Οι άνθρωποι χρειάζονται ένα γκιώνη. Έναν κακό μαντατοφόρο. Να ρίχνουνε σ’ αυτόν το φταίξιμο για τα στραβά της ζωής τους και να ξορκίζουν το κακό. Εκείνο που φοβούνται να ερμηνεύσουν ή να αποδεχτούν. Παρηγοριούνται έτσι ότι έκαναν αυτό που πρέπει, ώστε ανάλαφροι και με ήσυχη συνείδηση να αφεθούν μετά άβουλοι στα ήρεμα νερά του ποταμού που πάει και πάει δίχως όχθες. Να! Δείτε με, επιπλέω!
Γύρω από την ΠΥΡΚΑΛ ορθώνεται μια μάντρα. Πετρόχτιστη, ψηλή, με συρματόπλεγμα, σαν μάντρα φυλακής ή στρατοπέδου. Τα βράδια σπάνιο να διασταυρωθείς εκεί με κάποιον, εκτός από τα παιδιά που σχολάνε από τα φροντιστήρια ή κάποιον που έχει βγάλει βόλτα το σκυλί του. Υπάρχει πάντα διάχυτη μια μυρωδιά αμμωνίας, καθώς η ερημιά και το σκοτάδι διευκολύνουν τους ταξιτζήδες να αδειάζουν την κύστη τους πίσω από τα παρκαρισμένα φορτηγά. Παραδίπλα, στη γωνία, κάποιοι άλλοι αδειάζουν τα μπάζα τους. Αν τύχει και περάσεις από κει, πρέπει να ακροβατείς και να ελίσσεσαι ανάμεσα σε σακούλες, τζάμια, λεκάνες και νιπτήρες, πόρτες, ξεκοιλιασμένους καναπέδες, ξεριζωμένες γιούκες, κάτουρα και ακαθαρσίες σκύλων. Προσέχοντας συγχρόνως, οι γυναίκες, μήπως χάσουν την τσάντα τους από κάποιον εποχούμενο τσαντάκια.
Σ’ αυτή τη διόλου ελκυστική για περίπατο μάντρα έσερνε συχνά κι εμένα το σκυλί μου, ίσως γιατί εκεί μπορούσε να εξασκήσει αποτελεσματικά την όσφρησή του. Μέχρι εκείνη τη νύχτα.
Ήσυχη νύχτα, τα αυτοκίνητα λιγοστά, τα μπάζα μαζεμένα. Στον κάδο της ανακύκλωσης κάποιος, με ένα φακό στο ένα χέρι κι έναν αυτοσχέδιο γάντζο στο άλλο, έψαχνε. Το σκυλί με πήγε ώς εκεί που ήθελε κι ύστερα στράφηκε μόνο του, όπως συνηθίζει, για να επιστρέψουμε. Τότε ακούστηκε. Είχα χρόνια να ακούσω αυτόν τον ήχο και δεν περίμενα ποτέ πως θα τον άκουγα μέσα στην πόλη. Κάτι ανάμεσα σε λυγμό και σφύριγμα είναι. Σαν κόμπος στο λαιμό της νύχτας. Δεν κοίταξα να δω από πού ήρθε, από κάποιο δέντρο ή από τις στέγες του εργοστασίου. Τράβηξα το σκυλί να φύγουμε πιο γρήγορα. Γιατί θυμήθηκα μια άλλη νύχτα.
Πριν πολλά χρόνια, στο χωριό μου, έτυχε να συμπέσουν κάποιοι απρόσμενοι θάνατοι με την εμφάνιση μιας σκλώπας. Καθώς οι συμπτώσεις έχουν δύναμη πειθούς, κρίθηκε πως υπάρχει άμεση σχέση και πως εκείνη ήταν υπεύθυνη για τους θανάτους. Γι’ αυτό και, ομόφωνα, καταδικάστηκε. Την ποινή ανέλαβαν να εκτελέσουν οι άντρες του χωριού. Μαζεύτηκαν στην πλατεία κι οργάνωσαν απόσπασμα.
Το σπίτι μας είναι στην άκρη του χωριού. Καθόμουν στην αυλή όταν πέρασαν, δεν είχα ύπνο. Μεσάνυχτα, πίσσα σκοτάδι, κι αυτοί με τους πλακέ φακούς, τα λουξ, τα φυσεκλίκια και τα δίκαννα περάσανε το δρόμο βαρύθυμοι και βλοσυροί λες και πηγαίνανε στον πόλεμο. Η σκλώπα ακουγόταν κιόλας στο βουνό από ώρα. Όμως μετά από λίγο, όταν φτάσανε οι κυνηγοί κοντά της, σώπασε. Ύστερα ακούστηκε ξανά στον κάμπο. Από τις φωνές που έφταναν ώς εμένα από το απόσπασμα, κατάλαβα ότι είχαν χωριστεί σε ομάδες.
Είχε περάσει ώρα αφότου έφυγαν. Καθόμουνα εκεί στα σκοτεινά και κοιταζόμουν με τα σαμιαμίθια. Στο απέναντι σπίτι άνοιξε η πόρτα. Βγήκε ο Μανούσος. Κάθισε στην πεζούλα κάτω από τη χαρουπιά και άναψε τσιγάρο. Στο φως της φλόγας είδα για μια στιγμή χλωμό το πρόσωπό του.
Δεν ακουγόταν πια η σκλώπα. Στην απόλυτη ησυχία της νύχτας έρχονταν μόνο από μακριά οι μιλιές αυτών που είχαν βγει να τη σκοτώσουν. Ο Μανούσος στράφηκε προς το μέρος μου. Ζάρωσα όσο μπορούσα πίσω από τις γλάστρες. Έσβησε το τσιγάρο κι άναψε άλλο. Στη χαρουπιά, ένα κλαδί που έγερνε από πάνω του ταλαντεύτηκε ελαφρά και θρόισαν τα φύλλα κι εκείνος σήκωσε το κεφάλι. Κοίταξα εκεί που κοίταζε και είδα μια σκιά στο φύλλωμα, πιο μαύρη από τις άλλες. Και τότε ακούστηκε το κλάμα της. Ξανά και ξανά, σαν να έσταζε δάκρυα το σκοτάδι. Εκείνος καθόταν από κάτω και την κοίταζε ακίνητος. Πέρασε ώρα έτσι. Ώσπου ακούστηκαν τα βήματα των κυνηγών που επέστρεφαν. Τότε η σκλώπα σώπασε, άνοιξε τα φτερά της, πέταξε μακριά και δεν ξανάρθε στο χωριό. Ο Μανούσος μπήκε στο σπίτι κι έκλεισε την πόρτα. Το άλλο πρωί δεν ξύπνησε.
Δεν ξαναπήγα έκτοτε στη μάντρα της ΠΥΡΚΑΛ. Τραβάω το σκύλο μου και πάω αντίθετα. Δεν μπορώ ακόμα όμως να ησυχάσω. Με κατατρέχει η ιδέα πως ο γκιώνης με ακολούθησε, πως, κρυμμένος στις φυλλωσιές του ευκάλυπτου έξω από το παράθυρό μου, με παρακολουθεί, και μια νύχτα θα χτυπήσει το τζάμι να του ανοίξω. Σαν εκείνο το Κοράκι. Ή ότι, ίσως, έχει ήδη χωθεί μέσα στο σπίτι και λουφάζει στις πιο σκοτεινές γωνιές. Τον διαισθάνομαι συχνά πίσω από την πλάτη μου, ν’ ανοίγει τα φτερά του για να ξεμουδιάσει, να στρέφει το κεφάλι του αργά προς τη μεριά μου. Περιμένω από ώρα σ’ ώρα ν’ ακούσω τη φωνή του. Σχεδόν αδημονώ.
Μα ακόμα χειρότερα –πρέπει να σας το πω–, μερικές φορές νιώθω ότι εγώ ο ίδιος είμαι ο γκιώνης. Που έχει γυρίσει τα μέσα έξω και τα φτερά του γαργαλούν τα σωθικά και το μυαλό μου, και τα νύχια του ακονίζονται στα νεύρα μου. Κι όταν μιλάω πάλλεται το δικό του στήθος και η φωνή του αντηχεί μες στο κεφάλι μου. Ένας απόηχος που δεν πιάνει το ανθρώπινο αυτί γλιστράει τότε έξω και οι άνθρωποι φεύγουν μακριά μου ανήσυχοι κι ανατριχιάζουν. Χωρίς όμως ποτέ να αντιλαμβάνονται το λόγο.
.
Σκεψου οτι αυτοι που τον ονομαζουν Γκιωνη λενε μια αλλη ιστορια: ο Γκιωνης ψαχνει τον χαμενο αδερφο του. Και οταν τον βρει και αφου τελειωσουν τα πρωτα αγγαλιασματα, θα ζησουν και οι δυο καλα και εμεις καλυτερα. Θα παντρευτουμε η οχι, θα κανουμε πολλα παιδια, λιγα η καθολου. Ο καθενας τον δρομο του αλλα με προγραμματισμενη συναντηση στο καλεσμα του Γκιωνη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ παράδοση που ξέρω εγώ λέει πως ο γκιώνης σκότωσε τον αδερφό του κι ύστερα μετάνοιωσε, γι' αυτό κλαίει και τον φωνάζει.
ΔιαγραφήΚατά τα άλλα ναι, ο καθένας τον δρόμο του, κι ο κάθε δρόμος τα σταυροδρόμια του. Χωρίς απαραιτήτως γκιώνη.
Όχι, δεν τον σκότωσε, τον έστειλε να βρει το χαμένο πρόβατο από αυτά που ο πατέρας τους τους είχε εμπιστευτεί να φυλάνε, γιατί ο μικρός αποκοιμήθηκε όταν έκανε τη βάρδια του κι ο μεγάλος του είπε "μην έρθεις αν δεν το βρεις". Η μετάθεση της ευθύνης μπορεί να έχει ολέθρια αποτελέσματα λέει η ιστορία. Επίσης, η εμμονή στην πειθαρχία, στο πώς τα πράγματα θα γίνονται σωστά. Λέει επίσης "Να αγαπάτε τα μικρά σας (και τα μεγάλα) αδέρφια, ακόμα κι όταν κάνουν λάθη γιατί δεν ξέρετε πόσο άδεια είναι η ζωή χωρίς αυτά. Να τα καλείτε κι ίσως νάρθουν κοντά σας, ίσως κάπου έχουν καθυστερήσει μέσα στη νύχτα, ίσως ψάχνουν το δρόμο στο δάσος - κακή ιδέα εκείνα τα ψιχουλάκια". Quasar μου ρίξε μας κι ένα χαμόγελο για ξεκάρφωμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧρωστάω πολλά χαμόγελα. Είχαν χαθεί κι αυτά στο δάσος αλλά έχουν βρει το δρόμο κι έρχονται.
ΔιαγραφήΚαμμία από αυτές τις ιστορίες δεν ήξερα και ευχαριστέμαι που τις διάβασα :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εγώ ευχαριστιέμαι που ευχαριστιέσαι :)
ΔιαγραφήΟ Μ. σήκωσε το κεφάλι. Κοίταξα εκεί που κοίταζε κι είδα μια σκιά στο φύλλωμα ανάμεσα στις άλλες. Και τότε ακούστηκε η φωνή της. Ξανά και ξανά, σαν να έσταζε δάκρυα το σκοτάδι. Ο Μ. καθόταν από κάτω και την κοίταζε ακίνητος...εξαιρετικα συμπυκνωμενη και διδακτικη η ιστορια...και πάλι!για να το ελαφρύνω,και το δικό μου χωριό κάτι βράδια γίνεται κακός χαμός με τις κουκουβάγιες..ταράζονται τα γρα ι΄δια μην και τις προσκαλούν..και τραβάνε ένα πάρτυ κάθε που η νεκροκαμπάνα βαρά ,χορέυουν από τρελη χαρά..που δέν ήταν εκείνες,ρίχνουν ντεμέκ και κάνα δάκρυο...εγω πάλι κάθομαι και τις κοιτώ..με απορίες,που της παρούσης δεν είναι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαραστατικότατη η περιγραφή των γραϊδίων, σαν να τις βλέπω :)) Σε ευχαριστώ.
Διαγραφή