Κάποτε είχα ένα σπίτι, μια αυλή με δέντρα κι ένα μαύρο σκύλο, τον Καρβούνη. Με αγαπούσε αυτός, δεν έκανε χωρίς εμένα. Χόρευε και πηδούσε όταν μ' έβλεπε. Ξάπλωνε δίπλα μου να κοιμηθεί κι άνοιγε πότε πότε το ένα μάτι για να σιγουρευτεί ότι δεν έφυγα.
Τώρα δεν έχω τίποτα. Μια φλούδα πέτρινη είμαι, μια σκιά στον τοίχο.
Μια Κυριακή πρωί, βγήκα και κατηφόρισα ως το λιμάνι. Δυο τρεις ψαράδες όλοι κι όλοι, καθισμένοι στο μώλο, κρατούσαν τα καλάμια ακίνητοι. Τα πόδια τους κρέμονταν πάνω από τα νερά. Η στωικότητα τους ήταν τόσο συμπαγής και πειστική, που πειθήνια τα ψάρια έρχονταν να καρφωθούν στα αγκίστρια.
Το γάβγισμα ακουγόταν αμυδρά ως εκεί. Βράδυνα το βήμα μου. Ήξερα ότι ήθελε να τον ακούω κι ας μην τον έβλεπα. Ήταν για αυτόν μια παρηγοριά. Διαισθανόταν πόσο μακρυά ήμουν, αν απομακρυνόμουν κι άλλο θα τον στενοχωρούσα. Δεν ήθελα να τον στενοχωρήσω. Δεν πρέπει να στενοχωρούμε όσους μας αγαπούν.
Μαύρα σαν πίσσα σύννεφα μαζεύτηκαν. Ο Καρβούνης μου φώναζε απελπισμένα να γυρίσω. Πίσω μου οι ψαράδες τα μάζεψαν κι έφυγαν βιαστικοί. Γεμάτα ασήμι τα καλάθια τους.
Τα κύματα έσκαγαν στα αγκωνάρια και ξεχύνονταν με αφρούς στο λιμενοβραχίονα. Ύστερα σέρνονταν πάλι πίσω αναποφάσιστα. H μάνα τους τα μάζευε στην αγκαλιά της και τα έσπρωχνε ξανά μπροστά.
Θολή κι αγριεμένη ήταν, χωρίς λόγο. Τίποτα δεν της είχα κάνει.
Τα κύματα έσκαγαν στα αγκωνάρια και ξεχύνονταν με αφρούς στο λιμενοβραχίονα. Ύστερα σέρνονταν πάλι πίσω αναποφάσιστα. H μάνα τους τα μάζευε στην αγκαλιά της και τα έσπρωχνε ξανά μπροστά.
Θολή κι αγριεμένη ήταν, χωρίς λόγο. Τίποτα δεν της είχα κάνει.
Το γάβγισμά του ήταν γέφυρα. Πάνω της περπατούσα χωρίς φόβο. Κι ας με απειλούσε η θάλασσα στα αριστερά, ας σάπιζαν δεξιά μου στο λιμάνι οι βάρκες κι ας πρόβαλε τρομακτικό το Φρούριο εμπρός μου.
Το Φρούριο έστεκε εκεί από πάντα. Το μαύρο στόμα του ρουφούσε τη ζωή και με περίμενε. Πάνω από τη μεγάλη καγκελόπορτα ένα λιοντάρι με κοιτούσε με τα φτερά του ανοιγμένα. Περπάτησα μέσα από τα νερά και τους αφρούς. Ποτέ δεν είχα ξεμακρύνει τόσο. Κι όμως μου είχαν πει ιστορίες κι έμεινα τότε ξάγρυπνος τρεις νύχτες. Μα είχα προχωρήσει τόσο που δεν μπορούσα πια να κάνω πίσω.
Δεν ακουγόταν τώρα διόλου ο Καρβούνης. Κι ωστόσο εγώ απερίσκεπτα προχώρησα. Δυο βήματα, ακόμα ένα, άλλο ένα. Κόπηκε απότομα πίσω μου η γέφυρα.
Δεν ακουγόταν τώρα διόλου ο Καρβούνης. Κι ωστόσο εγώ απερίσκεπτα προχώρησα. Δυο βήματα, ακόμα ένα, άλλο ένα. Κόπηκε απότομα πίσω μου η γέφυρα.
Ξέσπασε τότε η μπόρα κι όλα τα χρώματα ξεπλύθηκαν. Το βάθος του ουρανού συμπτύχθηκε κι ο ορίζοντας όρμηξε καταπάνω μου. Ορθώθηκε με μιας ανάγλυφος μπροστά μου ο κόσμος, μια γκρίζα πλάκα πέτρινη που έπιανε από τη μια μεριά ως την άλλη, από τα πόδια μου ως τα σύννεφα, με σκαλισμένο πάνω της όμορφα το τοπίο. Οι βάρκες απ' τη μια μεριά, τα κύματα απ' την άλλη, ωραία τακτοποιημένα όλα, κι ακίνητα. Στη μέση του γλυπτού το Φρούριο. Ψηλά, τα σύννεφα αναδεύτηκαν για τελευταία φορά πριν ξεψυχήσουν.
Το σώμα μου βάρυνε. Η ψυχή στέγνωσε μέσα του και κάθε βήμα ήταν μια δυνατή σφυριά σε ένα καλέμι που με σκάλιζε στην πέτρα. Όπως δρασκέλιζα το κατώφλι, χτύπησε ακόμα πιο άγρια. Τα θρύψαλα της ύπαρξής μου, τα θραύσματα της μνήμης, σκόρπισαν γύρω σαν χαλίκια. Ράγισα τότε απ' το κεφάλι ως τα πόδια, καθώς πέτρωνα.
Το σώμα μου βάρυνε. Η ψυχή στέγνωσε μέσα του και κάθε βήμα ήταν μια δυνατή σφυριά σε ένα καλέμι που με σκάλιζε στην πέτρα. Όπως δρασκέλιζα το κατώφλι, χτύπησε ακόμα πιο άγρια. Τα θρύψαλα της ύπαρξής μου, τα θραύσματα της μνήμης, σκόρπισαν γύρω σαν χαλίκια. Ράγισα τότε απ' το κεφάλι ως τα πόδια, καθώς πέτρωνα.
Έμεινα να κοιτάω ασάλευτος τον κόσμο που άφησα πίσω. Τον ήλιο που έλαμπε τώρα, τη θάλασσα ήρεμη σαν λάδι, τους ψαράδες. Ζευγάρια φιλιόνταν στα παγκάκια, γέροι λιάζονταν. Πιο πέρα η Χώρα και κάπου εκεί το σπίτι μου που δεν ξανάδα.
Μια μέρα ένα κορίτσι ήρθε και στάθηκε μπροστά μου και με κοίταξε. Τα μάτια του ήταν πράσινα. Σήκωσε ένα μυτερό χαλίκι, τρύπησε με ένα βέλος την καρδιά μου και σκάλισε στο στήθος μου δυο ονόματα.
Πονάει αυτό κι ας είσαι πέτρινος.
Δεν ξέρω πόσα χρόνια πάνε τώρα. Νομίζω πως ακούω καμιά φορά τη νύχτα τον Καρβούνη, όταν φυσάει προς τα εδώ ο αέρας. Κι ύστερα, ενώ νομίζω πως πλησιάζει, η φωνή του χάνεται.
Μια μέρα ένα κορίτσι ήρθε και στάθηκε μπροστά μου και με κοίταξε. Τα μάτια του ήταν πράσινα. Σήκωσε ένα μυτερό χαλίκι, τρύπησε με ένα βέλος την καρδιά μου και σκάλισε στο στήθος μου δυο ονόματα.
Πονάει αυτό κι ας είσαι πέτρινος.
Δεν ξέρω πόσα χρόνια πάνε τώρα. Νομίζω πως ακούω καμιά φορά τη νύχτα τον Καρβούνη, όταν φυσάει προς τα εδώ ο αέρας. Κι ύστερα, ενώ νομίζω πως πλησιάζει, η φωνή του χάνεται.
Μα κι αν με βρει, φοβάμαι, θα με προσπεράσει. Τι ζωντανό να αναγνωρίσει σε μια πέτρα...
Δε με νοιάζει για μένα. Δε με νοιάζει για το σπίτι μου, ούτε για την αυλή μου με τα δέντρα. Με νοιάζει όμως για το σκύλο μου το μαύρο, τον Καρβούνη. Που μ' αγαπούσε και δεν έκανε χωρίς εμένα. Και τώρα θα στενοχωριέται μόνος του.
Με νοιάζει και για εκείνο το κορίτσι, που ήρθε και χάραξε το όνομά μου κάποτε μαζί με το δικό της. Και περιμένει υπομονετικά από τότε. Κι έρχεται κάθε μέρα και γέρνει επάνω μου και με αγκαλιάζει τρυφερά και στήνει αυτί ν' ακούσει αν άρχισε επιτέλους να χτυπάει ξανά η καρδιά μου.
Με νοιάζει και για εκείνο το κορίτσι, που ήρθε και χάραξε το όνομά μου κάποτε μαζί με το δικό της. Και περιμένει υπομονετικά από τότε. Κι έρχεται κάθε μέρα και γέρνει επάνω μου και με αγκαλιάζει τρυφερά και στήνει αυτί ν' ακούσει αν άρχισε επιτέλους να χτυπάει ξανά η καρδιά μου.
Κανένας πέτρινος δε νοιάζεται. Οπότε καλά κάνει το κορίτσι και επιμένει. :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιαλαντζί πέτρινος, δεν τους φτιάχνουν πια όπως παλιά :)
ΔιαγραφήΜην ευχηθείς (ούτε στον εχθρό σου) να κάνει πέτρα την καρδιά του,μή..
ΑπάντησηΔιαγραφήποτέ και σε κανένα
Διαγραφή