Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

ΞΑΝΑ


Το ιστολόγιο επανεμφανίζεται μετά από καιρό. Οι περισσότερες παλιές αναρτήσεις είναι ξανά διαθέσιμες για όποιον ενδιαφέρεται.

Όσες ιστορίες βρήκαν θέση στο "ΑΝΕΚΦΡΑΣΤΟ" έχουν ενημερωθεί, σύμφωνα με την τελική μορφή του βιβλίου. Επίσης ενημερώθηκαν σχετικά οι ετικέτες τους, όπως είχε γίνει και με τη "ΧΩΡΑ".




Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

ΕΛΕΝΗ ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ - FRACTAL 03/10/2023

 

«Μια βιογραφία της κοινωνίας σε κοίλο κάτοπτρο μέσα στο οποίο παρατηρούνται οι παραμορφώσεις της»

Γράφει η Ελένη Πριοβόλου // *

 

 

 

Μανώλης Λυδάκης: «Το Ανέκφραστο», Εκδόσεις Αλεξάνδρεια

 

Με το προλογικό του κείμενο ακόμα ο Μανώλης Λυδάκης, προϊδεάζει τον αναγνώστη για την αγωνία της γραφής.

«Να αποθηκευτούν οι αλλαγές; Ας αποθηκευτούν. Έστω να πάρω μια αναβολή. Πριν το θηρίο με κάνει μια μπουκιά»….

Και είναι όντως έμπλεες αγωνίας οι ιστορίες της συλλογής. Άχρονες και άτοπες φαινομενικά, αφήνουν στον αναγνώστη ελευθερία της οικειοποίησης του τόπου και του χρόνου, συνεπώς και της συμμετοχής σαν δρώμενο υποκείμενο ή παρατηρητής.

Κάθε ιστορία  περιστρέφεται γύρω από ένα γεγονός, έναν ήρωα ή ήρωες, μια απουσία, μια μνήμη, ένα πένθος. Σύνθετη γραφή και εξαιρετικά δουλεμένη. Δεν στέκεται στην περιγραφή αλλά γράφει για σκέψεις, συναισθήματα, εναγώνιες καταστάσεις σε μια μεταξύ τους αλληλεπίδραση.

Η κάθε ιστορία έχει δράση και εξέλιξη. Η πλοκή κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον, επειδή κορυφώνεται σταδιακά και φτάνει σε ένα αναπάντεχο τέλος που είναι συνάμα και μια λύση που φέρει την κάθαρση, χωρίς να φανερώνεται η προσωπική κρίση ή το σχόλιο του συγγραφέα. Και τούτο γίνεται αντιληπτό, από το πρώτο διήγημα με τον τίτλο «Μαρία».

Στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι ο «απών» είναι έντονα παρών, όπως είναι παρούσα και η αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου στο διήγημα «Η Πλατεία, Το Παγκάκι, Ο Τοίχος».

«Μόνη μου επιθυμία και έγνοια είναι να μπορούμε να κοιτάμε αδιάσπαστοι τους τοίχους μας, εγώ και εκείνη η γυναίκα. Έστω και με το φόβο πως ίσως κάποτε στραφούμε και αντικρύσουμε ο ένας τον άλλον».

Στο αριστουργηματικό «τριάντα λεπτά», η ατομική ενοχή συνδέεται με τη συλλογική, ενώ στο διήγημα «Αν έρθεις στην κηδεία μου, θα έρθω στη δική Σου», περιγράφεται με τρόπο σκωπτικό το χρονικό μιας προαναγγελθείσας αυτοχειρίας. Στο σπαρακτικό διήγημα «Ο Πάρης» η έννοια του αισθάνομαι εξαφανίζει εντελώς την πλοκή, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο στον αφηγηματικό λόγο. Όμως ο Μανώλης Λυδάκης το πετυχαίνει παρασύροντας τον αναγνώστη από την δημιουργία της εικόνας στην οδύνη του συναισθήματος.

«Τον πήρε  από το χέρι και βάδισαν μαζί στο φως που έλουζε εκτυφλωτικά τα κυπαρίσσια. Πίσω, ακολουθούσαν σε πομπή, τα αδέλφια της και οι άλλες σκιές».

Μέσα στην συλλογή «Το Ανέκφραστο», ο αναγνώστης δεν θα βρει ηθικά διδάγματα ούτε παραινέσεις. Πρόκειται για μια βιογραφία της κοινωνίας σε κοίλο κάτοπτρο μέσα στο οποίο παρατηρούνται οι παραμορφώσεις της. Ο θάνατος ως νομοτέλεια βρίσκεται πανταχού παρών, αδιόρατος αλλά καταλυτικός στο τέλος. Και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αυτός που φέρνει και την κάθαρση. Στη ζωή ανοίγει σιγά σιγά μια χαραμάδα που γίνεται η Άβυσσος της Ασκητικής του Καζαντζάκη.

«…Στην αρχή ήταν μια αδιόρατη ρωγμή που παρατήρησα εντελώς τυχαία, όταν ένα κέρμα κύλισε από την τσέπη μου κι εξαφανίστηκε. Έσκυψα να το ψάξω και την είδα. Δεν ανησύχησα τότε. Όμως σταδιακά η ρωγμή διευρύνθηκε κι έφτασε τώρα να είναι ένας απότομος γκρεμός που η απέναντι πλευρά όλο ξεμακραίνει και ο πάτος του δεν φαίνεται…»

 Διαβάζοντας την συλλογή διηγημάτων αποκόμισα την αίσθηση πως η πραγματικότητα και ο ονειρικός κόσμος είναι ένα και το αυτό. Ενώ αφηγείται σκληρές και θλιβερές καταστάσεις- συχνά με σαρκασμό- εν τούτοις η θλιβή περιέχει την απαλοσύνη του ποιητικού γίγνεσθαι και ως εκ τούτου μεταφέρει στον αναγνώστη τον γλυκασμό της.

«Πέφτει το βράδυ. Το βράδυ τα καρπούζια είναι κάπως μελαγχολικά, δεν κάνουν δίχως ήλιο, να το ξέρετε…..»

Κλείνω εκφράζοντας την πεποίθηση ότι η συλλογή διηγημάτων του Μανώλη Λυδάκη με τίτλο «Το Ανέκφραστο», θα καταγραφεί στην σύγχρονη γραμματεία μας.

 

 

* Η Ελένη Πριοβόλου είναι Συγγραφέας.  

ΑΝ ΕΡΘΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΜΟΥ, ΘΑ ΕΡΘΩ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΣΟΥ

                                                                                              φωτ. Μαρία Κοσσυφίδου


Ο κύριος Κάπα, λογιστής στο επάγγελμα, καθόταν στο γραφείο του σπιτιού του και εργαζόταν προσπαθώντας να κλείσει κάποιες εκκρεμότητες, όταν τον επισκέφτηκαν οι φίλοι του. Ήρθαν κι οι τρεις μαζί, απρόσκλητοι. Μπήκαν χωρίς μιλιά κι όταν τους είπε να καθίσουν, έκαναν πως δεν άκουσαν. Αυστηροί και άκαμπτοι, ο ένας πλάι στον άλλον, του θύμισαν στρατιωτικούς που επιβλέπουν μια εκτέλεση, ξημερώματα, σε προαύλιο φυλακής. Ύστερα ακροβολίστηκαν στο δωμάτιο, βάζοντάς τον στη μέση.
    «Δεν ήρθες χθες», του είπε ο Α. κοιτώντας έξω από το παράθυρο.
    «Πού;»
    «Στην κηδεία του Τάσου. Ήμασταν όλοι εκεί, μόνο εσύ έλειπες».
    «Ναι, δυστυχώς».
    «Κρίμα».
    «Ναι, κρίμα».
    «Ήταν ωραία κηδεία».κηδεία».
    «Χαίρομαι. Δηλαδή…»
    «Είναι λυπηρό», επενέβη ο Β.
    «Ναι», είπε, «λυπηρό. Και τόσο ξαφνικό!»
    «Δεν λέω για τον Τάσο».
    Δεν πρόλαβε να τον ρωτήσει τι εννοούσε, τον λόγο πήρε ο Γ.
    «Υποτίθεται πως είμαστε φίλοι. Έχουμε περάσει δια πυρός και σιδήρου, στηρίζαμε μια ζωή ο ένας τον άλλον. Πιστεύαμε πως αυτό που μας ενώνει έχει διάρκεια. Και πως στην ανάγκη θα παραστέκαμε ο ένας τον άλλον».
    «Έτσι είναι».
    «Όχι, λοιπόν, φαίνεται πως δεν είναι. Κάναμε λάθος. Τουλάχιστον όσον αφορά εσένα», είπε ο Α., που έφυγε από το παράθυρο κι ήρθε και κάθισε στον καναπέ δίπλα στον Β.
    «Για ποιο πράγμα μιλάτε;»
    «Δεν ήρθες στην κηδεία χθες».
    «Ωραίος φίλος!» γέλασε ειρωνικά ο Γ. και στάθηκε κοντά στους άλλους.
    Αυτό πια πήγαινε πολύ.
    «Αυτά που λέτε είναι ανοησίες. Το ξέρετε ότι σας έχω σαν αδέρφια μου. Απλά δεν έμαθα για την κηδεία».
    Γέλασαν και οι τρεις μαζί.
    «Λες ψέματα».
    «Κοιτάξτε, ακόμα κι αν το ήξερα, ακόμα κι αν δεν ήρθα γιατί είχα να τακτοποιήσω κάποιες εκκρεμότητες…»
    «Ώστε το παραδέχεσαι!»
    «Ναι, και λοιπόν; Στο κάτω κάτω», ξέσπασε ο κύριος Κάπα, «όταν είσαι πεθαμένος, καθόλου δεν πρέπει να σε νοιάζει ποιος θα έρθει ή δεν θα έρθει στην κηδεία σου. Πάει, πέθανες, παρ’ το απόφαση. Ούτε μπορεί κανείς να είναι φίλος πια με κάποιον που έχει πεθάνει, ούτε να του παρασταθεί μπορεί,
κανένα νόημα δεν έχει».
    Το είπε και το είχε κιόλας μετανιώσει. Μα ήταν αργά, δεν μπορούσε να το πάρει πίσω. 
    «Απαράδεκτο!»
    «Απίστευτο!»
    «Ασυγχώρητο!»
    Κούμπωσαν βλοσυροί τα σακάκια τους.
    «Χθες βράδυ ήρθε ο Τάσος. Ήρθε σε όλων μας τον ύπνο και μας έλεγε “σε είδα που ήρθες, χάρηκα πολύ, σ’ ευχαριστώ. Εκείνος όμως πού είναι;” Εσένα εννοούσε. “Γιατί δεν ήρθε;” ρώταγε. Δεν ξέραμε τι να του πούμε».
    Ανατρίχιασε. Γιατί μετά απ’ αυτούς είχε έρθει και σε εκείνου τον ύπνο και τον ρώταγε “γιατί δεν ήρθες;” και δεν ήξερε ούτε αυτός τι να του πει, πώς να το πει, και είχε ξυπνήσει κάθιδρος μέσα στη νύχτα.
    Στην πόρτα γύρισαν και οι τρεις. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, διστάζοντας φανερά ποιος θα αναλάμβανε να εκφωνήσει τη βαρυσήμαντη ανακοίνωση που ήταν καταπώς φαίνεται και ο λόγος της επίσκεψής τους.
    Τελικά ήταν ο Α. που, αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, το ξεστόμισε.
    «Τον τελευταίο καιρό, αφότου σε άφησε η γυναίκα σου, έχεις γίνει άλλος άνθρωπος. Καταθλιπτικός, μονόχνοτος, αγέλαστος. Λες και μας κάνεις χάρη που έρχεσαι στην παρέα μας. Να το ξέρεις, όμως. Στην πραγματικότητα εμείς σου κάναμε χάρη τόσο καιρό, έτσι όπως συμπεριφερόσουν. Το χθεσινό συμβάν ξεχείλισε το ποτήρι. Λοιπόν, όπως έστρωσες θα κοιμηθείς. Η φιλία μας τελειώνει εδώ. Μια καλημέρα μόνο από μακριά, τίποτ’ άλλο. Ίσως, ούτε κι αυτό».
 Αυτό ήταν όλο, λοιπόν; Σχεδόν του έφερε ανακούφιση αυτή η αναγγελία. Επιτέλους, θα έβρισκε την ησυχία του και θα τακτοποιούσε με ηρεμία τις εκκρεμότητές του. Τέρμα οι ατέλειωτες, πληκτικές βραδιές με τις χιλιοειπωμένες ιστορίες, τα κρύα αστεία, τις σαχλαμάρες. Έψαχνε κάτι ειρωνικό και αρκούντως δηκτικό για απάντηση, μα ο Α. τον πρόλαβε.
    «Και το σημαντικότερο: αποφασίσαμε ομόφωνα –και δώσαμε όρκο μάλιστα– πως κανείς μας δεν πρόκειται να έρθει στην κηδεία σου. Τελείωσε! Κανείς!»
    Και με τα λόγια αυτά βγήκαν και οι τρεις από το σπίτι.
    Έμεινε για ώρα εκεί κοιτώντας σαστισμένος την πόρτα που είχαν φεύγοντας βροντήξει πίσω τους. Τα τελευταία λόγια του Α. ηχούσαν σε επανάληψη. Δεν του είχε περάσει ποτέ πριν από το μυαλό αυτό το ενδεχόμενο. Και ποιος θα ερχόταν στην κηδεία του, όταν έφτανε η ώρα; Κανείς; Αυτό πια πήγαινε πολύ, δεν άξιζε τέτοια σκληρότητα. Πώς μπόρεσαν να σκαρφιστούν –αυτοί, οι δήθεν φίλοι του– μια τόσο καταφανώς άδικη τιμωρία;
 Έβαλε ένα λικέρ και προσπάθησε να ηρεμήσει. Μα όσο το σκεφτόταν, τόσο πιο απαίσια φάνταζε η προοπτική να τον πηγαίνουν τέσσερις (πέντε, μαζί με τον παπά, άντε έξι-εφτά αν βάλεις και τους νεκροθάφτες), άγνωστοι όλοι τους, και γύρω άλλος κανείς που να έχει κάτι να θυμάται απ’ αυτόν. Κάποιος, όχι να κλάψει –αυτό ούτε που το έλπιζε καθόλου,οι άνθρωποι που θα έχυναν για εκείνον κάποιο δάκρυ είχαν φύγει προ καιρού–, να έχει όμως να πει έναν καλό λόγο. Έστω κάτι τυπικό. Ακόμα και μια χιλιοειπωμένη ιστορία, ένα κρύο αστείο, μια σαχλαμάρα.
    Τις επόμενες μέρες προσπάθησε να έρθει σε επαφή μαζί τους με σκοπό να διαπραγματευτεί τη μείωση της ποινής του, προσέκρουσε όμως σε ένα τείχος αδιαλλαξίας και κατάλαβε πως η ετυμηγορία τους ήταν αμετάκλητη και δεν υπήρχε τρόπος να τους μεταπείσει. Αυτή η επίγνωση του έφερε μεγάλη απελπισία.

* * *

Ο Ισιδώρου, εισαγγελέας πρωτοδικών, καθόταν στο συνηθισμένο τραπεζάκι, στη γωνία, και διάβαζε την εφημερίδα του.
    «Έχετε απευθύνει αυτή την πρόσκληση και σε άλλους, κύριε Κάπα;» τον ρώτησε αφού τον άκουσε με ενδιαφέρον.
    «Όχι, ένας σαν εσάς μου αρκεί».
    «Και οι συγγενείς; Οι φίλοι σας;»
    «Οι συγγενείς είναι ελάχιστοι και τόσο μακρινοί που –στην περίπτωση που με θυμούνται– απλά θα εκπλαγούν αν μάθουν ότι ζω ακόμα. Φίλους δεν έχω πια. Όσοι είχα δεν θα ευαρεστηθούν, έχουν τους λόγους τους».
    «Μάλιστα. Και, αν επιτρέπεται, γιατί σας απασχολεί αν θα είστε μόνος στην κηδεία σας, αφού θα έχετε πεθάνει;»
    Κάτι παρόμοιο είχε πει κι αυτός στους άλλους. Και το είχε μετανιώσει.
    «Η μοναξιά της ζωής είναι υποφερτή, κύριε Ισιδώρου. Θα μπορούσε κάποιος να τη συνηθίσει. Μα να είσαι και στην κηδεία σου μόνος;»
    «Μα δεν θα έχετε αντίληψη του γεγονότος, αν το καλοσκεφτείτε. Αφού θα είστε πεθαμένος».
    «Αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση. Εν πάση περιπτώσει, το γνωρίζω σίγουρα από πριν, αυτό είναι το θέμα. Και δεν το αντέχω αυτό, κύριε Ισιδώρου. Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Λοιπόν, μου το υπόσχεστε;»
    Ο Ισιδώρου έσβησε το τσιγάρο του, άναψε ένα άλλο και έγειρε πίσω στην καρέκλα σκεφτικός.
    «Δεν είστε τόσο ηλικιωμένος και φαίνεστε υγιής. Δεν καταλαβαίνω το άγχος σας και τη βιασύνη σας να ρυθμίσετε ένα τόσο απευκταίο γεγονός. Τέλος πάντων, σας το υπόσχομαι. Θα έρθω στην κηδεία σας. Θα προσευχηθώ μάλιστα για εσάς, εάν βεβαίως το επιθυμείτε».
    «Πολύ θα χαρώ. Θα πείτε κι έναν καλό λόγο σε όποιον σας ρωτήσει;»
    «Δεν γνωριζόμαστε και τόσο, αλλά ευχαρίστως. Κάτι θα σκεφτώ. Θα ρίξω και μια χούφτα χώμα στο φέρετρό σας».
    «Κι ένα λουλούδι, μήπως;»
    «Κι ένα λουλούδι. Οπωσδήποτε κι ένα λουλούδι!»
    «Ωραία λοιπόν, είμαστε σύμφωνοι, αυτό ζητώ από εσάς, δεν θέλω τίποτα άλλο. Σας ευχαριστώ πολύ!»
    Του έσφιξε θερμά το χέρι.
    Η συμφωνία αυτή του έφερε ανακούφιση και αναπτέρωσε το ηθικό του. Ήξερε πως οι άλλοι θαύμαζαν και σέβονταν τον Ισιδώρου. Έλπιζε λοιπόν βάσιμα πως αν το μάθαιναν –θα φρόντιζε επιδέξια αυτός να διασπείρει τις σχετικές φήμες– θα ζήλευαν και θα μετάνιωναν για την απόφασή τους. Θα του έδιναν χάρη άρον άρον και –όταν έφτανε εκείνη η ώρα– θα έσπευδαν να τον συνοδεύσουν στο τελευταίο ταξίδι.

***

Μια βδομάδα μετά, ο κύριος Κάπα βρήκε τον Ισιδώρου στην ίδια θέση. Του φάνηκε χλωμός και καταπονημένος και –αν και του έδειξε ο ίδιος την καρέκλα δίπλα του– δεν έβγαζε μιλιά. Θα είχε τις στεναχώριες του ο άνθρωπος, σκέφτηκε.
    Μετά από αρκετά λεπτά αμήχανης σιωπής, ο Ισιδώρου ρούφηξε την τελευταία γουλιά από τον καφέ του και σηκώθηκε. Έκανε να φύγει, ύστερα το μετάνιωσε, γύρισε και κάθισε ξανά.
    «Πρέπει να σας εξομολογηθώ κάτι», του είπε. «Σχετικά με όσα λέγαμε την τελευταία φορά. Φοβάμαι πως δεν θα καταφέρω να τηρήσω την υπόσχεσή μου».
    Σχεδόν πετάχτηκε από την καρέκλα.
    «Ορίστε; Σας έπιασαν μήπως και σας αυτοί οι αχρείοι;»
    «Ποιοι αχρείοι; Σε ποιους αναφέρεστε;»
    «Ξέρετε πολύ καλά!»
    «Δεν έχω ιδέα. Ακούστε με όμως, οφείλω να σας ενημερώσω», ψιθύρισε ο Ισιδώρου κι αφού κοίταξε δεξιά κι αριστερά έσκυψε μπροστά, χαμηλώνοντας κι άλλο τη φωνή του. «Θα σας το πω κι ας μείνει μεταξύ μας, σας παρακαλώ. Η συμφωνία μας ισχύει ασφαλώς, αλλά μάλλον η ισχύς της είναι τυπική. Δεν θα προλάβω. Πάσχω από καρδιά. Σε δυο-τρεις μήνες το πολύ, πάω, αφήνω γεια. Μπορεί να συμβεί από μέρα σε μέρα. Σύμφωνα με τις στατιστικές, είπε ο γιατρός. Σας ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη».
    Ο κύριος Κάπα έμεινε αμήχανος για λίγο. Σιγά σιγά ηρέμησε.
    «Λυπάμαι πολύ, κύριε Ισιδώρου».
    Στ’ αλήθεια λυπόταν.
    «Να μην ανησυχείτε», του είπε μετά. «Οι στατιστικές υπάρχουν για να διαψεύδονται».
    Ο Ισιδώρου σηκώθηκε ξανά και, χαμογελώντας πικρά, τον αιφνιδίασε με την ερώτησή του.
    «Κι εσείς; Θα έρθετε, φαντάζομαι, στην κηδεία μου κι εσείς, έτσι δεν είναι; Όπως εγώ στη δική σας».
    «Μα ασφαλώς! Σας το υπόσχομαι».
    Γέλασαν πρόσχαρα και οι δυο και έσφιξαν τα χέρια εγκάρδια.
    Όταν ο Ισιδώρου έφυγε, αυτός κάθισε λίγο ακόμα στο καφενείο, κοιτώντας έξω από τη τζαμαρία τον κόσμο που έκοβε βόλτες στον ηλιόλουστο δρόμο, τα ζευγάρια στα παγκάκια, τα παιδιά που έπαιζαν στο απέναντι πάρκο. Ήταν μια όμορφη μέρα, κατά τα άλλα.
  Τα δεδομένα δεν είχαν αλλάξει και πολύ, σκέφτηκε μετά. Η συμφωνία με τον Ισιδώρου εξακολουθούσε να ισχύει, όπως τον είχε διαβεβαιώσει ο ίδιος λίγο πριν, και οι εκκρεμότητές του είχαν ρυθμιστεί. Μόνο που θα έπρεπε να επισπεύσει κάπως τα πράγματα, ακόμα κι αν δεν είχε ψυχολογικά προετοιμαστεί επαρκώς. Δεν μπορούσε να το ρισκάρει.
    Πήγε στο σπίτι, έστρεψε τη φωτογραφία της γυναίκας του προς τον τοίχο, να μη βλέπει, κρέμασε το σκοινί από τον γάντζο του φωτιστικού, έφτιαξε μια ωραία θηλιά και έστησε από κάτω μια καρέκλα. Ύστερα, με όμορφα, καλλιγραφικά γράμματα, έγραψε ένα σημείωμα, απευθυνόμενο στον κύριο Ισιδώρου, και το άφησε στο τραπεζάκι.

     Κύριε Ισιδώρου, η ζωή είναι απρόβλεπτη. Έτσι που ήρθαν τα πράγματα, εγώ θα είμαι εκείνος
    που δεν θα τηρήσει την υπόσχεσή του. Μην αμελήσετε όμως τη δική σας, θα σας περιμένω.

     Σας ευχαριστώ θερμά εκ των προτέρων.
     Εις το επανιδείν.




(Πρώτη δημοσίευση Περιοδικό Χάρτης, Νοέμβριος 2022)



Η ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

 


Η ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Της Μαρίας Μοίρα

ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΥΔΑΚΗΣΤο ανέκφραστοεκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 217

https://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2023/10/blog-post_876.html


Οι ιστορίες του Μανώλη Λυδάκη είναι τρυφερές και νοσταλγικές, παράξενες και αιχμηρές σαν εκδορές στο δέρμα που ματώνουν ασταμάτητα, σαν καυτές ανάσες που εκπνέουν τον πόνο του αποχωρισμού, σαν δάχτυλα που σφίγγονται γύρω από το λαιμό με ένταση και πάθος για να χαλαρώσουν αμέσως μετά. Αφηγούνται την αγωνία της απώλειας, την οδύνη της εκρίζωσης από οικείους τόπους, από ανθρώπους αγαπημένους. Οι λέξεις του αρμολογημένες με προσοχή, ανακαλούν μια μνήμη παρηγορητική και φιλεύσπλαχνη. Συλλέγουν την παραμυθία της αναπόλησης δύσκολων καταστάσεων, λησμονημένων στιγμών, παράξενων συμβάντων. Χαρτογραφούν αποτυπώματα στο σώμα και ψυχικά άχθη που στοιχειώνουν την καθημερινότητα, ασήμαντες εμμονές που γίνονται νευρώσεις και καταλαμβάνουν όλο τον χώρο του μυαλού. Αφουγκράζονται τα μικρά ή τα μεγάλα δράματα της ζωής, την απελπισία της φτώχιας, της ερημίας, της ορφάνιας, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού ή ρητορείας.
Όσα γράφει ο συγγραφέας σύντομα και μετρημένα, ήσυχα και συνεσταλμένα, ανοίγουν ίσα-ίσα την πόρτα της συγκίνησης για ένα κρυφοκοίταγμα στο ανείπωτο, στο άγνωστο, στο ανέκφραστο, που καταχωνιάζεται στα βάθη του εαυτού. Από τις ιστορίες του, αληθινές ή φανταστικές, αναδύεται μια μνήμη κοινή, που άλλοτε θολώνει και αποσυντίθεται και άλλοτε συμπυκνώνεται με διαύγεια και ορμή. Γι’ αυτό και όσα εξιστορεί είναι τόσο οικεία και γνωστά στον αναγνώστη. Τα έχει συναντήσει στα όνειρα και στους εφιάλτες του, τα έχει απωθήσει στον ύπνο και στον ξύπνιο του. Εκεί όπου η χρονική ακολουθία μπερδεύεται, η λογική συνέχεια ακυρώνεται, τα πρόσωπα παραμορφώνονται, διαθλώνται ή διαλύονται το ένα μέσα στο άλλο σε μια ανορθόδοξη πολυτυπία. Λες και ένας παλιός πολύγραφος τυπώνει ακατάπαυστα παράξενες όψεις της πραγματικότητας, αμέτρητες παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα.
Όπως το μετείκασμα της γριάς μάνας που αποσύρεται σιγά σιγά από τις ζωές των παιδιών της, ίσως και από την δική της ζωή, περιμένοντας κάθε βράδυ το υπέρλαμπρο και ολόφωτο καράβι, να αποπλεύσει από το σκοτεινό παράθυρό της για να την ταξιδέψει στο νησί, στο δικό της σπίτι. Αυτό το έρημο και ακατοίκητο, το ριζωμένο στη γη και συνυφασμένο με την ίδια της την ύπαρξη. Την μάνα που ζωντανή ή αποθαμένη παραμένει το στερνό καταφύγιο, το απαραμείωτο κεφάλαιο της γλύκας, της αυταπάρνησης και της αφοσίωσης, η βεβαιότητα της ζωής πέρα από το σκοτεινό μυστήριο του θανάτου, η τελευταία κραυγή, «πίσω εκεί στην αρχή αρχή αρχή αρχή του χρόνου». Όπως οι απόντες αγαπημένοι, που τους κουβαλάμε κατάσαρκα, σαν το πιο ακριβό φυλαχτό της ζωής μας. Οι νεκροί με τους οποίους συνοδοιπορούμε και συνταξιδεύουμε χωρίς ποτέ να φεύγουν από κοντά μας. Μας συμπονούν, μας καθοδηγούν και μας παραστέκουν σαν αόρατοι άγγελοι-προστάτες. Ή οι καθημερινές αγροτικές δουλειές στο χωριό που στην πόλη μετατρέπονται σε τελέσεις εμψύχωσης και επιβίωσης, όπως η λάτρα του σπιτιού και τα μαστορέματα ή το να μαζεύεις χόρτα στην νησίδα της ασφάλτου. Ή όπως η νοσταλγική αναπόληση των παλιών σπιτιών που στέριωναν και στέγαζαν χαρούμενους ανθρώπους, γιατί όταν ήταν γιαπιά τραγουδήθηκαν από τους μάστορες και τους χτίστες τους, σαν τα νυφιάτικα κρεβάτια. Όπως η πανδημική και οικονομική κρίση που σάρωσε τις συνήθειες του πολιτισμένου κόσμου μας δίνοντας ξανά στη φύση το προβάδισμα. Τη δυνατότητα να ανακαταλάβει το χαμένο έδαφος, τρυπώνοντας σε ερείπια σπιτιών, μπαλκόνια και αυλές με τις πόλεις και τους μέχρι πρότινος ειδυλλιακούς τόπους να μεταμορφώνονται σταδιακά και ανεπαίσθητα σε απρόβλεπτες δυστοπίες. Ή όπως οι παλιές μαθητικές φωτογραφίες με τα βιασμένα χαμόγελα, τα αμήχανα βλέμματα και τα καλοχτενισμένα ή κοντοκουρεμένα κεφάλια, γεμάτα όνειρα και προσδοκίες, που διασχίζοντας τον χρόνο φέρνουν στο προσκήνιο έναν άγνωστο και ξεχασμένο εαυτό. Να ποζάρει με κοκεταρία μπροστά στον πολιτικό χάρτη της Ελλάδας.
Οι ιστορίες του Μανώλη Λυδάκη συλλέγουν κομμάτια από εικόνες ανθρώπων, θραύσματα από αισθήσεις και εντυπώσεις, προσπαθώντας να συγκρατήσουν την μαγεία της στιγμής που παρέρχεται.  Φέρουν το βάρος της έγνοιας για τα ανθρώπινα άλγη, της επίγνωσης για τα βάσανα του βίου. Αποτελούν ανασκαφές στις μύχιες σκέψεις, συλήσεις του ασυνείδητου, τυμβωρυχίες στα ακριβά κτερίσματα της μνήμης, που γλιστρούν, μεταμφιέζονται και χάνονται μέσα στη δίνη του καθημερινού μόχθου. ‘Όταν η σκέψη του απόντος, του τετελεσμένου, του ατελέσφορου πληγώνει και πονά, υπενθυμίζοντας τον χρόνο που περνά, χωρίς να είναι ποτέ αρκετός.
Αφηγήσεις με αυθεντικό συναίσθημα, θηρία εξημερωμένα ή ανήμερα, που δεν μιμούνται αλλότριες ποιητικές φωνές, δεν προσποιούνται και δεν παραπλανούν για τους λογοτεχνικούς τρόπους και τις προθέσεις τους, γι’ αυτό και πετυχαίνουν τον στόχο τους. Καρφώνουν τον αναγνώστη στην καρδιά.



Σάββατο 16 Απριλίου 2022

ΤΟ ΠΑΠΑΚΙ

 



«Μπορώ να έχω λίγο νερό;»
    «Περίμενε, πάω να σου φέρω».
    Ούτε να μπει στο σπίτι δεν τον άφηνε, από τότε που χώρισαν. Κρατήθηκε να μην της πει καμιά βαριά κουβέντα, τράβηξε το παιδί από το χέρι και πήγαν στο αυτοκίνητο. Η μαλακισμένη! Καθώς τον τακτοποιούσε στο κάθισμα, την είδε να προβάλλει στην πόρτα με το ποτήρι.
    «Άστο καλύτερα, μη στο στερήσω!» της φώναξε ειρωνικά.
Του πήρε ένα κουλούρι και κάθισαν σε ένα παγκάκι δίπλα στη λιμνούλα. Ο θυμός του δεν είχε ακόμα ξεθυμάνει.
    «Μπαμπά, ποια πάπια λες να είναι ο Ντάφυ;»
    Μια πάπια μα ποια πάπια.
    «Ε;»
    «Το παπάκι μας, ο Ντάφυ. Δεν το θυμάσαι;»
    Ναι, το θυμήθηκε. Ένα παπάκι που του είχε πάρει εκείνη από το πανηγύρι. Άλλη μια ανοησία εκ μέρους της. «Έκλαιγε», του είχε δικαιολογηθεί τότε, τι να έκανε; Τι να έκανες; Να τον τράβαγες, έξυπνη, να φεύγατε κι ας έκλαιγε, θα του περνούσε. Μωρό ήταν!
    «Θυμάμαι, ναι. Δεν ξέρω, μοιάζουν όλες».
    Ο μικρός πήγε κοντά στην όχθη της λιμνούλας με το κουλούρι του.
    «Ντάφυ! Ντάφυ!» φώναζε.
    Οι πάπιες έτρεχαν να αρπάξουν τα ψίχουλα που τους πέταγε κι έφευγαν μακριά.
    «Κοίτα μπαμπά, αυτή εκεί είναι ο Ντάφυ».
    «Ναι; Πώς τον γνώρισες;»
    «Έχει ένα μαύρο σημαδάκι στο κεφάλι. Γιατί δεν έρχεται που του φωνάζω όμως;»
    «Δεν θα είναι αυτός. Απλή ομοιότης. Μπορεί και να φοβάται με τόσο κόσμο».
    «Μάλλον φοβάται. Θυμάσαι πώς φοβότανε τους κρότους;»
    Ναι, το ηλίθιο, σε κάθε θόρυβο έτρεχε να κρυφτεί κάτω από τα κρεβάτια.
    Τον φώναξε να κάτσει στο παγκάκι δίπλα του.
    «Είσαι μεγάλος πια, δεν είσαι; Αντράκι!»
    «Είμαι!»
    «Δεν είσαι πια μωρό, ε;»
    «Όχι, δεν είμαι!»
    «Μπράβο! Έτσι σε θέλω. Ήρθε ο καιρός, λοιπόν, να μάθεις την αλήθεια για τον Ντάφυ».
    «Ποια αλήθεια;»
    «Θυμάσαι που κλείσαμε τον Ντάφυ στην ταράτσα; Κι εσύ έκλαιγες;»
    «Θυμάμαι. Τον ήθελα στο δωμάτιό μου. Τον αγαπούσα. Κι ο Ντάφυ μ’ αγαπούσε και μ’ ακολουθούσε όπου πήγαινα. Δεν ήθελα να είναι μοναχός του στην ταράτσα να στενοχωριέται».
    «Ούτε κι εγώ ήθελα. Η μαμά όμως έχει μανία με την καθαριότητα. Τι να κάνουμε. Έχει τις ιδιοτροπίες της».
    «Η μαμά δεν τον αγαπούσε».
    «Όχι, μην το λες αυτό, δεν ξέρω. Εδώ που τα λέμε, βέβαια, δεν κουτσούλαγε και τόσο πολύ ο Ντάφυ, μια τόση δα κουτσουλίτσα έκανε πότε πότε. Αλλά άμα της μπει κάτι της μαμάς σου στο μυαλό… Τέλος πάντων, εγώ δεν ήθελα, αλλά αφού επέμενε η μαμά, τον βγάλαμε στην ταράτσα».
    «Και μετά, τον πήρατε μια μέρα και τον φέρατε εδώ, στη λίμνη. Να μην είναι μοναχός του, να έχει παρέα τις άλλες πάπιες».
    «Χμ, όχι ακριβώς. Έτσι σου είπαμε. Δηλαδή η μαμά σκέφτηκε να σου το πούμε αυτό, δική της ιδέα ήταν».
    «Τι, δηλαδή, δεν τον φέρατε εδώ;»
    «Δεν σου το είπαμε τότε για να μη στενοχωρηθείς. Τώρα που μεγάλωσες, είναι καιρός να μάθεις την αλήθεια. Είσαι γενναίος, δεν είσαι; Δεν είσαι το αντράκι μου;» και του έδωσε μια χαϊδευτική γροθιά στο μπράτσο.
    Έγνεψε καταφατικά.
    «Ο Ντάφυ έπεσε από την ταράτσα και σκοτώθηκε».
    «Τι;»
    «Δηλαδή, όχι αμέσως. Πήγε κούτσα κούτσα στο δρόμο, πέρασε ένα αυτοκίνητο και τον πάτησε. Λιώμα τον έκανε».
    «Μπαμπά!»
    Του χάιδεψε στοργικά το κεφάλι και αναστέναξε.
    «Έτσι είναι. Πρέπει να ξέρεις την αλήθεια, τώρα που μεγάλωσες. Να σου πω και πώς έπεσε; Η μαμά ανέβηκε στην ταράτσα, άνοιξε απότομα την πόρτα –κρααακ! ξέρεις πώς κάνει αυτή η πόρτα– πανικοβλήθηκε ο Ντάφυ ο καημένος, έτρεξε να γλυτώσει, κι έπεσε».
    Τα μάτια του μικρού είχαν βουρκώσει.
    «Δηλαδή η μαμά φταίει;»
    «Εντάξει, δεν το έκανε επίτηδες. Δεν μπορώ να το πω αυτό. Θα μπορούσε βέβαια να είχε ανοίξει πιο ήσυχα την πόρτα, αυτό είναι αλήθεια. Δεν το σκέφτηκε, μάλλον. Ίσως και δεν την ένοιαζε, τι να σου πω».
    Πέταξε κάτω το κουλούρι και ξέσπασε σε λυγμούς. Τον πήρε στην αγκαλιά του μέχρι που ηρέμησε.
    «Είναι κακιά η μαμά. Επίτηδες το έκανε».
    «Λες; Όχι, δεν νομίζω. Είναι φοβερό αυτό που λες. Μπα. Δεν νομίζω. Δεν ξέρω κιόλας, βέβαια».
    Στη διαδρομή προς το σπίτι, ο μικρός δεν έβγαλε μιλιά. Λίγο πριν φτάσουν, έκανε στην άκρη και σταμάτησε.
    «Τώρα που είσαι μεγάλος, μπορείς να κρατήσεις μυστικά, έτσι δεν είναι; Οι άντρες κρατάνε μυστικά».
    «Ναι».
    «Λοιπόν, το μυστικό μας θα είναι αυτό. Μη μάθει η μαμά ότι στα είπα όλα αυτά για το παπάκι. Θα την αφήσουμε να νομίζει ότι δεν ξέρεις τίποτα γι’ αυτό που έκανε, εντάξει; Μην την στενοχωρήσουμε. Θα μείνει μεταξύ μας. Έλα να δώσουμε τα χέρια. Σαν άντρες».
    Έσφιξαν τα χέρια.
    Περίμενε στο αυτοκίνητο μέχρι που ο μικρός μπήκε στο σπίτι. Εκείνη του έκανε νόημα να περιμένει και ήρθε προς το μέρος του.
    «Γιατί είναι μουτρωμένος;»
   «Α, τίποτα, είδε τις πάπιες στη λιμνούλα και θυμήθηκε εκείνο το παπί. Μην του κάνεις ποτέ κουβέντα γι’ αυτό, καλύτερα να το ξεχάσει».
    «Εννοείται, δεν είμαι καμιά αναίσθητη. Τι να του πω εξάλλου, τα ίδια ψέματα, ότι το πήγαμε δήθεν στη λίμνη; Ή ότι ο καλός του ο μπαμπάς τού έριξε κλωτσιά επειδή έμπλεκε στα πόδια του και το πέταξε από την ταράτσα;»



Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2021

ΕΝΑΣ ΜΑΓΙΚΟΣ ΤΟΠΟΣ




Πρόβαλε στην κορφή της δημοσιάς και έμοιαζε σαν να σέρνει εκείνος με ένα αόρατο σκοινί τα μαύρα σύννεφα που έρχονταν πίσω του.
    Το βήμα του ήταν γοργό, σε μερικά λεπτά είχε φτάσει. Με χαιρέτησε με ένα νεύμα και κάθισε να πάρει ανάσα.
    “Ωραία είσαι εδώ στην ερημιά”, είπε μετά.
    Μου ζήτησε ένα κρύο νερό και του έφερα από την πηγή.
    “Αν και εγώ δεν θα άντεχα ούτε μια μέρα”, μονολόγησε.
    “Με τι ασχολείσαι εσύ, αν επιτρέπεται;” τον ρώτησα.
    “Συνταξιούχος είμαι. Μόνη μου ασχολία, τα περασμένα”.
    “Τι σε φέρνει στα μέρη μας; Κανείς δεν έρχεται πια εδωπέρα. Προτιμούν εκείνο το ξενοδοχείο, δίπλα στη θάλασσα. Κλείνονται εκεί κι όταν τελειώσουν οι μέρες τους, φεύγουν”.
    “Ψάχνω έναν τόπο. Ρωτάω όποιον συναντήσω μήπως κι έχει βρεθεί σε αυτόν τον τόπο”.
    Μου έδειξε την καρέκλα δίπλα του και κάθισα να ακούσω.
    “Ταξίδεψα πολύ στη ζωή μου. Με αυτοκίνητα, καράβια, τραίνα, αεροπλάνα. Περπάτησα τη χώρα απ' άκρη σ' άκρη. Γνώρισα τόσα μέρη που, όταν πέρασαν τα χρόνια και η μνήμη άρχισε κάπως να μπατάρει, οι αναμνήσεις μπλέχτηκαν. Τα πρόσωπα, τα μέρη, τα τοπία, οι μυρωδιές, οι ήχοι, ο χρόνος. Όλα έγιναν ένας αχταρμάς, ένας σωρός από ακατάληπτες στιγμές και εικόνες. Και δεν θυμάμαι πια πού ήταν ο τόπος αυτός που ψάχνω, ούτε και το όνομά του”.
    “Μπορείς να μου τον περιγράψεις;”
    “Θυμάμαι μια δημοσιά. Ένα καφενείο. Μικρό, δυο τρία τραπέζια. Πίσω του ένα βουνό. Στο βράχο δίπλα είχε μια μικρή σπηλιά και μέσα εκεί έρρεε μια πηγή με δροσερό νερό. Στη βάση της πηγής, σε μια ρηχή πέτρινη στέρνα, έβαζε ο καφετζής τις λεμονάδες να παγώσουν. Γύρω δεν είχε σπίτια. Ερημιά ήταν. Θάλασσα δεν θυμάμαι να φαινόταν”.
    Κοίταξα γύρω μα εκείνος δεν παρακολούθησε το βλέμμα μου. Τα μάτια του ήταν στραμμένα μέσα του. Ήξερα για ποιο μέρος μου μιλούσε. Μα δίσταζα ακόμα να του πω.
    “Και πώς σκοπεύεις να τον ξαναβρείς αυτόν τον τόπο; Έτσι, γυρνώντας στα τυφλά; Οι πιθανότητες δεν είναι υπέρ σου”.
    “Το ξέρω, μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Θα τον αναγνωρίσω, όμως. Μόλις φτάσω κοντά, θα καταλάβω. Θα τον νιώσω”.
    “Τί το ιδιαίτερο έχει;”
    “Κάτι υπέροχο είχε γίνει εκεί. Μη μου ζητήσεις να σου πω ακριβώς, μου είναι αδύνατο να το περιγράψω. Κάτι απροσδιόριστο. Ένα θαύμα, ίσως. Ναι, ένα θαύμα! Δεν το είχα αντιληφθεί τότε σε όλη του την έκταση, ήμουν νέος, μα ξέρω πως σε εκείνο τον τόπο είχε συντελεστεί κάτι θαυμάσιο”.
    Ήπιε την τελευταία γουλιά από το νερό και του έφερα άλλο.
    “Ίσως, πάλι, τίποτα ιδιαίτερο δεν συνέβη, δεν παίρνω όρκο. Ίσως αρκούσε μόνο η παρουσία σ’ αυτόν τον τόπο, η αρμονία του χρόνου με το χώρο, η συγκυρία. Όμως, η αίσθηση εκείνη, ο αθάνατος απόηχός της! Έχω ακόμα τα σημάδια στην καρδιά μου. Μόνο που, όσο περνούν τα χρόνια, ξεθωριάζουν. Δεν βγάζω νόημα πια. Γι’ αυτό και βιάζομαι να ξαναβρώ τον τόπο εκείνο κι όσα έζησα τότε εκεί. Να καταλάβω. Πριν τα σημάδια επουλωθούν για πάντα”.
    “Ίσως ο τόπος έχει αλλάξει μετά από τόσα χρόνια”.
    “Θα τον αναγνωρίσω”, επέμεινε. “Δεν είναι σαν τους άλλους”.
    Πήρα μια λεμονάδα από την στέρνα με το κρύο νερό και του την έδωσα.
    “Να, πιες”.
    Του έδειξα γύρω.
    “Δες”, του είπα. “Κοίτα γύρω σου. Εδώ είναι ο τόπος που γυρεύεις. Εγώ είμαι ο καφετζής που ψάχνεις. Εγώ είμαι ο φύλακας του τόπου σου”.
    Γέλασε.
    “Όχι”, μου είπε, “δεν είσαι εσύ. Δεν είναι ετούτος ο ξερότοπος αυτός που ψάχνω. Πού είναι η συγκίνηση εκείνη που θυμάμαι; Πού είναι εκείνη η αίσθηση του αιώνιου, η ερημιά, η γαλήνη, ο έρωτας, το θαυμαστό, το μεγαλειώδες και το απλό συγχρόνως; Όχι, θα το είχα νιώσει”.

Φίλε ταξιδευτή, πώς να το νιώσεις; Αυτός ο τόπος είναι εδώ μα δεν υπάρχει πια. Όχι όπως πριν. Όχι για μας. Μπορούν μονάχα να τον δουν -κι αυτός να τους μαγέψει- τα μάτια των αγνών, των διψασμένων. Εσύ κι εγώ έχουμε ξεδιψάσει. Είδαμε όσα προλάβαμε να δούμε ώσπου θόλωσαν τα μάτια και αμβλύνθηκαν οι αισθήσεις μας. Αλλάξαμε. Και η καρδιά γέμισε τόσο, που είναι σαν άδεια. Με τις μικρές σταγόνες ομορφιάς που πίναμε σαν δόσεις δηλητήριου ώσπου τη συνηθίσαμε, δεν έμεινε ομορφιά, χάθηκε μέσα στην ασχήμια όπου ήταν διαλυμένη και εκείνος ο χυλός μας σκότωσε. Σε μέτρια φωτιά, σε χλιαρές διαχύσεις, συγκαταβατικές χειρονομίες, η σκόνη τόσων χρόνων κατακάθισε κι έσβησε την ορμή μας, έσβησε τα ίχνη μας, πίσω δεν έχει μείνει τίποτα καθαρό, άδειασε ο κόσμος από θαύματα. Πώς να μετρήσεις τα χαμένα πια, πώς να ζυγιάσεις τα παλιά, τα τελειωμένα, πώς να μιλήσεις, πώς να δείξεις, πώς να δεις, με την καρδιά σου τίποτα πια να μη χωρά. Η μνήμη; Η μνήμη ξεψυχάει σε μια χωματερή από παιδικά παιχνίδια. Σβήνουμε, πάμε, φεύγουμε, η αγωνία μας από τίποτα δεν μπορεί να κρατηθεί.
    Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή, μια λάμψη από εκείνη τη μαγεία που είχα κι εγώ ξεχάσει, αναδύθηκε. Γρήγορα έσβησε. Άνοιξα τα μάτια.
    “Ίσως έχεις δίκιο”, του είπα. “Μπορεί να κάνω λάθος. Δεν είναι αυτός ο τόπος. Ποτέ δεν ήταν”.
    Δεν ήθελα να τον απογοητεύσω.

Με αποχαιρέτησε και κίνησε να φύγει. Μα ίσως κάποιες αμφιβολίες είχαν αρχίσει να τον τρώνε. Γιατί το βήμα του ήταν τώρα αργό, διστακτικό. Έρμαιο ακόμα της ελπίδας και της άγνοιας, οι προσδοκίες του εξακολουθούσαν να τον κυβερνούν. Έγερνε όμως τώρα, ίσως, προς μιαν αποδοχή του κύκλου που έκλεινε χωρίς να περικλείει εκείνον, καθώς, εξορισμένος στο κενό της μάταιης αναζήτησής του, δεν μπορούσε πια να  επιστρέψει, ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον.
Πίσω του, καθώς ξεμάκραινε, τα άνθη μαραίνονταν, τα φύλλα στρούφιζαν και έπεφταν ξερά, το χώμα πλάι στο δρόμο σβόλιαζε, η άσφαλτος άνοιγε, τα πουλιά βουβαίνονταν. Η πηγή στέρεψε μεμιάς κι ο βράχος έγειρε να σφαλίσει τη σπηλιά. Κι όταν χάθηκε στη στροφή, πίσω από το βουνό, τα σύννεφα τον ακολούθησαν.


Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

ΑΤΜΟΛΕΒΗΤΕΣ

 


Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου "Ατμολέβητες", της Σχολής Μηχανικών στο Λιμάνι όπου φοιτούσα, υπήρχε ένα σκίτσο μου. Ποιος το είχε σχεδιάσει; Ποιο χέρι είχε πιάσει το μολύβι ενώ είχα παρατήσει το βιβλίο κάπου ή, ίσως ακόμα, ενώ κοιτούσα αφηρημένος τη θάλασσα από το παράθυρο -όπως τόσο συχνά έκανα στο σπίτι ή ακόμα και στην τάξη όταν το μάθημα ήταν βαρετό- κι έκανε βιαστικά αυτό το σχέδιο, κακότεχνο αλλά αρκετά πιστό σ’ αυτό που ήμουν; Ποτέ δεν έμαθα, κανείς δεν μου είχε πει. Έτσι κι αλλιώς, μετά από λίγο, το σκίτσο αυτό ξεχάστηκε. Τέλειωσα τη σχολή και μπάρκαρα, και το βιβλίο έμεινε παρατημένο σε μια κούτα μαζί με άλλα, στο υπόγειο.

Χρόνια αργότερα, όταν παράτησα τη θάλασσα, γύρισα για να ξαναπιάσω -και να τελειώσω μάλλον- τη ζωή μου εκεί όπου την είχα αφήσει, στο σπίτι μας στη Χώρα. Άδειο από ανθρώπους πια το πατρικό μου, γεμάτο όμως ασφυκτικά από αναμνήσεις που το στοίχειωναν και που, αν δεν απαλλασσόμουν γρήγορα απ' αυτές, θα με δυνάστευαν για πάντα.

Καθάριζα το υπόγειο από το ρημαδιό, όταν μια σάπια από την υγρασία κούτα διαλύθηκε στα χέρια μου και το περιεχόμενο άδειασε στο τσιμέντο. Σήκωσα το βιβλίο, κιτρινισμένο και σαθρό, και το άνοιξα εκεί που θυμόμουν. Το σχέδιο ήταν ακόμα εκεί, μα ίσα που ξεχώριζαν αχνά οι γραμμές του, μισοχαμένες στους λεκέδες που είχαν απλώσει στο χαρτί, σαν παιδική ακουαρέλα δίχως θέμα, η υγρασία κι ο χρόνος. Κάποιος ανήξερος δύσκολα θα υποψιαζόταν πως αυτά τα ελάχιστα ίχνη σχημάτιζαν κάποτε τα χαρακτηριστικά ενός νεανικού προσώπου. Μα ποιος νοιάζεται. Μάζεψα τα βιβλία όπως όπως και τα κουβάλησα πλάι στον κάδο. Μαζί τους κι όλο το σκουπιδαριό κι όλες τις κούτες με κάθε λογής, άχρηστα πια για μένα, χαρτιά και παλιοπράματα, που μόνο επιφανειακά ερεύνησα το περιεχόμενό τους. Η ολοκληρωτική απαλλαγή από τα παλιά, θα με ελευθέρωνε με κάποιο τρόπο. Έτσι πίστευα.

Σηκώθηκα νωρίς την άλλη μέρα. Ο ουρανός ήταν μουντός και ψιλόβρεχε. Κοιτώντας στο δρόμο από το παράθυρο, είδα μια ψηλόλιγνη γυναίκα να περνά, να κοντοστέκεται πλάι στον κάδο και ύστερα να σκύβει πάνω από τα πράγματα που είχα πετάξει. Ξεδιάλεξε κάποια από αυτά και τα έχωσε σε μια μεγάλη τσάντα. Καθώς, κάπως ενοχλημένος, σκεφτόμουν με ποιο τρόπο να αντιδράσω, η γυναίκα έστρεψε τα μάτια προς το μέρος μου και, όταν με διέκρινε να την παρατηρώ πίσω από το τζάμι, σηκώθηκε. Διστακτικά στην αρχή, πιο αποφασιστικά μετά, βάδισε προς το σπίτι. Δεν χρειάστηκε να χτυπήσει, πρόλαβα και της άνοιξα την πόρτα.

Με κοίταξε εξεταστικά με τα γαλάζια μάτια της κι ένα χαμόγελο φώτισε κάπως το πρόσωπό της.

“Γύρισες, λοιπόν”, κι ύστερα, “Δεν με θυμάσαι, ε;”

Την είχα αναγνωρίσει βέβαια. Μα η συγκίνηση δεν με άφηνε να αρθρώσω λέξη.

Έχωσε το χέρι της στη τσάντα με εκείνα που είχε ξεδιαλέξει και τράβηξε μια ξεπλυμένη από χρώματα φωτογραφία. Μια παρέα νεαρών δίπλα στη θάλασσα. Μου έδειξε με το δάκτυλο.

“Αυτή είμαι εγώ. Αυτός εκεί είσαι εσύ”.

“Μα βέβαια σε θυμάμαι. Πώς γίνεται να το ρωτάς;” κατάφερα να πω.

“Τι κάνεις; Ξεφορτώνεσαι το παρελθόν σου;”

Δεν είχα συνέλθει ακόμα. Της είπα να περάσει, της έδειξα τον καναπέ.

“Θέλεις καφέ;”

“Όχι, δεν θα μείνω πολύ”.

Κάθισε και ακούμπησε την τσάντα πλάι στα πόδια της.

“Εγώ, αντίθετα, συλλέγω αναμνήσεις”, μου είπε και γέλασε θλιμμένα. Ήταν ακόμα όμορφη.

Μιλήσαμε για τους παλιούς μας φίλους, τους γνωστούς, τους γείτονες, θυμηθήκαμε ιστορίες, κι ύστερα είπαμε για εμάς. Μόνο για όσα δεν ξέραμε, όμως. Αποφύγαμε κι οι δυο τα δύσκολα. Παράτησε τις σπουδές της και παντρεύτηκε, είχε και δυο παιδιά, μεγάλα πια, φευγάτα.

Μείναμε αμίλητοι μετά. Όσα δεν είχαν ειπωθεί τότε που έπρεπε, θα έμεναν για πάντα ανείπωτα. Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Η βροχή είχε δυναμώσει, το ίδιο και η μελαγχολία μου. Παλιά από εδώ έβλεπα τη θάλασσα. Τώρα δεν φαινόταν πια, την έκρυβαν οι πολυκατοικίες που χτίστηκαν μπροστά της. 

Όταν γύρισα να τη δω είχε σηκωθεί.

“Πάντα έτσι σε θυμάμαι. Να κοιτάς από το παράθυρο και να ξεχνιέσαι”.

Πήγε προς την πόρτα.

“Να σου δώσω μια ομπρέλα, βρέχει πολύ”, της είπα.

“Όχι, μετά θα πρέπει να στην επιστρέψω. Καλύτερα όχι”.

Στην πόρτα, πριν βγει στη βροχή, σταμάτησε.

“Το παρελθόν γίνεται βάρος, μερικές φορές. Μα δεν το διώχνεις με τεχνάσματα, το ξέρω καλά αυτό. Θα σε βαραίνει πάντα”.

Περίμενα μέχρι που χάθηκε στη στροφή. Έμενε μερικούς δρόμους παραπάνω. Γυρνώντας, είδα στο τραπεζάκι τους "Ατμολέβητες" και παραδίπλα ένα μολύβι.

Το άνοιξα ξανά στην τελευταία σελίδα. Είδα το σκίτσο μου να έχει αναδυθεί από τους λεκέδες, με τις γραμμές του τονισμένες πεντακάθαρα, όπως πρώτα. Μα τώρα ήταν το σκίτσο ενός μεσήλικα, με πρόσωπο σκαμμένο από τον ήλιο, την αρμύρα, τις φουρτούνες. Με την ψυχή του τσακισμένη από τη μοναξιά κι έναν παλιό, ανεκπλήρωτο έρωτα.




***

Πριν λίγες μέρες καταλογογραφώντας μια συλλογή εκδόσεων του Πειραιά, ο βιβλιοθηκάριος εντόπισε ένα βιβλίο με τίτλο “Ατμολέβητες” του Γ. Ζ Συρίγου και υπότιτλο "διά τους μαθητάς της Γ τάξεως Ε.Ν. των Ν Σχολών Μηχανικών". Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου υπάρχει ένα σκίτσο που εικονίζει έναν άντρα. Η ανάρτηση του εξωφύλλου και του σκίτσου στο fb προκάλεσε πολλά σχόλια τόσο για τον κάτοχο του βιβλίου όσο και για τον άγνωστο καλλιτέχνη του σκίτσου. Η δυναμική αυτής της κουβέντας και των εικασιών ήταν το έναυσμα, για ένα διιστολογικό αφιέρωμα. Σαν τον παλιό (καλό) καιρό...

Συμμετέχουν:

https://vivliothekarios.blogspot.com/

http://tsalapetinos.blogspot.com/

https://rubycloud.blogspot1

https://rubycloud.blogspot2

https://agrampelli.blogspot.com/


Τετάρτη 23 Ιουνίου 2021

Ο ΠΑΡΗΣ

 


στη μνήμη του

Ξημέρωνε Χριστούγεννα σε λίγο. Της φάνηκε πως άκουσε το  στερνοπαίδι της να τη φωνάζει και ξύπνησε με τη λαχτάρα  του, πλάι στην άδεια στέρνα. 
    «Πάρη! Πού είσαι παιδί μου; Πάρη!» 
    Στο κάλεσμά της τα πουλιά φουρφούρισαν ανήσυχα κι ο όφις σύρθηκε και κρύφτηκε στα κατσοπρίνια. 
    Κοίταξε γύρω. Το πηγάδι είχε στερέψει, όλα ξερά. Η καρυδιά, η αχλαδιά, η καστανιά, η συκιά, τα κλήματα. Πώς βρέθηκε  στα Νερούτσικα, δεν ήξερε να πει. 
    «Μάνα!» άκουσε πάλι τη φωνή του, πιο μακριά. 
    Κατέβηκε, έφτασε στον ποταμό, πήγε προς τον Πετρά. Έτρεχε ξυπόλητη και ούτε που ένιωθε στα πόδια της πέτρες κι αγκάθια. Γλιστρώντας στο σκοτάδι ανάλαφρα με τα φτερά  του ανέμου, πέρασε το γεφύρι. 
    Στην άκρη του χωριού, στο τελευταίο σπίτι, είδε τη μεγάλη αδερφή της να κάθεται στη χαρουπιά. 
    «Βεργενία, είδες τον Πάρη μου;» 
    «Τον είδα τον έρμο. Γλακούσε κι είπε πως σε ψάχνει». Πιο κάτω η ξαδέρφη της στεκόταν πλάι στην παραστιά.
    «Αντριάνη, είδες το γιο μου;» 
    Αυτή δεν της απάντησε, μόνο γύρισε αλλού το πρόσωπο  και είπε σιγά μια μαντινάδα. 
    «Όντε βαρούν τον άνθρωπο οι πίκρες κι η οδύνη, στση μάνας του την αγκαλιά γυρεύγει τη γαλήνη».
    «Πάρη! Ε, Πάρη!» φώναξε πάλι στον κατάμαυρο ουρανό. Ξεπρόβαλε στην πόρτα απέναντι κι ο Γιώργης, ο πιο μικρός  της αδερφός, που ανέβαινε από το κελάρι. 
    «Γιώργη, το γιο μου γυρεύγω, κατέχεις πού είναι;» «Εδά πέρασε και πάει, λέει, να σε βρει». 
    Έτρεξε να ρωτήξει και τ’ άλλα αδέρφια της. Να η Ελένη στο μπαλκονάκι της. Να κι ο Μανώλης με την καλή στολή του, του  ντραγάτη, στην αυλή. Μόνο η Σοφία, η πιο μικρή, δεν φάνηκε. 
    «Μανώλη, Ελένη, το Παρουλιό μου ψάχνω. Ήκουσα που με  φώναζε και τρέμω μην του ’τυχε πράμα κακό». 
    «Εσένα ψάχνει, ετσά μας είπε μόνο». 
    «Δεν κάνει δίχως σου, το κακορίζικο, Κατίνα». 
    «Αχ, το παιδί μου, πόσα έχει τραβηγμένα! Να μπόριουνα να  το συντράμω μια ολιά». 
    «Εδά, Κατίνα, ήντα να κάνεις. Το βόηθησες όντε μπορούσες. Σαν τσι θυσίες σου, δεν ήκανε κιανείς». 
    «Μάνα!» ακούστηκε τότε ξανά σαν κλάμα ο γιος της.
    Πήρε την κατηφόρα. Φτάνοντας στην πλατεία, κρύος αέρας φύσηξε. Η καμπάνα του Άη-Γιώργη χτύπησε μόνη της και  γύρω από τον πλάτανο χόρεψαν οι σκιές. Από τους ζωντανούς  κανείς. Έρημοι οι δρόμοι, σφαλιστές οι πόρτες, όλα τα σπίτια  σκοτεινά. 
    Κατέβηκε το στενό και μπήκε στην αυλή του. Το σπίτι του  κλειστό κι αυτό, πιο σκοτεινό από τ’ άλλα.
    «Πάρη! Πάρη!» 
    «Μάνα!» η φωνή του αντήχησε στις Φλέγες. 
    Έφτασε στον αμαξιτό και ανηφόρισε για την Αγία Τριάδα. Όταν μπήκε στο νεκροταφείο, τον είδε. Γερμένο πάνω στον  τάφο της, στραγγισμένο από ζωή. Το αίμα που είχε τρέξει από  τις φλέβες του είχε λεκιάσει το άσπρο μάρμαρο, εκεί που ήταν  σκαλισμένο τ’ όνομά της. 
    «Μάνα!» 
    «Παιδάκι μου καλό, βασανισμένο, εδώ είμαι, μη φοβάσαι». Τον πήρε από το χέρι και βάδισαν μαζί στο φως που έλουζε  εκτυφλωτικά τα κυπαρίσσια. Πίσω ακολουθούσαν, σε πομπή,  τα αδέρφια της και οι άλλες σκιές.

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Αλλά...


ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΥΔΑΚΗΣ, Ο επιστάτης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 433

http://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2020/09/blog-post_2.html#more


Η ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας κινείται σε δύο αδιαχώριστα και ταυτοχρόνως ασύμβατα επίπεδα που ορίζουν την γεωμετρία του σύγχρονου χάους. Παρουσιάζει μια κανονικότητα που θα μπορούσε να είναι παρήγορη και καθησυχαστική, έναν έρωτα παθιασμένο και ζωογόνο, μια νεανική ανδρική φιλία αρραγή και ελπιδοφόρο, ένα ήσυχο νησί παραδείσιο τόπο καταφυγής, μια πόλη ασφαλή, φιλόξενη και ανοικτή στις ετερογένειες, για να τα ανατρέψει όλα ευθύς εξαρχής, σφυρηλατώντας με δύναμη μια δραματική, βίαιη και αδιέξοδη συνθήκη. Καθόσον η πλοκή του μυθιστορήματος, ακροβατώντας ριψοκίνδυνα και πεισματικά στην μεθόριο ενός «αλλά», ακυρώνει κάθε ελπίδα για ένα ευοίωνο μέλλον και μέσα από απρόβλεπτα γεγονότα, δυσοίωνες καταστάσεις και γκρίζες ζοφερές εικόνες, καθηλώνει απότομα τον αναγνώστη σε μια ασφυκτική δυστοπία εγκλεισμού και απόγνωσης. Σε μια κατάσταση ηθικής και κοινωνικής παραλυσίας όπου οι έννοιες και τα συναισθήματα έχουν χάσει το νόημα τους, ενώ οι ήρωες μηχανορραφούν, εγκληματούν ή παρασύρονται απαθείς, ενδεείς και χωρίς αντιστάσεις εδώ κι εκεί, ακολουθώντας τη ροή του χρήματος, τις ανάγκες της διαπλοκής ή τις επιταγές της εξουσίας.
Τρεις νέοι άντρες, διαφορετικοί από κάθε άποψη, πηγαίνουν να κατασκηνώσουν σε ένα νησί για να συσφίξουν τους δεσμούς της παιδιόθεν φιλίας τους μετά την αποφυλάκιση του ενός από αυτούς. Μαζί τους και η αδελφή του εμπνευστή της εκδρομής, κρυφά ερωτευμένη με τον κεντρικό ήρωα. Και ενώ όλα θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε μια καλοκαιρινή περιπέτεια με όλα τα κλισέ σε χρήση και παράθεση να σκηνογραφούν με ανακλητική δυναμική την θερινή ραστώνη και την νεανική υπεροψία και αυταρέσκεια (ήλιος, άμμος, θάλασσα, ερωτισμός και υπαρξιακές αναζητήσεις), όλα καταλήγουν σε μια αδιανόητη και αδυσώπητη πανωλεθρία.

Η ιστορία του Μανώλη Λυδάκη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αστυνομική αφού έχει όλα τα στοιχεία του είδους: αναπάντητα ερωτήματα, μυστηριώδεις δολοφονίες, ατιμώρητους ενόχους και επίμονους οξυδερκείς αστυνομικούς. Επίσης θρίλερ, αφού έχει αγωνία, σασπένς, πτώματα χωρίς ταυτότητα, βίαιες εξελίξεις, απρόσμενες ανατροπές, θύτες που είναι θύματα και αντιστρόφως. Αν δεν υπήρχε διάχυτη σε όλη την αφήγηση η αίσθηση μιας υφέρπουσας γενικευμένης κρίσης αξιών να υπονομεύει το αυτονόητο, το κοινωνικό και το πολιτικό και να εμπλέκει ανεπίγνωστα στον ιστό της, όχι μόνο τα πρόσωπα της πλοκής, αλλά και τον ίδιο τον αναγνώστη.
Η ερωτική ιστορία μένει μετέωρη με όλα τα ερωτήματα ανοιχτά και χωρίς αίσιο τέλος, οι ήρωες αποδεικνύονται πιόνια σε μια στημένη παρτίδα που αφήνονται να παραπλανηθούν, να δυστυχήσουν ή να εξαγοραστούν. Οι επιλογές και οι πράξεις τους σκηνοθετημένες από άλλους, η εκδρομή μηχανορραφία, η φιλία πρόσχημα, ο φόνος κάλπικος, ο αστυνομικός φαύλος να διαπλέκεται και να χρηματίζεται, τα εγκλήματα διατεταγμένες στρατηγικές κινήσεις από τους ισχυρούς με στόχο το συμφέρον ή το κέρδος, το ειδυλλιακό νησί τόπος εγκλεισμού των μεταναστών που ξεβράζει η θάλασσα, η πόλη ανοχύρωτος χώρος της απάθειας των νοικοκυραίων και του φόβου που οι ομάδες  των φασιστών σπέρνουν στους απόκληρους και τους αδύναμους.
Η αφήγηση οργανώνεται σε εννέα μέρη, με σύντομα κεφάλαια που λειτουργούν με τον ειρμό και την λογική των κινηματογραφικών σκηνών, καθώς ανατρέπεται συχνά η γραμμικότητα της ροής των γεγονότων, εναλλάσσονται οι αφηγητές και οι χώροι. Η πλοκή είναι καταιγιστική και πολυδιάστατη, ο λόγος ασθματικός και η γλώσσα σκληρή και άμεση. Κρατώ στο μυαλό μου την εικόνα του έρημου οικοπέδου που βρισκόταν πριν την καταστροφή το πατρικό σπίτι του ήρωα και τον μικρό του αδελφό, που δεν πρόλαβε να γίνει αρχιτέκτονας, να χαράζει με τα χέρια την κάτοψη στο χώμα, ξεριζώνοντας τα ξερόχορτα και κατοικώντας με πείσμα τον κενό χώρο. Ή την εικόνα των μεταναστών που κτίζουν στην παραλία έναν τοίχο σαν παραπέτασμα για να κρύψουν την θάλασσα. 
Ο συγγραφέας σχεδόν μέχρι το τέλος κλείνει πεισματικά όλες τις διόδους διαφυγής για τα πρόσωπα του έργου του αναπαριστώντας επίμονα έναν ανάπηρο κόσμο, χωρίς αξίες και ιδανικά. Μέχρι να αφήσει να πέσει μια ισχνή χαραμάδα φωτός στην διαλυμένη ζωή του ήρωα του. Η ανιδιοτελής φιλία, η γνώση και κυρίως η αγάπη ανάμεσα σε πατέρα και γιο θα πλέξουν ένα δίχτυ ασφαλείας. Και κάπου εκεί με την βοήθεια συγγραφέα και αναγνώστη η αφήγηση μπορεί να ξεκινήσει από την αρχή. Αλλά…


Σάββατο 13 Ιουνίου 2020

Ο ΑΡΙΘΜΟΣ 229921




Διακόσια είκοσι εννιά - εννιακόσια είκοσι ένα. Ηράκλειο, οδός Λασιθίου. Μια ζεστή, καλοκαιριάτικη μέρα, ένα πιτσιρίκι αποφασίζει χωρίς λόγο να αποστηθίσει τον αριθμό της πινακίδας ενός Opel Caravan και να μην τον ξεχάσει ποτέ. Πενήντα τόσα χρόνια μετά, θυμάμαι ακόμα αυτόν τον αριθμό, όπως θυμάμαι κι εκείνο το παιδί που με κοιτάει από το παρελθόν σαν να επιθυμούσε εκείνη η μέρα να μείνει στη μνήμη του άντρα που θα γίνει κάποτε, έτσι ώστε αυτό το μυστικό που μοιραζόμαστε να γίνει η απόδειξη ότι είμαστε ένα. Είναι ακόμα εκεί και με κοιτάει και χαίρεται που δεν το ξέχασα. Έδωσε μια υπόσχεση στο μέλλον και την κράτησε.

Σήμερα, όπως καθόμουν στην αυλή, μια άσπρη πεταλούδα πέρασε μπροστά μου, φτερούγισε άτσαλα στα γιασεμιά κι ύστερα χάθηκε. Είχα στα χέρια μου την κάμερα μα δεν την φωτογράφισα. Προτίμησα να εντυπώσω στο μυαλό μου τη στιγμή με κάθε λεπτομέρεια. Την κίνησή της, τα δροσερά φυλλώματα που γυάλιζαν στο φως, την ησυχία στο δρόμο, το αεράκι. Δεν θα σβηστεί ποτέ από το μυαλό μου αυτή η στιγμή, αποφάσισα. Ούτε στο μέλλον ούτε στο παρελθόν. Διασχίζοντας τις εποχές θα φτάσει και σε εκείνη τη ζεστή μέρα. Και τότε το παιδί που χάρη σε έναν αριθμό ζει μέσα μου για πάντα, κάθε που βλέπει την άσπρη πεταλούδα που φτερούγισε μπροστά στα μάτια μας, θα θυμάται μια άλλη καλοκαιριάτικη μέρα και τον άντρα που θα γίνει κάποτε, κι εγώ θα χαίρομαι που ούτε κι αυτό με έχει ξεχάσει, μετά από τόσα χρόνια. 

