Τίποτα δεν είναι αληθινό, όλα επιτρέπονται
Χασάν ιμπν Σαμπάχ
Δεν μπορούσα να πω ψέμματα, αυτό ήταν. Απλά δεν μπορούσα. Ήμουνα ο δίκαιος Σωκράτης της παρέας, σοφότερος ακόμα και του Σολομώντα, αν ληφθεί υπ' όψη η διαφορά ηλικίας. Δεν μπορούσα να αντιληφθώ ακόμα τη σκοπιμότητα του ψεύδους, την ένοχη απόκρυψη και τις συνακόλουθες τύψεις, αφού επί πλέον τα διακυβεύματα δεν ήσαν τότε σοβαρά: δυο μπίλιες λιγότερες, ένα άκυρο γκολ που μέτραγε, ένας κακός βαθμός, άντε και μια ξυλιά από τη δασκάλα.
Χασάν ιμπν Σαμπάχ
Δεν μπορούσα να πω ψέμματα, αυτό ήταν. Απλά δεν μπορούσα. Ήμουνα ο δίκαιος Σωκράτης της παρέας, σοφότερος ακόμα και του Σολομώντα, αν ληφθεί υπ' όψη η διαφορά ηλικίας. Δεν μπορούσα να αντιληφθώ ακόμα τη σκοπιμότητα του ψεύδους, την ένοχη απόκρυψη και τις συνακόλουθες τύψεις, αφού επί πλέον τα διακυβεύματα δεν ήσαν τότε σοβαρά: δυο μπίλιες λιγότερες, ένα άκυρο γκολ που μέτραγε, ένας κακός βαθμός, άντε και μια ξυλιά από τη δασκάλα.
Όλοι το παραδέχονταν. Ήμουν εγώ ο ακριβοδίκαιος κριτής, αυτός που θα εξέδιδε την τελική απόφαση που θα γινόταν αποδεκτή από όλους. Κανένας δεν το αμφισβητούσε, αφού είχα αποφανθεί εγώ, αν ήταν ή όχι πέναλτυ, αν πέρασε η μπάλα τη γραμμή, αν φίλησε στο στόμα ή όχι ο Γιάννης την Καλλιόπη, πόσο μακριά είχε φτύσει ο Ηλίας. Μέχρι την αποφράδα εκείνη μέρα.
Καλοκαιράκι ήταν, μεσημέρι, παίζαμε μπάλα στο στενάκι λίγο πιο πάνω από το Βαλιδέ Τζαμί. Σούταρε κάποιος κι ενώ η τροχιά της μπάλας ήταν προς το αντίπαλο τέρμα, πετάχτηκε μπροστά ο Μήτσος κι η μπάλα βρήκε πάνω του κι έφυγε πέρα. "Μπέναλτυ", φώναξαν κάποιοι. "Όχι! στην πλάτη του χτύπησε", αντέκρουαν άλλοι. Κι ήρθε μοιραία η σειρά μου. Να αποφανθώ εγώ, συμφώνησαν όλοι, εγώ που λέω πάντα την αλήθεια. Και αποφάνθηκα. Δεν ήταν "μπέναλτυ", κι ας ήτανε αυτή η κρίση σε βάρος της ομάδας μου, στην πλάτη του τον βρήκε η μπάλα. Κι ενώ ήσαν όλοι έτοιμοι να δεχτούν αυτή μου την απόφαση, έγινε το κακό. Μίλησε ο Μήτσος ο ίδιος. "Μπέναλτυ ήταν", παραδέχτηκε ο αλήτης. "Στο χέρι μου χτύπησε η μπάλα". Ο Μήτσος, ο αρμοδιότερος πέρα από κάθε αμφιβολία αφού ήταν αυτός ο μόνος που σίγουρα ήξερε τι είχε γίνει, ξεστομίζοντας την φράση αυτή που ήταν σε βάρος του, εκμηδένιζε κάθε αντίθετη άποψη.
Κόλαφος για την αξιοπιστία μου. Ήταν η τελευταία φορά που εμπιστεύθηκαν την κρίση μου. Σε μια στιγμή η φήμη μου κατέρρευσε.
Δεν ξέρω ακόμα αν ο Μητσάρας είπε ψέμματα για να με εκθέσει ή αν είπε αλήθεια σε μια σπάνια για αυτόν κρίση ειλικρίνειας. Έτσι, ακόμα αμφιβάλλω αν ήταν πέναλτυ ή όχι. Και, το χειρότερο, αμφιβάλλω αν είπα εγώ αλήθεια. Αν δηλαδή νόμισα, θεώρησα, πίστεψα πως δεν ήταν πέναλτυ και επομένως σε κάθε περίπτωση έκφρασα την αλήθεια μου άσχετα με το τι πραγματικά έγινε ή, με πλήρη άγνοια της φάσης, μη έχοντας την κατάλληλη για διαιτητή ορατότητα, απλά είπα κάτι για να εκμεταλλευτώ το τιμητικό αξίωμα του αδέκαστου κριτή που μου είχε αποδώσει η τσογλανοπαρέα.
Έτσι, με αυτή την "αμφιλεγόμενη" όπως λένε φάση, άρχισε η κρίση εμπιστοσύνης στην πραγματικότητα και στην αλήθεια. Και με ραγδαίους ρυθμούς επιδεινώθηκε και επήλθε πλήρης σύγχυση και ρήξη. Η αλήθεια κι η πραγματικότητα βρέθηκαν σε διάσταση, η αρμονία χάθηκε. Ύστερα, τελεολογικές εννοιολογικές κατασκευές και βουλησιαρχικές προσλήψεις ήρθαν και κάνανε τα πράγματα χειρότερα. Το χάος.
Τώρα για τίποτα δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Η πραγματικότητα έγινε ένας χαμαιλέων που διαχέεται και ξεθωριάζει. Πάνω που πάω να την πιάσω, γλιστράει και χάνεται. Έτσι όταν λέω την αλήθεια δεν με πιστεύω πια ούτε εγώ ο ίδιος. Συνέχεια βρίσκομαι σε αντίθεση όχι μόνο με την πραγματικότητα αλλά και με τον εαυτό μου. Συνέχεια αλλάζω γνώμη και αναιρώ αποφάσεις και καταλήγω να αλωνίζω σφυρίζοντας σε ένα στρογγυλό γήπεδο όπου οι παίκτες καθισμένοι στις κερκίδες με γιουχάρουν.