Στο καφενείο, πάνω από τον παλιό καθρέφτη. Εκεί είχα κρεμασμένο το σαθρό σανίδι με το όνομα της βάρκας.
Όταν το πρόσεξε, άφησε το φλιτζάνι με τον καφέ στο τραπεζάκι και σηκώθηκε να το κοιτάξει από κοντά. Είχε μια βαθιά μελαγχολία το πρόσωπό της, όσο μπορούσα να το δω μέσα από τον καθρέφτη.
«Πόσο το δίνεις;»
«Δεν το πουλάω», τόλμησα να πω.
«Πόσα θες;» μου ξανάπε.
Είχε μια τόση σκοτεινιά τώρα στα μάτια της που έκανα πίσω. Δεν μπορούσα να αρνηθώ. Μόνο να επωφεληθώ μπορούσα.
«Διακόσια».
«Το θέλω, Σταύρο», γύρισε και είπε η Μαρία στον άντρα της.
Το σκέφτηκε λίγο αυτός, θα προτιμούσε ίσως να το παζαρέψει αν ήταν μόνος, μα ντράπηκε μπροστά της. Δεν της χάλασε το χατίρι. Πλήρωσε μετρητά, το πήρε παραμάσχαλα και φύγανε. Μάλλον δεν ήξερε την ιστορία του.
Τις επόμενες μέρες δεν τους είδα. Μα άκουσα από τρίτους πως με εντολή δική της αγόρασαν τη βάρκα – ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτήν. Την πήραν από την αυλή, όπου την είχε σκεπασμένη με καραβόπανο η συχωρεμένη η μάνα του Μιχάλη, και την έδωσαν στον ταρσανά για φτιάξιμο. Και πως κάρφωσαν πάνω της ξανά εκείνο το σανίδι με το παλιό της όνομα. «Μαρία».
Όχι, σίγουρα δεν την ήξερε την ιστορία ο Σταύρος.
Δυο χρόνια είχαν περάσει από τότε που είχε πνιγεί ο Μιχάλης. Λογοδοσμένοι ήταν με τη Μαρία, αγαπιόντουσαν. Την καινούργια βάρκα που παράγγειλε, τη βάφτισε με τ’ όνομά της. Την έπαιρναν και ξανοιγόντουσαν στο πέλαγος οι δυο τους και θαύμαζαν τ’ αστέρια αγκαλιά τις νύχτες. Μα λίγες μέρες πριν τον επίσημο αρραβώνα, ήρθαν και προξενέψαν στους δικούς της έναν καλοβαλμένο έμπορο από τη Χώρα. Τον Σταύρο, δηλαδή. Χαλάσανε άτιμα τον αρραβώνα εκείνοι, την πήγαν και την πάντρεψαν με το στανιό, στα γρήγορα.
Τη νύχτα του γάμου, μια νύχτα με φουρτούνα, ο Μιχάλης μπήκε στη βάρκα και δεν ξαναγύρισε. Το άλλο πρωί είδαν τη «Μαρία» να έρχεται άδεια. Αφού χτύπησε δυο τρεις φορές στα βράχια, βγήκε μονάχη της και άραξε ήσυχα στην άμμο. Κατέβαιναν οι χωριανοί και αμίλητοι τη χάζευαν. Από μακριά. Κανείς δεν τόλμησε να την αγγίξει. Ώσπου ήρθε κλαίγοντας η μάνα του με τα μαλλιά λυτά κι αφού έσμιξε, με θρήνους και κατάρες, τα δάκρυα με το αλμυρό νερό που λίμναζε στη βάρκα, παράγγειλε να της την κουβαλήσουν στην αυλή της.
Ένα πρωί, περνώντας από εκεί την είδα, λιωμένη από τη στεναχώρια, να προσπαθεί να βγάλει από τη βάρκα το μισοσπασμένο σανίδι που πάνω του κρατούσε τ’ όνομα. Πήγα κοντά, το τράβηξα με το σκεπάρνι, το ξεκάρφωσα. Μου το άρπαξε από τα χέρια και το πέταξε μακριά με φρίκη.
«Μπορώ να το πάρω;» τη ρώτησα.
«Και δεν το παίρνεις; Χάρη θα μου κάνεις. Καταραμένο είναι. Αυτό έφαγε το παιδί μου».
Το πήρα και το κρέμασα στο καφενείο. Πάνω από τον παλιό καθρέφτη.
Το καινούργιο ζευγάρι δεν το ξανάδα από κοντά, μόνο καμιά φορά τις Κυριακές που ερχόντουσαν από τη Χώρα, να κάνουν βόλτες γύρω στο λιμάνι με τη βάρκα τους, μετά την εκκλησία.
Τη μέρα εκείνη είχε φουρτούνα. Χειμώνας ήταν. Οι βάρκες έμεναν δεμένες στο λιμάνι, κάποιες τις είχαν σύρει έξω, ανήσυχοι, οι ψαράδες. Είχε νυχτώσει πια εντελώς, οι δρόμοι είχαν αδειάσει και ετοιμαζόμουνα να κλείσω. Φύσηξε ξαφνικά ορμητικός ο αέρας κι έπιασε δυνατό μπουρίνι. Εκείνη τη στιγμή ο Νικολής, το ορφανό που με βοηθούσε πότε πότε, έφτασε τρέχοντας στο μαγαζί. Αφού σταμάτησε να πάρει δυο ανάσες, κατάφερε να μου μιλήσει.
«Πνίγονται!» μου είπε. «Τρέχα! Πνίγονται!»
«Ποιοι πνίγονται;»
«Η Μαρία με τον Σταύρο!»
Άρπαξε τα στρατιωτικά κιάλια μου από το συρτάρι και όρμησε πάλι έξω στη βροχή που όλο δυνάμωνε. Τον ακολούθησα και φτάσαμε στο μώλο. Έρημος ήταν, μόνο σε ένα καΐκι παραπέρα ακούγονταν, μέσα από τη βοή της καταιγίδας που λυσσομανούσε, φωνές και παραγγέλματα. Στο βάθος, στην έξοδο του λιμανιού, μου έδειξε τη βάρκα που κατευθυνόταν στα ανοιχτά, κόντρα στο κύμα. Πήρα τα κιάλια από τα χέρια του παιδιού και κοίταξα. Πάνω στη «Μαρία» ίσα που διακρίνονταν στη σκοτεινιά οι δυο φιγούρες, η μια γαντζωμένη στο πλάι, η άλλη να κρατάει τα κουπιά σε έναν άνισο αγώνα με τη θάλασσα. Με τη βροχή να μας δέρνει, στεκόμασταν εκεί μέσα στο χαλασμό ανήμποροι και βλέπαμε μακριά τη βάρκα να παλεύει με το κύμα. Ξέραμε μα δεν το ομολογούσαμε πως δεν είχε σωτηρία. Από στιγμή σε στιγμή θα βούλιαζε. Το έβλεπα κιόλας με το νου μου σαν να είχε γίνει το κακό κι έλπιζα μόνο πως το καΐκι, που ειδοποιημένο από τον Νικολή έφευγε για βοήθεια, θα πρόφταινε να μαζέψει τα δυο άψυχα σώματα, να τα επιστρέψει στη στεριά για να ταφούν όπως τους πρέπει.
Ακούστηκε πίσω μας τρεχαλητό. Γύρισα και είδα μια σκιά να κατηφορίζει το στενό και να έρχεται προς τη μεριά μας. Όταν βγήκε στο φως αναγνώρισα τον Σταύρο, αλαλιασμένο και έντρομο.
Έβαλα τότε ξανά τα κιάλια στα μάτια μου και κοίταξα πιο προσεκτικά. Τους είδα, σφιχταγκαλιασμένους. Τα κουπιά είχαν χαθεί.
«Δεν είναι ο Σταύρος», είπα στον Νικολή – σιγά, για να μην ακούσει εκείνος, που είχε σταθεί κιόλας κοντά μας. «Ο Μιχάλης είναι».
Ύστερα, ένα μεγάλο κύμα ρούφηξε τη βάρκα και δεν ήταν πια κανείς.