Αυτό το γραπτό δεν θα το δει ποτέ κανείς. Το έγραψε κάποιος που έζησε για λίγο στο όνειρο κάποιου άλλου.
Είχα αποκοιμηθεί, γερμένος στο γραφείο, με το κεφάλι ακου μπισμένο στα χαρτιά. Το χέρι μου κρατούσε ακόμα το μολύβι. Ξυπνώντας με την έντονη αίσθηση μιας παρουσίας, την είδα να στέκει από πάνω μου. Να κοιτάζει με τα μεγάλα μάτια της, σιωπηλή, όσα είχα γράψει. Πρώτη φορά την έβλεπα. Όχι! την ήξερα από πάντα. Είχαμε αγαπηθεί πολύ, είχαμε ζήσει μια ζωή γεμάτη πάθος. Δεν χρειαζόταν να μιλήσουμε. Η μοίρα μας ήταν κοινή. Από τα χρόνια που πέρασαν στα χρόνια που ήταν να έρθουν.
Γράφω. Το χέρι μου γράφει. Κοιτώ το χέρι μου που γράφει. Νόμιζα πως όλα συνέβαιναν στο όνειρό μου. Λυπόμουν που ξυπνώντας θα την έχανα. Μα ήταν δικό της το όνειρο. Χά ρις σ’ αυτήν υπήρξα. Τώρα, καθώς εκείνη ξυπνάει στο πρώτο φως και το όνειρό της ξεθωριάζει, καθώς οι καθημερινές φρο ντίδες εφορμούν και με αποδιώχνουν και στο ρολόι γυρνούν οι δείκτες, εγώ είμαι που χάνομαι.
Η ώρα περνάει κι εκείνη πρέπει να βιαστεί. Σκέφτεται λίγο ακό μα το παράξενο όνειρό της, το άγνωστο κι όμως οικείο εκείνο πρόσωπο γερμένο στο γραφείο, πώς ξύπνησε όταν έσκυψε να δει αυτό που γράφει, και όσο τον θυμάται αυτός υπάρχει ακόμα, σε εικόνες που έρχονται και φεύγουν. Ένας στρόβιλος αναμνήσεων, μια ολόκληρη ζωή σε μια στιγμή, μια φευγαλέα λάμψη τρεμοσβήνει στο μυαλό της πριν χαθεί ξανά.
Φτιάχνει καφέ και οργανώνει τη μέρα της. Τα ψώνια, οι λο γαριασμοί, η δουλειά, η άρρωστη μάνα της. Το όνειρο θολώ νει. Το σώμα του γίνεται διάφανο, μα αυτός ακόμα γράφει, δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, τώρα εκείνη μόνο αυτό θυμάται από τον ξένο, το χέρι του με το μολύβι, το χαρτί.
Αρχίζω να μη βλέπω πια το χέρι μου που γράφει. Παρακαλώ, θυμήσου με. Κράτησε λίγο ακόμα το όνειρό σου. Λίγο ακόμα.
Σκύψε να δεις.
(φωτογραφία Marcin Sacha)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου