...ΚΑΘΩΣ ΤΑΚΤΟΠΟΙΕΙ ΑΧΡΗΣΤΑ ΚΑΙ ΕΥΤΕΛΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ
Καλοκαίρι. Η φωλιά, ριγμένη από χέρι παιδικό στη ρίζα της ελιάς, έμοιαζε γκρεμισμένο σπίτι. Τη σήκωσε, τη χάιδεψε και ήταν ακόμα ζωντανή. Όπως ήταν τότε ζωντανά τα σπίτια μας και μας θυμούνταν, και μας χαμογελούσαν όταν μας έβλεπαν από μακρυά.
Χαϊδεύαμε τους τοίχους του παλιού σπιτιού καθώς στεκόμασταν στην πόρτα και άνοιγε πριν ακόμα βρούμε τα κλειδιά.
Κάποια κλειδιά δεν έχουν πόρτα πια. Πάει, χάθηκε. Κάποια άλλα έχουν φτιαχτεί για να κλειδώνουν τελευταία φορά όταν φεύγεις. Μετά στομώνουν. Τότε τα σπίτια μας ξεχνούν. Όταν γυρίσουμε, ακόμα κι αν ανοίξει σπάζοντας η σκεβρωμένη πόρτα, το σπίτι θα είναι υγρό και κρύο και όσο κι αν του χαϊδέψουμε τους τοίχους δεν θα ημερέψει. Και το σκοτάδι του το μαύρο δεν το διαλύουν χίλια κεριά.
Μικρά κεριά. Μεγάλες σκιές, που περπατούν στους τοίχους και απαγγέλλουν:
Φύγετε σκιές! Φαντάσματα σωπάστε! Μονάχα λίγο φως ακόμα, μια μικρή παράταση, κι ίσως προλάβουμε να πούμε όσα δεν είπαμε, να γράψουμε όσα πρέπει. Μαζί με εκείνο το παιδί που σκυμένο στο τραπέζι με τη φορμάικα σφίγγει στο χέρι τα μολύβια του.
Μολύβια σαλιωμένα με τη γλώσσα για να γράφουν όμορφα στο μπλε τετράδιο. Μολύβια σπασμένα, δαγκωμένα, που έλιωσαν να γράφουν, σε χέρια ξυλιασμένα από το κρύο του χειμώνα, στο σπίτι που τον αγαπούσε κι ας μην ήξερε πώς να του το πει.
Χειμώνας. Μετράω και οι πόρτες που έκλεισα είναι πιο πολλές από όσες άνοιξα. Πώς γίνεται;
Το σπίτι κοιτάει αλλού αδιάφορα. Θα ξύσω επιμελώς τα μολυβάκια και θα γράψω. Κρατάνε ακόμα τα κεριά, φωτίζει λίγο, ίσως προλάβω. Αρκεί να βρω τους παραλήπτες.
Το πρώτο μέρος εδώ
Χαϊδεύαμε τους τοίχους του παλιού σπιτιού καθώς στεκόμασταν στην πόρτα και άνοιγε πριν ακόμα βρούμε τα κλειδιά.
Μικρά κεριά. Μεγάλες σκιές, που περπατούν στους τοίχους και απαγγέλλουν:
"Του μέλλοντος οι μέρες... Οι περασμένες μέρες..."
Φύγετε σκιές! Φαντάσματα σωπάστε! Μονάχα λίγο φως ακόμα, μια μικρή παράταση, κι ίσως προλάβουμε να πούμε όσα δεν είπαμε, να γράψουμε όσα πρέπει. Μαζί με εκείνο το παιδί που σκυμένο στο τραπέζι με τη φορμάικα σφίγγει στο χέρι τα μολύβια του.
Μολύβια σαλιωμένα με τη γλώσσα για να γράφουν όμορφα στο μπλε τετράδιο. Μολύβια σπασμένα, δαγκωμένα, που έλιωσαν να γράφουν, σε χέρια ξυλιασμένα από το κρύο του χειμώνα, στο σπίτι που τον αγαπούσε κι ας μην ήξερε πώς να του το πει.
Χειμώνας. Μετράω και οι πόρτες που έκλεισα είναι πιο πολλές από όσες άνοιξα. Πώς γίνεται;
Το σπίτι κοιτάει αλλού αδιάφορα. Θα ξύσω επιμελώς τα μολυβάκια και θα γράψω. Κρατάνε ακόμα τα κεριά, φωτίζει λίγο, ίσως προλάβω. Αρκεί να βρω τους παραλήπτες.
Το πρώτο μέρος εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου