έφευγε, ώσπου έφυγε στ' αλήθεια.

Χώρια της δεν μπορούσε. Την αγαπούσε πάντα όπως πρώτα. Κι έπεφτε αχόρταγα στην αγκαλιά της κάθε καλοκαίρι.
Σπάνια πια επέστρεφε στο ίδιο μέρος. Ήθελε να γνωρίσει κάθε όψη της. Όπως ο εραστής που εξερευνά κι ανακαλύπτει συνεχώς νέα σημεία να λατρέψει στο ίδιο σώμα. Ίος, Πάρος, Φολέγανδρος, Αστυπάλαια, Ικαρία, Σχοινούσα, Κουφονήσια, Σίφνος, Σαμοθράκη, Κάρπαθος, Σκόπελος, Λέρος...Με χίλια ονόματα και χίλια πρόσωπα, η ίδια η πρώτη εκείνη θάλασσα. Τα κύτταρά του ποτισμένα. Λέπια στην ψυχή, αρμύρα στο μπλουζάκι. Φωτογραφίες σε κούτες, θαλασσόξυλα στο ράφι, βότσαλα σε βαζάκια. Άμμος στις βαλίτσες, στα σεντόνια, στα βιβλία, στα μάτια.

Άμμος που στάζει στη Μεγάλη Κλεψύδρα.

Πήρε κι αυτός τα παιδιά του απ' το χέρι κι έβρεξαν δειλά τα πόδια τους. Κι έκλαψαν όταν ήπιαν αρμυρό νερό, φοβήθηκαν και γέλασαν. Και άφησαν τα χέρια του, μπήκαν μωρά στη θάλασσα και την αγάπησαν, βαφτίστηκαν και βγήκαν άντρας και γυναίκα.

Σιγά και ανεπαίσθητα στην αρχή, κάτι άλλαζε. Ανάπτυξη το λέγανε κι ερχόταν όλο και πιο γρήγορα. Στο τέλος ίσα που προλάβαινε. Κάθε που έφευγε από κάπου, γύριζε το κεφάλι να κοιτάξει πίσω και την έβλεπε να ξεπροβάλλει, μορφάζοντας απαίσια και φτύνοντας γύρω σκουπίδια, να τρέχει στο κατόπι του με πελώριες δρασκελιές. Άνοιγε πίσω του η αμμουδιά κι από το βάραθρο ορθώνονταν ως τον ουρανό τσιμέντα, τούβλα κι αλουμίνια. Σύννεφο η σκόνη, κι έρχονταν μέσα από τον κουρνιαχτό τα φορτηγά και οι μπουλντόζες. Μάντρες ελίσσονταν σαν φίδια, κατέβαιναν από τους λόφους κι έφταναν στο κύμα. Ομπρέλες έπεφταν από ψηλά και μπήγονταν στην άμμο. Πήδαγε αλαφιασμένος στο καράβι και πίσω ορδές τσαλαπατούσαν τα κρινάκια, ισοπέδωναν τις αμμοθίνες, μπάζωναν τα ρέματα κι έφτιαχναν γήπεδα γκολφ κι ύστερα χόρευαν γύρω από τα μπαρ και τις πισίνες.
Έβλεπε από το κατάστρωμα τα μέρη που είχε κάποτε επισκεφτεί κι ήταν πια αγνώριστα. Κι η ίδια η θάλασσα φαινότανε θλιμμένη κι ανόρεχτα, με απέχθεια, άγγιζε τη στεριά και γύρναγε την πλάτη στους ανθρώπους. Μα αυτοί αδιάφοροι τσαλαβουτούσαν στα νερά της ξερνώντας μουσακά και ουίσκια και φωτογράφιζαν ο ένας τον άλλο ενώ από τα μπαλκόνια κάποιοι άλλοι ανέμιζαν θριαμβευτικά νομοσχέδια και μπίζνες πλανς.

Όλο και δυσκολότερο γίνεται πια να ξαναβρεί τη θάλασσα που ήξερε. Συχνά ανεβαίνει στην ταράτσα να δει ένα μικρό κομμάτι της που ασημίζει στο βάθος ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Κι εύχεται να μπορούσε να τραντάξει τη γη και να σηκώσει ένα τσουνάμι. Να έρθει αυτό και να σαρώσει τις ακτές και να τις κάνει όπως πρώτα. Να σαρώσει όσα χρόνια πέρασαν και να βρεθεί ξανά εκεί στην πρώτη αμμουδιά, στο πρώτο κύμα.

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

ΟΙ ΛΑΘΡΟΣΙΝΕΤΥΠΟΙ



Θυμάμαι εκείνο το πρωί σαν να ήταν χθες. Σαν σκηνή από ταινία. Παγώνω την εικόνα κι εστιάζω εκεί που θέλω.
Είχα ξυπνήσει νωρίς. Από το παράθυρο έμπαινε ένα αδύναμο φως. Φιλτραρισμένο από την κουρτίνα κατέληγε στο πάτωμα κι έφτανε ως τη βιβλιοθήκη απέναντι, ένα λοξό παραλληλόγραμμο που έκοβαν οι σταυροί από τα καΐτια. Ο συνηθισμένος θόρυβος του δρόμου και μαζί ένας άλλος μονότονος ήχος. Άναψα το φως, σηκώθηκα κι άνοιξα λίγο την κουρτίνα. Έβρεχε. Ασθενικές αχτίνες ήλιου δραπέτευαν από τα σύννεφα. Κοίταξα κάτω στο δρόμο. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, ανάμεσα στο λιγοστό κόσμο που περνούσε βιαστικός, πρόσεξα έναν άντρα. Κρατούσε ομπρέλα και φορούσε μαύρα γυαλιά. Στεκόταν εκεί ακίνητος και κοιτούσε στο παράθυρό μου. Το ότι τον είδα δεν τον πείραξε καθόλου. Ενοχλημένος τράβηξα την κουρτίνα κι έσβησα το φως.
Έκανα μπάνιο, έφτιαξα καφέ και με την κούπα στο χέρι πήγα πάλι στο παράθυρο. Ο άντρας ήταν ακόμα εκεί και εξακολουθούσε να κοιτάει πάνω, προς το μέρος μου. Ντύθηκα ταραγμένος, αποφασισμένος να κατέβω και να του ζητήσω εξηγήσεις. Πριν βγω έριξα μια τελευταία ματιά από το παράθυρο. Είχε γίνει άφαντος.
Μετά από κάνα δυο ώρες τον ξανάδα. Στεκότανε στην ίδια θέση, κρατούσε μια εφημερίδα τώρα κι έκανε πως διαβάζει. Κατέβηκα τρέχοντας τη σκάλα και πετάχτηκα στο δρόμο. Ίσα που πρόλαβα να τον δω να μπαίνει σε ένα μαύρο αυτοκίνητο χωρίς πινακίδες και να εξαφανίζεται. Πήρα τηλέφωνο την Αστυνομία. Θα έστελναν κάποιον, μου είπαν.

Κτύπησε το κουδούνι. Πήγα κι άνοιξα. Στην πόρτα στεκόταν ένας γεροδεμένος άντρας με σκληρά χαρακτηριστικά. Φορούσε καμπαρντίνα με σηκωμένο το γιακά κι ένα παλιομοδίτικο καπέλο. Από το στόμα του κρεμόταν στραβά ένα τσιγάρο. Μου έδειξε μια ταυτότητα, με παραμέρισε και μπήκε.
“Λοιπόν, τι έχουμε;” μου είπε αράζοντας στον καναπέ. Κι ύστερα “Δεν θα έλεγα όχι για λίγο καφέ”.
Του γέμισα το φλιτζάνι κι ήπιε μια γερή γουλιά. Με παρακάλεσε κι ακούμπησα την καφετιέρα δίπλα του στο τραπεζάκι. Κάπνιζε κι έπινε καφέ ασταμάτητα όσο μιλούσαμε. Του περιέγραψα τον τύπο που με παρακολουθούσε κι αυτός κρατούσε σημειώσεις σε ένα μπλοκάκι που έβγαλε από την τσέπη. Έκανε ένα άτεχνο σκαρίφημα του δωματίου και σημείωνε με βέλη τις κινήσεις μου. Επέμενε σε λεπτομέρειες που μου φαίνονταν ασήμαντες. Πώς έμπαινε το φως, πώς διαγράφονταν τα καΐτια, ο ήχος της βροχής στο τζάμι, πού στάθηκα, πώς σήκωσα το χέρι μου να πιάσω την κουρτίνα, η κίνηση στο δρόμο. Όταν τέλειωσα σηκώθηκε κι έκανε ένα γύρο στη γκαρσονιέρα. Σταμάτησε μπροστά στη συλλογή μου από ταινίες και τις περιεργάστηκε με ενδιαφέρον. Κούνησε το κεφάλι του μορφάζοντας, σαν να είχαν επιβεβαιωθεί οι υποψίες του.
“Σου αρέσουν τα θρίλερ, έτσι; Όπως φοβόμουνα”. Γύρισε προς το μέρος μου. “Ζεις μόνος σου, αν επιτρέπεται;”
“Ναι”.
“Δεν έχεις κάποια σχέση;”
Δεν καταλάβαινα τι είχε να κάνει αυτό με την υπόθεσή μας. Του απάντησα αρνητικά, εν τούτοις. Δεν ήξερα αν η Μπέτσυ μέτραγε για σχέση. Την είχα συναντήσει δυο φορές όλες κι όλες. Και τις δυο στο πάρκο όπου πήγαινα συχνά για βόλτα. Την πρώτη φορά καθίσαμε σε ένα παγκάκι και κουβεντιάσαμε λίγο. Μιλούσαμε Αγγλικά. Μου είπε πως ήταν Καναδέζα και πως φρόντιζε σαν νοσοκόμα κάποια κυρία σε ένα αγρόκτημα. Τη δεύτερη φορά, μετά από καμιά βδομάδα, είχε περπατήσει μαζί μου ως το σπίτι κι όταν αποχαιρετιστήκαμε με φίλησε. Με φίλησε έτσι ξαφνικά και με άφησε στην εξώπορτα σύξυλο κι ερωτευμένο. Είχαν περάσει είκοσι μέρες από τότε. Πήγαινα καθημερινά στο πάρκο μα δεν την είχα πετύχει ξανά.

Ήρθε και κάθισε ξανά στο καναπέ.
“Είναι κρίμα ένα παλικάρι σαν εσένα να είναι μόνος του. Και επικίνδυνο, στις μέρες μας”.
“Τι εννοείτε;”
Ένοιωθα άβολα και ήθελα να σηκωθεί να φύγει. Τώρα είχε παρατήσει τον καφέ, είχε πάρει το μπουκάλι το ουίσκι μπροστά του χωρίς να με ρωτήσει κι έβαζε κάθε τόσο στο φλιτζάνι.
“Θα έπρεπε να βγαίνεις λίγο, να ξεδίνεις. Να γνωρίσεις και κάνα καλό κορίτσι. Έτσι είναι φτιαγμένοι οι άνθρωποι. Όχι να κάθονται κλεισμένοι στους τέσσερις τοίχους. Γιατί μετά τα νεύρα σπάνε, το μυαλό θολώνει, σε παίρνει η κατηφόρα”.
Κατάλαβα τώρα πού το πήγαινε. Ένοιωσα να μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Σηκώθηκα και άνοιξα την πόρτα.
“Αν τελειώσατε με την κατάθεσή μου, παρακαλώ πηγαίνετε. Έχω κάποια δουλειά”.
Γέλασε, με το τσιγάρο να κρέμεται στραβά από το στόμα του.
“Δεν έχεις καμιά δουλειά, νεαρέ. Είσαι άνεργος, δεν έχεις φίλους ούτε συγγενείς, και σου έχουν κόψει το τηλέφωνο. Οι υπόλοιποι ένοικοι λένε για σένα πως δεν είσαι στα καλά σου, πως περπατάς σκυφτός και δεν μιλάς, νυχοπατάς να μη σε ακούσουν. Κλασική περίπτωση”.
Μου έγνεψε να καθήσω πάλι.
“Τα πράγματα είναι σοβαρά”, μου είπε. “Ο άντρας που σε παρακολουθεί...” Σώπασε για λίγο, σαν να σκεφτόταν αν έπρεπε να μιλήσει.
“Είναι λαθροσινέτυπος”, ξεστόμισε τελικά.
Δεν ήμουν σίγουρος αν άκουσα καλά.
“Έτσι τους ονομάζω εγώ”.
Ήπιε μια γερή γουλιά ουίσκι.
“Πες μου, πόσες φορές έχεις δει σε ταινίες κάποιον να παραμερίζει την κουρτίνα και στο απέναντι πεζοδρόμιο να βλέπει κάποιον να τον παρακολουθεί;”
“Πολλές. Μα...”
“Ξέρω, θα μου ορκιστείς πως λες αλήθεια, πως δεν το φαντάστηκες”.
“Ασφαλώς!”
“Ε λοιπόν, σε πιστεύω! Ο τύπος που σε παρακολουθεί είναι πραγματικός, τρόπον τινά. Γι' αυτό άνθρωποι σαν κι εσένα, μονόχνωτοι κι αντικοινωνικοί και δήθεν σινεφίλ, μας έχουν βάλει σε μπελάδες. Γιατί είναι τόσο άδεια η ζωή τους που κάποια στιγμή, όταν η κατάσταση επιδεινωθεί εντελώς, πρέπει με κάτι να γεμίσει. Όπως στα συγκοινωνούντα δοχεία, έτσι ακριβώς γίνεται. Οι εικόνες που έχουν δει και ξαναδεί στις ταινίες, τα κινηματογραφικά στερεότυπα που λένε οι ειδικοί, άξαφνα συμπυκνώνονται, υλοποιούνται και περνάνε στην πραγματική ζωή. Ύστερα μπορεί να χαθούν για ένα διάστημα, μέχρι να εμφανιστούν ξανά”.
“Θα αστειεύεστε”.
“Καθόλου. Η κατάσταση έχει ξεφύγει. Η υπηρεσία μου ασχολείται σχεδόν καθημερινά πια με παρόμοιες περιπτώσεις. Συλλαμβάνουμε συνέχεια τέτοιους αλλόκοτους τύπους. Παρανοϊκούς δολοφόνους, κατάσκοπους, ντετέκτιβς, υπερήρωες, νίντζα. Όλοι λαθροσινέτυποι. Άνθρωποι χωρίς χαρτιά, χωρίς παρελθόν, χωρίς ταυτότητα. Τους κρατάμε στο Τμήμα και τους ανακρίνουμε, ώσπου μια μέρα ξαφνικά βρίσκουμε το κελί άδειο. Εξαφανίζονται, γίνονται καπνός. Έτσι!”
Και χτύπησε τα δάχτυλά του.

Το τασάκι ήταν ξέχειλο. Η καφετιέρα και το μπουκάλι είχαν αδειάσει.
Είχα μείνει άναυδος. Και λίγο τρομαγμένος, πρέπει να πω. Ήμουνα βέβαιος τώρα πως ο τύπος δεν ήταν στα καλά του. Τόση ώρα, σκέφτηκα, δεν είχε βγάλει το καπέλο του, είχε ακόμα κουμπωμένη την καμπαρντίνα ως επάνω και σηκωμένο το γιακά.

“Πρέπει να προσέχεις”, συνέχισε. “Αν ήσουνα φανατικός της κωμωδίας, δεν θα ανησυχούσα. Το πολύ πολύ να πατήσεις καμιά μπανανόφλουδα στο δρόμο, κάποιος να σου πετάξει μια τούρτα καταπρόσωπο, να σε μπουγελώσει, τέτοια πράγματα. Είδα όμως πως σου αρέσουν κι οι ταινίες τρόμου. Ό,τι χειρότερο. Καλύτερα να τις μαζέψεις όλες και να τις ρίξεις στα σκουπίδια, πριν είναι αργά”.
Σταμάτησε ξαφνικά σαν κάτι να θυμήθηκε και μου έγνεψε με το δάκτυλο σιωπή. Έσκυψε προς το μέρος μου και μου ψιθύρισε στο αυτί.
“Νοιώθεις, μήπως, καμιά φορά πως κάποιος είναι κάτω από το κρεβάτι και παραμονεύει;”
Του έγνεψα ναι με το κεφάλι. Πολύ συχνά.
Σηκώθηκε τότε και ξεκούμπωσε την καμπαρντίνα. Από τη θήκη που κρεμόταν στο πλευρό του έβγαλε ένα πιστόλι. Με κοίταξε με νόημα και πλησίασε αργά το κρεβάτι. Με μια ξαφνική κίνηση έπεσε στα γόνατα και τράβηξε με το ένα χέρι την κουβέρτα προτείνοντας με το άλλο το πιστόλι του. Σηκώθηκε ανακουφισμένος φτιάχνοντας τα ρούχα του. Κουμπώθηκε ξανά.
“Συνήθως αυτοί έρχονται τη νύχτα”, μου είπε. “Περιμένουν να ξαπλώσεις πρώτα”.
Σ' αυτό είχε δίκιο.
Ύστερα μου έδειξε την πόρτα του μπάνιου.
“Ελπίζω να μην κλείνεις την κουρτίνα όταν κάνεις μπάνιο. Είναι ο πιο κοινός λαθροσινέτυπος για τύπους σαν κι εσένα”.
Τον διαβεβαίωσα πως έβγαλα και πέταξα την κουρτίνα του μπάνιου εδώ και μέρες. Ντράπηκα που το ομολόγησα, μα ήταν αλήθεια.
Ο τύπος είχε αρχίσει να με υποβάλλει.
Πλησίασε τότε στη ντουλάπα. Κρατούσε ακόμα το πιστόλι στο χέρι.

Ήθελα να του πω να μην το κάνει, την είχα κλειδωμένη τη ντουλάπα από καιρό, από τότε που μου φάνηκε πως είδα ανάμεσα στα κρεμασμένα ρούχα δυο κόκκινα μάτια να με κοιτάζουν, μα είχα παγώσει, δεν του μίλησα, ίσως ελπίζοντας ενδόμυχα να διαψευστώ. Μα αυτό που φοβόμουν συνέβηκε.
Τα φύλλα της ντουλάπας άνοιξαν απότομα τη στιγμή που γύριζε το κλειδί και ένα απαίσιο σκελετωμένο χέρι πετάχτηκε, τον άρπαξε από το γιακά και τον τράβηξε μέσα. Άκουσα μόνο τον υπόκωφο θόρυβο και τα βογγητά του κι ύστερα τον πυροβολισμό και τον είδα ξανά να οπισθοχωρεί με έκπληκτο ύφος. Στο στήθος του ήταν χωμένο ένα μαχαίρι ως τη λαβή κι ένας κόκκινος λεκές απλωνόταν στην καμπαρντίνα του. Το πιστόλι του, που κάπνιζε ακόμα, έπεσε από το χέρι του κι ύστερα σωριάστηκε κι αυτός βαρύς κι άψυχος στο χαλί.
Είχα πετρώσει. Έμεινα καθισμένος εκεί για ώρα. Κοίταζα μια τον αστυνομικό στο πάτωμα και μια την ανοιχτή ντουλάπα. Κανείς δεν βγήκε από εκεί. Κάποτε βρήκα το κουράγιο, σηκώθηκα όσο αθόρυβα μπορούσα, έσπρωξα δυνατά τα φύλλα αποφεύγοντας να κοιτάξω μέσα και την κλείδωσα. Προσέχοντας να μην πατήσω το πτώμα, πήγα στην πόρτα, άνοιξα και βγήκα στο διάδρομο. Όλες οι πόρτες ήτανε κλειστές. Τίποτα δεν ακουγόταν. Μπορούσε να μην άκουσαν τον πυροβολισμό; Αυτοί που έστηναν αυτί στους τοίχους όλη μέρα;

Κλείδωσα και κάθισα στον καναπέ. Δεν ήξερα τι να κάνω. Και τότε ήρθαν όλοι τους. Άκουσα πρώτα το πνιχτό γέλιο του πλάσματος κάτω από το κρεβάτι. Ύστερα άκουσα τον ήχο του μαχαιριού που σερνόταν στον πάγκο της κουζίνας. Τη βρύση να στάζει στο νιπτήρα κι ένα κραγιόν να γράφει στον καθρέφτη ένα απαίσιο μήνυμα. Την πόρτα της ντουλάπας να βροντάει. Το πάτωμα να τρίζει πίσω μου. Δεν γύρισα να δω. Δίπλα μου το τηλέφωνο, που ήταν κομμένο εδώ και ένα μήνα, χτύπησε μα όταν το σήκωσα δεν μίλησε κανείς.
Έχασα κάθε κουράγιο. Έκλεισα τα μάτια, έκρυψα το κεφάλι μου στα χέρια και περίμενα. Ό,τι είναι να γίνει ας γίνει. Μόνο να τελειώσει γρήγορα.

Χτύπησε το κουδούνι ξαφνικά κι όλα σταμάτησαν. Πετάχτηκα και κοίταξα τρέμοντας από το ματάκι. Ήταν η Μπέτσυ. Της άνοιξα ανακουφισμένος και την έσφιξα στην αγκαλιά μου. Δεν ήθελα να δει το πτώμα, όμως δεν μπορούσαμε να μείνουμε εκεί στο διάδρομο. Στις πόρτες τα ματάκια αγρυπνούσαν και πίσω τους άκουγα ψίθυρους. Την τράβηξα μέσα κι έψαχνα τρόπο να της εξηγήσω. Όμως κανείς δεν κείτονταν στο πάτωμα, το χαλί δεν είχε ίχνη από αίμα και η ντουλάπα ήτανε ακόμα κλειστή. Χα! Ήταν παιχνίδι του μυαλού μου όλα αυτά; Ή μήπως ήταν κι ο αστυνόμος λαθροσινέτυπος κι εξαφανίστηκε μαζί με τον συμπαίκτη του πάνω στην ώρα;

Πήγα στο παράθυρο. Κανείς δεν ήταν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ανάσανα ανακουφισμένος. Θα σκεφτόμουν αργότερα τι είχε συμβεί στα αλήθεια. Όλα πήγαιναν καλά τώρα. Και η Μπέτσυ ήταν εδώ, κοντά μου. Κάθισα δίπλα της και της έπιασα το χέρι. Της χάιδεψα τα μαύρα σπαστά μαλλιά της. Τότε πρόσεξα τη χλωμάδα στο πρόσωπό της, το μελαγχολικό, ανήσυχο ύφος της, τον τρόμο που έκρυβε στα μάτια της.
“Είσαι καλά, Μπέτσυ;” τη ρώτησα. “Που ήσουνα τόσο καιρό; Τι σου συνέβη;”

Και να τι μου απάντησε, έτσι ακριβώς:
“I walked with a zombie...”