Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

ΗΤΑΝ ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ



 
Αυτό το γραπτό δεν θα το δει ποτέ κανείς. Το έγραψε κάποιος  που έζησε για λίγο στο όνειρο κάποιου άλλου.

Είχα αποκοιμηθεί, γερμένος στο γραφείο, με το κεφάλι ακου μπισμένο στα χαρτιά. Το χέρι μου κρατούσε ακόμα το μολύβι.  Ξυπνώντας με την έντονη αίσθηση μιας παρουσίας, την είδα  να στέκει από πάνω μου. Να κοιτάζει με τα μεγάλα μάτια της, σιωπηλή, όσα είχα γράψει. Πρώτη φορά την έβλεπα. Όχι! την ήξερα από πάντα. Είχαμε αγαπηθεί πολύ, είχαμε  ζήσει μια ζωή γεμάτη πάθος. Δεν χρειαζόταν να μιλήσουμε. Η  μοίρα μας ήταν κοινή. Από τα χρόνια που πέρασαν στα χρόνια  που ήταν να έρθουν.

Γράφω. Το χέρι μου γράφει. Κοιτώ το χέρι μου που γράφει. Νόμιζα πως όλα συνέβαιναν στο όνειρό μου. Λυπόμουν  που ξυπνώντας θα την έχανα. Μα ήταν δικό της το όνειρο. Χά ρις σ’ αυτήν υπήρξα. Τώρα, καθώς εκείνη ξυπνάει στο πρώτο  φως και το όνειρό της ξεθωριάζει, καθώς οι καθημερινές φρο ντίδες εφορμούν και με αποδιώχνουν και στο ρολόι γυρνούν  οι δείκτες, εγώ είμαι που χάνομαι.
 
Η ώρα περνάει κι εκείνη πρέπει να βιαστεί. Σκέφτεται λίγο ακό μα το παράξενο όνειρό της, το άγνωστο κι όμως οικείο εκείνο  πρόσωπο γερμένο στο γραφείο, πώς ξύπνησε όταν έσκυψε  να δει αυτό που γράφει, και όσο τον θυμάται αυτός υπάρχει  ακόμα, σε εικόνες που έρχονται και φεύγουν. Ένας στρόβιλος  αναμνήσεων, μια ολόκληρη ζωή σε μια στιγμή, μια φευγαλέα  λάμψη τρεμοσβήνει στο μυαλό της πριν χαθεί ξανά. 
    Φτιάχνει καφέ και οργανώνει τη μέρα της. Τα ψώνια, οι λο γαριασμοί, η δουλειά, η άρρωστη μάνα της. Το όνειρο θολώ νει. Το σώμα του γίνεται διάφανο, μα αυτός ακόμα γράφει, δεν  μπορεί να κάνει αλλιώς, τώρα εκείνη μόνο αυτό θυμάται από  τον ξένο, το χέρι του με το μολύβι, το χαρτί.

Αρχίζω να μη βλέπω πια το χέρι μου που γράφει. Παρακαλώ, θυμήσου με. Κράτησε λίγο ακόμα το όνειρό  σου. Λίγο ακόμα. 
Σκύψε να δεις.

(φωτογραφία Marcin Sacha)

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018

ΑΜΟΡΓΟΣ: ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ




Κυκλάδες δεν είναι μόνο τα ακρογιάλια, τα ασπρισμένα σπίτια, οι βουκαμβίλιες, οι ξερολιθιές. Πίσω από τα κλισέ που συλλαμβάνει ο φακός της φωτογραφικής, υπάρχουν οι άνθρωποι, συχνά αόρατοι για τον τουρίστα που καταναλώνει εικόνες. Οι άνθρωποι που θα μείνουν, όταν η τουριστική περίοδος τελειώσει και η καθημερινότητά τους μπει σε διαφορετικούς ρυθμούς.
Ανάμεσα σ' αυτούς υπάρχουν κάποιοι που αγωνίζονται να κάνουν τον τόπο όπου ζουν καλύτερο. Στη διαδικασία αυτή, γίνονται καλύτεροι και οι ίδιοι. Τέτοιους ανθρώπους γνώρισα στην Αμοργό.

Ο Γιάννης Σιούτης και ο Πέτρος Ρούσσος, οι Nomades Artcore. Δυο ταλαντούχα νέα παιδιά, εξερευνητές του θεάτρου σε άμεση συνάρτηση με τη ζωή, καταλύτες της δημιουργικότητας των άλλων, που μέσα από το θέατρο ψάχνουν, ζητούν αλήθειες, κτίζουν σχέσεις, στήνοντας στο νησί θεατρικές ομάδες που κάθε τους παράσταση αφήνει πίσω της σημάδια.
Αυτή τη φορά μου έκαναν την πραγματικά μεγάλη τιμή να ασχοληθούν μαζί μου. Δεν το περίμενα. Αναπάντεχα, είδα τις "αληθινές ιστορίες" μου να ζωντανεύουν, τους ήρωες μου να αποκτούν σάρκα και οστά. Με τρόπο αληθινά εμπνευσμένο, από τη διασκευή και τη σκηνοθεσία ως τη διδασκαλία των ηθοποιών.

Οι ηθοποιοί. Νεαρές κοπέλες και άντρες, που μετά ή πριν τη δουλειά τους (δασκάλα, καθηγήτρια, γιατρός, ιδιοκτήτης μπαρ, λιμενικός... ) κατάφεραν να βρουν το χρόνο για να αφοσιωθούν σ' αυτό που αγάπησαν και που τους ένωσε. Άνθρωποι εκλεκτοί και υπέροχοι. Είχα την τύχη να τις συναντήσω (θα χρησιμοποιήσω θηλυκό μιας και η πλειοψηφία ήταν γυναίκες αλλά όσα πω αφορούν βέβαια όλες κι όλους) και να τις γνωρίσω. Λιγότερο από όσο θα ήθελα, τι να προλάβω σε τρεις μέρες. Η εμπειρία αυτή τις είχε σημαδέψει, μου είπαν. Δεν ερμήνευαν ρόλους, μιλούσαν για τη ζωή τους. Μοιράστηκαν κάτι σημαντικό, και εξ αιτίας του είχαν πια φτιάξει μεταξύ τους σχέσεις βαθιές και στέρεες.
Μου μίλησαν για τα κείμενα και εκείνα που τις άγγιξαν σ' αυτά. Ένιωσα πως δεν ήταν πια δικές μου οι ιστορίες. Με κάποιο τρόπο τους ανήκαν, κι αυτό ήταν συγκινητικό. Αυτό είναι φαντάζομαι το όνειρο καθενός που γράφει.

Γύρω από αυτούς ένα πλήθος άλλων ανθρώπων που έσπευσαν να βοηθήσουν, καθένας με τον τρόπο του. Στην οργάνωση, στις αφίσες, τα προγράμματα, τα κουβαλήματα, τις εγκαταστάσεις... Με αγάπη και δόσιμο ψυχής. Άνθρωποι που δεν πρόλαβα να τους γνωρίσω όλους.

Οι θεατές. Με την αγάπη τους και τη θερμή ανταπόκριση. Και η ίδια η Αμοργός.

Από την πρώτη νύχτα κιόλας στο νησί, μετά από το καράβι και την πρώτη γνωριμία, όταν φεύγοντας από το μπαρ είχε αρχίσει πια να χαράζει και ο Πάνος μου είπε "η καλύτερη ώρα είναι όταν αρχίζουν να τραγουδούν τα σπουργίτια" και τότε τα άκουσα να ξυπνούν στο πρώτο φως, ήξερα πως αυτή η επίσκεψη θα ήταν ξεχωριστή.
Φίλες και φίλοι, η εμπειρία αυτή και η γνωριμία μας μου έδωσε δύναμη και θα μου μείνει αξέχαστη. Σας ευχαριστώ πολύ για όλα. Και εύχομαι να μην αφήσετε ποτέ να σβήσει αυτή η φλόγα που σας άλλαξε και σας ένωσε.


.

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

Η "ΜΑΡΙΑ"




Στο καφενείο, πάνω από τον παλιό καθρέφτη. Εκεί είχα κρεμα­σμένο το σαθρό σανίδι με το όνομα της βάρκας. 
    Όταν το πρόσεξε, άφησε το φλιτζάνι με τον καφέ στο τρα­πεζάκι και σηκώθηκε να το κοιτάξει από κοντά. Είχε μια βαθιά μελαγχολία το πρόσωπό της, όσο μπορούσα να το δω μέσα από τον καθρέφτη. 
    «Πόσο το δίνεις;» 
    «Δεν το πουλάω», τόλμησα να πω. 
    «Πόσα θες;» μου ξανάπε. 
    Είχε μια τόση σκοτεινιά τώρα στα μάτια της που έκανα πίσω. Δεν μπορούσα να αρνηθώ. Μόνο να επωφεληθώ μπορούσα. 
    «Διακόσια». 
    «Το θέλω, Σταύρο», γύρισε και είπε η Μαρία στον άντρα της. 
    Το σκέφτηκε λίγο αυτός, θα προτιμούσε ίσως να το παζα­ρέψει αν ήταν μόνος, μα ντράπηκε μπροστά της. Δεν της χά­λασε το χατίρι. Πλήρωσε μετρητά, το πήρε παραμάσχαλα και φύγανε. Μάλλον δεν ήξερε την ιστορία του. 
    Τις επόμενες μέρες δεν τους είδα. Μα άκουσα από τρί­τους πως με εντολή δική της αγόρασαν τη βάρκα – ό,τι είχε απομείνει απ’ αυτήν. Την πήραν από την αυλή, όπου την είχε σκεπασμένη με καραβόπανο η συχωρεμένη η μάνα του Μι­χάλη, και την έδωσαν στον ταρσανά για φτιάξιμο. Και πως κάρφωσαν πάνω της ξανά εκείνο το σανίδι με το παλιό της όνομα. «Μαρία». 
    Όχι, σίγουρα δεν την ήξερε την ιστορία ο Σταύρος.

Δυο χρόνια είχαν περάσει από τότε που είχε πνιγεί ο Μιχάλης. Λογοδοσμένοι ήταν με τη Μαρία, αγαπιόντουσαν. Την και­νούργια βάρκα που παράγγειλε, τη βάφτισε με τ’ όνομά της. Την έπαιρναν και ξανοιγόντουσαν στο πέλαγος οι δυο τους και θαύμαζαν τ’ αστέρια αγκαλιά τις νύχτες. Μα λίγες μέρες πριν τον επίσημο αρραβώνα, ήρθαν και προξενέψαν στους δικούς της έναν καλοβαλμένο έμπορο από τη Χώρα. Τον Σταύρο, δη­λαδή. Χαλάσανε άτιμα τον αρραβώνα εκείνοι, την πήγαν και την πάντρεψαν με το στανιό, στα γρήγορα. 
    Τη νύχτα του γάμου, μια νύχτα με φουρτούνα, ο Μιχάλης μπήκε στη βάρκα και δεν ξαναγύρισε. Το άλλο πρωί είδαν τη «Μαρία» να έρχεται άδεια. Αφού χτύπησε δυο τρεις φορές στα βράχια, βγήκε μονάχη της και άραξε ήσυχα στην άμμο. Κατέβαιναν οι χωριανοί και αμίλητοι τη χάζευαν. Από μακριά. Κανείς δεν τόλμησε να την αγγίξει. Ώσπου ήρθε κλαίγοντας η μάνα του με τα μαλλιά λυτά κι αφού έσμιξε, με θρήνους και κα­τάρες, τα δάκρυα με το αλμυρό νερό που λίμναζε στη βάρκα, παράγγειλε να της την κουβαλήσουν στην αυλή της. 
    Ένα πρωί, περνώντας από εκεί την είδα, λιωμένη από τη στεναχώρια, να προσπαθεί να βγάλει από τη βάρκα το μισο­σπασμένο σανίδι που πάνω του κρατούσε τ’ όνομα. Πήγα κο­ντά, το τράβηξα με το σκεπάρνι, το ξεκάρφωσα. Μου το άρπα­ξε από τα χέρια και το πέταξε μακριά με φρίκη.
    «Μπορώ να το πάρω;» τη ρώτησα. 
    «Και δεν το παίρνεις; Χάρη θα μου κάνεις. Καταραμένο εί­ναι. Αυτό έφαγε το παιδί μου». 
    Το πήρα και το κρέμασα στο καφενείο. Πάνω από τον παλιό καθρέφτη.

Το καινούργιο ζευγάρι δεν το ξανάδα από κοντά, μόνο καμιά φορά τις Κυριακές που ερχόντουσαν από τη Χώρα, να κάνουν βόλτες γύρω στο λιμάνι με τη βάρκα τους, μετά την εκκλησία. 
    Τη μέρα εκείνη είχε φουρτούνα. Χειμώνας ήταν. Οι βάρκες έμεναν δεμένες στο λιμάνι, κάποιες τις είχαν σύρει έξω, ανή­συχοι, οι ψαράδες. Είχε νυχτώσει πια εντελώς, οι δρόμοι είχαν αδειάσει και ετοιμαζόμουνα να κλείσω. Φύσηξε ξαφνικά ορ­μητικός ο αέρας κι έπιασε δυνατό μπουρίνι. Εκείνη τη στιγμή ο Νικολής, το ορφανό που με βοηθούσε πότε πότε, έφτασε τρέχοντας στο μαγαζί. Αφού σταμάτησε να πάρει δυο ανάσες, κατάφερε να μου μιλήσει. 
    «Πνίγονται!» μου είπε. «Τρέχα! Πνίγονται!» 
    «Ποιοι πνίγονται;» 
    «Η Μαρία με τον Σταύρο!» 
    Άρπαξε τα στρατιωτικά κιάλια μου από το συρτάρι και όρμησε πάλι έξω στη βροχή που όλο δυνάμωνε. Τον ακολού­θησα και φτάσαμε στο μώλο. Έρημος ήταν, μόνο σε ένα καΐκι παραπέρα ακούγονταν, μέσα από τη βοή της καταιγίδας που λυσσομανούσε, φωνές και παραγγέλματα. Στο βάθος, στην έξοδο του λιμανιού, μου έδειξε τη βάρκα που κατευθυνόταν στα ανοιχτά, κόντρα στο κύμα. Πήρα τα κιάλια από τα χέρια του παιδιού και κοίταξα. Πάνω στη «Μαρία» ίσα που διακρί­νονταν στη σκοτεινιά οι δυο φιγούρες, η μια γαντζωμένη στο πλάι, η άλλη να κρατάει τα κουπιά σε έναν άνισο αγώνα με τη θάλασσα. Με τη βροχή να μας δέρνει, στεκόμασταν εκεί μέσα στο χαλασμό ανήμποροι και βλέπαμε μακριά τη βάρκα να πα­λεύει με το κύμα. Ξέραμε μα δεν το ομολογούσαμε πως δεν είχε σωτηρία. Από στιγμή σε στιγμή θα βούλιαζε. Το έβλεπα κιόλας με το νου μου σαν να είχε γίνει το κακό κι έλπιζα μόνο πως το καΐκι, που ειδοποιημένο από τον Νικολή έφευγε για βο­ήθεια, θα πρόφταινε να μαζέψει τα δυο άψυχα σώματα, να τα επιστρέψει στη στεριά για να ταφούν όπως τους πρέπει.

    Ακούστηκε πίσω μας τρεχαλητό. Γύρισα και είδα μια σκιά να κατηφορίζει το στενό και να έρχεται προς τη μεριά μας. Όταν βγήκε στο φως αναγνώρισα τον Σταύρο, αλαλιασμένο και έντρομο. 
    Έβαλα τότε ξανά τα κιάλια στα μάτια μου και κοίταξα πιο προσεκτικά. Τους είδα, σφιχταγκαλιασμένους. Τα κουπιά είχαν χαθεί. 
    «Δεν είναι ο Σταύρος», είπα στον Νικολή – σιγά, για να μην ακούσει εκείνος, που είχε σταθεί κιόλας κοντά μας. «Ο Μιχάλης είναι». 
    Ύστερα, ένα μεγάλο κύμα ρούφηξε τη βάρκα και δεν ήταν πια κανείς.