Κάθομαι στη βεράντα ενός παλιού σπιτιού στην Τήνο, όπου με φιλοξενεί μια καλή φίλη. Ψιλοβρέχει. Μπροστά μου, τα βουνά με τις ξερολιθιές χάνονται πίσω από την ομίχλη που έχει κατέβει χαμηλά, στο ύψος μας, και παρελαύνει μπροστά μας σπρωγμένη από τον άνεμο, σαν πομπή φαντασμάτων. Προσπαθώ να χωνέψω όσα είδα κι έζησα αυτές τις μέρες, ρουφώ αχόρταγα τις τελευταίες εικόνες ώστε να είμαι δυνατός για τα δύσκολα που έρχονται. Μια μέρα έμεινε. Δεν θέλω να τελειώσει.
Θυμάμαι, στο Δημοτικό, ήδη από τα μισά της σχολικής χρονιάς με έπιανε αφόρητα η προσμονή των διακοπών. Όπως όλους, φαντάζομαι. Όταν κάποτε κλείνανε τα σχολεία ήμουν πανευτυχής, όχι για πολύ όμως. Στα μισά του καλοκαιριού με έπιανε η νοσταλγία του σχολείου και ανυπομονούσα πότε θα ανοίξει πάλι για να ξαναβρώ τους συμμαθητές μου.
Κι αργότερα όμως, οι διακοπές είχαν για μένα ένα όριο. Χόρταινα γρήγορα τον ήλιο, το σλήπινγκ μπαγκ στην αμμουδιά, το ωτοστόπ, τις ομελέτες στην ταβέρνα, τις φωτιές, το αλμυρό γυμνό σώμα. Κι ήθελα τότε να επιστρέψω στην πόλη. Να δω το βρώμικο λιμάνι, να μυρίσω καυσαέριο, να στριμωχτώ στον ηλεκτρικό κι ύστερα στο λεωφορείο για το σπίτι.
Το σπίτι μύριζε κιόλας κλεισούρα. Άφηνα τα πράγματα σε μια γωνιά και πήγαινα κατευθείαν στο πικάπ. Διάλεγα μερικούς δίσκους που μου είχαν λείψει κι ύστερα έκλεινα τα μάτια και τράβαγα κι άλλους στην τύχη. Stooges, Lou Reed, Bowie, Zounds, Dylan, Fall, Eyeless in Gaza, Cure, Buckley κι άλλοι ατάκτως ερριμμένοι. Από την ανοικτή μπαλκονόπορτα όπου, ξαπλωμένος στον καναπέ, έβλεπα όχι θάλασσα ή ξερολιθιές αλλά την άσφαλτο με τα αυτοκίνητα, ο θόρυβος της κυκλοφορίας έδινε τη χαριστική βολή στους ήχους που ήδη ψυχοραγούσαν: τον φλοίσβο των κυμάτων, το θρόισμα των δέντρων, τα πουλιά. Το βρώμικο φως ξέπλενε το μαύρισμα και την αρμύρα από το δέρμα, σταδιακά επανερχόμουν στην πρότερη ζωή καθώς η πόλη με δεχόταν και με επαναφομοίωνε γρήγορα. Έπιανα τα βιβλία μου και τα ξεφύλλιζα, γρατζούναγα την κιθάρα μου. 'Ολα καλά, όλα όπως τα άφησα. Η ζωή συνεχιζόταν.
Ήταν η ηλικία, ήταν η εποχή ή και τα δυο. Ίσως η πίστη ότι η Ιστορία συμβαίνει στις πόλεις κι ο φόβος ότι σημαντικά πράγματα θα γίνονταν ερήμην μου, όσο εγώ έπαιρνα τους δρόμους με το σακίδιο στην πλάτη. Μα, πέρα από την επανάσταση που φαντασιωνόμασταν, είχαμε και πράγματα να κάνουμε τότε, είχαμε κι άπειρο τον χρόνο, η ζωή ξεχείλιζε από παντού, περίμενε να απλώσουμε τα χέρια και να την αρπάξουμε. Τα καλοκαίρια όλου του κόσμου ήταν μπροστά μας, κάθε στιγμή. Έρωτες, φίλοι, γιορτές. Ταινίες και συναυλίες που δεν έπρεπε να χάσουμε, μεθύσια που δεν έπρεπε να τελειώσουν.
Τώρα, μια μέρα πριν τελειώσουν οι διακοπές, καμιά επιθυμία δεν έχω να γυρίσω. Τώρα η επιστροφή μοιάζει μαρτύριο. Καταναγκασμός. Αυτό που με περιμένει δεν είναι η ζωή που άφηνα κάποτε πίσω μου αλλά ένας συνεχής αγώνας δίχως νόημα, σε μια πόλη που έχει κατεβάσει τα ρολλά. Ένας κόσμος με σκονισμένους δίσκους, ξεχασμένα βιβλία, ξεκούρδιστες κιθάρες.
Τωρα ακριβως η ζωη εχει νοημα. Πριν απλα παιζαμε προστατευμενοι απο τις φουστες των γονιων μας που νομιζαμε οτι εχουμε ξεπερασει τελειωτικα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ενηλικίωσή μας έγινε προ αμνημονεύτων χρόνων. "Τώρα ακριβώς" το κυνήγι της επιβίωσης σε ένα κόσμο όλο και μεγαλύτερης κατάθλιψης και δυσανεξίας στερείται παντελώς νοήματος.
Διαγραφή