Διακόσια είκοσι εννιά - εννιακόσια είκοσι ένα. Ο αριθμός αυτός είναι το πέταγμα μιας πεταλούδας. Εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.



Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ
























Καθόμουν στην αυλή όταν, μες στη δυσοίωνη ησυχία, άκουσα βήματα. Ο δρόμος ήταν έρημος, κανένας δεν φαινόταν. Όμως τα βήματα εξακολουθούσαν να αντηχούν, χωρίς να σταματούν, χωρίς να σβήνουν. Κοίταξα τότε γύρω τα φυτά. Τα είδα ξαφνικά να μεγαλώνουν, χλωρούς βλαστούς να ξεπετάγονται, να ανοίγουν, να γυρνούν στο φως, όπως μπορεί κανείς να δει τον λεπτοδείχτη στο ρολόι να γυρνά, νύχτα, λίγο πριν τον εφιάλτη. Ο χρόνος ήταν. Περνούσε κι έφευγε, περνούσε κι έφευγε κι εγώ καθόμουν κι άκουγα τα βήματά του, κι όπως βάραινε πάνω μου η μελαγχολία κι όλα τα σχέδιά μου έμοιαζαν άτοπα, παρακάλεσα τον γέροντα να είναι τουλάχιστον ευγενικός με τα παιδιά μας, να δείξει καλοσύνη και να τα αφήσει να ονειρεύονται ένα καλύτερο αύριο.




Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

ΤΕΛΟΣ




Οι εποχές αλλάζουν. Οι αναγνώστες αλλάζουν. Εμείς αλλάζουμε.
Ας το παραδεχτούμε.

Το ιστολόγιο αυτό τελειώνει εδώ. Ψιθυριστά όπως άρχισε.
Νέες αναρτήσεις δεν θα υπάρξουν. Οι προηγούμενες δεν θα είναι πλέον διαθέσιμες.

Αν έμαθα κάτι σ' αυτό το ταξίδι είναι ότι αν θες να διαβάσεις κάτι που θα σε αγγίξει είναι καλύτερα να το γράψεις εσύ ο ίδιος. Αν το καταφέρεις, ίσως αγγίξει και κάποιους άλλους. Νομίζω πως μερικές φορές το κατάφερα.

Ευχαριστώ, φίλες και φίλοι, για την αγάπη σας. Από καρδιάς.
Αν είναι να συναντηθούμε πάλι, θα συναντηθούμε.


Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

ΤΑ ΧΑΛΑΣΜΕΝΑ ΡΟΛΟΓΙΑ





Απ' όλα τα ρολόγια, πιο πολύ αγαπώ τα χαλασμένα. Να κρέμονται χαλαροί οι δείχτες τους, ώστε γυρνώντας τα να δείχνουν ό,τι τύχει. Ή ακόμα καλύτερα, βγαλμένοι από τον άξονά τους, πεθαμένοι, να κείτονται στον πάτο, πίσω από το τζάμι, σαν καναρίνι ή κοράκι που βρίσκεις ψόφιο στο κλουβί του, ένα κρύο χειμωνιάτικο πρωί.

Τα αγαπούσα από παιδί. Τα ζωντανά ρολόγια τα φοβόμουν. Αν κάποιο αργούσε να χαλάσει, το σκούνταγα -τυχαία- περνώντας, μέχρι από κάποια πτώση να έρθει το τέλος του. Μου ανήκε τότε. Το διέλυα σχολαστικά ως το τελευταίο γρανάζι, ελπίζοντας κάποτε να βρω το πλάσμα εκείνο που άκουγα την καρδιά του να χτυπάει ρυθμικά όταν το κούρδιζα. Να το αιχμαλωτίσω, κι αφού το αναγκάσω να μου πει τα μυστικά του, να φτιάξω τη δική μου Μηχανή του Χρόνου.

Αν από απροσεξία βάλεις στο αυτί σου -αντί για εκείνο το κοχύλι που μάζεψες μαζί της σε μια παραλία που δεν θυμάσαι- ένα ρολόι χαλασμένο, ακούς τον ωκεανό του χρόνου που έφυγε. Τρομάζεις τότε, αν δεν ξέρεις. Κοιτώντας γύρω δεν αναγνωρίζεις τίποτα από το παρόν. Πρέπει να κλείσεις σφαλιστά τα μάτια αμέσως και να περιμένεις μέχρι να συνηθίσουν στο σκοτάδι πριν τα ξανανοίξεις. Αλλιώς μένεις για πάντα φυλακισμένος σε αναμνήσεις. Δικές σου ή -ακόμα χειρότερα- άλλων.

Αν θέλετε στο σπίτι σας ένα ρολόι χαλασμένο, θα χρειαστεί να το εξημερώσετε. Το βάζετε αρχικά δίπλα σε κάποιο που δουλεύει. Επικεντρωμένοι στο παρόν ή αν θέλετε στο μέλλον, περνάτε και ξαναπερνάτε δίπλα του σαν να μην υπάρχει. Μετά στρέφεστε και το κοιτάτε επίμονα. Αν χαμηλώσει υπάκουα τα μάτια, όλα θα πάνε καλά. Εκείνο που μετρούσε ξέφυγε και περπατάει χώρια του.
Αν όμως ανταποδίδει θαρραλέα το βλέμμα, και οι δείκτες του συστρέφονται απειλητικά σαν ουρά σκορπιού ή πλοκάμια, και στο μυαλό σας ξαφνικά εφορμούν τα περασμένα, τότε δεν πρόκειται να εξημερωθεί ποτέ. Το γυρνάτε μπρούμυτα και το παραχώνετε σε μια κούτα στο πατάρι ή το στρέφετε να κοιτάει μόνιμα τον τοίχο. Σκληρό αλλά αναγκαίο μέτρο. Για το καλό σας.

Τα τωρινά ρολόγια είναι σκάρτα, όπως κι ο χρόνος που μετράνε. Έχουν μια μπαταρία για καρδιά. Ούτε γρανάζια, ούτε ελάσματα, ούτε βίδες. Κούφια και άδεια, τίποτα δεν κρατάνε μέσα τους.
Δεν τα αγαπάω καθόλου αυτά τα ρολόγια. Τι να χαλάσεις από δαύτα;


Παρασκευή 12 Απριλίου 2019

Η ΒΡΟΧΗ




Όσα συνέβησαν εκείνη την άνοιξη θα στοιχειώνουν για πάντα αυτούς που τα έζησαν. Όποτε τολμούν τα μικρά παιδιά να ζητήσουν από τους παππούδες τους να τους διηγηθούν όσα θυμούνται από τότε, εκείνοι σταματούν απότομα ό,τι κι αν κάνουν. Ζαρώνουν το μέτωπο κι όταν σηκώνουν το κεφάλι τα παιδιά τρέχουν να κρυφτούν μακρυά από το αγριεμένο βλέμμα τους.
Στις 12 Απρίλη του 2019 λένε πως ο ουρανός συννέφιασε. Οι άνθρωποι σηκώνοντας ανήσυχοι τα μάτια είδαν τη μαυρίλα να κατεβαίνει με μπουμπουνητά από τα βουνά. Μερικοί προνοητικοί άρχισαν να τρέχουν προς τα σπίτια τους. Άλλοι έπαιρναν τηλέφωνο τους δικούς τους για να τους πουν να φυλαχτούν. Οι φήμες γρήγορα διαδόθηκαν: θα βρέξει. Πλήθη κατέκλυσαν τις στοές και τους σταθμούς του μετρό. Τα σουπερμάρκετ άδειασαν αμέσως, τα μαγαζιά κατέβασαν ρολά.

Και τότε ξαφνικά άρχισε πραγματικά να βρέχει. Έντρομοι οι άνθρωποι, κοιτούσαν τις υγρές σταγόνες που έρχονταν από τον ουρανό και έπεφταν επί δικαίων και αδίκων. Σε λίγο όλα είχαν βραχεί. Οι λακκούβες στο δρόμο γέμισαν νερό. Ρυάκια άρχισαν να σχηματίζονται στις άκρες και σύντομα έγιναν μικρά ποτάμια. Περνούσαν τα φρεάτια που μάταια πάσχιζαν να τα κρατήσουν και παρασέρνοντας όσα σκουπίδια έβρισκαν μπροστά τους συνέχιζαν, μακρυά, ως κάτω εκεί που έβλεπε το μάτι. Κάποιοι αυτόπτες μάρτυρες είπαν μετά πως τα είδαν να χύνονται στη θάλασσα. Η αξιοπιστία τους αμφισβητήθηκε από πολλούς.
Οι σταγόνες κυλούσαν αργά και βασανιστικά στα τζάμια. Κάποιες απ' αυτές πάσχιζαν να μπούνε μέσα, αλλά αυτά ήτανε καλά κλεισμένα. Με σκούπες και σφουγγαρόπανα στα χέρια οι νοικοκυραίοι επαγρυπνούσαν, παραφύλαγαν στις μπαλκονόπορτες, έδιωχναν τα νερά στα λούκια, με κίνδυνο κάθε στιγμή να γίνουν μούσκεμα.
Κάποιοι άτυχοι δεν πρόλαβαν να βρουν καταφύγιο. Τους πέτυχε η βροχή στο δρόμο. Βράχηκαν. Ναι. Τα ρούχα τους και τα μαλλιά τους κι ότι είχε μείνει ακάλυπτο στο σώμα τους. Κάποιοι άλλοι, στην προσπάθεια να διασχίσουν το δρόμο, τόλμησαν να τσαλαβουτήσουν μέσα στα νερά. Η έκφραση της απελπισίας στα μάτια τους, διηγούνται κάποιοι ανατριχιάζοντας, ήταν κάτι ανείπωτο. Οι περισσότεροι έφτασαν σώοι  στα σπίτια τους, μα η εμπειρία αυτή τους έχει σημαδέψει για πάντα.
Ήταν κάτι τρομερό, διηγούνται, και θέλουν να ξεχάσουν. Η θέα των βρεγμένων τοίχων, τα φυλλώματα που έγερναν βαριά από τη βροχή, η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος...
Κι ο ήχος της, ο μονότονος ήχος της βροχής να πέφτει, στο δρόμο, στην ταράτσα, στις λαμαρίνες. Οι άνθρωποι έκλειναν τα αυτιά τους για να μην ακούν. Μάταια.

Ύστερα, ξαφνικά όπως άρχισε, σταμάτησε. Δειλά-δειλά οι άνθρωποι άρχισαν να ξεμυτίζουν. Βγήκαν στους δρόμους που είχαν αρχίσει κιόλας να στεγνώνουν και μετρήθηκαν.
"Η βροχή ας μας γίνει μάθημα", είπε κάποιος πολιτικός, κραδαίνοντας μια ομπρέλα, και όλοι συμφώνησαν. "Η φύση είναι ύπουλη και εχθρική, δεν πρέπει να της έχουμε καμιά εμπιστοσύνη".



Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

ΨΙΧΟΥΛΑ




Ο βράχος κρέμεται πάνω από το γκρεμό. Το δέντρο γέρνει πάνω από το βράχο. Ένα λειψό φεγγάρι τους φωτίζει.

Ο άνθρωπος που κάθεται στο βράχο σκέφτεται. Οι σκέψεις του είναι τα πουλιά που τον κοιτάνε από το δέντρο. Οι σκέψεις των πουλιών είναι τα ψίχουλα που πέφτουν στο γκρεμό όταν δαγκώνει το κουλούρι.

Το σύμπλεγμα είναι μελαγχολικό. Σηκώνει το κουλούρι του ψηλά, λειψό όπως το φεγγάρι. Τα δάκτυλά του το θρουλίζουν και τότε τα πουλιά πετούν στους ώμους του και τον τσιμπολογάνε. Δεν θα γλυτώσει. Οι σκέψεις του είναι αχόρταγες.

Ο αστυνομικός που καταφθάνει ασθμαίνοντας δεν έχει λόγο να φοβάται. Σκέφτεται μόνο τη γυναίκα του και το ζεστό φαΐ το βράδυ και τα ανοιχτά της πόδια στο κρεββάτι. Το ρόπαλο που κρέμεται στη ζώνη του, τον βγάζει πάντα ασπροπρόσωπο.

Ο άνθρωπος πάνω από το γκρεμό έχει λόγους να φοβάται. Αίφνης, το δέντρο σκύβει πάνω του και τον κοιτάζει. Με όλα τα φύλλα του και τα πουλιά του και τις σκέψεις, τον κοιτάζει. Πετάει το κουλούρι μακρυά. Ψίχουλα λάμπουν στα χορτάρια και τότε τα πουλιά του κυνηγούν αστέρια. 

Αυτός ο άνθρωπος πενθεί μονίμως. Κανείς δεν ξέρει να πενθεί όπως αυτός. Όταν σηκώνει το βλέμμα, τα μάτια του ανοίγουν σαν παράθυρα και όποιος κοιτάξει μέσα τους πετρώνει.

Ο αστυνομικός στέκει μακρυά του. Τον αναγνωρίζει τώρα. "Σήκω και φύγε επιτέλους, κάνε κάτι", του λέει με κακεντρέχεια. "Οι δικοί σου άρχισαν να σε ξεχνούν. Ο κόσμος σου βουλιάζει. Οι σκέψεις σου δεν θα σε σώσουν".

Ο άνθρωπος στο βράχο ήταν κάποτε παιδί, θυμάται. Ύστερα ξαφνικά όλα μοιάζουν ψέμα. Τινάζει τα ψίχουλα από το παντελόνι του και σηκώνεται. Από πάνω του φτεροκοπάνε τα πουλιά και πέφτουν άψυχα στα πόδια του.

Κάπου μακρυά, ένας θηριοδαμαστής διασχίζει τότε μιαν αλέα. Το βάδισμά του είναι χορευτή. Το μαστίγιό του είναι μια μαύρη ομπρέλα. Αν δεν βρέξει, χαμένος ο κόπος του. Αυτό δεν ενδιαφέρει όμως κανένα.



Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΖΩΓΡΑΦΙΖΕ ΣΤΙΣ ΠΟΡΤΕΣ


"Ούτε λεπτό μη μείνεις. Πέρνα από εκεί αν θες, μα αν είναι νύχτα μη σηκώσεις το κεφάλι, μη ρίξεις ούτε μια ματιά τριγύρω, φύγε!"
    Τα λόγια του ηχούσαν στο μυαλό μου καθώς στο έμπα του χωριού είχα σταθεί και κοίταζα τα ερειπωμένα σπίτια. 
    "Μέσα σε μια βραδιά, χάθηκαν όλοι. Άφαντοι!"
    Για το χωριό μου μίλαγε. Που είχα να πάω πενήντα χρόνια.
    Φύσηξε ένας δυνατός βοριάς και ήχησε η καμπάνα. Ξερά τα δέντρα ανασάλεψαν κι έσεισαν τα γυμνά κλαδιά τους, χέρια που γύρευαν να αρπάξουν αν τύχαινε να φτερουγίσει κάτι ανάμεσα. Μα δεν πετούσε τίποτα εκεί. Μόνο στην πλαγιά απέναντι ακούστηκε ένας γκιώνης, ύστερα σώπασε κι αυτός.
    "Μόνο ένα παιδί έμεινε, λένε οι ιστορίες. Το παιδί αυτό τρελάθηκε από την ερημιά. Μόνο την πλάτη του έχουν δει, τη σκιά του καθώς τρέχει να κρυφτεί από όσους τύχει να περνάνε. Δεν μεγαλώνει, παιδί έχει μείνει τόσα χρόνια. Γυρνάει στους δρόμους και ζωγραφίζει με την κιμωλία πάνω στις πόρτες των σπιτιών αυτούς που έμεναν κάποτε εκεί. Για να ΄χει συντροφιά; Ποιος ξέρει".
    Ήθελα να του πω πως κάνει λάθος. Δεν με άφησε. Ο αφηγητής μου, ένας γέρος βοσκός, που ήρθε και κάθισε απρόσκλητος μαζί μου, όταν στο καφενείο ξεστόμισα ποιος ήμουν και πού πάω, επέμεινε.
    "Μπορείς να δεις τις ζωγραφιές στις πόρτες. Όταν τις σβήνει η βροχή, πάει και τις ξαναφτιάχνει. Και απο πάνω έχει γράψει τα αρχικά του καθενός".
    Πήρα τον δρόμο που θυμόμουν, κατάσπαρτο τώρα με ασφοδίλια. Δεξιά κι αριστερά είδα τις πόρτες των σπιτιών, άλλες σφαλιστές κι άλλες ορθάνοιχτες να τις φυσάει ο αέρας αποκαλύπτοντας το ρημαγμένο μέσα τους, και πάνω στα σανίδια τους τις ζωγραφιές που μου είχε πει. Εδώ ένας άντρας μόνος του, πιο πέρα μια γυναίκα, αλλού μια ολόκληρη φαμίλια. Άτεχνα σχέδια, παιδικά.
    "Όσοι ξενητεμένοι σαν και σένα γύρισαν να επισκεφτούν τον τόπο τους, έφυγαν σκιαγμένοι και δεν γύρισαν ποτέ. Δυο απ' αυτούς που ξώμειναν εκεί, δεν τους ξανάδε άνθρωπος".
    Πέρασα ανατριχιάζοντας το μαυρισμένο ερείπιο στην πλατεία, με βήμα γρήγορο και το κεφάλι κάτω, πήρα την ανηφόρα, βρέθηκα μπρος στο σπίτι μου. Πάτησα στο κατώφλι του, εκεί που είχα σταθεί να τους κοιτάξω τελευταία φορά, τότε που για μια χούφτα λίρες με έδωσαν σ' αυτούς που θα έλεγα πια μάνα και πατέρα. "Για το καλό σου", μου είχαν πει, "δεν έχει προκοπή εδώ". Είδα στην πόρτα το σχεδιασμένο πάνω της με κιμωλία ζευγάρι και από πάνω τα αρχικά τους. Την έσπρωξα να ανοίξει και οι μεντεσέδες στρίγγλισαν. Μέσα, όλα τα πράγματα στη θέση τους, θαμμένα κάτω από τη σκόνη.
    "Κι αν νυχτωθείς εκεί, όσο κουρασμένος νά 'σαι, μη διανοηθείς να κοιμηθείς. Πάει, χάθηκες".
    Έκλεισα την πόρτα, κάθισα κατάχαμα ακουμπώντας την πλάτη μου στο ντουβάρι και σφάλισα τα μάτια.
    "Πάει, χάθηκες!"

Τη νύχτα εκείνη, χρόνια πριν, σαν άνοιξα τα μάτια είδα, σκυμμένο πάνω μου να με σκουντάει, τον πατέρα μου. Με έντυσε βιαστικά, με έσυρε από το χέρι και κατηφορίσαμε προς την πλατεία απ’ όπου ο αέρας έφερνε φωνές, μαύρους καπνούς κι αποκαΐδια. Οι φλόγες τύλιγαν το σπίτι εκείνο και η νύχτα έφεγγε σαν μέρα. Μπροστά στην αυλόπορτα, πεσμένοι στα γόνατα, σκυφτοί, ο άντρας και η γυναίκα. Γύρω τους είχε μαζευτεί όλο το χωριό. "Σκυλιά! Βρωμοεβραίοι!" φώναζαν και τους έφτυναν. Βουβοί και φοβισμένοι εκείνοι, έτρεμαν σύγκορμοι. Το χέρι μου πόνεσε από το σφίξιμο και έστρεψα το κεφάλι να τον δω. Άγριο γυάλιζε το μάτι του καθώς φώναζε κι αυτός μαζί τους. Με έπιασε και με σήκωσε να δω καλύτερα. Υψώθηκε ένα στειλιάρι κι έπεσε βαρύ. Ύστερα κι άλλο. Κάποιος έφερε σέρνοντας ένα παιδί, το έριξε πάνω στο ζευγάρι, κι αυτοί το αγκάλιασαν να το φυλάξουν. Ο πατέρας μου με άφησε κάτω, έσκυψε κι έβαλε στο χέρι μου μια πέτρα, με έσπρωξε μπροστά. "Ρίξε!" μου είπε. Σήκωσα το χέρι. Το αγόρι με κοιτούσε. "Ρίξε! Ρίξε!"

"Καταραμένο το χωριό σου, καλύτερα που ερήμωσε. Οι άνθρωποί του ήταν θηρία. Χωρίς καρδιά, χωρίς στάλα συμπόνοια", μου είχε πει ο βοσκός πριν φύγει.
    Με πήρε, εκεί κατάχαμα, ο ύπνος και ονειρεύτηκα πως ήμουν στο σχολείο. Εκείνο το αγοράκι έγραφε με την κιμωλία στον πίνακα. Γεμάτος με ονόματα ήταν. Γύρισε και με κοίταξε στα μάτια, και είδα το πρόσωπό του μαύρο από αίμα και καπνιά. Σέρνοντας αργά την κιμωλία στον πίνακα μου έδειξε εκεί που είχε γράψει, τελευταίο, το όνομά μου.
    Σαν σούρσιμο φιδιού ακούστηκε τότε έξω και με ξύπνησε. Πετάχτηκα όρθιος και, δίχως να σκεφτώ, πήγα και άνοιξα την πόρτα. Κανείς, μόνο ο κρύος αέρας χάιδευε, πλαγιάζοντάς τα ελαφρά, τα ασφοδίλια. Κοίταξα πάνω το φεγγάρι που πρόβαλλε από ένα μαύρο σύννεφο. Τότε, μεμιάς, άδειασα από ζωή. Σωριάστηκα βαρύς στις πλάκες.

"Σου το 'χα πει. Δε μ' άκουσες", άκουσα πάλι το βοσκό.
    Έστεκε από πάνω μου. Πίσω του είδα που είχε βγει ο ήλιος.
    Πεσμένος όπως ήμουν, το βλέμμα μου έπεσε στο μαυρισμένο ερείπιο. Φάνηκε στο παράθυρο μια σκιά κι ύστερα χάθηκε. Δοκίμασα να σηκωθώ. Δεν είχα δύναμη, ένα κομμάτι κούτσουρο ήμουν. Μόνο το αριστερό μου χέρι ένιωθα. Και το μυαλό μου είχε γίνει ένα κουβάρι όπου έρχονταν κι έφευγαν σκέψεις αλλόκοτες.
    Δεν γύρευε συντροφιά εκείνο το παιδί. Εκδίκηση έψαχνε. Κι εγώ, τη λύτρωση. Αυτό ήταν που ήθελα να του πω.
    "Κοίταξε εκεί".
    Μου έπιασε το κεφάλι και το γύρισε όπως έπρεπε, να δω.
    Στην πόρτα σχεδιασμένο ένα παιδάκι κρατιόταν τώρα με το δεξί του χέρι από το χέρι του άντρα. Από πάνω, είχε γραμμένα τα αρχικά μου. Μισοτελειωμένο ήταν. Το κεφάλι μου έμενε ένας άδειος κύκλος και το αριστερό μου χέρι έλειπε. Η τιμωρία έμεινε μισή, και αρπάχτηκα από αυτό τον κόσμο λίγο πριν με τραβήξει στο δικό του.
    Τώρα, καθηλωμένος στο κρεβάτι, μισερός, με το μυαλό να αγωνιά φυλακισμένο -πότε πενήντα χρόνια πριν, στη νύχτα εκείνη του θανάτου, πότε στην άλλη νύχτα, του χαμού μου- εύχομαι να είχε προλάβει το παιδί. Να είχε τελειώσει η ζωγραφιά μου, να ησυχάσω.

---



(Με αφορμή μια ιστορία που άκουσα από φίλους για ένα χωριό στην Αμοργό)