Όλα άρχισαν τη μέρα που ανάψαμε πρώτη φορά το τζάκι. Διακοσμητικό ήταν ώς τότε. Μα όταν έπιασαν τα κρύα, με τη δεξαμενή του πετρελαίου άδεια, δεν είχαμε άλλη λύση. Σύραμε τις πολυθρόνες και τους καναπέδες γύρω του και κοιτάζαμε τις φλόγες μαγεμένοι. Τρία μερόνυχτα μείναμε έτσι, άγρυπνοι. Σύντομα η μυρωδιά του ξύλου που καιγόταν κυρίευσε την πολυκατοικία. Όλα τα τζάκια έκαιγαν. Από όλες τις χαραμάδες έβγαινε καπνός.
Όταν τα ξύλα τέλειωσαν κάψαμε τα έπιπλα, χορεύοντας μπροστά στις φλόγες. Όλοι οι ένοικοι, από το υπόγειο ώς το ρετιρέ. Πολλοί από μας δεν είχαν ξαναδεί φωτιά από κοντά. Ποτέ.
Τότε πρέπει να άρχισε η πολυκατοικία να αλλάζει. Και συνεχίζει ακόμα.
Πρώτα έπεσαν οι σοβάδες και ξεπρόβαλε από μέσα ο βράχος, γκρίζος και τραχύς. Στις μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα, τα πρέκια έγειραν κι ύστερα κομματιάστηκαν, γίνανε θρύψαλα, τα τζάμια έσπασαν, τα ανοίγματα μίκρυναν κι έμειναν μόνο κάτι τρύπες.
Μόνο φωτιά χρειαζόμαστε, είπε κάποιος. Και νερό. Ούτε ηλεκτρικό, ούτε τηλέφωνο.
Κανείς δεν πήγε για δουλειά από τότε.
Οι τέντες κουρελιάστηκαν, κληματαριές σκεπάζουν τα μπαλκόνια. Ρίζες βουλώνουν τους σωλήνες, αγκαθωτά κλωνάρια βγαίνουν από τις σχισμές του βράχου μας, αναρριχητικά σκαλώνουν πάνω του ώς την ταράτσα. Όρνια κάνουν κύκλους.
Στον ακάλυπτο φύτρωσαν ελιές, πεύκα και κυπαρίσσια. Οι μάντρες γρήγορα κατέρρευσαν. Πυκνή αδιαπέραστη βλάστηση μας χωρίζει τώρα από τις διπλανές πολυκατοικίες. Κόβουμε δέντρα κάθε βράδυ και το πρωί έχουν φυτρώσει άλλα.
Το υπόγειο πλημμύρισε. Μέσα του κολυμπάνε χέλια. Σπάσαμε την πλάκα του φωταγωγού και τον βαφτίσαμε Πηγάδι. Από τα παράθυρά του ρίχνουμε με σκοινιά τους κουβάδες και ανεβάζουμε νερό.
Μια μέρα, ζώα εμφανίστηκαν στην πρασιά μας. Πρόβατα, κατσίκες, κότες… Κανείς δεν ξέρει από πού ήρθαν. Τώρα μπαινοβγαίνουν ελεύθερα στα διαμερίσματα. Πολλά απ’ αυτά θυσιάζονται.
Οι φωτιές δεν πρέπει να σβήσουν. Μουλάρια ανεβοκατεβαίνουν το κλιμακοστάσιο φορτωμένα ξύλα. Στα μαυρισμένα τοιχώματα της σπηλιάς μας, εκεί που κάποτε κρέμονταν κάδρα, σχεδιάζουμε με τα δάχτυλα σκηνές από κυνήγι. Στρώνουμε τις κουβέρτες δίπλα στη φωτιά και κάνουμε έρωτα σαν να είναι η τελευταία φορά. Μια κοπέλα από το ισόγειο, δεν ξέρω ούτε τ’ όνομά της, μπαινοβγαίνει στα διαμερίσματα, σκαλίζει τις στάχτες και διαβάζει τη μοίρα μας.
Στο δρόμο άνοιξε η άσφαλτος και βούλιαξε. Τώρα ένα ορμητικό θολό ποτάμι τον διασχίζει και στην απέναντι όχθη θέριεψε γρήγορα ένα σκιερό δάσος.
Ο διαχειριστής ρίχνει τον κλήρο κάθε βδομάδα. Δύο από μας πρέπει να πάνε για προμήθειες. Περνάνε το ποτάμι κολυμπώντας και χάνονται στο δάσος. Κανείς τους δεν έχει επιστρέψει ακόμα. Τη νύχτα ακούμε λύκους και τσακάλια.
Η πολυκατοικία διαβρώνεται συνέχεια, αλλάζει σχήμα. Τρίζουν φρικτά τα δάπεδα καθώς μετακινούνται οι πλάκες. Τα σκαλοπάτια ανασηκώνονται, ραγίζουν τα μάρμαρα, τα κάγκελα σκουριάζουν και διαλύονται και οι τοίχοι πλησιάζουν ο ένας τον άλλο. Τώρα όταν την κοιτάς απέξω βλέπεις μόνο ένα χορταριασμένο θεόρατο βράχο με σκοτεινά λαγούμια όπου μπαινοβγαίνουν σαύρες και νυχτερίδες. Την κορυφή του στεφανώνει μόνιμα μαύρος καπνός.
Τα βράδια σκαρφαλώνουμε όλοι οι ένοικοι στην ταράτσα. Στην πιο ψηλή κορφή του βράχου. Ανάβουμε μια μεγάλη φωτιά, καθόμαστε σε κύκλο και λέμε ιστορίες. Μέσα από τον καπνό διακρίνουμε αμυδρά σ’ όλη την πόλη γιγάντια βραχοσπίτια και φωτιές να καίνε στις ταράτσες τους.
Όσο περνάει ο καιρός, οι φωτιές λιγοστεύουν. Στις διπλανές ταράτσες έχουν κιόλας σβήσει.
Σήμερα, ο κλήρος έπεσε σε μένα κι εκείνη την κοπέλα από το ισόγειο, δεν ξέρω ούτε τ’ όνομά της. Αυτή που λέει τη μοίρα.
...άνθισαν τα τζάκια κι η φωτιά πλέον δεν "ανάβει ούτε σβήνει με μέτρο" χείμαρρος το κείμενο*
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι να μην αρχίσουμε, μετά...
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ :)