Μαύρες οι μέρες, μαύρη η ψυχή μας, ας πούμε κάτι ανάλαφρο.
Το '77 μέναμε στο αρχιπέλαγος, στην Αστυπαλαίας. Στην ταράτσα ενός εξαόροφου, σε μια ο θεός να την κάνει γκαρσονιέρα, κάποτε μάλλον πλυσταριό, εκεί, σε ένα δωμάτιο δύο επί τρία, στριμώξαμε τον φοιτητικό μας έρωτα. Και με συγκάτοικο ένα γάτο σιαμαίο με στραβή ουρά, τον Μπούθι. Έτσι τον βγάλαμε, φόρο τιμής στον υπερλεξιστή Σχινά που μόλις είχαμε γνωρίσει από το "Πάλι".
Κάτω από μας ζούσε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που υπέφεραν αβάσταχτα όταν εμείς ασκούμασταν στο σεξ κι έτριζαν οι σουμιέδες. Άχτι μας είχαν, για διαφορετικό λόγο ο καθένας.
Αυτή ήταν μια θεοσεβούμενη, με κότσο και πουκαμισάκι κουμπωμένο ως το σαγόνι. Κι ήταν αυτή, φαντάζομαι, που ανεβασμένη στην καρέκλα, ποιος ξέρει με τι κόπο, χτύπαγε το ταβάνι με ένα σκουπόξυλο. Συχνά όταν κατεβαίναμε τη σκάλα για να πάρουμε το ασανσέρ (γιατί δεν έφτανε ως την ταράτσα), μισάνοιγε η πόρτα τους, έβγαζε το κεφάλι η γριά, πέταγε ένα "Λυσσάξατε!" κι έκλεινε πάλι.
Αυτός ήταν μια πονηρόφατσα που μύριζε από μακριά αλκοόλ. Μάταια πάσχιζε η επελαύνουσα άνοια να καταστείλει τον Μπουκόφσκι μέσα του. Διασταυρωνόμασταν καμιά φορά στην είσοδο, χωρίς να ανταλλάξουμε ποτέ μια καλημέρα. Μαλωμένοι ήμασταν κι ας μη μαλώσαμε ποτέ. Εμείς κάναμε πως κοιτάζαμε αλλού. Αυτουνού τα μάτια καρφώνονταν ανελλιπώς στο στήθος της καλής μου, πλούσιο ομολογουμένως, κι έμεναν απολιθωμένα εκεί. Φτερούγιζε σαν μαγεμένο το μυαλό του και χάνονταν ο κόσμος γύρω. Στην αρχή ενοχλούμασταν, μετά το διασκεδάζαμε. Για πλάκα βγαίναμε στον τρίτο από το ασανσέρ κι αυτός ακολουθούσε υπνωτισμένος και χτύπαγε σε ξένα διαμερίσματα.
Είναι σκληρά τα νιάτα με τους γέρους.
Κάποτε χάσαμε τον Μπούθι, γυρίσαμε και δεν τον βρήκαμε στο σπίτι. Φοβηθήκαμε πως έπεσε στο δρόμο. Χτυπήσαμε την πόρτα τους για να ρωτήσουμε αν τον είδαν μα δεν μας άνοιξαν. Κολλήσαμε χαρτάκια στη γειτονιά, ρωτήσαμε τους μαγαζάτορες, με τα πολλά βρήκαμε τα ίχνη του. Όπως ανακαλύψαμε μετά, είχε πέσει στην τέντα, κι από εκεί γλίστρησε στο μπαλκόνι τους. Αντί να μας τον επιστρέψουν, τον πήραν και τον δώσανε σε μια κυρία στη γειτονιά. Μας τον έφερε η εν λόγω κυρία, είπε πως της τον έδωσαν αυτοί, ήρθε για μάρτυρας κι ο γέρος.
"Πως τον λέτε;" μας ρώτησε η γυναίκα, που ήταν και βαρήκοη.
"Μπούθι", της λέω.
"Μπούτι;" μένει έκπληκτη αυτή και στρέφεται στο γέρο.
"Ναι, σιγά μην τον λένε και Βυζί", λέει αυτός. Με το μάτι καρφωμένο πάντα εκεί.