Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΟΝ ΑΚΑΛΥΠΤΟ




«Προς Θεού, ρε συ, δεν είναι τα λεφτά. Εντάξει, υπάρχει κάποιο μικρό θέμα με την τράπεζα. Και με την εφορία, ναι. Αλλά, ρε φίλε, να σου πω την αλήθεια, οι διακοπές με κουράζουν. Παλιοκατάσταση είναι, σκέψου το. Τι να ζηλέψω; Το βρώμικο κατάστρωμα στο σκυλοπνίχτη; Το rooms to let που πριν ήτανε στάβλος; Τις τσούχτρες; Να ιδροκοπάς κάτω απ’ τον ήλιο φορτωμένος πετσέτες κι αλλαξιές και να μη βρίσκεις μια σκιά ν’ αράξεις; Να παραγγέλνεις παγωμένη μπύρα και μέχρι να στη φέρουν να έχει γίνει τσάι; Γάμησέ τα. Αν το καλοσκεφτείς είναι μεγάλος μπελάς. Κι αυτή η άμμος; Να μπαίνει παντού, ρε συ. Στα βιβλία, στο ψωμί, στα σεντόνια, στα μαλλιά, στα δόντια, στα μάτια. Ναι ρε, σου λέω, εδώ θα τη βγάλουμε, δεν πάμε πουθενά. Ούτε και πέρσι πήγαμε. Δεν είναι τα λεφτά, κατάλαβες; Είναι ωραία η Αθήνα άδεια. Στο μπαλκονάκι με τη φραπεδιά, το ανεμιστηράκι, το αντικουνουπικό, θέα στον ακάλυπτο. Άρχοντας. Κι άσε τους άλλους να βουτάνε. Σιγά το πράμα. Έχουμε φάει τις θάλασσες με το κουτάλι εμείς. Βαρεθήκαμε, πώς να το κάνουμε; Όταν εσείς πηγαίνατε, εμείς ερχόμασταν, κύριε παραθεριστά. Χα χα! Ναι, ρε, έγινε, θα τα πούμε, καλά να περάσετε. Χαιρετίσματα».

Έκλεισε το τηλέφωνο, έριξε μια ματιά στη στοίβα με τους λογαριασμούς και τις ειδοποιήσεις που όλο ψήλωνε, και πήγε στο υπνοδωμάτιο. Κοιμόταν ξαπλωμένη μπρούμυτα. Κάθισε στην καρέκλα και την παρατηρούσε. Μικρές σταγόνες ιδρώτα γυάλιζαν στο χνούδι πάνω από τα χείλη και στο μέτωπο. Πήγε στο μπάνιο και γύρισε με το αντηλιακό. SPF 20, έγραφε.
    «Να σου βάλω στην πλάτη;»
    Δεν τον άκουσε. Της σήκωσε τη μπλούζα και άρχισε να της απλώνει απαλά την κρέμα. Γύρισε το κεφάλι της από την άλλη.
    «Είσαι με τα καλά σου, μωρέ;» μουρμούρισε και την πήρε πάλι ο ύπνος.
    Έκατσε δίπλα της να τη φυλάει μην έρθουν σφήκες. Από τον ακάλυπτο ακούγονταν τα κύματα να δυναμώνουν. Μύριζε φύκια. Η θάλασσα φούσκωνε, πρέπει να είχε φτάσει τώρα ώς τον δεύτερο.Γλάροι πετούσαν ανάμεσα στις πολυκατοικίες και στην απέναντι ταράτσα ανέμιζαν, πιασμένα γερά με μανταλάκια, άσπρα πανιά ιστιοφόρων.
    Η άμμος έτριζε στο παρκέ κάτω από τις σαγιονάρες του.
    Πήγε προς τη μπαλκονόπορτα, προσέχοντας να μην πατήσει τα κρινάκια.
    «Ωραία θα ήταν τώρα μια βουτιά», σκέφτηκε.


3 σχόλια: