Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

ΤΑ ΒΟΤΣΑΛΑ



Τα έκλεινε σε ένα βαζάκι με νερό για να γυαλίζουν. Ανάμεσα, πευκοβελόνες, φύκια, κλαράκια από αρμυρίκια, πέταλα από κρινάκια και γεράνια. Στο καπάκι κόλλαγε  με σελοτέιπ το εισιτήριο του καραβιού. Σαράντα χρόνια ταξίδια, σαράντα χρόνια βότσαλα κλεισμένα σε βαζάκια. Όλο το Αιγαίο στο ράφι του.
    Δεν θα μπορούσες να τον πεις συλλέκτη. Ήθελε μόνο να θυμάται.
    Όταν πια δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του, όχι γιατί αρρώστησε αλλά γιατί το βάρος της ζωής του έγινε πιο μεγάλο απ' όλα τα βότσαλα του κόσμου, άρχισε να περνάει τα καλοκαίρια στο μπαλκόνι του. Έπαιρνε κάθε βράδυ ένα βαζάκι, το άφηνε στο τραπέζι και το κοίταζε να λάμπει στο σκοτάδι. Κάθε βράδυ κι ένα ταξίδι. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξει το εισιτήριο για να μάθει που θα τον πάει το καράβι, ήξερε κάθε βότσαλο με το όνομά του.
    Είχε σκοπό να παραγγείλει στη διαθήκη του, όταν φύγει για το τελευταίο ταξίδι, να στρώσουν τα βότσαλα πάνω στην ταφόπλακά του. Και να τα βρέχουν κάθε τόσο για να λάμπουν, έτσι που όποιος τα έβλεπε να φανταζόταν για λίγο πως πέρασε η θάλασσα από κει, με τους αφρούς της και τα φύκια της.

Μια νύχτα με πανσέληνο, Αύγουστο μήνα, δεν μπόρεσε να ταξιδέψει. Το καράβι δεν σήκωνε την άγκυρα, έμενε εκεί στα βρώμικα νερά του λιμανιού, και οι ναύτες τον κοιτούσαν σιωπηλοί και αμήχανοι. Ένας ελαφρύς κυματισμός τάραξε το στάσιμο νερό στο βάζο. Φύσηξε ένα αεράκι και του ήρθε μυρωδιά από σάπια φύκια. Τα βότσαλα, πιο λαμπερά από ποτέ, μα κάπως θλιμμένα. Καθένα τους, σαν θεόρατος βράχος, περίμενε έναν Σίσυφο να το σηκώσει. Στο πάτο, θαμμένη η ζωή του.
    Την άλλη μέρα μάζεψε τις οικονομίες του και οργάνωσε το ταξίδι. Φόρτωσε στο γέρικο σκαραβαίο όλα τα βαζάκια του. Γύρισε σε δυο μήνες όλα τα νησιά της νιότης του, όλες τις παραλίες. Πήγαινε νύχτα και άδειαζε τα βότσαλα εκεί ακριβώς που τα είχε μαζέψει. Σκόρπαγε βότσαλα και μάζευε αναμνήσεις, ένας αλλόκοτος γερο-Κοντορεβυθούλης.
    Στην πρώτη ακρογιαλιά που είχαν πατήσει κάποτε μαζί μ' εκείνη, άδειασε το τελευταίο βαζάκι. Ύστερα ξάπλωσε στην άμμο ανάσκελα και κοίταζε τα αστέρια, άδειος κι αυτός. Καθώς γινόταν ένα με τον ουρανό, την άμμο και τη θάλασσα, του φάνηκε πως την είδε να έρχεται, σκύβοντας κάθε τόσο και μαζεύοντας προσεκτικά τα βότσαλά του.


5 σχόλια: