Στην Αγγελική
Ήτανε
μια φρεγάτα παιδιά, ήτανε μια φρεγάτα
Γλάρο
τη λέγανε, κάνε μια καντηλίτσα
Γλάρο
τη λέγανε, κάνε μια ψαλιδιά.
Στο
πρώτο της ταξίδι παιδιά, στο πρώτο της
ταξίδι
όλα
πήγαν καλά, κάνε μια καντηλίτσα
όλα
πήγαν καλά, κάνε μια ψαλιδιά.
Στην
κουζίνα η μικρή Αλίκη ζωγράφιζε με τις
κερομπογιές της σιγοτραγουδώντας κι
ο πατέρας διάβαζε την εφημερίδα του
και κάπνιζε.
-
Μπαμπά, να παίξουμε κρυφτό;
Ο
μπαμπάς δεν άκουσε ή έκανε πως δεν
άκουσε.
Συνέχισε
να ζωγραφίζει μουτρωμένη. Τότε είδε τη
μαμά της να στέκεται στην πόρτα. Της χαμογέλασε.
-
Μαμά, θέλεις να παίξουμε κρυφτό;
Η
μητέρα της κοίταζε πότε αυτήν και πότε το μπαμπά της με ένα περίεργο ύφος, σαν κάτι να την απασχολούσε. Ύστερα στράφηκε
προς το νεροχύτη.
-
Να παίξουμε. Πήγαινε κρύψου, και θα έλθω
να σε βρω σε λίγο, μόλις τελειώσω με τα
πιάτα.
Η
Αλίκη πετάχτηκε χαρούμενη από την
καρέκλα της κι έτρεξε να κρυφτεί. Μπήκε
στο δωμάτιό της χωρίς να ανάψει το φως
και χώθηκε μέσα στη ντουλάπα. Εύχομαι
να μην είναι καμιά ακρίδα εδώ μέσα,
σκέφτηκε. Φοβόταν τις ακρίδες, πιο πολύ
κι από τις αράχνες ακόμα, γιατί πηδούσαν
ξαφνικά και σκάλωναν πάνω σου. Βολεύτηκε
ανάμεσα στα ρούχα και περίμενε. Δεν
πρόκειται να με βρει εδώ μέσα, σκέφτηκε
χαρούμενη.
Πέρασε
αρκετή ώρα, όμως η μαμά της δεν φάνηκε. Τότε
η Αλίκη άρχισε να ανησυχεί.
Αν
δεν με βρει ποτέ; Θα πρέπει να μείνω για
πάντα μέσα στην ντουλάπα;
Έπιασε με τα χέρια τις πατούσες της και λικνίζονταν αργά μπρος πίσω. Αχ,
ας την έβρισκε επιτέλους! Για
να τη βοηθήσει λίγο, άρχισε πάλι το τραγούδι.
Στο
δεύτερο ταξίδι παιδιά, στο δεύτερο
ταξίδι
κόπηκαν
τα σχοινιά, κάνε μια καντηλίτσα
κόπηκαν
τα σχοινιά, κάνε μια ψαλιδιά
Στο
τρίτο της ταξίδι παιδιά, στο τρίτο της
ταξίδι
σχίστηκαν
τα πανιά, κάνε μια καντηλίτσα
σχίστηκαν
τα πανιά, κάνε μια ψαλιδιά.
Ακούμπησε
το αυτί της στην ντουλάπα, κοίταξε από
τη χαραμάδα. Τίποτα. Τώρα ήταν σίγουρη
πως την είχανε ξεχάσει. Αποφάσισε να
βγει, δεν άντεχε να περιμένει άλλο.
Άνοιξε την πόρτα της ντουλάπας σιγά
σιγά. Το δωμάτιο ήταν κατασκότεινο.
Όμως, μόλις πάτησε το πόδι της στο πάτωμα,
όλα τα φώτα άναψαν, κι ο προβολέας
στραμμένος καταπάνω της την τύφλωσε. Η
μαϊμού χτυπούσε τα πιατίνια, οι σαλπιγκτές
παιάνιζαν, το πιάνο ηχούσε σαν δαιμονισμένο,
μια απίστευτη οχλαγωγία. Όταν ο πρίγκιπας
γονάτισε μπροστά στα πόδια της και της
πρόσφερε ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα,
οι κούκλες χειροκρότησαν ενθουσιασμένες,
φώναζαν τα ζωάκια από τα ράφια, χοροπηδούσαν
τα κουτιά και τα μπαλόνια.
-
Ησυχία! φώναξε. Αμέσως όλα τα παιγνίδια
σώπασαν. Άρπαξε το καφέ αρκουδάκι της και βγήκε στο διάδρομο.
Από
τη μισάνοιχτη πόρτα της κουζίνας έβγαινε λίγο
φως. Αμυδρά, στη μέση του διαδρόμου, είδε
δυο λάμψεις σαν φλογίτσες κι ύστερα,
καθώς συνήθιζαν τα μάτια της στο σκοτάδι,
διέκρινε καθαρά τον άγριο λύκο που
στεκόταν και κοιτούσε προς το μέρος
της. Αργά, απειλητικά, άρχισε να την
πλησιάζει. Αίμα έσταζε από τα δόντια
του. Όσο πιο γρήγορα μπορούσε, η Αλίκη
έτρεξε πίσω στο δωμάτιο και κλείστηκε
πάλι στη ντουλάπα. Έκλεισε τα μάτια και
χώθηκε βαθιά ανάμεσα στα ρούχα. Τρέμοντας,
άκουσε το λύκο να πλησιάζει γρυλίζοντας,
μύρισε την ανάσα του κι άκουσε τα νύχια
του να ξύνουν την πόρτα. Η καρδούλα της
χτυπούσε δυνατά. Στο ρυθμό του τραγουδιού.
Στο
τέταρτο ταξίδι παιδιά, στο τέταρτο
ταξίδι
εμπήκανε
νερά, κάνε μια καντηλίτσα
εμπήκανε
νερά, κάνε μια ψαλιδιά.
Το
πλήρωμά της όλο παιδιά, το πλήρωμά της
όλο
πνίγηκε
στα ρηχά, κάνε μια καντηλίτσα
πνίγηκε
στα ρηχά, κάνε μια ψαλιδιά.
Άκουσε
την πόρτα να ανοίγει τρίζοντας. Έτρεμε
ολόκληρη.
Άνοιξε
τα μάτια. Κοίταξε στο δωμάτιο. Ήταν
άδειο. Ούτε έπιπλα, ούτε παιχνίδια,
τίποτα. Στο χωρίς κουρτίνες παράθυρο
τα πατζούρια ήταν κλειστά. Στους τοίχους
ακίνητες γκρίζες ακρίδες την κοιτούσαν.
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο διάδρομο.
Προχώρησε τοίχο τοίχο κοιτάζοντας τα
ίχνη που άφηναν οι πατούσες της στο
σκονισμένο δάπεδο. Ούτε στην κουζίνα
ήταν κανείς. Στο νεροχύτη η μούχλα είχε
σκεπάσει τα άπλυτα πιάτα.
-
Μαμά!, Μπαμπά!, φώναξε. Καμιά απάντηση.
Γύρισε
όλο το σπίτι. Ήταν άδειο κι αραχνιασμένο,
σαν παρατημένο από καιρό. Παντού στους
τοίχους κρέμονταν οι ακρίδες. Όπως
περπάταγε πετάγονταν από τη μια μεριά
στην άλλη. Την πήρε το παράπονο, δάκρυα
έτρεξαν στα μάγουλά της. Ίσως να φταίει
η ντουλάπα, σκέφτηκε μετά. Αν ξαναμπώ εκεί,
ίσως με βρούνε. Στάθηκε μπροστά στη
σκοτεινή κρυψώνα της, διστακτική. Έμοιαζε
τώρα με ένα πελώριο στόμα. Αποφασιστικά, πήρε το αρκουδάκι της αγκαλιά,
κουλουριάστηκε μέσα κι έκλεισε την
πόρτα. Κάτι ένοιωσε να σκαλώνει στο πόδι
της. Ήξερε πως ήταν μια ακρίδα, πριν
ακόμα την αγγίξει. Δεν τη φοβόταν πια. Την
πήρε στην παλάμη της και χάιδεψε τις
μακριές κεραίες της.
Την πήρε ο ύπνος. Πόση ώρα κοιμήθηκε; Ξύπνησε από τη φασαρία και κοίταξε από την κλειδαρότρυπα. Έξω από τη ντουλάπα γινόταν τώρα χαλασμός. Κόσμος πήγαινε κι ερχόταν σαν δαιμονισμένος, γυναίκες κι άντρες, παιδιά και γέροι, έκλαιγαν, γελούσαν, το δωμάτιο χανόταν κι έρχονταν άλλα δωμάτια, άλλα σπίτια, δέντρα, βουνά και θάλασσες, δρόμοι και πάλι δρόμοι, καράβια κι αεροπλάνα, ηλιοβασιλέματα, βροχές, κρεβάτια νοσοκομείου, κρεβάτια νυφικά, στρωμένα τραπέζια, ραπτομηχανές, σκυλιά, λόγια αγάπης, λόγια μίσους, χαρούμενα τραγούδια, μοιρολόγια, όλα να στροβιλίζονται όπως όταν κοιτούσε το καλειδοσκόπιο, να χάνονται, να λιώνουν, να ξανάρχονται, να σβήνουν. Κι ύστερα ξαφνικά όλα σταμάτησαν. Σκοτείνιασε.
Τώρα,
κάπου στο σπίτι ακούει βήματα. Σταματούν
μπροστά στην πόρτα του δωματίου της.
-
Αλίκη!, ακούει μια άγνωστη αντρική φωνή.
Δεν
απαντάει. Μετά από λίγο ακούει τα βήματα
να απομακρύνονται.
Βγαίνει
αθόρυβα από τη ντουλάπα. Στο χέρι της
κρατάει ακόμα το αρκουδάκι. Γαντζωμένη πάνω
στο κεφάλι του η ακρίδα την κοιτάει
ήρεμα. Ύστερα δίνει ένα σάλτο προς το ανοικτό παράθυρο κι εξαφανίζεται.
Ο ήλιος λούζει το δωμάτιο με ζεστό φως.
Στα ράφια όλες οι κούκλες και τα ζωάκια
χαμογελούν χαρούμενα. Βγαίνει στο διάδρομο. Από την κουζίνα,
ακούγεται μια κοριτσίστικη φωνή να
τραγουδάει.
Εσώθηκε
ένας μόνο παιδιά, εσώθηκε ένας μόνο
χωρίς
να κολυμπά, κάνε μια καντηλίτσα
χωρίς
να κολυμπά, κάνε μια ψαλιδιά
Πηδώντας
βράχο - βράχο παιδιά, πηδώντας βράχο -
βράχο
έφτασε
στη στεριά, κάνε μια καντηλίτσα
έφτασε
στη στεριά, κάνε μια ψαλιδιά.
Μπαίνει
στην κουζίνα. Στο τραπέζι ένας άντρας
διαβάζει μια εφημερίδα και καπνίζει.
Ένα κοριτσάκι ζωγραφίζει με κερομπογιές. Σηκώνει το κεφάλι του από τη ζωγραφιά και
της χαμογελάει γλυκά.
-
Μαμά, θέλεις να παίξουμε κρυφτό;