Θα έχετε ακούσει συχνά μεμψίμοιρους ανθρώπους κάποιας ηλικίας, συνήθως πάνω από σαράντα, να παραπονούνται με πικρία ότι δεν τους αρκεί πλέον ο χρόνος κι ότι δεν προλαβαίνουν να κάνουν τίποτα από όσα θα ήθελαν.
Το ίδιο συμβαίνει και με μένα. Εδώ και μερικά χρόνια τα αδιάβαστα βιβλία πληθαίνουν. Γεμίζω τον σκληρό δίσκο με μουσικές που δεν ακούω και ταινίες που δεν θα δω ποτέ. Δεν προλαβαίνω. Λες κι έχουνε μικρύνει οι μέρες. Στην αρχή νόμιζα πως φταίει το φορτωμένο πρόγραμμα και οι υποχρεώσεις. Μα όταν η ανεργία χτύπησε την πόρτα μου, και θεωρητικά είχα στη διάθεσή μου όλο το χρόνο του κόσμου, τίποτα ουσιαστικά δεν άλλαξε. Υπέθεσα τότε λοιπόν πως φταίει η ηλικία, πως όσο περνούν τα χρόνια αμβλύνεται εκείνη η νεανική οξύνοια και σπιρτάδα που μου επέτρεπε άλλοτε να ρουφώ τάχιστα τόμους ολόκληρους και να ποζάρω ως ειδήμων για κάθε είδους νέα ρεύματα και τάσεις. Είχα δίκιο κατά το ήμισυ.
Μια δημοσίευση του υποψήφιου για Νόμπελ φυσικού, φιλόσοφου και ποιητή Ιζιντόρ Μπόρχες στο έγκυρο περιοδικό Subscience and Surculture, μου άνοιξε τα μάτια.
Το άρθρο ξεκινά από τα βασικά. Από τον ορισμό του χρόνου ως η κίνηση της ύπαρξης από το παρελθόν στο μέλλον. Από την αντίληψη του χρόνου ως μετρήσιμου μεγέθους αλλά και ως συστήματος μέτρησης. Και συνεχίζει με την ειδική θεωρία της σχετικότητας σύμφωνα με την οποία αυτή η κίνηση μπορεί να επιβραδυνθεί σε εξαιρετικά μεγάλες ταχύτητες.
Ας υπενθυμίσουμε εδώ στους αναγνώστες ότι ήδη στα νεανικά του έργα, με αφορμή ακριβώς αυτή τη θεωρία, ο Ιζιντόρ Μπόρχες είχε διερευνήσει το αντίθετο πρόβλημα, τη σχέση δηλαδή των εξαιρετικά χαμηλών ταχυτήτων με την επιτάχυνση του χρόνου.
Τώρα αυτός ο Αναγεννησιακού τύπου πανεπιστήμονας μας εκθέτει μια ριζοσπαστική όσο και ρηξικέλευθη θεωρία, θεμελιωμένη μάλιστα σε πειραματικά δεδομένα, που φιλοδοξεί να ανατρέψει την αντίληψή μας για το χρόνο και να θέσει το πρόβλημα σε νέες βάσεις.
"Ο χρόνος δεν είναι χρονιστής", αστειεύεται παραφράζοντας τον Μαρξ για να εξηγήσει ότι όλα τα στερεότυπα περί του χρόνου ερμηνεύουν μόνο κάποιες πλευρές του και μάλιστα όχι τις σπουδαιότερες.
Ισχυρίζεται λοιπόν πως ο υποκειμενικός χρόνος ο οποίος, όπως όλοι έχουμε πολύ συχνά βιώσει, επιβραδύνεται ή επιταχύνεται ανάλογα με τα εξωτερικά ερεθίσματα και τα συναισθήματά μας, είναι μόνο μια μερική ένδειξη και εκδήλωση αυτού που ονομάζει "ατομικός χρόνος". Ο χρόνος αυτός είναι ανεξάρτητος από τα φυσικά φαινόμενα που χρησιμοποιούνται για την κατάτμηση και μέτρησή του (περιστροφή της γης κλπ). Είναι ένα διάνυσμα με αρχή τη στιγμή της γέννησης που ακολουθεί το άτομο σε όλη τη ζωή του. Και μάλιστα, πράγμα που είναι και το σημαντικότερο, δεν εκτελεί μια σταθερή κίνηση, αλλά διαθέτει σταθερά αυξανόμενη επιτάχυνση.
Αυτό το απέδειξε με ένα πείραμα. Εφοδίασε δυο ομάδες των έξι ατόμων, μια εφήβων και μια μεσηλίκων, με μολυβένια κουτιά που περιείχαν ρολόγια από τις πλέον αξιόπιστες μάρκες με την υποχρέωση να τα κουβαλούν πάντα μαζί τους. Τα ρολόγια ήταν μόνιμα συνδεδεμένα με ηλεκτρόδια με τον εγκέφαλο των "πειραματόζωων" στα σημεία εκείνα όπου έχει ανιχνευτεί η αίσθηση του χρόνου και της μνήμης (ιππόκαμπος και αμυγδαλή) και με την δυνατότητα να αλληλοεπιδρούν μέσω αισθητήρων ανίχνευσης ηλεκτρικών σημάτων. Μετά από τρία χρόνια που άνοιξαν τα κουτιά κι εξέτασε τις ενδείξεις, νόμισε στην αρχή πως τα ρολόγια των ηλικιωμένων πήγαιναν πίσω κάμποσες ώρες. Αυτό ανέτρεπε εντελώς τις υποθέσεις του. "Ήταν μεγάλη η απογοήτευση", λέει. Ευτυχώς για αυτόν, δύο από τα ρολόγια είχαν και ημερομηνία. Με έκπληξη διαπίστωσε πως τα ρολόγια των "μεγαλύτερων" πήγαιναν στην πραγματικότητα μπροστά σαράντα δυο ως σαράντα οκτώ ολόκληρες μέρες, ενώ των "νέων" πήγαιναν πίσω ανάλογα. Έτσι επαληθεύτηκε θριαμβευτικά η θεωρία του για την επιτάχυνση του χρόνου "συν τω χρόνω", δηλαδή ανάλογα με την ηλικία!
Με απλά λόγια, ξεκινώντας ήδη από τη στιγμή μηδέν της γέννησης όπου και η αφετηρία της "κίνησης" του "ατομικού" χρόνου, ο χρόνος επιταχύνει συνεχώς. Δηλαδή, παίρνοντας ως αναφορά το συμβατικό εικοσιτετράωρο, η μέρα έχει πραγματικά και μετρήσιμα μικρότερη διάρκεια (παραθέτει και σχετικές εξισώσεις) για ένα μεσήλικα από ένα νέο και τείνει συνεχώς με αυξανόμενη επιτάχυνση προς τον μηδενισμό, πράγμα που θα συνέβαινε σύμφωνα με τους υπολογισμούς του σε μια ηλικία που κυμαίνεται από εκατόν τριάντα έξι ως εκατόν σαράντα ένα χρόνια ανάλογα και με την ψυχοσύνθεση του ατόμου. Τότε η ταχύτητα του χρόνου θα είχε φθάσει σε τέτοιο σημείο ώστε όχι μόνο αυτό που αποκαλούμε εικοσιτετράωρο αλλά όλος ο χρόνος θα συμπυκνωνόταν σε μια μηδενική χρονική στιγμή. Η Γη δεν θα γυρνούσε γύρω από τον άξονά της πρακτικά για τον τυχόν επιζήσαντα. Καμιά δεκαριά χρόνια πριν από αυτό, η ζωή του θα είχε πάψει να έχει νόημα, αφού ο υποθετικός υπεραιωνόβιος δεν θα την ένοιωθε αλλά θα την υποψιαζόταν να περνάει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η ζωή για αυτόν τον υπέργηρο δεν θα υπήρχε με τη μορφή που την ξέρουμε αφού δεν θα προλάβαινε ούτε να σκεφτεί και, θεωρητικά πάντα, θα ήταν σαν να είχε πέσει σε κώμα. Μερικά χρόνια ακόμα πιο πριν, γύρω στα εκατόν είκοσι, θα ξυπνούσε πρωί-πρωί και θα άνοιγε το παράθυρο για να θαυμάσει το ηλιοβασίλεμα! Την ίδια στιγμή δίπλα του ο τρις-τρισέγγονός του, στον κόσμο του, θα εξακολουθούσε να έχει τη γνωστή εκνευριστική ευχέρεια να ξυπνάει όσο αργά θέλει, να διαβάζει δυο τρία βιβλία, να παρακολουθεί μαθήματα, να πηγαίνει για μπάσκετ, ύστερα για καφέ, άσκοπες βόλτες, σινεμά, να βλέπει τηλεόραση, να γράφει στο φέισμπουκ ώρες ατέλειωτες, και να του μένει και χρόνος για να βαριέται αφόρητα μέχρι να πάει για ύπνο.
Με απλά λόγια, ξεκινώντας ήδη από τη στιγμή μηδέν της γέννησης όπου και η αφετηρία της "κίνησης" του "ατομικού" χρόνου, ο χρόνος επιταχύνει συνεχώς. Δηλαδή, παίρνοντας ως αναφορά το συμβατικό εικοσιτετράωρο, η μέρα έχει πραγματικά και μετρήσιμα μικρότερη διάρκεια (παραθέτει και σχετικές εξισώσεις) για ένα μεσήλικα από ένα νέο και τείνει συνεχώς με αυξανόμενη επιτάχυνση προς τον μηδενισμό, πράγμα που θα συνέβαινε σύμφωνα με τους υπολογισμούς του σε μια ηλικία που κυμαίνεται από εκατόν τριάντα έξι ως εκατόν σαράντα ένα χρόνια ανάλογα και με την ψυχοσύνθεση του ατόμου. Τότε η ταχύτητα του χρόνου θα είχε φθάσει σε τέτοιο σημείο ώστε όχι μόνο αυτό που αποκαλούμε εικοσιτετράωρο αλλά όλος ο χρόνος θα συμπυκνωνόταν σε μια μηδενική χρονική στιγμή. Η Γη δεν θα γυρνούσε γύρω από τον άξονά της πρακτικά για τον τυχόν επιζήσαντα. Καμιά δεκαριά χρόνια πριν από αυτό, η ζωή του θα είχε πάψει να έχει νόημα, αφού ο υποθετικός υπεραιωνόβιος δεν θα την ένοιωθε αλλά θα την υποψιαζόταν να περνάει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η ζωή για αυτόν τον υπέργηρο δεν θα υπήρχε με τη μορφή που την ξέρουμε αφού δεν θα προλάβαινε ούτε να σκεφτεί και, θεωρητικά πάντα, θα ήταν σαν να είχε πέσει σε κώμα. Μερικά χρόνια ακόμα πιο πριν, γύρω στα εκατόν είκοσι, θα ξυπνούσε πρωί-πρωί και θα άνοιγε το παράθυρο για να θαυμάσει το ηλιοβασίλεμα! Την ίδια στιγμή δίπλα του ο τρις-τρισέγγονός του, στον κόσμο του, θα εξακολουθούσε να έχει τη γνωστή εκνευριστική ευχέρεια να ξυπνάει όσο αργά θέλει, να διαβάζει δυο τρία βιβλία, να παρακολουθεί μαθήματα, να πηγαίνει για μπάσκετ, ύστερα για καφέ, άσκοπες βόλτες, σινεμά, να βλέπει τηλεόραση, να γράφει στο φέισμπουκ ώρες ατέλειωτες, και να του μένει και χρόνος για να βαριέται αφόρητα μέχρι να πάει για ύπνο.
Τώρα ο εξαιρετικός επιστήμονας, όπως αποκαλύπτει στο τέλος του άρθρου του, ασχολείται με την έρευνα ψυχοτρόπων ουσιών που πιθανόν να αναστρέφουν ή τουλάχιστον να επιβραδύνουν αυτή την αμετάκλητη πορεία, δρώντας στη ρίζα της αντίληψης του χρόνου, πατώντας φρένο στην αχαλίνωτη πορεία του.
Ας ελπίσουμε πως θα τα καταφέρει γρήγορα, μπας κι επωφεληθούμε λίγο κι εμείς οι κάποιας ηλικίας. Αλλιώς, όχι μόνο εκείνον τον "Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες" δεν θα καταφέρω επιτέλους να διαβάσω, αλλά σε λίγο ούτε και για μια τόση δα ανάρτηση στο μπλογκ δεν βλέπω να προφταίνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου