(Κείμενο που διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου "Στους δρόμους - ως εις ουδεμίαν πολιτείαν ανήκοντες" της Ισμήνης Καρυωτάκη, 26/10/2017)
Το
“Στους δρόμους” είναι ένα βιβλίο
αυτοβιογραφικό και συχνά εξομολογητικό.
Η Ισμήνη μας αφηγείται όσα σημαντικά
συνέβησαν σε αυτήν και μια μικρή ομάδα
ανθρώπων, σε μια περίοδο ούτε πέντε
χρόνων. Οκτώβρης του ‘72 – Απρίλης του
‘77. Με τριτοπρόσωπο λόγο, κρατά τη
νηφαλιότητα της χρονικής απόστασης,
δίνοντας χώρο σε όλα τα πρόσωπα, ώστε να
εκφραστούν οι σκέψεις τους, να φωτιστούν
τα κίνητρά τους και να ολοκληρωθούν σαν
χαρακτήρες. Ωστόσο, πίσω από αυτή την
φαινομενικά αποστασιοποιημένη
αφήγηση-μαρτυρία εξακολουθεί να πάλλεται
ζωντανή η συναισθηματική φόρτιση και
υπολανθάνει ακέραια η συγκίνηση.
Ο
προσεκτικός αναγνώστης θα διακρίνει,
σαν φευγαλέο κλείσιμο του ματιού, ότι
δυο φορές η Ισμήνη, η Δεσμίνα του
βιβλίου, αφήνεται να αφηγηθεί σε πρώτο
πρόσωπο, σε μονολόγους που απευθύνονται
στον Σείριο. Αυτή η απεύθυνση σε αυτόν
που λείπει, στον Σείριο,
είναι νομίζω ο βαθύς πυρήνας του βιβλίου,
το έρμα του -αν το βιβλίο είναι
καράβι και οι ήρωες οι ταξιδιώτες του-.
Γιατί
το “Στους δρόμους” είναι πρωτίστως η
ιστορία ενός έρωτα, του έρωτα της Δεσμίνας
με τον Σείριο, ενός έρωτα που
γίνεται και η αιτία να τον ακολουθήσει
στη φυγή του. Γύρω από αυτόν, πρόσωπα
δορυφόροι κινούνται σε κοντινές τροχιές
και λιγότερο ή περισσότερο,
με τον τρόπο του το καθένα, επηρεάζουν
το ταξίδι του. Άλλοτε απλά το συνοδεύουν
κι άλλοτε τα βαρυτικά πεδία τους
νοηματοδοτούν και διαμορφώνουν την
συνθήκη του, πυροδοτούν τις εξελίξεις,
και οι ήρωες απομακρύνονται και
ξανασμίγουν. Είναι ένας δύσκολος έρωτας
σε μια δύσκολη εποχή, που ποτέ δεν είναι
δεδομένος και δοκιμάζεται καθημερινά
σε αντίξοες συνθήκες, στους δρόμους της
εξορίας.
Είμαστε
στο 1973. Χούντα, αντίσταση, φυλακές,
βασανιστήρια. Η αυτοεξορία είναι για
τους κυνηγημένους η τελευταία ελπίδα
διαφυγής. Ο Σείριος αποφασίζει να φύγει
στο Παρίσι και η Δεσμίνα, που τον γνώρισε
λίγους μήνες πριν, τον ακολουθεί πρόθυμα
σε αυτή την περιπέτεια. Από μια χώρα που
τους κυνηγάει σε μια άλλη που τους είναι
ξένη. Εκεί όπου μια μικρή κοινότητα
εμιγκρέδων, ένας μικρόκοσμος διαφορετικών,
αλλά όμοιων στη διαφορετικότητα που
τους καθορίζει, ανθρώπων συμβιώνει και
δένεται με ισχυρούς δεσμούς. Εξόριστος
για τους δικούς του λόγους ο καθένας,
άλλος κυνηγημένος, άλλος από έρωτα,
άλλος ταγμένος κάπου, όλοι τους όμως
έχοντας την εξορία μέσα τους και όλο
τον κόσμο τους σε μια βαλίτσα. Η Ισμήνη
τους παρακολουθεί με αγάπη,
δίχως φωτοστέφανο, στην καθημερινότητά
τους, ανίσχυρες αλλά πεισματικές μονάδες,
σε ένα κόσμο που προσπαθούν, θα ήθελαν,
μα δεν μπορούν να αλλάξουν. Ο καθημερινός
αγώνας και η επινόηση τεχνασμάτων για
την επιβίωση στον ξένο τόπο, η αγωνία
για αυτά που άφησαν πίσω τους, η νοσταλγία,
οι ατέρμονες και ατελέσφορες πολιτικές
συζητήσεις, η σύγκρουση της ουτοπίας
με το ρεαλισμό και του προσωπικού με το
πολιτικό, τα ερωτικά αδιέξοδα, συνθέτουν
την κατάστασή τους, προσωρινή αλλά
καθοριστική για την υπόλοιπη ζωή τους.
Είναι
η εποχή που ακόμα ανθίζουν όλα τα
λουλούδια, λίγο πριν τα πιο άγρια από
αυτά, όσα δεν ευδοκιμούν σε θερμοκήπια,
μαραθούν. Όλος ο κόσμος βράζει,
από την Ελλάδα ως τη Χιλή. Ο κόσμος μπορεί
να αλλάξει, λένε, οι σχέσεις μπορούν να
αλλάξουν, αρκεί να αγωνιστούμε γι’
αυτό. Η Δεσμίνα παρακολουθεί με θαυμασμό
αυτές τις παθιασμένες συζητήσεις
προσπαθώντας να καταλάβει και να
συμμεριστεί τον ενθουσιασμό τους.
Μετά,
θα έλθει η πτώση της χούντας, το τέλος
της εξορίας και η επιστροφή στην πατρίδα.
Οι υπερβολικές ελπίδες για μια ριζικότερη
αλλαγή διαψεύδονται γρήγορα και ο
αρχικός ενθουσιασμός, αφού εκτονωθεί
σε ογκώδεις συναυλίες, κατακάθεται. Για
τους εμιγκρέδες που επιστρέφουν αρχίζει
η προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα
και η προσπάθεια να σβήσουν τα σημάδια
της εξορίας. Να βρουν μια νέα κανονικότητα
και να συμφιλιωθούν, πρώτα με τον εαυτό
τους και ύστερα με τη ζωή.
Ο
έρωτας λοιπόν από τη μια, η εποχή και ο
τόπος από την άλλη, όλα σημαδεμένα από
το “δρόμο”. Το ανέστιο των φυγάδων
είναι και το ανέστιο της ψυχής τους
καθώς πορεύονται μαζί και χώρια, ψάχνοντας
σημείο συνάντησης και συγχρόνως
αυτοπροσδιορισμού, εκείνο το δέσιμο
που δεν θα αναιρεί τη διαφορετικότητα.
Οι “δρόμοι” του βιβλίου δεν είναι μόνο
οι δρόμοι της εξορίας είναι και οι
εσωτερικές διαδρομές αυτών των ανθρώπων,
που αγωνιούν να φτάσουν κάπου, όπως και
να το λένε αυτό. Πατρίδα, επανάσταση,
έρωτα. Το βιβλίο είναι μια εκ των
έσω μαρτυρία, ευαίσθητη και διαφωτιστική,
για αυτή την εποχή και αυτό τον κόσμο.
Η
Ισμήνη, εκτός από εξαιρετική συγγραφέας
-και πολλά άλλα-, είναι αρχιτέκτονας και
σκηνογράφος. Βλέπει τους τόπους και
τους χώρους με άλλο μάτι και αυτό βγαίνει
αβίαστα στη γραφή της. Στις περιγραφές
της οι τόποι ζωντανεύουν και συνομιλούν
κι έτσι αυτό είναι ένα βιβλίο που δεν
το διαβάζεις μόνο, το βλέπεις κιόλας,
σαν εκείνα τα εικονογραφημένα που
γυρίζεις τη σελίδα και ξεδιπλώνουν
τρισδιάστατα τα κτίρια και τα τοπία,
και βρίσκεσαι έξαφνα να περπατάς σε ένα
ξωκλήσι στο Ζεφύρι, σε μια πλατεία στη
Μπολόνια, στις υπαίθριες αγορές και τα
καφέ του Παρισιού. Από τη γέφυρα του
σταθμού Λαρίσης σε μια άλλη γέφυρα στο
Σηκουάνα και από το ημιυπόγειο των
Εξαρχείων στον πέμπτο όροφο μιας παλιάς
πολυκατοικίας στο Μαραί. Με σχεδόν
μόνιμη υπόκρουση από την αρχή ως το
τέλος του ταξιδιού, εκτός από σημαδιακά
τραγούδια, τον ήχο μιας επίμονης και
μελαγχολικής βροχής.
Όμως
μια άλλη εικόνα δίνει τον τόνο, ταξιδεύει
από το Παρίσι στην πλατεία των Αέρηδων
και κλείνει το βιβλίο. Η εικόνα του
ακροβάτη που ισορροπεί σε ένα σκοινί.
Αυτός ο ακροβάτης που φαινομενικά
αδιάφορος για όσα γίνονται στο δρόμο
εκτελεί με ηρεμία το νούμερό του, θα
μπορούσε να είναι η ίδια η Δεσμίνα, καθώς
ισορροπεί με προσήλωση πάνω από το κενό
και αναμετριέται στα ίσα με τους φόβους
και τις επιθυμίες της. Το σκοινί είναι
ο δικός της δρόμος της εξορίας, ένα
πέρασμα κι ένας “μη τόπος” όπως εκείνη
η γέφυρα μια νύχτα πάνω από το σταθμό
Λαρίσης. Και το βιβλίο είναι ο αναστοχασμός
αυτού του προσωπικού της ταξιδιού στους
δρόμους της “εξορίας”, εκεί που ενώ
δεν ανήκεις πουθενά και τίποτα δεν σου
ανήκει διεκδικείς τα πάντα, με πάθος
αλλά και τη μοναχική ηρεμία ενός
σχοινοβάτη καθώς αυτός ισορροπεί πάνω
από το κενό.
το διαβαζω και το ξαναδιαβαζω και θελω εδω και ωρα να σχολιασω και δεν βρισκω και καθως παντα το ''ευχαριστω'' ειναι μικρουτσικο και ζηταει το κατι τις του και να, θελω να πω πως αυτο που με αποσβολωνει εντελειΜανωλη, ειναι το με ποση μαεστρια εχεις διεισδυσει σ' αυτους Στους Δρομους, τοση που κι εγω που το εγραψα διαβαζοντας τη δικια σου μαρτυρια ξαναφωτιστηκα! -- οσο μικρουτσικο κι αν ειναι: ''σ' ευχαριστω πολυ'' --
ΑπάντησηΔιαγραφήΙσμήνη, καμιά μαεστρία, μόνο συγκίνηση, αγάπη και ένα εξαιρετικό βιβλίο. Εγώ σε ευχαριστώ από καρδιάς
Διαγραφή