Αυτή είναι μια αληθινή ιστορία. Όπως εξάλλου κι όλες οι άλλες που σας έχω διηγηθεί. Κι ας ξέρω πως εσείς δεν με πιστεύετε και κοροϊδεύετε πίσω απ' την πλάτη μου. Θα σας μιλήσω για το πρώτο δέντρο που είδα στη ζωή μου.
Τη μάνα μου η πεθερά της, η πανόγλα, δεν την ήθελε. Γιατί ήταν λέει μια χωριάτα ανάξια του γιου της. Συχνά πυκνά την έδιωχνε από το σπίτι κι έφευγε αυτή να πάει στους δικούς της. Σε μια απ' αυτές της τις φυγές ήταν που γέννησε εμένα. Στο σπίτι, στο χωριό. Ούτε γιατροί, ούτε τίποτα. Με τη βοήθεια της άλλης μου γιαγιάς που ήξερε από γέννες, έξι δικές της είχε κάνει.
Γι' αυτό λοιπόν το ξέρω σίγουρα, το πρώτο δέντρο που είδα στη ζωή μου είναι εκείνη η χαρουπιά. Η χαρουπιά που είναι φυτρωμένη απέναντι από το σπίτι μας. Ανοίγεις την πόρτα και στέκει εκεί μπροστά και σε κοιτάζει. Δεν βλέπεις τίποτε άλλο. Κρύβει τον ήλιο με τη φυλλωσιά της το πρωί και ρίχνει στους τοίχους τη σκιά της. Υπεραιωνόβια σίγουρα, με μια μεγάλη σκοτεινή κουφάλα στον κορμό της, φωλιά απαίσιων όντων. Όταν φυσάει, τα φύλλα της θροΐζουν χαμηλόφωνα ιστορίες. Θυμάμαι ακόμα κάποιες.
Εκεί, κάτω από τη πυκνή σκιά της, πέρναγα ατέλειωτες ώρες παίζοντας μόνος μου. Έστηνα αυτί όταν μου μιλούσε, την άφηνα να με αγκαλιάζει με τα κλαριά της, να με χαϊδεύει με τα φύλλα της, μασούλαγα ευχαριστημένος τα χαρούπια που μου πρόσφερε. Μόνο η κουφάλα της με τρόμαζε. Δέος μου προκαλούσε. Γιατί μου έμοιαζε τότε με τεράστιο στόμα.
Μονάχος ήμουν, ένα βράδυ, καλοκαίρι. Δεν φύσαγε αεράκι, δεν έλεγε ιστορίες το δέντρο. Καθόμουνα ακουμπισμένος στον κορμό του. Με το κοντό παντελονάκι μου κι ένα άσπρο φανελάκι αμάνικο που στην αριστερή τιράντα του είχε καρφιτσώσει η μάνα μου ένα φυλαχτό. Σήκωνα τα μάτια ψηλά κι έβλεπα στα κλαριά του τα ποντίκια που τρέχανε αλαφιασμένα, τα χαμήλωνα κι έβλεπα τις σαύρες να περνούν ανάμεσα στα πόδια μου. Σκορπιοί κι αράχνες και σαρανταποδαρούσες χαρχάλευαν μέσα στην κουφάλα. Κάτι άκουσα από εκεί μέσα τότε, σαν κάποιος να με φώναζε. Σηκώθηκα κι έσκυψα να δω, μαύρο σκοτάδι. Έσκυψα κι άλλο, βάρυνα κι έπεσα μέσα. Έπεφτα, έπεφτα, ώσπου...
Όλο και πιο συχνά βλέπω τέτοια όνειρα. Γαλήνια όμως. Πως πέφτω μέσα στην κουφάλα και λουφάζω, παίρνω τη στάση του έμβρυου και κοιμάμαι. Ήσυχος, δίχως έγνοιες.
Με είχανε για χαμένο. Αφού είχαν βγει και ψάχνανε τρεις νύχτες στα βουνά με τις λάμπες και τα λουξ, μήπως κάπου γκρεμίστηκα, απελπίστηκαν και με άφησαν στην τύχη μου. Με είχαν πάρει εβραίοι ή γύφτοι, αποφάσισαν. Κι ας είδε κάποιος, λέει, όταν κοιτάζοντας με το φακό του μέσα στην κουφάλα έλαμψε η παραμάνα, εκείνο το φυλαχτό, σκαλωμένο στο στόμα μιας μεγάλης σαύρας. Που γλίστρησε μετά και χάθηκε στα βάθη.
Πέρασε ο καιρός, πέρασαν οι άνθρωποι. Οι γέροι πέθαναν, άλλοι γεννήθηκαν. Μετά από χρόνια, με βρήκαν ένα πρωί να κοιμάμαι γυμνός στη ρίζα της χαρουπιάς. Να σφίγγω στο χέρι μου το φυλαχτό.
Κανείς δεν πίστεψε πού ήμουν. Δεν τους κατηγορώ για αυτό. Ούτε κι εγώ θυμάμαι τι έζησα εκεί μέσα. Τι ονειρεύτηκα. Σκόρπια τοπία μόνο, κάποια πρόσωπα, ήχους. Όμως, από τότε...Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά για άλλη φορά.
Κανείς δεν πίστεψε πού ήμουν. Δεν τους κατηγορώ για αυτό. Ούτε κι εγώ θυμάμαι τι έζησα εκεί μέσα. Τι ονειρεύτηκα. Σκόρπια τοπία μόνο, κάποια πρόσωπα, ήχους. Όμως, από τότε...Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά για άλλη φορά.
Και συμπαθάτε με αν σας μιλάω για τη χαρουπιά λες και υπάρχει ακόμα. Μα μου είναι τόσο δυνατή η εικόνα της που παρασύρομαι.
Την τελευταία φορά που πήγα στο χωριό μου, μόλις την είχαν κόψει. Κοιτόταν πεθαμένη, άψυχη στο χωράφι, σκόρπια στις λάσπες τα χαρούπια της, τα φύλλα της έχαναν κιόλας τη λάμψη τους. Από μακρυά οι ελιές περίλυπες κοιτούσαν. Στους άσπρους τοίχους του σπιτιού τα σαμιαμίθια λιάζονταν. Στη θέση της είχε απομείνει μόνο ένα άθλιο κούτσουρο και οι ρίζες, που έσκαβαν οι εργάτες με τα κομπρεσέρ για να τα βγάλουνε κι αυτά να τα πετάξουν. Να διαπλατύνουνε το δρόμο. Λες κι είχε πήξει από αυτοκίνητα η ερημιά.
Στις ρίζες της ανάμεσα είδα να φυτρώνει ένα βλασταράκι. Το έβγαλα προσεκτικά, με τις μικρές του άσπρες ρίζες, το πήρα μαζί μου και το φύτεψα στον κήπο μου. Το πότιζα και το περιποιόμουνα πολύ καιρό, με αγάπη.
Θα περιμένετε ίσως να σας πω ότι η χαρουπιά έπιασε και θέριεψε, ρίχνει τη σκιά της τώρα στο καινούργιο σπίτι, τα φύλλα της θροΐζουν στο αεράκι, ποντίκια ροβολάνε στα κλαριά της και η κουφάλα της που χάσκει σαν αιδοίο με περιμένει. Να πέσω μέσα της και να χαθώ για χρόνια. Κι έτσι το πρώτο δέντρο που είδα στη ζωή μου να γίνει κάπως και το τελευταίο. Ωραία να κλείσει ο κύκλος.
Όχι, λοιπόν. Σας είπα, αυτή είναι μια αληθινή ιστορία, αυτά που σκέφτεστε γίνονται μόνο στα παραμύθια ή στη φτηνή λογοτεχνία.
Ξεράθηκε η χαρουπιά, δεν έπιασε. Στα σκουπίδια την πέταξα.
Ξεράθηκε η χαρουπιά, δεν έπιασε. Στα σκουπίδια την πέταξα.
Μαζί της πέταξα εκείνο το φυλαχτό. Ας με συγχωρέσει η μάνα μου εκεί που βρίσκεται, σε τίποτα δεν βοήθησε όλα αυτά τα χρόνια. Τέλος.
ουφ
ΑπάντησηΔιαγραφήΕ μα πια
ΔιαγραφήΧοντροί κορμοί, παρατημένοι, βάκλες -μακριά ξύλα - στα χέρια, τα γόνατα γδαρμένα από τα αγκάθια, στα μάτια μας πέφτουν φύλλα και κομμάτια από τα κλαδιά και ολόκληρα χοντρά τεράτσια -χαρούπια - στο κεφάλι μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο μεσημέρι μαζεύαμε τους καναβάτσους, τρώγαμε ότι είχαμε φέρει μαζί μας, και κοιμόμασταν κάτω από τις φυλλωσιές, με μαξιλάρι εκείνα τα σακιά από καναβάτσο, με εκείνη τη βαριά μυρωδιά ανακατεμένη με την υγρασία του νησιού.
Ντέμπλες λέγαμε εμείς τις βάκλες. Τα άλλα ίδια κι απαράλλακτα. Κι αυτή η μυρωδιά δεν ξεχνιέται με τίποτα.
Διαγραφή