Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ



Δες πόσο όμορφα σκάνε τα κυματάκια, αγάπη μου, θα σε κρατήσω μη γλιστρήσεις κι εσύ κάνε την προσευχή σου μη με απολύσουν το σεπτέμβρη, πρόσεχε μην πατήσεις κάνα αχινό, θα έρθει και το εκκαθαριστικό όπου να 'ναι, ας παραγγείλουμε ψαράκια, και κρύο νερό, πολύ νερό, την ευδαπ την ξεπουλάνε πάραυτα, με παγάκια σε παρακαλώ, θα πούμε τότε το νερό νεράκι, πρόσεχε το παιδί, μωρό μου, αχ το παιδί μας, να 'ναι καλά, δεν θα έχει φέτος παιδικό σταθμό, τον κλείσανε, αχ και να πάει καλά η ζωή του, θα έρθει και το ετακ, να μορφωθεί να γίνει επιστήμονας, άκου τα τζιτζίκια, με τρελαίνουν τα τζιτζίκια, σαν να έχουν χωθεί μέσα στα αυτιά μου, να κάνει μεταπτυχιακά, ναι, να ξενιτευτεί ή να γίνει πιτσαδόρος, αυτό να 'ναι καλά, να παραγγείλουμε και χταποδάκι, κάποτε πρέπει να κοιτάξεις τον προστάτη σου, τέτοια εποχή δεν είναι να αρρωσταίνεις, μια τέτοια βουκαμβίλια θα φυτέψω στο μπαλκόνι, θα ψάχνω για νοσοκομείο και δεν θα βρίσκω, όλα κλειστά, τόσες χιλιάδες απολύσεις, τι ζέστη θεέ μου, αν είναι ο χειμώνας κρύος φέτος θα ψοφήσουμε, να παραγγείλουμε και καρπουζάκι, κομμένη η σόμπα φέτος, βάλε μου λίγο αντηλιακό, κάηκε η πλάτη μου, θα την πουλήσουν τη δεη και θα πάει το ρεύμα στα ύψη, ζήτα το λογαριασμό, πόσο είναι, είναι και το χαράτσι, κοίταξε μήπως κάνουν λάθος, έχουμε ακόμα κάτι κατοστάρικα στην τράπεζα, αν δεν τα βγάλουμε θα μας τα κατασχέσουν, ωραία είναι εδώ, να ερχόμαστε, του χρόνου η παραλία θα κλείσει, θα χτίσουνε ξενοδοχείο, θα φτιάξουνε και γκολφ, τι να πουλάει αυτός ο μαύρος, χθες δείρανε κάποιον άσχημα, θα με τρελάνουν τα τζιτζίκια, μάλλον χρυσαυγίτες ήταν, αυτοί όλο κι ανεβαίνουν στις δημοσκοπήσεις, όταν ήμουνα μικρός έσκαβα λάκκους στην άμμο κι έφτιαχνα παγίδες, ας κάτσουμε εδώ να δούμε το ηλιοβασίλεμα, θα σκάψω ένα μεγάλο λάκκο να πέσουν όλοι μέσα, ωραία κι ήσυχα είναι εδώ, ό,τι πρέπει για να ηρεμήσεις είναι, ούτε τηλεόραση ούτε εφημερίδες ούτε τίποτα, όλοι, κι ένα άλλο λάκκο για να πέσω εγώ, το καλοκαίρι δεν έχει ειδήσεις, αυτό το ξέρουν και τα μικρά παιδιά, αγάπη μου.

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2013

ΑΣΠΡΟ ΠΑΤΟ


Ζηλεύω τους αισιόδοξους. Θαυμάζω όσους αντέχουν.

Βλέπω καμιά φορά στη μάντρα κάτι γάτους. Τρισάθλιοι, αναμαλλιασμένοι, βρωμεροί, τρέχει το πύον από το μοναδικό τους μάτι. Παρά τα χάλια τους στέκουν εκεί στη μάντρα ευθυτενείς και λιάζουν τις πληγές τους, σαν να μην τρέχει τίποτα. Παρότι ηττημένοι κατά κράτος, καμώνονται τους ρωμαλέους και νιαουρίζουν απειλητικά, χωρίς καμιά απολύτως σκέψη να λακίσουν, στη θέα του ανταγωνιστή τους που λίγο πριν τους κατατρόπωσε. Θέλω να τους χαϊδέψω το κεφάλι, αλλά ποτέ δεν θα με αφήσουν.

Στην ξύλινη εξέδρα, που πιάνει την πλατεία απ' άκρη σ' άκρη, κόσμος πολύς σκαρφαλωμένος. Σφίγγουν χαρούμενοι τα χέρια, φιλιούνται σταυρωτά, δίνουν ευχές. Φαίνεται να προσμένουν κάτι έξοχο, ένα θρίαμβο, μια γιορτή. Ίσως να είναι μια γενναία τελευταία πόζα. Ίσως πραγματικά δεν βλέπουν πως παραδίπλα στην εξέδρα έχει στηθεί η αγχόνη κι ο δήμιος περιμένει. Φωνάζω, δεν βγαίνει ήχος. Τους δείχνω, μα το βλέμμα τους περνάει μέσα από τη θηλιά χωρίς να την αγγίζει και φτάνει εκεί που αρχίζει η αμμουδιά και λαμπυρίζει η θάλασσα. Και η θηλιά είναι ένα εκκρεμές κενό γατίσιο μάτι που αιωρείται στάζοντας αίμα και αρμυρό νερό.

(Την αμμουδιά εκείνη τη θυμάμαι. Την άμμο τη γνωρίζω κόκκο κόκκο, όπως και τα επισφαλή εφήμερα παλάτια με τα σαθρά θεμέλια. Κανείς δεν περιμένει να τα ξαναβρεί εκεί το άλλο καλοκαίρι. Στέκουνε όμως στέρεα όπως πρώτα σε μια άλλη διάσταση, εκεί που μεθυσμένοι ονειροπόλοι υπνοβατούν τρεκλίζοντας πάνω στις περσινές, προπέρσινες, αρχαίες πατημασιές, παίρνοντας κάθε νύχτα ανεξαιρέτως το μαύρο πλοίο της γραμμής).

Προχθές στο γιορτινό τραπέζι σήκωσαν το ποτήρι τους μισογεμάτο κι έκαναν πρόποση στο μέλλον. Κοίταξα το δικό μου κι ήταν μισοάδειο. Δεν φταίει πάντα ο κεραστής, φταίει η οπτική κι ο φωτισμός. Και η απόσταση του παρατηρητή.
Πόσο φαρμάκι ήπιαμε, πόσο κρασί μας μένει ακόμα; Πώς να μετρήσεις; Ποια η διαφορά; Δεν θα έπρεπε να υπάρχει αμφιβολία. Θα έπρεπε όλα τα ποτήρια μας να είναι φτιαγμένα με άσπρο πάτο.
Και τα μπουκάλια επίσης.

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

ΑΡΙΘΜΟΙ


Το νούμερο 457 τυχαίνει να το ξέρω. Όχι, δεν είναι λεωφορειακή γραμμή, άνθρωπος είναι. Χάλια αριθμό του δώσανε, δεν είναι καν να τον θυμάσαι. Άχρωμος κι άοσμος, αλλά σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν σε νοιάζει, ένα πάνω ένα κάτω δεν τρέχει τίποτα, αυτός του έλαχε. Αυτός ο αριθμός βαραίνει τώρα πάνω του σαν καταδίκη.
Ο 457 είναι σαν κι εσάς, μπορεί και να τον ξέρετε. Σίγουρα κάποιοι θα τον ξέρετε.
Ο 457 διαθέτει κι άλλους αριθμούς. Έχει ημερομηνία γέννησης και ηλικία. Βάρος και ύψος, αριθμό ταυτότητας, αφμ και αμκα, κλειδάριθμο, προσδόκιμο ζωής, δείκτη χοληστερίνης, πίεση χαμηλή και υψηλή, psa, σφυγμούς, βαθμό απολυτηρίου και πτυχίου, μυωπία, θερμοκρασία, αριθμό σταθερού και κινητού, αριθμό κυκλοφορίας, διεύθυνση, τ.κ. Έχει ακόμα μια γυναίκα, δυο παιδιά, το ένα δεκαοκτώ και το άλλο δεκαπέντε, τέσσερις κολλητούς από το Γυμνάσιο, ζει στην Αθήνα από το ογδόντα, νοικιάζει ένα τριάρι στο δεύτερο όροφο, φοράει σαράντα δυο νούμερο παπούτσι, ερωτεύτηκε τρεις φορές στη ζωή του, έχει μια συλλογή από εικοσιδύο γυαλισμένα βότσαλα, τέσσερις φωτογραφίες από ηλιοβασιλέματα στις Κυκλάδες, πέντε στρατιωτάκια από τα παιδικά του χρόνια, διακόσιους τόσους δίσκους βινυλίου και άλλους τόσους ψηφιακούς, καπνίζει δεκαπέντε άφιλτρα τη μέρα, πίνει δυο καφέδες, αν πιει δυο ποτηράκια παραπάνω τα βλέπει όλα διπλά, υπόλοιπο λογαριασμού τραπέζης τριακόσια εικοσιδύο ευρώ και έξι λεπτά.
Πέρασε μια ζωή για να μαζέψει αυτούς τους αριθμούς. Τα είχε πάει σχετικά καλά. Αν κόλλαγες πάνω του αυτοκόλλητα χαρτάκια με αυτούς τους αριθμούς, θα τον σκέπαζαν απ' την κορφή ως τα νύχια. Αριθμοσκιάχτρο θα γινόταν και τα παιδιά θα τρόμαζαν. Παρ' όλο που συχνά είχε να κάνει με εξισώσεις με πολλούς αγνώστους ή άγνωστες, αγχώδεις τετραγωνισμούς του κύκλου, με ενίοτε ελλιπή, παραπλανητικά ή λάθος δεδομένα, πάντα έβρισκε μια κάποια λύση. Και τώρα ιδού το αποτέλεσμα, μακριά από όσα ήξερε: 457=0, του λένε.
"Αδύνατον. Κάτι έχει πάει στραβά. Μετρήστε με, δεν έχω τίποτα να κρύψω".
"Όλα σωστά, λυπούμαστε πολύ, τόσο που δεν κοιμόμαστε τα βράδια, πετάξτε τον τώρα στα άχρηστα μαζί με το άλλο ενάμιση εκατομμύριο περιττούς".
Ο αριθμός 457 έγινε υπεράριθμος. Είναι ένας από αυτούς που μόλις απολύσανε. Κάτι χιλιάδες είναι όλοι τους, τους άλλους όμως δεν τους ξέρω, μόνο αυτόν τυχαίνει να γνωρίζω. Και αρκετούς παλιότερους, βεβαίως.
Ο 457 είχε επίσης κάμποσα όνειρα, είχε σκέψεις, συναισθήματα, επιθυμίες, φιλοδοξίες. Αυτά δεν μπόρεσα να τα μετρήσω, συχωρέστε με, δεν μου τα είπε κι όλα. Εξ άλλου αυτά όλο και λιγοστεύουν, πώς να βγάλεις άκρη. Κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί κάνει αφαιρέσεις. Βγάλε αυτό, ξέχνα το άλλο. Στο τέλος δε θα μείνει τίποτε απ' αυτά. Ώσπου μια μέρα θα εξαφανιστεί κι ο ίδιος, θα εξαερωθεί και μόνο κάτι κούφιοι αριθμοί θα μείνουν πίσω να φτερουγίζουν στο κενό σαν άρπυιες, να συντηρούν την ποσοτικοποιημένη ύπαρξή του, για να ανιχνεύει η εξουσία τα ίχνη του μέχρι το τέλος.
Εδώ, θα διηγούνται ίσως αργότερα οι φίλοι του, πέρασε κάποιος που στο μέτρημα κάποιοι τον βρήκανε να περισσεύει. Πήρανε το σφουγγάρι και τον έσβησαν.


Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΣΤΟΝ ΑΚΑΛΥΠΤΟ




«Προς Θεού, ρε συ, δεν είναι τα λεφτά. Εντάξει, υπάρχει κάποιο μικρό θέμα με την τράπεζα. Και με την εφορία, ναι. Αλλά, ρε φίλε, να σου πω την αλήθεια, οι διακοπές με κουράζουν. Παλιοκατάσταση είναι, σκέψου το. Τι να ζηλέψω; Το βρώμικο κατάστρωμα στο σκυλοπνίχτη; Το rooms to let που πριν ήτανε στάβλος; Τις τσούχτρες; Να ιδροκοπάς κάτω απ’ τον ήλιο φορτωμένος πετσέτες κι αλλαξιές και να μη βρίσκεις μια σκιά ν’ αράξεις; Να παραγγέλνεις παγωμένη μπύρα και μέχρι να στη φέρουν να έχει γίνει τσάι; Γάμησέ τα. Αν το καλοσκεφτείς είναι μεγάλος μπελάς. Κι αυτή η άμμος; Να μπαίνει παντού, ρε συ. Στα βιβλία, στο ψωμί, στα σεντόνια, στα μαλλιά, στα δόντια, στα μάτια. Ναι ρε, σου λέω, εδώ θα τη βγάλουμε, δεν πάμε πουθενά. Ούτε και πέρσι πήγαμε. Δεν είναι τα λεφτά, κατάλαβες; Είναι ωραία η Αθήνα άδεια. Στο μπαλκονάκι με τη φραπεδιά, το ανεμιστηράκι, το αντικουνουπικό, θέα στον ακάλυπτο. Άρχοντας. Κι άσε τους άλλους να βουτάνε. Σιγά το πράμα. Έχουμε φάει τις θάλασσες με το κουτάλι εμείς. Βαρεθήκαμε, πώς να το κάνουμε; Όταν εσείς πηγαίνατε, εμείς ερχόμασταν, κύριε παραθεριστά. Χα χα! Ναι, ρε, έγινε, θα τα πούμε, καλά να περάσετε. Χαιρετίσματα».

Έκλεισε το τηλέφωνο, έριξε μια ματιά στη στοίβα με τους λογαριασμούς και τις ειδοποιήσεις που όλο ψήλωνε, και πήγε στο υπνοδωμάτιο. Κοιμόταν ξαπλωμένη μπρούμυτα. Κάθισε στην καρέκλα και την παρατηρούσε. Μικρές σταγόνες ιδρώτα γυάλιζαν στο χνούδι πάνω από τα χείλη και στο μέτωπο. Πήγε στο μπάνιο και γύρισε με το αντηλιακό. SPF 20, έγραφε.
    «Να σου βάλω στην πλάτη;»
    Δεν τον άκουσε. Της σήκωσε τη μπλούζα και άρχισε να της απλώνει απαλά την κρέμα. Γύρισε το κεφάλι της από την άλλη.
    «Είσαι με τα καλά σου, μωρέ;» μουρμούρισε και την πήρε πάλι ο ύπνος.
    Έκατσε δίπλα της να τη φυλάει μην έρθουν σφήκες. Από τον ακάλυπτο ακούγονταν τα κύματα να δυναμώνουν. Μύριζε φύκια. Η θάλασσα φούσκωνε, πρέπει να είχε φτάσει τώρα ώς τον δεύτερο.Γλάροι πετούσαν ανάμεσα στις πολυκατοικίες και στην απέναντι ταράτσα ανέμιζαν, πιασμένα γερά με μανταλάκια, άσπρα πανιά ιστιοφόρων.
    Η άμμος έτριζε στο παρκέ κάτω από τις σαγιονάρες του.
    Πήγε προς τη μπαλκονόπορτα, προσέχοντας να μην πατήσει τα κρινάκια.
    «Ωραία θα ήταν τώρα μια βουτιά», σκέφτηκε.


Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

ΚΑΣΕΤΕΣ


Τρία βαθιά συρτάρια γεμάτα. Ενενηντάρες κι εξηντάρες.
Κατά συγκρότημα, κατά είδος, κατά δεκαετία... Κι εκείνες οι άλλες που γράφονταν χωρίς τέτοιους περιορισμούς, με το ένστικτο, σχεδόν σε παραλήρημα. Αυτές ήταν το αληθινό σάουντρακ της ψυχής.

Που πήγαν τα τραγούδια, σήμερα; Βράχνιασαν, θάμπωσαν, τραυλίζουν. Τα μάσησε η Μεγάλη Μηχανή κι έμειναν πίσω κάτι ψηφιακά απολειφάδια.
Αν έγραφε κασέτα σήμερα, δεν θα είχε δίλημμα. Θα την άφηνε άδεια. Θα πάταγε το rec και θα περίμενε.
Σσσσσσ....θα φύσαγε η κασέτα.
Σσσσσσ....όπως Σιωπή.
Περίμενε, άκου!
Τίποτα...

Βαθιά, πολύ βαθιά, έχουμε καταχωνιασμένα τα σεντούκια μας. Κατεβαίνουμε πότε πότε και τα ανασκαλεύουμε και βάζουμε κρυφά κι ακούμε τις παλιές κασέτες. Σιγά, για να μη φτάσει πάνω ούτε νότα. Σαν να 'ναι άγραφες. Μην κι ενοχλήσουμε τους γείτονες.





Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

ΠΕΡΙ ΧΡΟΝΟΥ


Θα έχετε ακούσει συχνά μεμψίμοιρους ανθρώπους κάποιας ηλικίας, συνήθως πάνω από σαράντα, να παραπονούνται με πικρία ότι δεν τους αρκεί πλέον ο χρόνος κι ότι δεν προλαβαίνουν να κάνουν τίποτα από όσα θα ήθελαν.
Το ίδιο συμβαίνει και με μένα. Εδώ και μερικά χρόνια τα αδιάβαστα βιβλία πληθαίνουν. Γεμίζω τον σκληρό δίσκο με μουσικές που δεν ακούω και ταινίες που δεν θα δω ποτέ. Δεν προλαβαίνω. Λες κι έχουνε μικρύνει οι μέρες. Στην αρχή νόμιζα πως φταίει το φορτωμένο πρόγραμμα και οι υποχρεώσεις. Μα όταν η ανεργία χτύπησε την πόρτα μου, και θεωρητικά είχα στη διάθεσή μου όλο το χρόνο του κόσμου, τίποτα ουσιαστικά δεν άλλαξε. Υπέθεσα τότε λοιπόν πως φταίει η ηλικία, πως όσο περνούν τα χρόνια αμβλύνεται εκείνη η νεανική οξύνοια και σπιρτάδα που μου επέτρεπε άλλοτε να ρουφώ τάχιστα τόμους ολόκληρους και να ποζάρω ως  ειδήμων για κάθε είδους νέα ρεύματα και τάσεις. Είχα δίκιο κατά το ήμισυ.
Μια δημοσίευση του υποψήφιου για Νόμπελ φυσικού, φιλόσοφου και ποιητή Ιζιντόρ Μπόρχες στο έγκυρο περιοδικό Subscience and Surculture, μου άνοιξε τα μάτια.
Το άρθρο ξεκινά από τα βασικά. Από τον ορισμό του χρόνου ως η κίνηση της ύπαρξης από το παρελθόν στο μέλλον. Από την αντίληψη του χρόνου ως μετρήσιμου μεγέθους αλλά και ως συστήματος μέτρησης. Και συνεχίζει με την ειδική θεωρία της σχετικότητας σύμφωνα με την οποία αυτή η κίνηση μπορεί να επιβραδυνθεί σε εξαιρετικά μεγάλες ταχύτητες.
Ας υπενθυμίσουμε εδώ στους αναγνώστες ότι ήδη στα νεανικά του έργα, με αφορμή ακριβώς αυτή τη θεωρία, ο Ιζιντόρ Μπόρχες είχε διερευνήσει το αντίθετο πρόβλημα, τη σχέση δηλαδή των εξαιρετικά χαμηλών ταχυτήτων με την επιτάχυνση του χρόνου.
Τώρα αυτός ο Αναγεννησιακού τύπου πανεπιστήμονας μας εκθέτει μια ριζοσπαστική όσο και ρηξικέλευθη θεωρία, θεμελιωμένη μάλιστα σε πειραματικά δεδομένα, που φιλοδοξεί να  ανατρέψει την αντίληψή μας για το χρόνο και να θέσει το πρόβλημα σε νέες βάσεις.
"Ο χρόνος δεν είναι χρονιστής", αστειεύεται παραφράζοντας τον Μαρξ για να εξηγήσει ότι όλα τα στερεότυπα περί του χρόνου ερμηνεύουν μόνο κάποιες πλευρές του και μάλιστα όχι τις σπουδαιότερες.
Ισχυρίζεται λοιπόν πως ο υποκειμενικός χρόνος ο οποίος, όπως όλοι έχουμε πολύ συχνά βιώσει, επιβραδύνεται ή επιταχύνεται ανάλογα με τα εξωτερικά ερεθίσματα και τα συναισθήματά μας, είναι μόνο μια μερική ένδειξη και εκδήλωση αυτού που ονομάζει "ατομικός χρόνος". Ο χρόνος αυτός είναι ανεξάρτητος από τα φυσικά φαινόμενα που χρησιμοποιούνται για την κατάτμηση και μέτρησή του (περιστροφή της γης κλπ). Είναι ένα διάνυσμα με αρχή τη στιγμή της γέννησης που ακολουθεί το άτομο σε όλη τη ζωή του. Και μάλιστα, πράγμα που είναι και το σημαντικότερο, δεν εκτελεί μια σταθερή κίνηση, αλλά διαθέτει σταθερά αυξανόμενη επιτάχυνση.
Αυτό το απέδειξε με ένα πείραμα. Εφοδίασε δυο ομάδες των έξι ατόμων, μια εφήβων και μια μεσηλίκων, με μολυβένια κουτιά που περιείχαν ρολόγια από τις πλέον αξιόπιστες μάρκες με την υποχρέωση να τα κουβαλούν πάντα μαζί τους. Τα ρολόγια ήταν μόνιμα συνδεδεμένα με ηλεκτρόδια με τον εγκέφαλο των "πειραματόζωων" στα σημεία εκείνα όπου έχει ανιχνευτεί η αίσθηση του χρόνου και της μνήμης (ιππόκαμπος και αμυγδαλή) και με την δυνατότητα να αλληλοεπιδρούν μέσω αισθητήρων ανίχνευσης ηλεκτρικών σημάτων. Μετά από τρία χρόνια που άνοιξαν τα κουτιά κι εξέτασε τις ενδείξεις, νόμισε στην αρχή πως τα ρολόγια των ηλικιωμένων πήγαιναν πίσω κάμποσες ώρες. Αυτό ανέτρεπε εντελώς τις υποθέσεις του. "Ήταν μεγάλη η απογοήτευση", λέει. Ευτυχώς για αυτόν, δύο από τα ρολόγια είχαν και ημερομηνία. Με έκπληξη διαπίστωσε πως τα ρολόγια των "μεγαλύτερων" πήγαιναν στην πραγματικότητα μπροστά σαράντα δυο ως σαράντα οκτώ ολόκληρες μέρες, ενώ των "νέων" πήγαιναν πίσω ανάλογα. Έτσι επαληθεύτηκε θριαμβευτικά η θεωρία του για την επιτάχυνση του χρόνου "συν τω χρόνω", δηλαδή ανάλογα με την ηλικία!
Με απλά λόγια, ξεκινώντας ήδη από τη στιγμή μηδέν της γέννησης όπου και η αφετηρία της "κίνησης" του "ατομικού" χρόνου, ο χρόνος επιταχύνει συνεχώς. Δηλαδή, παίρνοντας ως αναφορά το συμβατικό εικοσιτετράωρο, η μέρα έχει πραγματικά και μετρήσιμα μικρότερη διάρκεια (παραθέτει και σχετικές εξισώσεις) για ένα μεσήλικα από ένα νέο και τείνει συνεχώς με αυξανόμενη επιτάχυνση προς τον μηδενισμό, πράγμα που θα συνέβαινε σύμφωνα με τους υπολογισμούς του σε μια ηλικία που κυμαίνεται από εκατόν τριάντα έξι ως εκατόν σαράντα ένα χρόνια ανάλογα και με την ψυχοσύνθεση του ατόμου. Τότε η ταχύτητα του χρόνου θα είχε φθάσει σε τέτοιο σημείο ώστε όχι μόνο αυτό που αποκαλούμε εικοσιτετράωρο αλλά όλος ο χρόνος θα συμπυκνωνόταν σε μια μηδενική χρονική στιγμή.  Η Γη δεν θα γυρνούσε γύρω από τον άξονά της πρακτικά για τον τυχόν επιζήσαντα. Καμιά δεκαριά χρόνια πριν από αυτό, η ζωή του θα είχε πάψει να έχει νόημα, αφού ο υποθετικός υπεραιωνόβιος δεν θα την ένοιωθε αλλά θα την υποψιαζόταν να περνάει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η ζωή για αυτόν τον υπέργηρο δεν θα υπήρχε με τη μορφή που την ξέρουμε αφού δεν θα προλάβαινε ούτε να σκεφτεί και, θεωρητικά πάντα, θα ήταν σαν να είχε πέσει σε κώμα. Μερικά χρόνια ακόμα πιο πριν, γύρω στα εκατόν είκοσι, θα ξυπνούσε πρωί-πρωί και θα άνοιγε το παράθυρο για να θαυμάσει το ηλιοβασίλεμα! Την ίδια στιγμή δίπλα του ο τρις-τρισέγγονός του, στον κόσμο του, θα εξακολουθούσε να έχει τη γνωστή εκνευριστική ευχέρεια να ξυπνάει όσο αργά θέλει, να διαβάζει δυο τρία βιβλία, να παρακολουθεί μαθήματα, να πηγαίνει για μπάσκετ, ύστερα για καφέ, άσκοπες βόλτες, σινεμά, να βλέπει τηλεόραση, να γράφει στο φέισμπουκ ώρες ατέλειωτες, και να του μένει και χρόνος για να βαριέται αφόρητα μέχρι να πάει για ύπνο.
Τώρα ο εξαιρετικός επιστήμονας, όπως αποκαλύπτει στο τέλος του άρθρου του, ασχολείται με την έρευνα ψυχοτρόπων ουσιών που πιθανόν να αναστρέφουν ή τουλάχιστον να επιβραδύνουν αυτή την αμετάκλητη πορεία, δρώντας στη ρίζα της αντίληψης του χρόνου, πατώντας φρένο στην αχαλίνωτη πορεία του.
Ας ελπίσουμε πως θα τα καταφέρει γρήγορα, μπας κι επωφεληθούμε λίγο κι εμείς οι κάποιας ηλικίας. Αλλιώς, όχι μόνο εκείνον τον "Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες" δεν θα καταφέρω επιτέλους να διαβάσω, αλλά σε λίγο ούτε και για μια τόση δα ανάρτηση στο μπλογκ δεν βλέπω να προφταίνω.