Ζηλεύω τους αισιόδοξους. Θαυμάζω όσους αντέχουν.
Βλέπω καμιά φορά στη μάντρα κάτι γάτους. Τρισάθλιοι, αναμαλλιασμένοι, βρωμεροί, τρέχει το πύον από το μοναδικό τους μάτι. Παρά τα χάλια τους στέκουν εκεί στη μάντρα ευθυτενείς και λιάζουν τις πληγές τους, σαν να μην τρέχει τίποτα. Παρότι ηττημένοι κατά κράτος, καμώνονται τους ρωμαλέους και νιαουρίζουν απειλητικά, χωρίς καμιά απολύτως σκέψη να λακίσουν, στη θέα του ανταγωνιστή τους που λίγο πριν τους κατατρόπωσε. Θέλω να τους χαϊδέψω το κεφάλι, αλλά ποτέ δεν θα με αφήσουν.
Στην ξύλινη εξέδρα, που πιάνει την πλατεία απ' άκρη σ' άκρη, κόσμος πολύς σκαρφαλωμένος. Σφίγγουν χαρούμενοι τα χέρια, φιλιούνται σταυρωτά, δίνουν ευχές. Φαίνεται να προσμένουν κάτι έξοχο, ένα θρίαμβο, μια γιορτή. Ίσως να είναι μια γενναία τελευταία πόζα. Ίσως πραγματικά δεν βλέπουν πως παραδίπλα στην εξέδρα έχει στηθεί η αγχόνη κι ο δήμιος περιμένει. Φωνάζω, δεν βγαίνει ήχος. Τους δείχνω, μα το βλέμμα τους περνάει μέσα από τη θηλιά χωρίς να την αγγίζει και φτάνει εκεί που αρχίζει η αμμουδιά και λαμπυρίζει η θάλασσα. Και η θηλιά είναι ένα εκκρεμές κενό γατίσιο μάτι που αιωρείται στάζοντας αίμα και αρμυρό νερό.
(Την αμμουδιά εκείνη τη θυμάμαι. Την άμμο τη γνωρίζω κόκκο κόκκο, όπως και τα επισφαλή εφήμερα παλάτια με τα σαθρά θεμέλια. Κανείς δεν περιμένει να τα ξαναβρεί εκεί το άλλο καλοκαίρι. Στέκουνε όμως στέρεα όπως πρώτα σε μια άλλη διάσταση, εκεί που μεθυσμένοι ονειροπόλοι υπνοβατούν τρεκλίζοντας πάνω στις περσινές, προπέρσινες, αρχαίες πατημασιές, παίρνοντας κάθε νύχτα ανεξαιρέτως το μαύρο πλοίο της γραμμής).
Προχθές στο γιορτινό τραπέζι σήκωσαν το ποτήρι τους μισογεμάτο κι έκαναν πρόποση στο μέλλον. Κοίταξα το δικό μου κι ήταν μισοάδειο. Δεν φταίει πάντα ο κεραστής, φταίει η οπτική κι ο φωτισμός. Και η απόσταση του παρατηρητή.
Πόσο φαρμάκι ήπιαμε, πόσο κρασί μας μένει ακόμα; Πώς να μετρήσεις; Ποια η διαφορά; Δεν θα έπρεπε να υπάρχει αμφιβολία. Θα έπρεπε όλα τα ποτήρια μας να είναι φτιαγμένα με άσπρο πάτο.
Και τα μπουκάλια επίσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου