Από το ένα χέρι τον κρατούσε η μάνα του κι από το άλλο ο πατέρας. Βάδισε έτσι αδέξια στην άμμο. Πρώτα ζεστή αυτή, ύστερα υγρή και κρύα. Κι έφτασαν στο νερό κι αυτό του έγλειψε τα πόδια και στην αρχή φοβήθηκε. Στον Πόρο ή στην Αλικαρνασσό. Κι η μάνα σήκωσε το φουστάνι μην το βρέξει και πήγαν λίγο πιο βαθιά. Τότε άφησε το χέρι του ο πατέρας του και χάθηκε. Κι αυτός τράβηξε και το άλλο χέρι, γιατί στο μεταξύ είχε μεγαλώσει. Μάνα, της είπε, άσε με, μπορώ. Κι αφέθηκε στην αγκαλιά της θάλασσας κι αυτή τον κράτησε και του ψιθύρισε να μη φοβάται. Τον λίκνισε όμορφα και τον κανάκεψε με τους αφρούς της και τον σήκωσε να τον δει ο ήλιος. Και την αγάπησε βαθιά. Έτσι άρχισε. Γύρισε να κοιτάξει πίσω κι είδε μόνο τους φίλους του. Στον Κούλε. Η μάνα του περίμενε στο δρόμο για να τον μαλώσει. Μαθητής του δημοτικού και κατηφόριζε μονάχος του να βρει τη θάλασσα. Έφηβος, Αμνισό και Φλώριδα. Ύστερα πιο μακριά. Φορτωμένος στην πλάτη ένα σακίδιο κι ένα υπνόσακο, με ωτοστόπ, ένας μικρούλης Τάλως. Φαλάσαρνα, Πλακιάς, Αγία Γαλήνη, Φραγκοκάστελλο, Άγιος Παύλος, Κερατόκαμπος, Βάι... Όχι για να φυλάξει τη στεριά αυτός αλλά για να χαρτογραφήσει τα όριά της. Για να γεμίσει με αρμυρό νερό τις φλέβες του, να έχει να ζήσει όταν φύγει.
Βράχια, άμμος, βότσαλα, κοχύλια, αρμυρίκια, κρινάκια, εκβολές, λιμάνια, κάστρα, μονοπάτια, μελτέμια, πηγές, φύκια, ήλιος. Νερά γαλάζια, πράσινα, θολά. Θάλασσα ήρεμη σαν λάδι, θάλασσα αγριεμένη, θάλασσα κυκλοθυμική. Έρωτας μέσα στα νερά της. Στα βράχια μιας θαλασσινής σπηλιάς. Σε υπνόσακο δίπλα στο κύμα.
Κι ο ήχος της. Τραγούδι φάλαινας και φλοίσβος. Ένα αόρατο κοχύλι μόνιμα στο αυτί του, να του διηγιέται ιστορίες. Μέχρι τώρα.
Κι έφευγε, όλο έφευγε, ώσπου έφυγε στ' αλήθεια.
Βράχια, άμμος, βότσαλα, κοχύλια, αρμυρίκια, κρινάκια, εκβολές, λιμάνια, κάστρα, μονοπάτια, μελτέμια, πηγές, φύκια, ήλιος. Νερά γαλάζια, πράσινα, θολά. Θάλασσα ήρεμη σαν λάδι, θάλασσα αγριεμένη, θάλασσα κυκλοθυμική. Έρωτας μέσα στα νερά της. Στα βράχια μιας θαλασσινής σπηλιάς. Σε υπνόσακο δίπλα στο κύμα.
Κι ο ήχος της. Τραγούδι φάλαινας και φλοίσβος. Ένα αόρατο κοχύλι μόνιμα στο αυτί του, να του διηγιέται ιστορίες. Μέχρι τώρα.
Κι έφευγε, όλο έφευγε, ώσπου έφυγε στ' αλήθεια.
Χώρια της δεν μπορούσε. Την αγαπούσε πάντα όπως πρώτα. Κι έπεφτε αχόρταγα στην αγκαλιά της κάθε καλοκαίρι.
Σπάνια πια επέστρεφε στο ίδιο μέρος. Ήθελε να γνωρίσει κάθε όψη της. Όπως ο εραστής που εξερευνά κι ανακαλύπτει συνεχώς νέα σημεία να λατρέψει στο ίδιο σώμα. Ίος, Πάρος, Φολέγανδρος, Αστυπάλαια, Ικαρία, Σχοινούσα, Κουφονήσια, Σίφνος, Σαμοθράκη, Κάρπαθος, Σκόπελος, Λέρος...Με χίλια ονόματα και χίλια πρόσωπα, η ίδια η πρώτη εκείνη θάλασσα. Τα κύτταρά του ποτισμένα. Λέπια στην ψυχή, αρμύρα στο μπλουζάκι. Φωτογραφίες σε κούτες, θαλασσόξυλα στο ράφι, βότσαλα σε βαζάκια. Άμμος στις βαλίτσες, στα σεντόνια, στα βιβλία, στα μάτια.
Άμμος που στάζει στη Μεγάλη Κλεψύδρα.
Πήρε κι αυτός τα παιδιά του απ' το χέρι κι έβρεξαν δειλά τα πόδια τους. Κι έκλαψαν όταν ήπιαν αρμυρό νερό, φοβήθηκαν και γέλασαν. Και άφησαν τα χέρια του, μπήκαν μωρά στη θάλασσα και την αγάπησαν, βαφτίστηκαν και βγήκαν άντρας και γυναίκα.
Σιγά και ανεπαίσθητα στην αρχή, κάτι άλλαζε. Ανάπτυξη το λέγανε κι ερχόταν όλο και πιο γρήγορα. Στο τέλος ίσα που προλάβαινε. Κάθε που έφευγε από κάπου, γύριζε το κεφάλι να κοιτάξει πίσω και την έβλεπε να ξεπροβάλλει, μορφάζοντας απαίσια και φτύνοντας γύρω σκουπίδια, να τρέχει στο κατόπι του με πελώριες δρασκελιές. Άνοιγε πίσω του η αμμουδιά κι από το βάραθρο ορθώνονταν ως τον ουρανό τσιμέντα, τούβλα κι αλουμίνια. Σύννεφο η σκόνη, κι έρχονταν μέσα από τον κουρνιαχτό τα φορτηγά και οι μπουλντόζες. Μάντρες ελίσσονταν σαν φίδια, κατέβαιναν από τους λόφους κι έφταναν στο κύμα. Ομπρέλες έπεφταν από ψηλά και μπήγονταν στην άμμο. Πήδαγε αλαφιασμένος στο καράβι και πίσω ορδές τσαλαπατούσαν τα κρινάκια, ισοπέδωναν τις αμμοθίνες, μπάζωναν τα ρέματα κι έφτιαχναν γήπεδα γκολφ κι ύστερα χόρευαν γύρω από τα μπαρ και τις πισίνες.
Έβλεπε από το κατάστρωμα τα μέρη που είχε κάποτε επισκεφτεί κι ήταν πια αγνώριστα. Κι η ίδια η θάλασσα φαινότανε θλιμμένη κι ανόρεχτα, με απέχθεια, άγγιζε τη στεριά και γύρναγε την πλάτη στους ανθρώπους. Μα αυτοί αδιάφοροι τσαλαβουτούσαν στα νερά της ξερνώντας μουσακά και ουίσκια και φωτογράφιζαν ο ένας τον άλλο ενώ από τα μπαλκόνια κάποιοι άλλοι ανέμιζαν θριαμβευτικά νομοσχέδια και μπίζνες πλανς.
Όλο και δυσκολότερο γίνεται πια να ξαναβρεί τη θάλασσα που ήξερε. Συχνά ανεβαίνει στην ταράτσα να δει ένα μικρό κομμάτι της που ασημίζει στο βάθος ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Κι εύχεται να μπορούσε να τραντάξει τη γη και να σηκώσει ένα τσουνάμι. Να έρθει αυτό και να σαρώσει τις ακτές και να τις κάνει όπως πρώτα. Να σαρώσει όσα χρόνια πέρασαν και να βρεθεί ξανά εκεί στην πρώτη αμμουδιά, στο πρώτο κύμα.
Όπως το λες: Περί αιγιαλού και συναφών αναδιαρθρώσεων. Με αγάπη
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, πρώτα μας τσακίζουν κι ύστερα έρχονται να μας αναδιαρθρώσουν.
Διαγραφή