Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΥΡΙΑΚΟ


Μια ολόκληρη ζωή καταλήγει σε δέκα αράδες επαρχιακού πόρταλ. Περνάνε κάμποσες μέρες κι ύστερα, κάπου μακριά, κάποιος άλλος το διαβάζει, ειδοποιημένος από κάποιον τρίτο. Σχεδόν τυχαία. Παγώνει. Και κάθεται να γράψει.
Ας αρχίσω τυπικά, σκέφτεται. "Ο Κυριάκος θα είναι πάντα μαζί μας". Ας ξεγελάσω έτσι τον εαυτό μου. "Έχω τις ζωγραφιές που μου χάρισε. Το ξύλινο ραδιοφωνάκι, κάποια εργαλεία του. Αναμνήσεις".
Μα όχι, όχι, δεν μπορεί να τα γράψει αυτά. Ο Κυριάκος δεν είναι πια μαζί μας. Ο Κυριάκος αποφάσισε να φύγει. Έφυγε. Τίποτα δεν μπορεί να γράψει για αυτό. Τίποτα που να έχει ή να δίνει νόημα.
Η δυστυχία είναι πια δίπλα μας. Τη βλέπεις, δεν χρειάζεται περιγραφή. Έρχεται με μεγάλες δρασκελιές. Φτιάχνει ένα κύκλο γύρω μας που όλο και στενεύει. Οι ειδήσεις δεν μιλάνε πια για άγνωστους, μιλάνε για εμάς, για τους ανθρώπους μας. Οι στατιστικές αποκτούν σάρκα και οστά. Τα θύματα και οι φονιάδες έχουν πρόσωπα.
Του είχανε κόψει, έμαθα, το ηλεκτρικό και το νερό. Ποιος  το αντέχει αυτό; Τι θα έκανες στη θέση του; Και τι είδους λέξεις χρειάζονται για να μιλήσει κάποιος στο τελευταίο εκ βαθέων σημείωμα χωρίς να το χαρακτηρίσουν κάποιοι αλλοπρόσαλλο;
Σου εύχομαι, ρε Κυριάκο, να έχει ουίσκυ με παγάκια, τζαζ, πινέλα και μπογιές εκεί που πήγες. Κι ο Τούφης εκεί γύρω να γαβγίζει τα αγγελάκια.
Τώρα, πρέπει εγώ να βρω τις κατάλληλες λέξεις να πω στο γιο μου, κι ας μην είναι πια παιδί, πως έφυγε ο νονός του. Φοβάμαι πως ό,τι κι αν πω θα ακούγεται αλλοπρόσαλλο.


2 σχόλια:

  1. Ώστε ο Κυριάκος ήταν 69 χρονών... Ποτέ δε σκέφτηκα να τον ρωτήσω πριν το μάθω από τον τοπικό ρεπόρτερ - φαίνεται ότι γι αυτόν η ηλικία έχει σημασία, ίσως να ξεχωρίζει αυτούς που αξίζουν λιγότερο ή περισσότερο το θάνατό τους, αυτούς που αξίζουν λιγότερο ή περισσότερο το πένθος μας.
    Νόμιζα ότι ήταν μικρότερος γιατί ξόδευε το χρόνο του παίζοντας με μολύβια και χρώματα, με καραβάκια και βότσαλα, με εργαλεία και ραπιδογράφους (τόμαθε κάποτε και το cad αλλά με τον τρόπο του, ξεκινώντας από το sketch - αν έφτασε ποτέ σε άλλη εντολή). Παίζοντας με ήχους, με νότες και με λέξεις. Παίζοντας με αγάπες και με τόπους. Παίζοντας με τα νεύρα μας, με όλους εμάς που ξέραμε να προνοούμε για το χειρότερο. Ο Κυριάκος διάλεγε το καλύτερο και ήταν ο καλύτερος, που να ζηλεύεις το κέφι και την αφοσίωσή του στα πράγματα και στους ανθρώπους, στη ζωή.
    Ο Κυριάκος ξόδευε το χρόνο του σαν βασιλιάς και σαν παιδί, σαν το τζίτζικα του παραμυθιού, τον μόνο άξιο να εκτιμήσει τι είναι καλοκαίρι. Μάζευε σαν το μήρμυγκα, αλλά μάζευε τα πιο άχρηστα για το χειμώνα, βιβλία και δίσκους και τρυπανάκια για τις πιο δύσκολες δουλειές, ότι σάρωναν τα μάτια και τ' αυτιά του, στιγμές και θυμητάρια, ότι έφτιαχναν τα χέρια του, ότι περιγελούσε με το παλιομοδίτικο χιούμορ του, ότι μπορούσε να εξηγήσει κι ότι τον μάγευε. Ήταν γοητευτικός γιατί ήταν πάντα γοητευμένος.
    Ο Κυριάκος ξόδευε τη φιλία, τις γνώσεις και τις ιδέες, την καλωσύνη του - κι αυτό δεν βγάζει σύνταξη. Σ' αφήνει με κομμένο το ρεύμα, σ' αφήνει άφωνο μπροστά σε μια τεχνογνωσία της επιφύλαξης, μπροστά σε μια τεχνική του να ζεις μισός που κάποια στιγμή, κάποια κακή στιγμή, φαίνεται πιο χρήσιμη από όλες τις τεχνικές που αυτός ήξερε να κάνει καλύτερα τα πράγματα, τις σχέσεις και τη διάθεσή μας, τα τραπέζια, τις βραδυές μας.
    Ώστε άφησε ένα αλλοπρόσαλλο γράμμα ο φίλος μας, μάστορας της αφήγησης, που ντροπαλά μας έδειχνε ποιήματα και παραμύθια, ασκήσεις ύφους, κομψοτεχνήματα... Πώς να πιάσει το λογοπαίγνιο ο αστυνόμος υπηρεσίας, πώς ν' αναγνωρίσει την αναφορά; Ο Κυριάκος ήξερε χίλια πράγματα εκτός από το βασικό: Να τα πουλάει.
    Δεν πρέπει να λέμε ότι "δεν ήταν του κόσμου τούτου". Πρέπει να λέμε ότι αυτός ο κόσμος δεν ήταν για τον Κυριάκο. Πρέπει να το λέμε για να τα βγάλουμε πέρα μ' αυτό τον κόσμο που δικάζει ό,τι έχουμε πιο ακριβό: Την ικανότητά μας να μην πουλάμε.
    Γι αυτή τον αγαπούσαμε και ξόδεψε ακόμα και την αγάπη μας χωρίς ένα τηλεφώνημα (να μην ενοχλήσει), μόνο μ' ένα σπαταλημένο γράμμα (να μην τα κάνουμε και όλα λιανά).

    ΑπάντησηΔιαγραφή