Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Ο ΜΠΟΥΘΙ



Μαύρες οι μέρες, μαύρη η ψυχή μας, ας πούμε κάτι ανάλαφρο.
Το '77 μέναμε στο αρχιπέλαγος, στην Αστυπαλαίας. Στην ταράτσα ενός εξαόροφου, σε μια ο θεός να την κάνει γκαρσονιέρα, κάποτε μάλλον πλυσταριό, εκεί, σε ένα δωμάτιο δύο επί τρία, στριμώξαμε τον φοιτητικό μας έρωτα. Και με συγκάτοικο ένα γάτο σιαμαίο με στραβή ουρά, τον Μπούθι. Έτσι τον βγάλαμε, φόρο τιμής στον υπερλεξιστή Σχινά που μόλις είχαμε γνωρίσει από το "Πάλι".

Κάτω από μας ζούσε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που υπέφεραν αβάσταχτα όταν εμείς ασκούμασταν στο σεξ κι έτριζαν οι σουμιέδες. Άχτι μας είχαν, για διαφορετικό λόγο ο καθένας.
Αυτή ήταν μια θεοσεβούμενη, με κότσο και πουκαμισάκι κουμπωμένο ως το σαγόνι. Κι ήταν αυτή, φαντάζομαι, που ανεβασμένη στην καρέκλα, ποιος ξέρει με τι κόπο, χτύπαγε το ταβάνι με ένα σκουπόξυλο. Συχνά όταν κατεβαίναμε τη σκάλα για να πάρουμε το ασανσέρ (γιατί δεν έφτανε ως την ταράτσα), μισάνοιγε η πόρτα τους, έβγαζε το κεφάλι η γριά, πέταγε ένα "Λυσσάξατε!" κι έκλεινε πάλι.
Αυτός ήταν μια πονηρόφατσα που μύριζε από μακριά αλκοόλ. Μάταια πάσχιζε η επελαύνουσα άνοια να καταστείλει τον Μπουκόφσκι μέσα του. Διασταυρωνόμασταν καμιά φορά στην είσοδο, χωρίς να ανταλλάξουμε ποτέ μια καλημέρα. Μαλωμένοι ήμασταν κι ας μη μαλώσαμε ποτέ. Εμείς κάναμε πως κοιτάζαμε αλλού. Αυτουνού τα μάτια καρφώνονταν ανελλιπώς στο στήθος της καλής μου, πλούσιο ομολογουμένως, κι έμεναν απολιθωμένα εκεί. Φτερούγιζε σαν μαγεμένο το μυαλό του και χάνονταν ο κόσμος γύρω. Στην αρχή ενοχλούμασταν, μετά το διασκεδάζαμε. Για πλάκα βγαίναμε στον τρίτο από το ασανσέρ κι αυτός ακολουθούσε υπνωτισμένος και χτύπαγε σε ξένα διαμερίσματα.
Είναι σκληρά τα νιάτα με τους γέρους.

Κάποτε χάσαμε τον Μπούθι, γυρίσαμε και δεν τον βρήκαμε στο σπίτι. Φοβηθήκαμε πως έπεσε στο δρόμο. Χτυπήσαμε την πόρτα τους για να ρωτήσουμε αν τον είδαν μα δεν μας άνοιξαν. Κολλήσαμε χαρτάκια στη γειτονιά, ρωτήσαμε τους μαγαζάτορες, με τα πολλά βρήκαμε τα ίχνη του. Όπως ανακαλύψαμε μετά, είχε πέσει στην τέντα, κι από εκεί γλίστρησε στο μπαλκόνι τους. Αντί να μας τον επιστρέψουν, τον πήραν και τον δώσανε σε μια κυρία στη γειτονιά. Μας τον έφερε η εν λόγω κυρία, είπε πως της τον έδωσαν αυτοί, ήρθε για μάρτυρας κι ο γέρος.
"Πως τον λέτε;" μας ρώτησε η γυναίκα, που ήταν και βαρήκοη.
"Μπούθι", της λέω.
"Μπούτι;" μένει έκπληκτη αυτή και στρέφεται στο γέρο.
"Ναι, σιγά μην τον λένε και Βυζί", λέει αυτός. Με το μάτι καρφωμένο πάντα εκεί.


Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ


Παράτα μας κι εσύ, φθινόπωρο. Που μας χτυπάς την πόρτα μας νυχτιάτικα με την πραμάτεια σου. Δεν την χρειαζόμαστε πια για να μελαγχολήσουμε, έχουμε τα δικά μας. Μπροστά τους είσαι καλοκαίρι, δε φτουράς.
Πήγαινε δώσ' τα τα στις αλώβητες ψυχές που έχουν ακόμα τους χυμούς τους φρέσκους. Οι δικές μας στέγνωσαν, κάηκαν, σκληροπέτσιασαν. Δεν έχουμε αποθέματα για σένα. Μπορείς αν θες να πάρεις λίγη στάχτη. Να τη φυσήξεις με το ωραίο σου αεράκι και να γκριζάρει λίγο ακόμα ο κόσμος μας. Και κάρβουνα αν θες, να βάψεις νύχτα όλες τις μέρες.

Κάποιοι ακόμα σε απαγγέλλουν. Δεν βλέπουν τις ραγισματιές στο πρόσωπό σου. Σε χωματόδρομους σπαρμένους φύλλα χρυσοκόκκινα, μυρίζουν τη βροχή. Αχόρταγα, στο φως κεριών, στήνουν αυτί να ακούσουν τις σταγόνες της στις λαμαρίνες και τα κεραμίδια.
Εγώ ακούω ρέκβιεμ στη βροχή. Πόρτες να τρίζουν και ουρλιαχτά. Στο χώμα μύρισα αίμα που δεν μπορείς να το ξεπλύνεις. Κι όταν ο αέρας σκόρπισε τον όμορφο σωρό των φύλλων είδα ένα μαχαίρι καρφωμένο.

Φθινόπωρο, αυτή η χρονιά θα είναι η τελευταία σου. Πριν από σένα, πέθανε πρώτα η άνοιξη. Ύστερα είχε σειρά το καλοκαίρι. Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, το είδα να ψυχορραγεί στην πόρτα μου ξερνώντας θάλασσα. Θα σβήσεις κι εσύ σύντομα, θα ξεχαστείς. Γιατί έχει αρχίσει η νέα εποχή των παγετώνων.
Γίνε κι εσύ χειμώνας, προσαρμόσου. Να αστράψει, να βροντήξει, να ανοίξουν οι ουρανοί μέχρι να διαλυθούν τα πάντα.

Εκεί που χάραζαν καρδιές, τώρα χαράζουν σβάστικες. Τα δέντρα μας τυφλοί γκρουπιέρηδες που μοιράζουν με σημαδεμένη τράπουλα. Σπαρμένη η τσόχα της αυλής με φύλλα. Τα γύρισα από την καλή. Άσσοι μπαστούνια όλα τους. Τουμπανιασμένοι άσσοι, ψόφιοι. Πάω πάσο. Καμιά βροχή δε θα μας σώσει.


Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

ΕΓΩΙΣΜΟΣ


Κλαίγοντας πήγαινα, κλαίγοντας έφευγα στην πρώτη τάξη. Γιατί αντί για το 7ο όπου πήγανε όλοι οι φίλοι μου, μένα με πήγανε στο 8ο που ήτανε λέει καλύτερο, δεν είχε πλέμπα, ήτανε καθωσπρέπει. Έτσι είπανε στη μάνα μου κι αυτή έβαλε μέσον. Κι έχασα τις παρέες μου, με στρίμωξαν στο ίδιο θρανίο με κάτι βουτυρόπαιδα που δεν τα ήξερα ούτε με ξέρανε. Αυτοί εδώ δεν είχανε σφεντόνες και τσατσάρα στην κωλότσεπη, μόνο ένα μαντηλάκι να σκουπίζουνε τις μύξες τους. Από πετροπόλεμο, ανίδεοι. Και με κορόιδευαν γιατί ήμουν φτωχαδάκι, σαν ζητιανάκι ήμουν ντυμένο, τριμμένα ρούχα, μπαλωμένα. Με έσπρωχναν με αηδία από το θρανίο γιατί τα χείλια μου όλο το χειμώνα ήταν σκασμένα από το κρύο. Και ήμουν βρώμικος, έζεχνα, είναι η αλήθεια. Μα αυτό γιατί ήταν δύσκολο το μπάνιο στην παγωμένη αυλή, στη σκάφη, με ένα καζάνι νερό ζεσταμένο όπως όπως στη γκαζιέρα. Τέλος πάντων, τέλειωσα κακήν κακώς την πρώτη χωρίς να κάνω ούτε ένα φίλο απ' αυτούς, κι όλο το καλοκαίρι μετά έβγαζα το άχτι μου, ιστορίες απίστευτες, που, κάποιες απ' αυτές, θα σας διηγηθώ μια άλλη φορά. Και μην σας κάνει να αμφιβάλλετε το μικρόν της ηλικίας. Τα παιδάκια τότε ζούσαν το tomb raider και το wow από τα γεννοφάσκια τους στους δρόμους.
Την επόμενη χρονιά, όμως, άλλο καζίκι με περίμενε. Με στείλανε στο 4ο, μακριά από το σπίτι μας, κοντά στο λιμάνι. Γιατί ήτανε διευθυντής εκεί ένας θείος μου. Πάλι άγνωστα παιδιά, πάλι από την αρχή αγώνας για προσαρμογή. Μα ήμουν τώρα ένα χρόνο ωριμότερος, και τα παιδιά, τα πιο πολλά τουλάχιστον, ήταν επίσης φτωχαδάκια και τα μπαλώματα ακόμα πιο παράταιρα από τα δικά μου. Και το πηλίκιό τους με το εθνόσημο το ίδιο μέσ' στη λίγδα. Άλλο ήταν το πρόβλημα. Από την πρώτη τάξη δεν είχα πάρει τίποτα, η μάνα μου ήταν που έγραφε και μάθαινε τα βράδια αντί για μένα. Και η κυρία Μαρίνα (να ζει άραγε;) δεν χωράτευε. Είχε μια μακριά βέργα από οξυά και δεν την είχε για να τραβάει γραμμές. Όταν την χρησιμοποιούσε κοκκίνιζαν χέρια και πόδια, συχνά το θύμα δεν μπορούσε ούτε να κάτσει στο θρανίο ούτε να πιάσει μολύβι κι έφευγε σπίτι του. Μια φορά μόνο πρόλαβα και γεύτηκα τη βέργα της και δεν θα το ξεχάσω. Γιατί δεν είχα κόψει τα νύχια μου. Κι ήταν αυτά μέσα στα χώματα. "Έσκαβες;" με ρώτησε. "Άνοιξε τα χέρια σου". Και τις έφαγα γερά.
Τις πρώτες μέρες, λοιπόν, κάνανε επανάληψη όσα είχαν μάθει στην πρώτη. Εγώ ήμουνα σκράπας, άσχετος. Έσκυβα και κρυβόμουν όσο μπορούσα, προσευχόμουν να γίνω αόρατος. Μα ήρθε η σειρά μου. Έπρεπε να πω τους δώδεκα μήνες. Κι έλεγα εγώ ό,τι θυμόμουν. Μάρτης, Αύγουστος, Παρασκευή, Φθινόπωρο και χαχάνιζε όλη η τάξη με τα χάλια μου. Τότε, μέσα στα χάχανα, ο Βαγγέλης ο Λ., έδωσε τη χαριστική βολή. "Νομίζει πως είναι ακόμα στο 8ο", είπε ο γλείφτης, ειρωνικά. Και γέλασε και η δασκάλα.
Ώπα! Κάτσε ρε φίλε. Ποιος είσαι εσύ που θα με ειρωνευτείς; Σε μια στιγμή ήρθαν τα πάνω κάτω. Ένα τέρας που τότε δεν ήξερα ακόμα το όνομά του, εγωισμό έμαθα αργότερα ότι το λένε, ορθώθηκε και μου άστραψε ένα δυνατό χαστούκι. Αποκάλυψη έγινε. "Μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου". Εκείνη τη σημαδιακή στιγμή αποφάσισα πως δεν θα άφηνα ποτέ ξανά να γελάσει κάποιος σε βάρος μου. Ποτέ, κανένα αρχίδι. Στρώθηκα, διάβασα, κι έγινα σύντομα ο πρώτος σπασίκλας. Πράγμα που όπως ανακάλυψα δεν ήταν δύσκολο, και είχε επί πλέον ως έπαθλο και την καρδιά της Λένας, της καλύτερης μαθήτριας, και όποιας άλλης ήθελα βεβαίως. Και μάλιστα χωρίς να απαρνηθώ διόλου τις παρέες μου και τις αρχές μου. Πρώτος στα μαθήματα, πρώτος στη σφεντόνα.
Ποιον νοιάζει αυτή η ιστορία; Κανένα, θα μου πείτε κι έχετε δίκιο. Εγώ ένα μόνο ήθελα να σας πω. Ανακαλύπτουμε, πολύ αργότερα, πως τις ιστορίες που επιμένουν να αναδύονται συνεχώς στη μνήμη και δε λένε να ξεχαστούν, τις θυμόμαστε για κάποιο λόγο. Όσο ασήμαντες κι αν φαίνονται μας έχουν σημαδέψει. Είναι οι ουλές της ψυχής μας.
Ο Βαγγέλης, χωρίς να το υποψιάζεται, σημάδεψε τη μέρα που ο εγωισμός μου χτύπησε κόκκινο και σκάλωσε εκεί ψηλά από τότε. Μου έδωσε τη σπρωξιά να πάρω τον ανήφορο κι έχω ακόμα φόρα και πηγαίνω. Γιατί δεν έχει τελειωμό, ως το γκρεμό κι ακόμα παραπέρα. Εγώ από τη μια μεριά κι απέναντι όλοι οι άλλοι. Στα τυφλά! Πόλεμος κατά πάντων με θύματα συχνά άμαχους κι αθώους. Κανείς ζυγός στον τράχηλο, κανένα αφεντικό, καμιά εξουσία, καμιά αυθεντία. Ζήτω μου!
Αλλά είπα να σας διηγηθώ απλά μια ιστορία, και παρασύρθηκα.

Επίλογος. Βαγγέλη, φιλαράκο, όπου κι αν είσαι, δεν ξεχνώ ότι στο διάλειμμα, για εκδίκηση, σου έκανα κεφαλοκλείδωμα και σε έριξα στις λάσπες της αυλής κι εσύ δεν με μαρτύρησες στην κυρία Μαρίνα. Δεν ήσουν τόσο καθίκι τελικά.

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΑΣΦΑΛΤΟΣ


Διάλεξε την καλύτερη φωτογραφία των διακοπών και την ανάρτησε στον τοίχο του. Θάλασσα, αμμουδιά, ψαρόβαρκες, ηλιοκαμένα σώματα και στο βάθος να βασιλεύει ο ήλιος με μια οργιαστική πανδαισία χρωμάτων. Ύστερα άνοιξε την τηλεόραση να δει τι έγινε όσο έλειπε.
Πίστευε ως τότε, όπως όλοι, πως τα ψηφιακά αρχεία αντέχουν. Αντέχουν όμως όσο η μνήμη, φαίνεται. Γερνάνε με τον τρόπο τους κι αυτά, κουράζονται. Μια μέρα μόνο πέρασε και η φωτογραφία φάνηκε να αλλάζει. Καθώς η αληθινή ζωή εφορμούσε σαν μπουλντόζα αδειάζοντας πάνω του τόνους κοινοτοπίας και άγχους, και το τοπίο γινόταν μια θολή συγκεχυμένη ανάμνηση στο βάθος του πολυάσχολου μυαλού του, ο άυλος τοίχος έτριξε συθέμελα και μια ρωγμή τον διέσχισε από τη μια γωνιά ως την άλλη. Τα χρώματα της φωτογραφίας θάμπωσαν, οι ήχοι της έσβησαν, οι μυρωδιές ξεθύμαναν, οι υφές λειάνθηκαν. Τα ρυτιδιασμένα από το μελτεμάκι νερά έδειξαν τα πίξελ τους σαν τις ρυτίδες ενός πρόωρα γερασμένου παιδιού.
Η ζωή του είχε ήδη γίνει ένα άλυτο αίνιγμα, όπως πριν. Ο κόσμος ένα παζλ που του έλειπαν κομμάτια. Και οι φάκελλοι βουνό. Υποχρεώσεις, εκκρεμότητες και οφειλές.
Την τρίτη μέρα είδε έκπληκτος πως ο ήλιος στη φωτογραφία είχε δύσει. Από το ηλιοβασίλεμα απέμεναν μόνο κάτι αμυδρές κόκκινες πινελιές. Το γκρίζο σκέπασε τα πάντα και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει πια τη θάλασσα από τον ουρανό. Από τα πρόσωπα είχαν σβήσει τα χαμόγελα, κάποιοι κοιτούσαν το φακό με ύφος σκεφτικό, άλλοι έστρεφαν αλλού τα μάτια.
Άλλες δυο μέρες πέρασαν. Καθόταν μόνος του κι έκανε απολογισμό της ζωής του κι άκρη δεν έβγαζε. Έβλεπε τώρα καθαρά το αδιέξοδο, ούτε φως στο τούνελ, ούτε success story, ούτε τίποτα. Κάποτε τόλμησε κι άνοιξε τον υπολογιστή να δει τι είχε απογίνει εκείνη η φωτογραφία.
Η θάλασσά της είχε στερέψει. Τα νερά είχαν αποτραβηχτεί σαν να τα ρούφηξε ένα τεράστιο σιφώνι. Φάνηκε ο βυθός, ακούμπησαν στη άμμο οι βάρκες. Τα ψάρια σπαρταρούσαν. Αμήχανοι οι επίδοξοι κολυμβητές έστεκαν με τα χέρια στη μέση. Άλλοι έσκυβαν και μάζευαν κοχύλια. Σπαρμένος ο βυθός με αντικείμενα κάθε λογής, εφημερίδες, τραπουλόχαρτα, ομπρέλες, τηλεοράσεις, δακρυγόνα, πέτρες και θαλασσόξυλα.
Ύστερα φάνηκε κι ο ίδιος. Από την κάτω αριστερή γωνία της φωτογραφίας περπάτησε ως το κέντρο της, εκεί που έφτανε πριν το κύμα. Γύρισε και κοίταξε προς το μέρος του, του έγνεψε κι ύστερα συνέχισε να προχωράει.
Ένοιωσε το βυθό σκληρό κάτω απ' τα πόδια του. Έσκυψε και ψαχούλεψε με τα δάχτυλα. Δεν ήταν βράχος. Σκούπισε το λεπτό στρώμα της άμμου και χάιδεψε τη γκριζόμαυρη επιφάνεια. Φύσηξε τότε αέρας και στροβίλισε την άμμο, την πήρε μακριά και φάνηκε από κάτω καθαρά η άσφαλτος.
Η κάμερα στράφηκε δεξιά. Κοίταξε κι είδε το δρόμο αυτόν να εκτείνεται ως εκεί που έφθανε το μάτι, ως τον ορίζοντα, όπου μια μαύρη ομίχλη απλώνονταν απειλητική. Ακίνητη και πετρωμένη στέκονταν αυτή, όπως αρμόζει σε φωτογραφία. Μα την ένιωσε να ανασαίνει, μοχθηρή, έτοιμη να χυμήξει και να καταπιεί τα πάντα.
Το κάδρο της φωτογραφίας πίσω τους έκλεινε, τους έσπρωχνε μπροστά εκεί που ανοιγόταν ο μακρύς δρόμος. Πήραν όλοι μαζί το δρόμο αυτόν, προς την ομίχλη, στην αρχή διστακτικά, κι ύστερα με όλο και πιο αποφασιστικά βήματα. Με ένα αργό fade out η φωτογραφία έσβησε και χάθηκε.
Έκλεισε τον υπολογιστή, άνοιξε τη πόρτα και βγήκε στο δρόμο. Κοίταξε το χέρι του και είδε πως κρατούσε σφιχτά μια πέτρα.


Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΡΙΑΝΤΑ ΛΕΠΤΑ

«Συγγνώμη, μήπως έχετε τριάντα λεπτά;» 
    Τον είχε νιώσει ήδη δίπλα του, ανάρμοστα κοντά, μύρισε την ανάσα του σχεδόν, και είχε διαισθανθεί το βλέμμα του να τον κοιτάει λοξά καθώς τον πλεύριζε και το ένστικτο του του είχε πει πως σκόπευε να του ζητήσει χρήματα. Κάθε φορά το ίδιο σκηνικό, πότε με επίμονα πρεζόνια πότε με ενοχλητικούς, άθλιους ζητιάνους. Και η απάντηση βγήκε από το στόμα του κι αυτή ενστικτώδης, χωρίς να τη ζυγίσει, χωρίς να ταραχτούν καθόλου οι σκέψεις του για το αν θα έπαιρνε φέτα σκληρή ή μαλακιά, χωρίς να στρέψει καν το βλέμμα από τη βιτρίνα με τα τυριά. 
    «Όχι, δεν έχω». 
    Όταν είχε πια απομακρυνθεί, γύρισε να τον κοιτάξει καλύ­τερα. Τριάντα λεπτά; Τι στο καλό... 

Όλο το απόγευμα, μια φωνή σιγοψιθύριζε επίμονα μες στο κε­φάλι του. 
    Τριάντα λεπτά, ρε συ. Τι να τα ήθελε άραγε τα τριάντα λε­πτά μέσα στο σουπερμάρκετ, δύσκολο ήταν να το καταλάβεις; Κάτι ήθελε να πάρει ο άνθρωπος και δεν του έβγαιναν. Κάτι ήθελε για το παιδί του ίσως, αχρείε. Ένα γάλα, ένα κρουασάν, μια γκοφρέτα. Τριάντα λεπτά ήθελε μονάχα, για να συμπληρώ­σει. Πώς σε κατάντησαν έτσι, γαμώ το κέρατό μου; Πεθαίνει ο άλλος δίπλα από την πείνα κι εσύ κοιτάς την πάρτη σου. 

Δεν άντεξε, και το βράδυ το διηγήθηκε στη γυναίκα του. 
   «Όχι, σου λέω, δεν ήτανε πρεζόνι. Ένας καθωσπρέπει κύρι­ος ήταν, γύρω στα σαράντα. Λίγο ταλαιπωρημένος, αδύνατος, μελαχρινός, με ίσιο μαλλί, κάπως μακρύ. Κι έσερνε από το χέρι ένα αγοράκι, εφτά οχτώ χρονών. Κι όπως φεύγανε, γύρισε εκεί­νο και με κοίταξε παράξενα. Αυτό ήταν που με στεναχώρησε πιο πολύ». 
    «Σώπα τώρα», τον καθησύχασε αυτή, «δεν έγινε και τίπο­τα. Τόσοι φτωχοί κυκλοφορούν στις μέρες μας. Δεν μπορούμε εμείς να τους σώσουμε όλους. Και μη συγχύζεσαι, δεν κάνει είπε ο γιατρός. Πήρες το χάπι σου;» 
    «Το πήρα». 
    Ψέματα έλεγε. Δεν το είχε πάρει κι ας ένιωθε ένα βάρος να πλακώνει το στήθος του. Άι σιχτίρ κι αυτά τα χάπια!

Άργησε να τον πάρει ο ύπνος. Εκείνα τα τριάντα λεπτά είχαν γίνει τα δικά του τριάκοντα αργύρια. Για ώρες πάλευε με τα σεντόνια και τις τύψεις, ώσπου στο τέλος νίκησε η λογική. Το καλοσκέφτηκε. Δίκιο είχε τελικά η γυναίκα του. Δεν μπορούσε αυτός να κάνει τίποτα, φταίνε όσοι ζούσανε με δανεικά, φταί­νε οι άμυαλοι, φταίει το σύστημα. Όποιοι δεν τους αρέσει, ας πάνε να το αλλάξουν. Θυμήθηκε και κάτι που είχε πει η δασκά­λα τους, μια θεούσα, στην τρίτη του Δημοτικού. 
    Όταν βλέπετε έναν φτωχό να μη λυπάστε, είχε πει, είναι αμαρτία. Να κάνετε το σταυρό σας, να χαίρεστε και να δοξάζε­τε το Θεό που δεν σας έκανε σαν κι αυτόν.

Όταν με τα πολλά αποκοιμήθηκε, τους είδε στον ύπνο του. Σε μια ακρογιαλιά σπαρμένη με σωσίβια ήταν. Μπροστά πήγαι­νε ο άντρας με μια πολυκαιρισμένη βαλίτσα στο χέρι και πίσω του το αγόρι. Όταν τον είδαν να κάθεται στην άμμο σταμάτη­σαν. Ο άντρας έβγαλε ένα δρεπάνι και ανεμίζοντάς το επιδέξια στον αέρα κλάδευε, σοβαρός, πότε τα αρμυρίκια, πότε τα κρι­νάκια και πότε τις κορφές από τις αμμοθίνες. Το αγόρι πήγε και κάθισε κοντά του και του μίλησε. 
    «Να σου πω ένα αίνιγμα;» 
    «Πες μου». 
    «Πόση ώρα είναι από δω ώς την Κόλαση;» 
    «Δεν ξέρω. Μια στιγμή;» 
    «Όχι». 
    «Χίλια χρόνια;» 
    «Ούτε. Να το πάρει το ποτάμι;» 
    «Να το πάρει». 
    «Τριάντα λεπτά». 
    Τριάντα λεπτά! Χα, χα! Το αγόρι έβαλε τα γέλια. Το ίδιο κι ο πατέρας του που ερχόταν προς το μέρος τους κραδαίνοντας ακόμα το δρεπάνι. Ο αέρας φύσαγε τα μαλλιά στο πρόσωπό του που είχε τώρα σκοτεινιάσει.

Άλλαξε στάση. Το βάρος στο στήθος του είχε αρχίσει να γίνε­ται πόνος. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε το ξυπνητήρι. Είχε πάει εφτά. Σε τριάντα λεπτά θα ξυπνούσε. 
    Ή δεν θα ξυπνούσε.