Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Η ΚΑΜΗΛΟΠΑΡΔΑΛΗ




Μια μεγάλη λούτρινη καμηλοπάρδαλη ήταν παρατημένη στα σκουπίδια. Εκείνοι που την πέταξαν την είχαν στήσει όρθια, με το κεφάλι της να εξέχει πάνω από τον κάδο όπου ακουμπούσε. Κοίταζε από εκεί όσους περνούσαν.  Γιατί, πρέπει να πούμε, η καμηλοπάρδαλη ήταν ακόμα ζωντανή, μιας και το παιδί που την αποχωρίστηκε δεν την είχε εντελώς ξεχάσει. Μπορούσες να το δεις ξεκάθαρα σαν αύρα γύρω της -αν δεν είσαι από εκείνους που πιστεύουν πως ένα κι ένα κάνουν οπωσδήποτε δυο.
Η διπλανή ακακία, μόλις ξύπνησε και την είδε, έγειρε από συμπόνοια πάνω της ένα κλαρί, τα φύλλα όμως δεν μπορούσαν να τη φτάσουν. Το ρυάκι που έτρεχε στο ρείθρο φούσκωσε όσο μπορούσε, μα ούτε κι αυτό κατάφερε να την πλησιάσει.

Ένα μελαχροινό αγόρι πέρασε από εκεί με το σαράβαλο ποδηλατάκι του. Στάθηκε και την κοίταξε απορημένο. Ποτέ δεν είχε δει καμηλοπάρδαλη, ούτε καν σε βιβλίο. Ίσως και να είχε δει, όμως δεν το θυμόταν. Οι εικόνες του για την καμηλοπάρδαλη, αν υπήρξαν, είχαν θαφτεί στα ερείπια του σπιτιού τους κι ότι είχε μείνει το ξέπλυνε η θάλασσα όταν τη διέσχισαν με το σαπιοκάϊκο.

Το αγόρι φόρτωσε την καμηλοπάρδαλη ανάμεσα στα πόδια του. Δυο μέτρα έκανε μόνο. Διπλώθηκε ο λαιμός της, έγειρε από τη μια μεριά και έπεσε. Έβγαλε τότε από την τσέπη του ένα σπάγκο και την έδεσε όπως-όπως στη σωλήνα. Ούτε έτσι μπόρεσε να κρατηθεί, έπεσε πάλι. Το αγόρι, απογοητευμένο, την έσυρε και την έβαλε πάλι στη θέση που την είχε βρει, να μείνει να κοιτάει το δρόμο μέχρι να έρθουν να την πάρουν. Λίγο πιο πέρα όμως. Να φτάνει τα φύλλα του δέντρου αν τέντωνε το μακρύ λαιμό της, να μπορεί σκύβοντας να πιει νερό να ξεδιψάσει από το αυλάκι.

Πριν την αποχαιρετήσει, έμεινε λίγο και την παρατήρησε προσεκτικά. Έτσι, θα μπορούσε να περιγράψει το περίεργο ζώο στον πατέρα του, όταν κάποτε έσμιγαν. Εκείνος, που ήξερε τα πάντα, θα έδινε στην εικόνα του ένα όνομα. Το αγόρι δεν θα το ξεχνούσε ποτέ κι έτσι η καμηλοπάρδαλη θα ζούσε ακόμα πολλά, πολλά χρόνια.

Ήρθε το σκουπιδιάρικο, την πήραν και την άδειασαν στη χωματερή. Ούτε φύλλα είχε εκεί, ούτε νερό. Και η καμηλοπάρδαλη έσβησε σιγά-σιγά, χωρίς ποτέ να μάθει το όνομά της στη γλώσσα εκείνου του αγοριού, ούτε ότι -χάρις σ' αυτό- ζει ακόμα.


Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Ο ΣΠΙΘΑΜΑΡΗΣ


Τον είδα ξανά τις προάλλες να κόβει βόλτες στα φύλλα ενός αναρριχητικού και να καμώνεται όταν τον άγγιξα πως είναι ένα ξερό κλαράκι. Η κάμπια-“γεωμέτρης” (ή σπιθαμάρης όπως τον λένε στο χωριό μου) πάντα μου προκαλούσε ενδιαφέρον με την ιδιαιτερότητα της κίνησής του. Μόλις πρόσφατα έμαθα ότι είναι η κάμπια ενός είδους νυχτοπεταλούδας.

Ο σπιθαμάρης μου έμοιαζε πάντα αβέβαιος για το μέλλον. Στέκεται στο ένα “πόδι” και ζυγιάζει το άλλο σαν διαβήτης, μέχρι να αποφασίσει κάποτε δειλά για το επόμενο βήμα. Κι ύστερα πάλι από την αρχή.

Υποθέτω ότι δεν γνωρίζει τον προορισμό του. Ίσως αν διέθετε αυτογνωσία, αν ήξερε ότι κάποτε θα γίνει νυχτοπεταλούδα, να είχε περισσότερη εμπιστοσύνη στα βήματά του. Θα έτρεχε τότε με ασίγαστη ορμή και πάθος να χαρεί τη ζωή και δεν θα έμενε φύλλο για φύλλο στο πέρασμά του. Κι ακόμα κι αν τον άρπαζε κάποτε κάνα σπουργίτι, έτσι που θα είχε ασυλλόγιστα ξεθαρρέψει, θα είχε τουλάχιστον την επίγνωση πως παρ’ όλα αυτά ήταν από γεννησιμιού του φτιαγμένος για άλλα. Και πριν ξεψυχήσει, κρεμασμένος από το ράμφος του πτηνού ψηλά στον ουρανό -όπου πρόλαβε να πετάξει έστω και με δανεικά φτερά-, θα συνέθετε ένα εξαίσιο μελαγχολικό ποίημα για τη ματαίωση και το πεπρωμένο. Να αφήσει κι αυτός κάτι στις επόμενες γενιές. 

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

Η ΠΛΑΤΕΙΑ, ΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ, Ο ΤΟΙΧΟΣ




Η πλατεία είναι μικρή και έχει σχήμα Π. Στην ανοιχτή πλευ­ρά μπροστά της, κυλάει ο δρόμος. Πίσω, δεξιά και αριστερά υψώνονται οι τοίχοι των πολυκατοικιών και οι μάντρες από τσιμεντόλιθους που κρύβουν τους ακάλυπτους. Οι τοίχοι είναι ζωγραφισμένοι με άτεχνα γκράφιτι, ώς το ύψος που έφταναν οι δημιουργοί τους. 
    Η πλατεία έχει μόνο τρία παγκάκια. Τσιμεντένια. Το ένα μπροστά, κοιτάζει προς το δρόμο. Τα άλλα δυο, τα πλαϊνά, τα έχουν στήσει μπροστά στους τοίχους των πολυκατοικιών, να βλέπουν τα ντουβάρια. Προς το εσωτερικό της πλατείας, που είναι παραμελημένη και στο πατημένο χώμα της βρίσκεις κάθε λογής σκουπίδια, δεν προβλέπεται να κοιτάει κανείς. Γι’ αυτό κι εκείνη αφέθηκε στη μοίρα της και δεν καταδέχεται, με τη σειρά της, να μας ρίξει ούτε μια ματιά.

Είναι σοφά μελετημένη αυτή η διάταξη. Ιδανική για όσους θέλουν να αποφύγουν κάθε ενοχλητική επαφή, κάθε τυχαία διασταύρωση με κάποιο ξένο βλέμμα. Ο αρχιτέκτονας έλα­βε υπόψη του τις απαιτήσεις των καιρών. Καθένας να κοιτάει αλλού. Κανείς να μην κοιτάει τον άλλο. Στα τρία παγκάκια της πλατείας μπορείς να ενδοσκοπείς απρόσκοπτα, στραμμένος είτε στα αυτοκίνητα, είτε στα ντουβάρια. Καμία ανεπιθύμητη συνάντηση, καμία παρεμβολή. 
    Εντούτοις, παρά την εμπνευσμένη σχεδίασή της, η πλατεία αυτή είναι πάντα άδεια. Ακόμα και οι νεαροί που της ζωγράφι­σαν τους τοίχους την εγκατέλειψαν, ανήσυχοι από την απόλυ­τη σιωπή της, και δεν ξαναπάτησαν εκεί το πόδι τους.

Πάω τακτικά και κάθομαι εκεί τα βράδια. Στο δεξί παγκάκι· αυτό είναι το αγαπημένο μου. Ο τοίχος που ορθώνεται μπρο­στά μου είναι το δικό μου Τείχος των Δακρύων, αν και ποτέ, ακόμα κι όταν το ήθελα, δεν ένιωσα κανένα δάκρυ να κυλάει. Καθώς κοιτώ τον τοίχο μου, ο υπόλοιπος κόσμος πέρα από την πλατεία αρχίζει να θολώνει. 
    Λίγο πριν χαθεί εντελώς, εδώ και κάποιες μέρες, μια γυναί­κα έρχεται και κάθεται στο αριστερό παγκάκι. Δεν την βλέπω, αφού έχουμε τις πλάτες γυρισμένες, όμως αισθάνομαι την πα­ρουσία της. Έρχεται κάθε φορά. Κοιτάει κι αυτή τον τοίχο της όπως εγώ τον δικό μου, φαντάζομαι. Ποτέ δεν κατάφερα να της μιλήσω, ούτε και ξέρω τη μορφή της. Όταν συνέρχομαι, μετά από ώρα, και στρέφομαι προς τη μεριά της, εκείνη έχει χαθεί. Σηκώνομαι τότε κι εγώ να φύγω. 
    Καμιά φορά, θυμωμένος για απροσδιόριστους λόγους με τον εαυτό μου, στέκομαι λίγο εκεί, κοιτάω ψηλά τον ουρανό, κι αφήνω έναν βαθύ αναστεναγμό. Τότε οι ένοικοι της πολυκα­τοικίας βγαίνουν ανήσυχοι στα μπαλκόνια τους και με φοβερί­ζουν για να μην ξανάρθω. 
    Δεν έχουν κανένα δικαίωμα να το κάνουν αυτό, ο τοίχος τους είναι και δικός μου τοίχος. Το ίδιο και η πλατεία και τα παγκάκια της. Ούτε και θέλω να στενοχωρώ κανέναν. Μόνη μου επιθυμία και έγνοια είναι να μπορούμε να κοιτάμε αδιά­σπαστοι τους τοίχους μας, εγώ κι εκείνη η γυναίκα. Έστω και με το φόβο πως ίσως κάποτε στραφούμε να αντικρίσουμε ο ένας τον άλλον.




Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

ΗΤΑΝ ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ



 
Αυτό το γραπτό δεν θα το δει ποτέ κανείς. Το έγραψε κάποιος  που έζησε για λίγο στο όνειρο κάποιου άλλου.

Είχα αποκοιμηθεί, γερμένος στο γραφείο, με το κεφάλι ακου μπισμένο στα χαρτιά. Το χέρι μου κρατούσε ακόμα το μολύβι.  Ξυπνώντας με την έντονη αίσθηση μιας παρουσίας, την είδα  να στέκει από πάνω μου. Να κοιτάζει με τα μεγάλα μάτια της, σιωπηλή, όσα είχα γράψει. Πρώτη φορά την έβλεπα. Όχι! την ήξερα από πάντα. Είχαμε αγαπηθεί πολύ, είχαμε  ζήσει μια ζωή γεμάτη πάθος. Δεν χρειαζόταν να μιλήσουμε. Η  μοίρα μας ήταν κοινή. Από τα χρόνια που πέρασαν στα χρόνια  που ήταν να έρθουν.

Γράφω. Το χέρι μου γράφει. Κοιτώ το χέρι μου που γράφει. Νόμιζα πως όλα συνέβαιναν στο όνειρό μου. Λυπόμουν  που ξυπνώντας θα την έχανα. Μα ήταν δικό της το όνειρο. Χά ρις σ’ αυτήν υπήρξα. Τώρα, καθώς εκείνη ξυπνάει στο πρώτο  φως και το όνειρό της ξεθωριάζει, καθώς οι καθημερινές φρο ντίδες εφορμούν και με αποδιώχνουν και στο ρολόι γυρνούν  οι δείκτες, εγώ είμαι που χάνομαι.
 
Η ώρα περνάει κι εκείνη πρέπει να βιαστεί. Σκέφτεται λίγο ακό μα το παράξενο όνειρό της, το άγνωστο κι όμως οικείο εκείνο  πρόσωπο γερμένο στο γραφείο, πώς ξύπνησε όταν έσκυψε  να δει αυτό που γράφει, και όσο τον θυμάται αυτός υπάρχει  ακόμα, σε εικόνες που έρχονται και φεύγουν. Ένας στρόβιλος  αναμνήσεων, μια ολόκληρη ζωή σε μια στιγμή, μια φευγαλέα  λάμψη τρεμοσβήνει στο μυαλό της πριν χαθεί ξανά. 
    Φτιάχνει καφέ και οργανώνει τη μέρα της. Τα ψώνια, οι λο γαριασμοί, η δουλειά, η άρρωστη μάνα της. Το όνειρο θολώ νει. Το σώμα του γίνεται διάφανο, μα αυτός ακόμα γράφει, δεν  μπορεί να κάνει αλλιώς, τώρα εκείνη μόνο αυτό θυμάται από  τον ξένο, το χέρι του με το μολύβι, το χαρτί.

Αρχίζω να μη βλέπω πια το χέρι μου που γράφει. Παρακαλώ, θυμήσου με. Κράτησε λίγο ακόμα το όνειρό  σου. Λίγο ακόμα. 
Σκύψε να δεις.

(φωτογραφία Marcin Sacha)

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018

ΑΜΟΡΓΟΣ: ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ




Κυκλάδες δεν είναι μόνο τα ακρογιάλια, τα ασπρισμένα σπίτια, οι βουκαμβίλιες, οι ξερολιθιές. Πίσω από τα κλισέ που συλλαμβάνει ο φακός της φωτογραφικής, υπάρχουν οι άνθρωποι, συχνά αόρατοι για τον τουρίστα που καταναλώνει εικόνες. Οι άνθρωποι που θα μείνουν, όταν η τουριστική περίοδος τελειώσει και η καθημερινότητά τους μπει σε διαφορετικούς ρυθμούς.
Ανάμεσα σ' αυτούς υπάρχουν κάποιοι που αγωνίζονται να κάνουν τον τόπο όπου ζουν καλύτερο. Στη διαδικασία αυτή, γίνονται καλύτεροι και οι ίδιοι. Τέτοιους ανθρώπους γνώρισα στην Αμοργό.

Ο Γιάννης Σιούτης και ο Πέτρος Ρούσσος, οι Nomades Artcore. Δυο ταλαντούχα νέα παιδιά, εξερευνητές του θεάτρου σε άμεση συνάρτηση με τη ζωή, καταλύτες της δημιουργικότητας των άλλων, που μέσα από το θέατρο ψάχνουν, ζητούν αλήθειες, κτίζουν σχέσεις, στήνοντας στο νησί θεατρικές ομάδες που κάθε τους παράσταση αφήνει πίσω της σημάδια.
Αυτή τη φορά μου έκαναν την πραγματικά μεγάλη τιμή να ασχοληθούν μαζί μου. Δεν το περίμενα. Αναπάντεχα, είδα τις "αληθινές ιστορίες" μου να ζωντανεύουν, τους ήρωες μου να αποκτούν σάρκα και οστά. Με τρόπο αληθινά εμπνευσμένο, από τη διασκευή και τη σκηνοθεσία ως τη διδασκαλία των ηθοποιών.

Οι ηθοποιοί. Νεαρές κοπέλες και άντρες, που μετά ή πριν τη δουλειά τους (δασκάλα, καθηγήτρια, γιατρός, ιδιοκτήτης μπαρ, λιμενικός... ) κατάφεραν να βρουν το χρόνο για να αφοσιωθούν σ' αυτό που αγάπησαν και που τους ένωσε. Άνθρωποι εκλεκτοί και υπέροχοι. Είχα την τύχη να τις συναντήσω (θα χρησιμοποιήσω θηλυκό μιας και η πλειοψηφία ήταν γυναίκες αλλά όσα πω αφορούν βέβαια όλες κι όλους) και να τις γνωρίσω. Λιγότερο από όσο θα ήθελα, τι να προλάβω σε τρεις μέρες. Η εμπειρία αυτή τις είχε σημαδέψει, μου είπαν. Δεν ερμήνευαν ρόλους, μιλούσαν για τη ζωή τους. Μοιράστηκαν κάτι σημαντικό, και εξ αιτίας του είχαν πια φτιάξει μεταξύ τους σχέσεις βαθιές και στέρεες.
Μου μίλησαν για τα κείμενα και εκείνα που τις άγγιξαν σ' αυτά. Ένιωσα πως δεν ήταν πια δικές μου οι ιστορίες. Με κάποιο τρόπο τους ανήκαν, κι αυτό ήταν συγκινητικό. Αυτό είναι φαντάζομαι το όνειρο καθενός που γράφει.

Γύρω από αυτούς ένα πλήθος άλλων ανθρώπων που έσπευσαν να βοηθήσουν, καθένας με τον τρόπο του. Στην οργάνωση, στις αφίσες, τα προγράμματα, τα κουβαλήματα, τις εγκαταστάσεις... Με αγάπη και δόσιμο ψυχής. Άνθρωποι που δεν πρόλαβα να τους γνωρίσω όλους.

Οι θεατές. Με την αγάπη τους και τη θερμή ανταπόκριση. Και η ίδια η Αμοργός.

Από την πρώτη νύχτα κιόλας στο νησί, μετά από το καράβι και την πρώτη γνωριμία, όταν φεύγοντας από το μπαρ είχε αρχίσει πια να χαράζει και ο Πάνος μου είπε "η καλύτερη ώρα είναι όταν αρχίζουν να τραγουδούν τα σπουργίτια" και τότε τα άκουσα να ξυπνούν στο πρώτο φως, ήξερα πως αυτή η επίσκεψη θα ήταν ξεχωριστή.
Φίλες και φίλοι, η εμπειρία αυτή και η γνωριμία μας μου έδωσε δύναμη και θα μου μείνει αξέχαστη. Σας ευχαριστώ πολύ για όλα. Και εύχομαι να μην αφήσετε ποτέ να σβήσει αυτή η φλόγα που σας άλλαξε και σας ένωσε.


.

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

Η "ΜΑΡΙΑ"




Στο καφενείο, πάνω από τον παλιό καθρέφτη. Εκεί είχα κρεμα­σμένο το σαθρό σανίδι με το όνομα της βάρκας. 
    Όταν το πρόσεξε, άφησε το φλιτζάνι με τον καφέ στο τρα­πεζάκι και σηκώθηκε να το κοιτάξει από κοντά. Είχε μια βαθιά μελαγχολία το πρόσωπό της, όσο μπορούσα να το δω μέσα από τον καθρέφτη. 
    «Πόσο το δίνεις;» 
    «Δεν το πουλάω», τόλμησα να πω. 
    «Πόσα θες;» μου ξανάπε. 
    Είχε μια τόση σκοτεινιά τώρα στα μάτια της που έκανα πίσω. Δεν μπορούσα να αρνηθώ. Μόνο να επωφεληθώ μπορούσα. 
    «Διακόσια». 
    «Το θέλω, Σταύρο», γύρισε και είπε η Μαρία στον άντρα της. 
    Το σκέφτηκε λίγο αυτός, θα προτιμούσε ίσως να το παζα­ρέψει αν ήταν μόνος, μα ντράπηκε μπροστά της. Δεν της χά­λασε το χατίρι. Πλήρωσε μετρητά, το πήρε παραμάσχαλα και φύγανε. Μάλλον δεν ήξερε την ιστορία του. 
    Τις επόμενες μέρες δεν τους είδα. Μα άκουσα από τρί­τους πως με εντολή δική της αγόρασαν τη βάρκα – ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτήν. Την πήραν από την αυλή, όπου την είχε σκεπασμένη με καραβόπανο η συχωρεμένη η μάνα του Μι­χάλη, και την έδωσαν στον ταρσανά για φτιάξιμο. Και πως κάρφωσαν πάνω της ξανά εκείνο το σανίδι με το παλιό της όνομα. «Μαρία». 
    Όχι, σίγουρα δεν την ήξερε την ιστορία ο Σταύρος.

Δυο χρόνια είχαν περάσει από τότε που είχε πνιγεί ο Μιχάλης. Λογοδοσμένοι ήταν με τη Μαρία, αγαπιόντουσαν. Την και­νούργια βάρκα που παράγγειλε, τη βάφτισε με τ’ όνομά της. Την έπαιρναν και ξανοιγόντουσαν στο πέλαγος οι δυο τους και θαύμαζαν τ’ αστέρια αγκαλιά τις νύχτες. Μα λίγες μέρες πριν τον επίσημο αρραβώνα, ήρθαν και προξενέψαν στους δικούς της έναν καλοβαλμένο έμπορο από τη Χώρα. Τον Σταύρο, δη­λαδή. Χαλάσανε άτιμα τον αρραβώνα εκείνοι, την πήγαν και την πάντρεψαν με το στανιό, στα γρήγορα. 
    Τη νύχτα του γάμου, μια νύχτα με φουρτούνα, ο Μιχάλης μπήκε στη βάρκα και δεν ξαναγύρισε. Το άλλο πρωί είδαν τη «Μαρία» να έρχεται άδεια. Αφού χτύπησε δυο τρεις φορές στα βράχια, βγήκε μονάχη της και άραξε ήσυχα στην άμμο. Κατέβαιναν οι χωριανοί και αμίλητοι τη χάζευαν. Από μακριά. Κανείς δεν τόλμησε να την αγγίξει. Ώσπου ήρθε κλαίγοντας η μάνα του με τα μαλλιά λυτά κι αφού έσμιξε, με θρήνους και κα­τάρες, τα δάκρυα με το αλμυρό νερό που λίμναζε στη βάρκα, παράγγειλε να της την κουβαλήσουν στην αυλή της. 
    Ένα πρωί, περνώντας από εκεί την είδα, λιωμένη από τη στεναχώρια, να προσπαθεί να βγάλει από τη βάρκα το μισο­σπασμένο σανίδι που πάνω του κρατούσε τ’ όνομα. Πήγα κο­ντά, το τράβηξα με το σκεπάρνι, το ξεκάρφωσα. Μου το άρπα­ξε από τα χέρια και το πέταξε μακριά με φρίκη.
    «Μπορώ να το πάρω;» τη ρώτησα. 
    «Και δεν το παίρνεις; Χάρη θα μου κάνεις. Καταραμένο εί­ναι. Αυτό έφαγε το παιδί μου». 
    Το πήρα και το κρέμασα στο καφενείο. Πάνω από τον παλιό καθρέφτη.

Το καινούργιο ζευγάρι δεν το ξανάδα από κοντά, μόνο καμιά φορά τις Κυριακές που ερχόντουσαν από τη Χώρα, να κάνουν βόλτες γύρω στο λιμάνι με τη βάρκα τους, μετά την εκκλησία. 
    Τη μέρα εκείνη είχε φουρτούνα. Χειμώνας ήταν. Οι βάρκες έμεναν δεμένες στο λιμάνι, κάποιες τις είχαν σύρει έξω, ανή­συχοι, οι ψαράδες. Είχε νυχτώσει πια εντελώς, οι δρόμοι είχαν αδειάσει και ετοιμαζόμουνα να κλείσω. Φύσηξε ξαφνικά ορ­μητικός ο αέρας κι έπιασε δυνατό μπουρίνι. Εκείνη τη στιγμή ο Νικολής, το ορφανό που με βοηθούσε πότε πότε, έφτασε τρέχοντας στο μαγαζί. Αφού σταμάτησε να πάρει δυο ανάσες, κατάφερε να μου μιλήσει. 
    «Πνίγονται!» μου είπε. «Τρέχα! Πνίγονται!» 
    «Ποιοι πνίγονται;» 
    «Η Μαρία με τον Σταύρο!» 
    Άρπαξε τα στρατιωτικά κιάλια μου από το συρτάρι και όρμησε πάλι έξω στη βροχή που όλο δυνάμωνε. Τον ακολού­θησα και φτάσαμε στο μώλο. Έρημος ήταν, μόνο σε ένα καΐκι παραπέρα ακούγονταν, μέσα από τη βοή της καταιγίδας που λυσσομανούσε, φωνές και παραγγέλματα. Στο βάθος, στην έξοδο του λιμανιού, μου έδειξε τη βάρκα που κατευθυνόταν στα ανοιχτά, κόντρα στο κύμα. Πήρα τα κιάλια από τα χέρια του παιδιού και κοίταξα. Πάνω στη «Μαρία» ίσα που διακρί­νονταν στη σκοτεινιά οι δυο φιγούρες, η μια γαντζωμένη στο πλάι, η άλλη να κρατάει τα κουπιά σε έναν άνισο αγώνα με τη θάλασσα. Με τη βροχή να μας δέρνει, στεκόμασταν εκεί μέσα στο χαλασμό ανήμποροι και βλέπαμε μακριά τη βάρκα να πα­λεύει με το κύμα. Ξέραμε μα δεν το ομολογούσαμε πως δεν είχε σωτηρία. Από στιγμή σε στιγμή θα βούλιαζε. Το έβλεπα κιόλας με το νου μου σαν να είχε γίνει το κακό κι έλπιζα μόνο πως το καΐκι, που ειδοποιημένο από τον Νικολή έφευγε για βο­ήθεια, θα πρόφταινε να μαζέψει τα δυο άψυχα σώματα, να τα επιστρέψει στη στεριά για να ταφούν όπως τους πρέπει.

    Ακούστηκε πίσω μας τρεχαλητό. Γύρισα και είδα μια σκιά να κατηφορίζει το στενό και να έρχεται προς τη μεριά μας. Όταν βγήκε στο φως αναγνώρισα τον Σταύρο, αλαλιασμένο και έντρομο. 
    Έβαλα τότε ξανά τα κιάλια στα μάτια μου και κοίταξα πιο προσεκτικά. Τους είδα, σφιχταγκαλιασμένους. Τα κουπιά είχαν χαθεί. 
    «Δεν είναι ο Σταύρος», είπα στον Νικολή – σιγά, για να μην ακούσει εκείνος, που είχε σταθεί κιόλας κοντά μας. «Ο Μιχάλης είναι». 
    Ύστερα, ένα μεγάλο κύμα ρούφηξε τη βάρκα και δεν ήταν πια κανείς.



Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

Η ΧΩΡΑ / CHORA - NOMADES ARTCORE





ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΔΡΩΜΕΝΟ
Βασισμένο σε κείμενα από το "Η Χώρα - Αληθινές ιστορίες" και από αυτό το blog

ΑΜΟΡΓΟΣ 29&30 Μαίου ,Δημοτικό Camping Kαταπόλων
ΚΟΥΦΟΝΗΣΙΑ 2 Ιουνίου Γήπεδο Ποδοσφαίρου
ΝΑΞΟΣ 9 Ιουνίου Κυκλαδία, Δαμαλάς

Συμμετέχουν : Γιώργος Πέτικας / Άννα Μαρκεντούδη / Καλλιρρόη Ασκαρίδου / Ισαβέλλα Βελισσαρίου/ Γιώτα Γεωργοπούλου /Γεωργία Γιούλη Τσοτσόλη / Κική Ματσούκα / Θάλεια Κουρή / Εύη Λαγογιάννη /Μάτα Λαμπροπούλου /Ελένη Καράβολα / Αγγελική Παράσχου / Άλκης Μπακιρτζής / Ελένη Τζιτζιφοπούλου / Θοδωρής Θάνος / Πηνελόπη Καραγιάννη / Λαμπρινή Γκουντούρα / Κατερίνα Ντούμα / Άλκης Αποστόλου.
Συντονίζουν από τους [nomades artcore]: Γιάννης Σιούτης / Πέτρος Ρούσσος.
Τεχνική Υποστήριξη: Παρασκευάς Ρούσσος.
Φωτογραφικό Υλικό: Θοδωρής Θάνος, Θεόδωρος Θεοδωρίδης.
Γραφιστικός Σχεδιασμός: Νατάσσα Σταμούλη.
http://nomadesartcore.blogspot.gr/ 

Διοργάνωση
Cyclades Culture ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΝΟΤΙΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ / 
Δήμος Αμοργού/
Με την υποστήριξη
Blue Star Ferries / Πολιτιστικός Σύλλογος Κουφονησίου Κέρος / Πολιτιστικός Σύλλογος Σημωνίδης / Cycladia culture / Ξενοδοχείο Φοίνικας/




Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018

ΤΟ ΦΩΣ




Ο δρόμος ήταν φωτεινός. Ψηλά στους στύλους τους, μια λάμπα από τη μια μεριά, μια λάμπα από την άλλη, καταύγαζαν την άσφαλτο, τους τοίχους και τα λίγα δέντρα. Τίποτα κάτω από τη λάμψη τους δεν έμενε κρυφό.
Το δρόμο αυτό τον περπατούσα κάθε βράδυ γυρνώντας για το σπίτι. Ποτέ πριν δεν μου είχε κάνει εντύπωση αυτή του η λαμπρότητα. Δεν με είχε απασχολήσει ως τότε, τον διάβαινα αδιάφορος εγώ και οι σκέψεις μου, με το κεφάλι μου σκυφτό. Ούτε καν τις δυο λάμπες πρόσεξα ποτέ μου. Ίσως να μην υπήρχαν πριν.
Τη νύχτα εκείνη μόλις έστριψα, σήκωσα μια στιγμή τα μάτια. Στάθηκα εκεί μαρμαρωμένος. Μπροστά μου παρατήρησα πρώτη φορά τον δρόμο αυτόν που απλωνόταν σιωπηλός, με μια στιλπνή, καθάρια φωτεινότητα που απάλειφε τα χρώματα και έδιωχνε τις σκιές. Τίποτα δεν κρυβόταν από αυτό το άπλετο φως, τίποτα δεν μπορούσε να ξεφύγει. Οι τοίχοι έλαμπαν δεξιά και αριστερά, τα τζάμια αντανακλούσαν το άσπιλο φέγγος πολλαπλασιάζοντάς το, και τα φυλλώματα των δέντρων άστραφταν με εκατομμύρια ασημένια άστρα. Κοίταξα τότε πιο ψηλά. Ο ουρανός είχε χαθεί, φεγγάρι και άστρα δεν υπήρχαν, το βλέμμα μάταια πάσχιζε να διαπεράσει το πέπλο αυτής της λάμψης.
Ο δρόμος ήταν άδειος. Πάντα ήταν άδειος, σκέφτηκα. Ποτέ δεν είχα συναντήσει εκεί κανέναν άλλο. 
Το τόσο φως με τρόμαξε. Διστακτικά έκανα ένα βήμα, μετά άλλο ένα. Τώρα πια είχα χωθεί μέσα του ολόκληρος. Τα μάτια μου δεν άντεχαν την τόση καθαρότητα. Υπέφεραν από τα περιγράμματα που με φριχτή σαφήνεια ξεχώριζαν, τόσο ευδιάκριτα όλα που ο κόσμος έμοιαζε απολυμασμένος, ξεπλυμένος, κούφιος. Ένιωσα το φως να με αγκαλιάζει βίαια και όπως τράβηξε τη σκιά μου από την άσφαλτο με δάχτυλα από κρύσταλλο και τη ρούφηξε στο απαστράπτον στόμα του αφήνοντάς με δίχως έρμα, ψαχούλευαν οι φωτεινές ακτίνες μέσα μου να αρπάξουν την ψυχή μου. Το σώμα μου γινόταν διάφανο καθώς αυτό εισχωρούσε από τους πόρους του. Η ίδια μου η σκέψη ξεγυμνώθηκε και στον στιλπνό καθρέφτη που έμεινε οι λέξεις της γλίστρησαν και σκόρπισαν στον αέρα. Κάθε μου βήμα με έχωνε και πιο βαθιά στο φως, και αυτό, με φωνή πότε νεαρού παιδιού και πότε σοφού γέρου, μου υποσχόταν την Αλήθεια.
Δεν δελεάστηκα από τις υποσχέσεις του. Έκλεισα τα μάτια και έτσι τυφλός, όπως κουφοί οι σύντροφοι του Οδυσσέα πέρασαν τις Σειρήνες, διέσχισα βιαστικά το δρόμο και έφτασα κάποτε στο τέλος του. Το φως, που είχε γαντζωθεί στην πλάτη μου με λύσσα, γλίστρησε από πάνω μου και έμεινε πίσω, και τότε άνοιξα τα μάτια και είδα τη σκιά μου να μου δείχνει με ανυπομονησία εμπρός.
Εκεί μπροστά μου, τα πράγματα ανάσαιναν ζωντανά, επιτέλους. Απαλλαγμένα από το απαίσιο φως, άφηναν να διαφαίνονται οι κρυφές, οι μαγικές υφές τους. Κάθισα, πήρα μια ανάσα. Λίγο πιο πέρα είδα να χάσκει το σκοτάδι με το μαύρο στόμα του από κατράμι. Τίποτα δεν φαινόταν μέσα του, όμως ένα εξασκημένο αυτί μπορούσε εύκολα να ακούσει  ήχους από όνειρα και τρέλα, ψίθυρους από αλλόκοτα όντα που σέρνονταν στα σκοτεινά παραμονεύοντας. Σηκώθηκα, άφησα πίσω μου τον δρόμο με το φως και με ανακούφιση, όπως χώνεται ένα μωρό στην αγκαλιά της μάνας του, βυθίστηκα στο γνώριμο και οικείο σκοτάδι.