O κύριος Κώστας ήταν ο δάσκαλος μου στις τρεις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού. Τον ξαναβρήκα όταν, μεσήλικας πια, εξουθενωμένος από την αφόρητη νοσταλγία που δεν μ' άφησε να στεριώσω πουθενά, επέστρεψα στην πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Ήταν ο αγαπημένος μου δάσκαλος, κι εγώ ο αγαπημένος μαθητής του. Δεν θα ήταν ίσως υπερβολικό να πω ότι η σχέση μας έμοιαζε περισσότερο με τη σχέση ενός πατέρα με το γιο του, παρά με αυτήν ενός δασκάλου με ένα μαθητή, καθώς μάλιστα αυτός, είτε από επιλογή είτε γιατί έτσι έτυχε, ζούσε μια μοναχική ζωή κι εγώ είχα χάσει τον πατέρα μου νωρίς. Ήταν λοιπόν μεγάλη η χαρά μας που ξαναβρεθήκαμε.
Το πατρικό μου ήταν κοντά στο σπίτι του κι έτσι ήταν εύκολο να τον επισκέπτομαι συχνά. Τον έβρισκα πάντα να κάθεται στο σαλόνι, που ήταν και η βιβλιοθήκη του, να διαβάζει ή να γράφει σ' ένα μεγάλο δερματόδετο τετράδιο που χρησιμοποιούσε σαν ημερολόγιο. Η μεγάλη ηλικία δεν του επέτρεπε πια περιπάτους, οι λιγοστές του σχέσεις είχαν ακόμα περισσότερο αραιώσει κι έτσι εγώ ήμουν ουσιαστικά η μόνη επαφή του με τον έξω κόσμο, αν εξαιρέσουμε την κυρία Μάρω που τον φρόντιζε.
Σ' αυτό το δωμάτιο, περιτριγυρισμένοι από χιλιάδες τόμους που μύριζαν υγρασία και καπνό, περνούσαμε ατέλειωτες ώρες συζητώντας. Του άρεσε να μου διηγείται περιστατικά από τη ζωή του, συχνά με λεπτομέρειες που με ξάφνιαζαν. Γεγονός που συνδέεται με το αγαπημένο του θέμα συζήτησης που ήταν η μνήμη και οι πολύπλοκοι μηχανισμοί της.
Πάντοτε πάνω στο γραφείο του έβλεπα αραδιασμένα βιβλία με σχετικά θέματα, από απλοϊκούς οδηγούς για την εξάσκηση της μνήμης ως εξειδικευμένα συγγράμματα, από άγνωστους σε μένα επιστήμονες, για την λειτουργία του εγκέφαλου. Κι ανάμεσά τους άλλα με τεχνικές αυτοσυγκέντρωσης και διαλογισμού.
Την πρώτη φορά που ένοιωσα ότι κάτι περίεργο συνέβαινε, ήταν όταν μια μέρα τον βρήκα στην πολυθρόνα του να κοιμάται. Τουλάχιστον έτσι νόμισα. Κάθισα απέναντί του, δίπλα στο τζάκι και περίμενα να ξυπνήσει, σκαλίζοντας με τη μασιά τα κούτσουρα. Μετά από αρκετή ώρα αναμονής αποφάσισα να τον ξυπνήσω και πλησίασα κοντά του. Το πρόσωπο του ήταν γαλήνιο κι η αναπνοή του ήρεμη. Άπλωσα το χέρι μου προς τον ώμο του μα πριν προλάβω να τον αγγίξω τα μάτια του άνοιξαν. Τραβήχτηκα πίσω αμήχανα. Με κοίταξε αδιάφορα, σαν να μη με έβλεπε, έτριψε το μέτωπό του και ψιθύρισε "Μέχρις εδώ θυμάμαι". Υπήρχε κάποια απογοήτευση στη φωνή του.
Τις επόμενες μέρες όλο και πιο συχνά η κυρία Μάρω μου έλεγε με απολογητικό ύφος ότι ο δάσκαλος δεν μπορούσε να με δεχθεί γιατί ξεκουραζόταν. Τις λιγοστές φορές που τον είδα μου φάνηκε σαν να μην έδινε σημασία σε όσα του έλεγα, σαν κάτι τρομερό να τον απασχολούσε και σαν να ανυπομονούσε να απαλλαγεί από την παρουσία μου. Έτσι με μεγάλη λύπη και απογοήτευση αραίωσα τις επισκέψεις μου, ώσπου έπαψα πια να τον βλέπω εντελώς.
Όταν μου τηλεφώνησε η κυρία Μάρω κλαίγοντας για να μου πει ότι τον βρήκε πεθαμένο, έτρεξα αμέσως. Ο δάσκαλος ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και με ένα αδιόρατο χαμόγελο στο πρόσωπο. Δεν ήταν νεκρός γιατί το στήθος του ανεβοκατέβαινε ελαφρά.
Οι γιατροί στο νοσοκομείο είπαν πως ο δάσκαλος είχε πέσει σε κώμα. Δεν είχε πια συγγενείς κι αν δεν υπήρχα εγώ ήταν αποφασισμένοι να διακόψουν τη μηχανική υποστήριξη και να τον αφήσουν να πεθάνει. Ανέλαβα όμως εγώ τα έξοδα για τη συντήρησή του στη ζωή, για όσο χρειαζόταν, για πάντα.
Την επόμενη μου τηλεφώνησε ο δικηγόρος του και μου ζήτησε να περάσω από το γραφείο του. Έμεινα έκπληκτος όταν μου ανακοίνωσε πως, εκτός από ένα ποσό για την κυρία Μάρω, ο δάσκαλος μου άφησε σαν δωρεά όλη την σεβαστή περιουσία του. Μαζί κι ένα φάκελο που περιείχε το δερματόδετο ημερολόγιό του κι ένα σημείωμα με αυτές τις λίγες λέξεις. “Βοήθησέ με να ξαναζήσω”. Γύρισα σπίτι μου κι άνοιξα το ημερολόγιο. Να μερικά αποσπάσματα από τις τελευταίες σελίδες.
....................................................................
Σήμερα, καθώς έπινα τον καφέ μου, κοιτώντας τη βροχή από το παράθυρο, είχα μια ανάμνηση. Εγώ, μικρό παιδί, είμαι τιμωρημένος να κοιμηθώ με σβηστό το καντηλάκι της νύχτας για κάτι που έκανα. Θυμήθηκα καθαρά το παράπονο και το φόβο, τα δάκρυα στο μαξιλάρι. Γιατί όμως; Όσο κι προσπάθησα δεν μπόρεσα να θυμηθώ το λόγο της τιμωρίας μου.
....................................................................
Θυμάμαι κι άλλα. Το φως ανάβει και μπαίνει η μεγαλύτερη αδελφή μου. Έρχεται κοντά στο κρεβάτι μου, μου σκουπίζει τα δάκρυα και με φιλάει. Μου λέει να μη φοβάμαι και φεύγει αφήνοντας το φως αναμμένο.
....................................................................
Προσπαθώ να θυμηθώ λεπτομέρειες. Πιστεύω πως τίποτα δε σβήνεται εντελώς από το μυαλό μας. Κλείνω τα μάτια και θυμάμαι. Στην αρχή σκόρπιες και ασύνδετες εικόνες. Σιγά σιγά τις συναρμολογώ και συμπληρώνω τα παζλ.
....................................................................
Θυμήθηκα τώρα το λόγο της τιμωρίας μου. Καθόμαστε όλοι χαρούμενοι στο τραπέζι. Εγώ πιο χαρούμενος από όλους, ευτυχισμένος γιατί μπροστά μου έχω ένα πιάτο ζεστές τηγανητές πατάτες. Ύστερα μια αδέξια κίνηση του χεριού μου και το πιάτο μου ταλαντεύεται στο χείλος του τραπεζιού και πέφτει. Πέφτει και οι χρυσές πατάτες σκορπίζονται στο πάτωμα μαζί με τα κομμάτια της πορσελάνης. Το χέρι της μητέρας μου χτυπάει με θυμό το δικό μου κι ύστερα με τραβολογάει στο κρεβάτι.
....................................................................
Κατάφερα να τοποθετήσω χρονικά την ανάμνησή μου. Είδα πάνω στο γραφειάκι μου τα βιβλία και τα τετράδια μου της Τρίτης Δημοτικού και στην καρέκλα τη στολή και το πηλήκιο για την αυριανή παρέλαση. Είναι 24 Μαρτίου του 1950.
....................................................................
Η τεχνική μου εξελίσσεται. Έχω αποκτήσει σχεδόν πλήρη έλεγχο της μνήμης μου. Έχω φτάσει στις 3 του Ιούλη του 1950. Ήταν ωραίο το καλοκαίρι εκείνο. Χωρίς σχολείο, να βολτάρουμε ολημερίς στο λιμάνι, στο Μπεντένι και στο Λόφο.
....................................................................
Οι αναμνήσεις μου είναι όλο και πιο συγκροτημένες. Συχνά δίνω άδεια για μερικές μέρες στην καημένη την Μάρω που ανησυχεί για μένα και βυθίζομαι στο παρελθόν μου. Μπορώ πια να θυμηθώ σε πραγματικό χρόνο. Ξαναζώ τη ζωή μου στιγμή στιγμή , με κάθε λεπτομέρεια. Νοιώθω ό,τι ένοιωθα, σκέφτομαι ό,τι σκεφτόμουν, κοιμάμαι στο παιδικό μου κρεβάτι και βλέπω ξανά τους ίδιους εφιάλτες.
....................................................................
Έζησα χωρίς διακοπή τρεις συνεχόμενες μέρες. Η Μάρω μου είπε ότι προσπαθούσε μισή ώρα να με "ξυπνήσει".
....................................................................
Κρατώ σε εγρήγορση κάποια γωνιά του μυαλού μου για να μπορώ να επιστρέφω στο παρόν. Αυτό όμως δυσκολεύει και επιβραδύνει την προσπάθειά μου.
....................................................................
Μου γίνεται όλο και πιο δύσκολο να επανέλθω.
....................................................................
Αυτά τα ταξίδια με συνεπαίρνουν. Από την άλλη, δεν έχω τίποτα πια να με κρατάει στο παρόν. Σήμερα πήρα την απόφαση να επιστρέψω για πάντα εκεί.
Το σχέδιό μου: Θα ξαναζήσω, μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, τη ζωή μου, ξεκινώντας από εκείνη τη χρονιά. Ήταν ωραία χρονιά. Θα μεγαλώσω, θα σπουδάσω, θα γεράσω κι ύστερα πάλι από την αρχή.
Έχουν περάσει από τότε τρία χρόνια. Επισκέπτομαι τακτικά τον δάσκαλο. Κάθομαι απέναντι από τον γυάλινο κώδωνα, όπου αναπαύεται ο εγκέφαλός του, συνδεδεμένος με άπειρα ηλεκτρόδια, με λαμπάκια που αναβοσβήνουν και σωληνάκια με χρωματιστά υγρά. Σύμφωνα με τους πρόχειρους υπολογισμούς που έκανα, ο δάσκαλος είναι τώρα δεκατριών χρονών και μαθητής του Γυμνασίου. Σε καμιά εικοσαριά χρόνια ένας συνεσταλμένος μαθητής με μυωπικά γυαλιά θα τον αγαπήσει σαν πατέρα του. Ύστερα, για πολλά χρόνια, θα χαθούμε. Θα βρεθούμε όμως πάλι κι εγώ θα τον βοηθήσω να ζήσει τη ζωή του ξανά και ξανά και ξανά.