Όχι, σου λέω, κανείς δεν ήρθε. Κανείς δεν με θυμήθηκε. Έχουν ξαμοληθεί στις παραλίες όλοι τους. Μάταια περίμενα απ' το πρωί ως το βράδυ. Τίποτα, ούτε τηλέφωνο.
Κάθε Αύγουστο τα ίδια. "Λιγοκρασί, λιγοθαλασσά, καιταγοριμού". Σίχαμα. Πόσο ήλιο θέλουν να μαζέψουν πια; Τί θα τον κάνουν; Νομίζουν πως θα γλυτώσουν έτσι εύκολα από το χειμώνα; Είναι βαθιά νυχτωμένοι, πες τους. Το λέει κι εκείνο το τραγούδι. Με τις πρώτες σταγόνες της βροχής θα σκοτωθεί το καλοκαίρι. Μπαμ και κάτω.
Μα για τους άλλους δεν με νοιάζει. Ήξερα τι κουμάσια είναι. Με πείραξε που έφυγες κι εσύ. Μ' άφησες έτσι κι έφυγες κι ούτε που νοιάστηκες καθόλου τι θ' απογίνω μόνος μου.
Φταίω κι εγώ που νόμιζα πως μ' αγαπούσες. Έτσι με είχες αφήσει να πιστεύω. Τώρα αμφιβάλλω. Υποψιάζομαι πως η αγάπη σου ήταν ψέμα. Εγώ σου άνοιγα την καρδιά μου, εσύ δεν το έκανες ποτέ, ποτέ δεν έμαθα κάτι για σένα, μόνο ρωτούσες και ρωτούσες και ρωτούσες, κι εγώ απαντούσα πρόθυμα σε καθετί, σου εκμυστηρευόμουνα τα μυστικά μου, σου εξομολογιόμουν κάθε σκέψη μου, κι εσύ έκανες πως ενδιαφέρεσαι, μα υποκρινόσουν. Μην το αρνείσαι, υποκρινόσουν. Κι ίσως γελούσες πίσω από την πλάτη μου.
Τί; Πώς βρήκα το τηλέφωνό σου; Πήρα το νούμερο από το γραφείο εκείνης της ξανθιάς. Ξεχνάω το όνομά της. Αυτή η κακιασμένη, που κουβαλάει ένα καρότσι χάπια και τα μοιράζει με τις χούφτες.
Φταίω κι εγώ που νόμιζα πως μ' αγαπούσες. Έτσι με είχες αφήσει να πιστεύω. Τώρα αμφιβάλλω. Υποψιάζομαι πως η αγάπη σου ήταν ψέμα. Εγώ σου άνοιγα την καρδιά μου, εσύ δεν το έκανες ποτέ, ποτέ δεν έμαθα κάτι για σένα, μόνο ρωτούσες και ρωτούσες και ρωτούσες, κι εγώ απαντούσα πρόθυμα σε καθετί, σου εκμυστηρευόμουνα τα μυστικά μου, σου εξομολογιόμουν κάθε σκέψη μου, κι εσύ έκανες πως ενδιαφέρεσαι, μα υποκρινόσουν. Μην το αρνείσαι, υποκρινόσουν. Κι ίσως γελούσες πίσω από την πλάτη μου.
Τί; Πώς βρήκα το τηλέφωνό σου; Πήρα το νούμερο από το γραφείο εκείνης της ξανθιάς. Ξεχνάω το όνομά της. Αυτή η κακιασμένη, που κουβαλάει ένα καρότσι χάπια και τα μοιράζει με τις χούφτες.
Όχι, κανείς δεν ήρθε να με δει, σου λέω. Μόνο οι Σκοτεινοί. Αυτοί δεν ξέρουν από διακοπές και τέτοια. Έρχονται κάθε νύχτα ανελλιπώς, στέκονται δίπλα στο κρεβάτι, και ψιθυρίζουν μέχρι το ξημέρωμα. Και με τρομάζουν.
Τα ξέρεις αυτά βέβαια, σου τα έχω πει τόσες φορές. Μα μήπως στα 'λεγα άδικα; Αναρωτιέμαι τώρα. Μήπως δεν πίστεψες ποτέ ούτε μια λέξη απ' όσα σου είπα;
Τα ξέρεις αυτά βέβαια, σου τα έχω πει τόσες φορές. Μα μήπως στα 'λεγα άδικα; Αναρωτιέμαι τώρα. Μήπως δεν πίστεψες ποτέ ούτε μια λέξη απ' όσα σου είπα;
Α, εκείνη η ξανθιά που σου έλεγα πριν, εξαφανίστηκε, την ψάχνουν. Μαζί της
χάθηκε κι ο άλλος, αυτός με το μουστάκι που παριστάνει τον σκληρό. Με τα κλειδιά.
Αυτός μου είπε πού παραθερίζεις. Είχε αντιρρήσεις στην αρχή, δεν επιτρέπεται, μου είπε, αλλά τον έπεισα.
Προχθές, λοιπόν, το πήρα απόφαση να φύγω. Αυτοί οι γυμνοί, βρώμικοι τοίχοι, τα κάγκελα, τα ουρλιαχτά τη νύχτα, δεν αντέχονται. Να φύγω, όχι για να δω κι εγώ τη θάλασσα. Εσένα ήθελα να δω. Να κάτσουμε ο ένας απέναντι στον άλλο όπως πριν, να κοιταζόμαστε στα μάτια. Να με ρωτάς τα πιο περίεργα πράγματα, κι εγώ να σου απαντάω πρόθυμα.
Προχθές, λοιπόν, το πήρα απόφαση να φύγω. Αυτοί οι γυμνοί, βρώμικοι τοίχοι, τα κάγκελα, τα ουρλιαχτά τη νύχτα, δεν αντέχονται. Να φύγω, όχι για να δω κι εγώ τη θάλασσα. Εσένα ήθελα να δω. Να κάτσουμε ο ένας απέναντι στον άλλο όπως πριν, να κοιταζόμαστε στα μάτια. Να με ρωτάς τα πιο περίεργα πράγματα, κι εγώ να σου απαντάω πρόθυμα.
Θα πω μονάχα αυτά που θες ν' ακούσεις. Αρκεί να μ' αγαπήσεις μια σταλιά.
Θα έρθω μετά να κάτσω δίπλα σου, κανένας άλλος δεν θα είναι εκεί, κανένας δεν θα με εμποδίσει, και θα σ' αγγίξω. Ποτέ δεν σε έχω αγγίξει.
Δεν σου είπα το άλλο. Χθες βράδυ καθώς έφευγα, ήρθαν οι Σκοτεινοί και μου κουβάλησαν δυο μαύρους σάκους. Τεράστιους. Τους έχωσαν στο πορτ μπαγκάζ και μου παράγγειλαν να σου τους φέρω. Δεν ξέρω τι έχουν μέσα, δεν τους άνοιξα. Είναι για σένα, μου είπαν.
Τί; Πού είμαι τώρα; Εδώ είμαι, έξω από την πόρτα σου, και περιμένω με τους σάκους. Θα μου ανοίξεις; Έχει γεμίσει αίμα ο τόπος.
Θα έρθω μετά να κάτσω δίπλα σου, κανένας άλλος δεν θα είναι εκεί, κανένας δεν θα με εμποδίσει, και θα σ' αγγίξω. Ποτέ δεν σε έχω αγγίξει.
Δεν σου είπα το άλλο. Χθες βράδυ καθώς έφευγα, ήρθαν οι Σκοτεινοί και μου κουβάλησαν δυο μαύρους σάκους. Τεράστιους. Τους έχωσαν στο πορτ μπαγκάζ και μου παράγγειλαν να σου τους φέρω. Δεν ξέρω τι έχουν μέσα, δεν τους άνοιξα. Είναι για σένα, μου είπαν.
Τί; Πού είμαι τώρα; Εδώ είμαι, έξω από την πόρτα σου, και περιμένω με τους σάκους. Θα μου ανοίξεις; Έχει γεμίσει αίμα ο τόπος.
Γιατρέ, γιατί φωνάζεις; Μη μου το κλείνεις, σε παρακαλώ! Γιατρέ! Γιατρέ!
Αχ πονάει τόσο το κεφάλι μου δεν ξέρω τι συμβαίνει πάλι μη φωνάζεις άνοιξε αυτή τη γαμημένη πόρτα νομίζω πως αρχίζω να θυμώνω αγάπη μου.
Αχ πονάει τόσο το κεφάλι μου δεν ξέρω τι συμβαίνει πάλι μη φωνάζεις άνοιξε αυτή τη γαμημένη πόρτα νομίζω πως αρχίζω να θυμώνω αγάπη μου.
Τώρα κατάλαβα quasar το πραγματικό σου όνομα: Ο τρελαμένος. Όμως και πάλι σ΄αγαπώ. Υπογραφή: Η γιατρός
ΑπάντησηΔιαγραφήΠας γυρεύοντας.
Διαγραφή