Στις 30 Αυγούστου του 2014, όταν ο Αρτέμης Λ. επιστρέφοντας από τις διακοπές του γύρισε το κλειδί και άνοιξε την πόρτα, ανακάλυψε έντρομος πως το σπίτι όπου είχε μπει δεν ήταν το δικό του. Τίποτα δεν του θύμιζε οτιδήποτε εκεί μέσα. Μα ούτε που θυμόταν πια πώς ήταν το δικό του σπίτι. Στο κεφάλι του αυτουνού φύσαγε ακόμα ένα μελτέμι κι όλα τα σκέφτονταν θολά. Μη έχοντας πού αλλού να πάει, άφησε σε μιαν άκρη τη βαλίτσα κι έκλεισε πίσω του την πόρτα.
Δεν ήταν εύκολη η προσαρμογή. Πέρασε όλη τη μέρα εξετάζοντας το σπίτι με την επιφυλακτικότητα κι αμηχανία επίδοξου ενοικιαστή. Άνοιγε κι έκλεινε ντουλάπια, άνοιγε κι έκλεινε τις βρύσες. Το σπίτι μύριζε κλεισούρα καθώς και μια άλλη μυρωδιά, άγνωστή του, μάλλον την ανθρωπίλα του προηγούμενου ένοικου.
Όταν πια βράδιασε, ήπιε νερό σκύβοντας κάτω από τη βρύση κι έφαγε από τις κονσέρβες που βρήκε στο ντουλάπι. Απέφυγε με βδελυγμία τον καναπέ όπου δέσποζε ένα βαθούλωμα, ποιος ξέρει από τίνος τα πισινά, και προτίμησε μια ολότελα άβολη καρέκλα για να δει τηλεόραση. Ύστερα έστρωσε τον υπνόσακο δίπλα στο κρεβάτι και κοιμήθηκε.
Το άλλο πρωί, 31 Αυγούστου, τόλμησε να κάνει μπάνιο. Χρησιμοποιώντας όμως το σφουγγάρι που είχε φέρει μαζί του από τις διακοπές. Όταν ξεπλύθηκε όλη η αρμύρα από το σώμα του, όταν κι ο τελευταίος κόκκος άμμου από τις σαγιονάρες του βούτηξε στο σιφώνι, άρχισε να αισθάνεται καλύτερα.
Πήγε στην κουζίνα κι ήπιε νερό από αυτό που αποφάσισε πως είναι το αγαπημένο του ποτήρι. Χάιδεψε τις καρέκλες ώσπου διάλεξε ποια θα είναι η αγαπημένη του, την τράβηξε προσεκτικά και κάθισε. Ακούμπησε την πλάτη και χαλάρωσε. Δεν ήταν άσχημα, άρχιζε να του αρέσει αυτό το σπίτι.
Πήγε στον καναπέ και κάθισε διστακτικά σε εκείνη τη λακούβα. Βολεύτηκε, αφέθηκε, το σώμα του απλώθηκε και χύθηκε ώσπου να ταιριάξει στο καλούπι. Είσαι ασφαλής εδώ, άκουσε να του ψιθυρίζουν. Η λακούβα ήταν ακριβώς στα μέτρα του.
Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε στο κρεβάτι. Κατάφερε με τα πολλά να προσαρμόσει το σώμα του στο στρώμα που κατηφόριζε στη μέση και να κοιμηθεί γλυκά. Ονειρεύτηκε πως είδε τα όνειρα κάποιου άλλου.
Στη 1 Σεπτέμβρη του 2014, όταν ξύπνησε ήταν όντως κάποιος άλλος. Αυτός ο άλλος, που λεγόταν επίσης Αρτέμης Λ., θυμόταν πως το σπίτι είναι δικό του. Καμιά αμφιβολία δεν είχε. Κι απόρησε με τα μπαγκάζια που είδε πεταμένα στο χολ. Γιατί ο κόσμος αυτού του Αρτέμη Λ. δεν ήξερε από διακοπές και τέτοια, ήθελε τάξη και συνέπεια.
Όταν άνοιξε όλα τα παράθυρα να μπει το φως, ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από ένα μαύρο σύννεφο. Ένα βρώμικο αεράκι φύσηξε ωραία και μπούκαρε από τα παράθυρα κι ήρθε και άδειασε στο σπίτι πρώτα καυσαέριο και σκόνη κι ύστερα δελτία ειδήσεων, υπουργούς, χαράτσια, κατασχέσεις, ωράρια, απολύσεις, δημοσιογράφους, τεχνοκράτες, λογαριασμούς, σκουπίδια, τραπεζίτες, δόσεις, πρόεδρους, στελέχη, σωτήρες, πίτσες, φασίστες, μητροπολίτες, συγγραφείς, φόρους, σουξέ, εμφιαλωμένα, ληξιπρόθεσμα, πρωτοσέλιδα, λάικς, μνημόνια, σήριαλ, καθοδηγητές, εργοδότες, μποτιλιαρίσματα, μίσος, πολιτευτές, κατεβασμένα ρολά, ερημιά, χειμώνες. Γέμισε όλο το σπίτι απ' άκρη σ' άκρη, δεν είχε χώρο να ακουμπήσει.
Όταν άνοιξε όλα τα παράθυρα να μπει το φως, ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από ένα μαύρο σύννεφο. Ένα βρώμικο αεράκι φύσηξε ωραία και μπούκαρε από τα παράθυρα κι ήρθε και άδειασε στο σπίτι πρώτα καυσαέριο και σκόνη κι ύστερα δελτία ειδήσεων, υπουργούς, χαράτσια, κατασχέσεις, ωράρια, απολύσεις, δημοσιογράφους, τεχνοκράτες, λογαριασμούς, σκουπίδια, τραπεζίτες, δόσεις, πρόεδρους, στελέχη, σωτήρες, πίτσες, φασίστες, μητροπολίτες, συγγραφείς, φόρους, σουξέ, εμφιαλωμένα, ληξιπρόθεσμα, πρωτοσέλιδα, λάικς, μνημόνια, σήριαλ, καθοδηγητές, εργοδότες, μποτιλιαρίσματα, μίσος, πολιτευτές, κατεβασμένα ρολά, ερημιά, χειμώνες. Γέμισε όλο το σπίτι απ' άκρη σ' άκρη, δεν είχε χώρο να ακουμπήσει.
Ανακουφισμένος για μια ακόμα φορά που η ζωή του είχε κάποιες σταθερές, ο Αρτέμης Λ. πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε για την πρώτη μέρα της δουλειάς του. "Καλημέρα, καλό μήνα και καλό Χειμώνα", έλεγε καλόκεφος σε όποιον συναντούσε και μερικοί τον κοίταζαν περίεργα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου