Από τη νύχτα εκείνη η ζωή μου άλλαξε εντελώς. Δεν ξέρω πια τι θα μου ξημερώσει, ούτε ποιος είμαι. Δεν κάνω σχέδια, όλα είναι ρευστά και προσωρινά για μένα. Και το χειρότερο, αν με ρωτήσετε, είναι που δεν είμαι σίγουρος αν τότε άλλαξε πραγματικά η ζωή μου ή αν απλώς αυτό που γράφω εδώ πάντα συνέβαινε εν αγνοία μου, πάντα ήμουν κάθε μέρα κι άλλος, και απλά το συνειδητοποίησα μόνο όταν άρχισα να γράφω και να κρατώ σημειώσεις κάθε πρωί πριν σβήσουν εντελώς από τη μνήμη μου όσα συνέβαιναν τις νύχτες.
Όλα είναι γραμμένα σ' αυτό εδώ το σημειωματάριο, που όταν το ανοίγω και διαβάζω όσα έγραψα λίγες ώρες πριν, είναι σαν να τα βλέπω πρώτη φορά, σαν να τα έχει γράψει κάποιος άλλος. Ευχαρίστως σου το δίνω, να απαλλαγώ από αυτό μια και καλή. Έτσι κι αλλιώς σκόπευα να το κάψω. Γιατί αν δεν είχα αρχίσει από εκείνη την καταραμένη μέρα τη συνήθεια να ξυπνάω με την έγνοια να γράφω όσα θυμόμουν από τα όνειρα, θα ζούσα μια ήρεμη ζωή. Τι κι αν ήμουν διαφορετικός κάθε μέρα; Έτσι κι αλλιώς, δεν θα το ήξερα. Θα ζούσα άπειρες ζωές σε άπειρα παράλληλα σύμπαντα και σε όλες θα ήμουν ξέγνοιαστος. Κανέναν από τους πολλούς εαυτούς μου δεν θα βασάνιζε το άγχος που με βασανίζει τώρα, οι σκόρπιες αναμνήσεις που έχω καταγράψει από άλλες ζωές, κι όλα τα σχετικά ερωτήματα, ποιος είμαι δήθεν και που πάω και όλα αυτά τα υπαρξιακά.
Στις 18 Οκτωβρίου του 2017, λοιπόν, ξύπνησα τη νύχτα και το φως ήταν αναμμένο. Σηκώθηκα για να το σβήσω, απορημένος που το είχαμε αφήσει έτσι. Η Στέλλα, δίπλα μου, κοιμόταν βαθιά σε στάση εμβρύου. Το σεντόνι είχε γλιστρήσει και φαίνονταν τα πόδια της ως πάνω. Μου φάνηκε τόσο όμορφη σ αυτή τη στάση που αυτόματα πήρα το κινητό και την τράβηξα μια φωτογραφία. Ξάπλωσα δίπλα της και την αγκάλιασα, Ξύπνησε τότε και πετάχτηκε μακρυά μου.
"Μη!" φώναξε και με κοιτούσε ταραγμένη. Σηκώθηκε και κόλλησε στον τοίχο. Κοιτούσε γύρω της σαν να μην είχε ξαναδεί το δωμάτιό μας.
"Τι σου συμβαίνει;" ρώτησα, "είσαι καλά;"
Σιγά-σιγά φάνηκε να ηρεμεί, η αναπνοή της έγινε κανονική. Ήρθε και ξάπλωσε ξανά. Μακρυά μου όμως, κι όταν δοκίμασα να την αγγίξω έσπρωξε βίαια το χέρι μου.
"Σβήσε το φως", μου είπε, "έλα να κοιμηθούμε".
Έκανα όπως μου είπε. Μια ανησυχία με έτρωγε όμως, μια αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μείναμε να κοιτάμε το ταβάνι. Τότε μου μίλησε.
"Ποια είμαι, ξέρεις;"
"Η Στέλλα, η γυναίκα μου, αν και ομολογώ πως η συμπεριφορά σου με ξενίζει κάπως".
Αναστέναξε.
"Όχι δεν είμαι αυτή που λες. Το όνομά μου είναι Μαρία, δεν είμαι η γυναίκα σου. Αυτή τη στιγμή ονειρευόμαστε κι έτυχε να συναντηθούμε στα όνειρά μας. Πρέπει να κοιμηθούμε πάλι, μόνο έτσι θα γλυτώσουμε".
Απέδωσα τα λεγόμενά της στο ότι πράγματι ζούσε ένα έντονο όνειρο πριν την ξυπνήσω κι ήταν ακόμα βυθισμένη μέσα του. Είχα το νου μου μήπως και ξυπνήσει το μωρό στο δίπλα δωμάτιο από τις μιλιές μας, έτσι δεν έδωσα συνέχεια, έκλεισα τα μάτια και μετά από πολλή ώρα κατάφερα να κοιμηθώ.
Ξύπνησα το πρωί και η Στέλλα δεν ήταν δίπλα μου. Σηκώθηκα, την αναζήτησα, δεν ήταν πουθενά. Δοκίμασα να την ψάξω στο δωμάτιο του παιδιού, αλλά αυτό στάθηκε αδύνατον. Γιατί δωμάτιο παιδιού δεν υπήρχε! Τριγυρνούσα στο άγνωστο σπίτι σαν σε λαβύρινθο. Η έντονη ανησυχία είχε ξανάρθει κι έγινε πανικός, τα τελευταία λόγια της ηχούσαν στο μυαλό μου ακόμα. Άνοιξα τη ντουλάπα κι έψαξα για τα ρούχα της. Άνοιξα τα συρτάρια και τα άδειασα. Τίποτα, μόνο δικά μου ρούχα. Άρχισα τότε να αμφιβάλλω. Προσπάθησα να τη θυμηθώ. Έφερα στο μυαλό μου κάπως την εικόνα της και προσπάθησα να την εντάξω στη ζωή μου. Άνοιξα το σημειωματάριο που βρέθηκε μπροστά μου κι άρχισα να γράφω. Όσο σκεφτόμουν, τόσο ξεθώριαζαν αυτά που πάσχιζα να συγκρατήσω, λες και τα έσβηνε η προσπάθεια να τα επαναφέρω, χάνονταν τη στιγμή που τα ανέσυρα από το κουβάρι με τις μνήμες. Όπως συμβαίνει με τα όνειρα. Συγχρόνως άλλες μνήμες έρχονταν που διέγραφαν αυτές κι όταν πια τέλειωσε αυτή η διαδικασία ήμουν άλλος, είχα επιστρέψει πλήρως στην κανονικότητα, το σπίτι μου ήταν γνώριμο, δεν είχα βέβαια ούτε γυναίκα ούτε παιδί, δεν ήμουν μηχανικός αυτοκινήτων αλλά υπάλληλος σε ασφαλιστική εταιρεία.
Γύρισα από τη δουλειά το βράδυ. Όλα κανονικά, η καθημερινή ρουτίνα. Δεν με είχαν απασχολήσει καθόλου όσα έγιναν την προηγούμενη νύχτα, και θα είχα για πάντα ξεχάσει και απωθήσει εντελώς εκείνη τη δεύτερη φανταστική ζωή που είχε διεισδύσει από μια μικρή ρωγμή στην υποτιθέμενη κανονική, αν δεν έβρισκα ανοιχτό το σημειωματάριο στο κομοδίνο. Ξάπλωσα κι άρχισα να διαβάζω όσα είχα γράψει το πρωί. Τα βρήκα διασκεδαστικά. Περίεργο όνειρο σκεφτόμουν, είναι χρήσιμο να γράφει κανείς τα όνειρά του, έτσι καταλαβαίνει πολλά για τον εαυτό του. Διαβάζοντας νύσταξα, μου έπεσε από τα χέρια. Μα μόλις είχε αρχίσει να με παίρνει ο ύπνος, χτύπησε το κουδούνι. Σηκώθηκα και κοίταξα από το ματάκι. Ένας άγνωστος ήταν, ψηλός, ξερακιανός. Μισάνοιξα, χωρίς να βγάλω την αλυσίδα.
"Καλησπέρα, μου είπε "ψάχνω μια γυναίκα".
"Τι λέτε κύριε, είστε σοβαρός νυχτιάτικα;"
"Σας ζητώ συγγνώμη αλλά έχω την εντύπωση, χωρίς να μπορώ να το αποδείξω ότι πέρασε εδώ τη νύχτα της χθες".
"Ζω μόνος μου" του απάντησα "Γυναίκα έχει να πατήσει εδώ δυο χρόνια".
"Με συγχωρείτε πάλι, σας καταλαβαίνω, αλλά εγώ την ψάχνω πέντε χρόνια, τρεις μήνες και τέσσερις νύχτες ακριβώς, μαζί με τη σημερινή. Τέλος πάντων, αν τύχει και τη δείτε, πέστε της σας παρακαλώ πως την ψάχνω, ας δοκιμάσει να με ονειρευτεί απόψε. Έχει και πανσέληνο, είναι ό,τι πρέπει. Να, αυτή εδώ είναι. Μαρία τη λένε".
Κι έβγαλε από την τσέπη μια φωτογραφία και μου έδειξε. Ύστερα με καληνύχτισε ευγενικά και μπήκε στο ασανσέρ. Άρπαξα το κινητό και έψαξα τη φωτογραφία που, σύμφωνα με τις σημειώσεις, είχα τραβήξει στον ύπνο μου. Τη βρήκα, εκεί ήταν. Δεν είχα κάνει λάθος, ήταν η ίδια με τη φωτογραφία που μου έδειξε. Τι μου συνέβαινε; Δεν ήταν όνειρο λοιπόν; Μήπως τώρα ονειρευόμουν; Κι αν έπεφτα να κοιμηθώ θα ξύπναγα ή θα βυθιζόμουν σε ακόμα πιο βαθιά όνειρα; Υπήρχε μόνο ένας τρόπος να το μάθω.
Με ξύπνησε το ξυπνητήρι κι ένα σκούντημα.
"Ξύπνα, έχουμε αργήσει!"
Άνοιξα τα μάτια και είδα έναν άντρα γύρω στα εξήντα πέντε να στέκεται πάνω από το κρεβάτι. Μου τράβηξε τα σκεπάσματα.
"Σήκω σου λέω, κοντεύει οκτώ. Πότε θα ανοίξουμε το μαγαζί;"
Το μαγαζί; Ποιο μαγαζί; Κι αυτός ποιος ήταν; Γύρω μου το δωμάτιο μου φαινόταν ξένο. Προσπάθησα να βάλω σε τάξη το μυαλό μου. Είδα το σημειωματάριο δίπλα, το άνοιξα και άρχισα να γράφω. Γρήγορα για να μην ξεχάσω τίποτα. Με λεπτομέρειες. Για τον παράξενο άντρα που μου χτύπησε την πόρτα, τη φωτογραφία, το ξυπνητήρι που είχα βάλει για να πάω νωρίς στη δουλειά και να τελειώσω εκείνη την... Στη δουλειά; Ποια δουλειά; Υπάλληλος ασφαλιστικής; Καλό κι αυτό!
"Μια στιγμή, πατέρα", φώναξα, "έρχομαι!" ντυνόμουν και συγχρόνως έγραφα. Θυμόμουν αμυδρά ένα ψηλό κτίριο, ένα γραφείο, τους συναδέλφους... Αλήθεια, δεν θυμόμουν κανενός το πρόσωπο, και από τη δουλειά όσο κι αν προσπαθούσα δεν το κατάφερνα να βρω ακριβώς τι ήταν αυτό που έκανα εκεί, όλο και ξεγλιστρούσε ώσπου χάθηκε εντελώς, ενώ το μαγαζί, μάλιστα, αυτό τώρα έγινε χειροπιαστό και με άγχωσε. Τι με είχε πιάσει, έπρεπε να πάω να ανοίξω το κρεοπωλείο γρήγορα, αλλιώς θα έχανα όλους τους πρωινούς πελάτες. Μεγάλη ζημιά. Παράτησα το σημειωματάριο -τι το ήθελα πρωί-πρωί;- έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου κι έφυγα τρέχοντας.
"Πάω πατέρα, έλα αργότερα εσύ".
Γύρισα στην παλιά μας μονοκατοικία ψόφιος. Άφησα τον πατέρα μου να κοιμάται στην τηλεόραση και ξάπλωσα. Με πήρε αμέσως ο ύπνος. Μα πάλι ξύπνησα τη νύχτα. Το φως ήταν αναμμένο και ένα χέρι ακουμπούσε βαρύ στο στήθος μου. Μια σφυριχτή ανάσα ακουγόταν, μύριζε σκόρδο. Πετάχτηκα όρθιος. Μια άγνωστη γυναίκα στο κρεβάτι με κοιτούσε με απορία τρίβοντας τα μάτια.
"Τι έπαθες;" μου είπε. "Πάλι εφιάλτη έβλεπες; Έλα κοιμήσου, είναι αργά". Και γύρισε πλευρό.
Έριξα μια ματιά τριγύρω. Άγνωστο το δωμάτιο, άγνωστο το σπίτι. Τρέμοντας έσβησα το φως και ξάπλωσα στην άκρη.
"Ποιος είμαι, ξέρεις;" τη ρώτησα.
Ξεφύσηξε θυμωμένη.
"Ο άντρας μου, που να μην ήσουνα. Ο Μιχάλης ο περιπτεράς, που χρωστάει και της Μιχαλούς. Άντε κοιμήσου, ξημερώνει σε λίγο".
Χτυπούσε δυνατά η καρδιά μου, νόμιζα πως θα πέθαινα.
"Όχι", τόλμησα να της πω, "δεν είμαι ο άντρας σου. Με λένε Νίκο. Απλά έτυχε να συναντηθούμε στα όνειρά μας. Θα κοιμηθούμε τώρα, θα ξυπνήσουμε, κι αντίο".
Κάτι μουρμούρισε.
"Συγγνώμη", πήρα το θάρρος τότε και συνέχισα, "μήπως έτυχε να περάσει καμιά νύχτα από δω κάποια Μαρία;"
Το χέρι της βγήκε από τα σκεπάσματα και μου έδωσε ένα γερό χαστούκι.
"Μαρία τη λένε λοιπόν τη γκόμενα; Κι έχεις το θράσος να μου το λες; Θα σε κανονίσω το πρωί".
Σκεπάστηκε πατόκορφα και σύντομα άρχισε να ροχαλίζει. Έπρεπε οπωσδήποτε να βγω από αυτό το όνειρο -αν ήταν όνειρο. Έπρεπε δηλαδή να κοιμηθώ; Αυτό είχα καταλάβει. Κοιμήθηκα λοιπόν. Μα το πρωί που ξύπνησα... Αχ θεέ μου το πρωί που ξύπνησα...
Τέλος πάντων, αφεντικό. Μη στα πολυλογώ και σε κουράζω. Από τότε έχουν περάσει πολλές νύχτες. Σκέψου, σε καθεμιά από αυτές ξυπνούσα κι ήμουν άλλος. Σήμερα ας πούμε, όπως ξέρεις, είμαι οικοδόμος, με λένε Κώστα, και ζω με το συχωριανό μου το Λευτέρη, το μπογιατζή, σε ένα ημιυπόγειο στο Δουργούτι. Δουλειές δεν υπάρχουν και περνάμε δύσκολα. Αύριο δεν ξέρω. Ελπίζω απόψε να ξυπνήσω και να έχω κάπως προοδέψει, να είμαι, ας πούμε, αρχιτέκτονας, βιομήχανος ή έστω υπουργός. Ή συγγραφέας, βρε αδερφέ! Και να έχω δίπλα μου μια όμορφη γυναίκα. Να, σαν εκείνη τη Μαρία ή όπως αλλιώς τη λένε, που έχω ακόμα τη φωτογραφία της στο κινητό μου, αυτή που ήταν η αφορμή να αρχίσουν όλα. Φτάνει να την πετύχω πριν από εκείνο τον ψηλό. Θα ήταν μια παρηγοριά αυτό, ξέρεις. Αν γίνει αυτό, έστω και μόνο για μια μέρα, για κάποιον από τους εαυτούς μου θα είναι για ολόκληρη τη ζωή.
(αφιερωμένο στην Roubini Marini)