Η κοπέλα πίσω από το μπαρ ήταν σκληρή κι εγώ ήμουν λιώμα, στα ηχεία δεν θυμάμαι, Κλας, Βάιολεντ Φαμς, Τζαμ, τέτοια ήταν τότε, κι ήταν σκληρή η μπαργούμαν και με κοίταζε λοξά, κι εγώ μιλούσα, δεν θυμάμαι, απλά μιλούσα, αλλά τα έλεγα σ' αυτήν, γιατί ήμουν λιώμα κι ήταν όμορφη, αλλά αυτή δεν ήθελε να ακούσει, μα τότε τι γύρευε εκεί απορούσα, σαν είσαι πίσω από το μπαρ δεν κάθεσαι να ανακατεύεις μόνο τα ποτά και να σερβίρεις, πρέπει να ακούς καλή μου, όταν μιλάει ο άλλος εσύ πρέπει να ακούς, αλλιώς θα βάζαν μηχανές αυτόματες στα μπαρ, να βάζεις κέρμα και να πίνεις, να βάζεις και να πίνεις, της ζήτησα τσιγάρο και δεν μου έδωσε, κι ο διπλανός άνοιξε το πακέτο και μου άφησε τρία τσιγάρα, μα ούτε κι αυτός είχε όρεξη να πιάσει κουβέντα με τον τρελαμένο, άφησε τα τσιγάρα κι έφυγε κι εγώ τότε της είπα πως είναι όμορφη, δεν μπορούσα να μην το πω αυτό, και μου είπε αυτή άσε με να κάνω τη δουλειά μου άνθρωπε, κι έβαζε τα ποτά και τα κοκτέιλ και τις μπύρες, Κραμπς, ύστερα Σάουντ, Μπαουχάουζ και ξανά Κλας, και τότε εγώ πήρα το θάρρος, της είπα αυτό που ήθελα να της πω, όχι ακριβώς, της είπα στην αρχή, άκου, αν κάποιος πάει να σου μιλήσει, μπορεί απλά να θέλει να μιλήσει, να μιλήσει σε κάποιον που θα ακούσει, είσαι πολύ σκληρή, είσαι όμορφη αλλά σκληρή, δεν είμαι σαν τους άλλους που νομίζεις, εγώ θέλω μόνο να βρω κάποιον να ακούσει, αυτό θέλω απόψε, είσαι σκληρή, δεν είναι δίκαιο αυτό, ξέρεις στο σπίτι απόψε δεν με περιμένει κάποιος, θα μπω στο σπίτι και θα είναι παγωμένο, και τα σεντόνια παγωμένα θα είναι, και το φαί για πέταμα, εδώ που βρέθηκα ήθελα μόνο να μιλήσω και κάποιος να με ακούσει, έχω τα ζόρια μου κι ήθελα να τα πω, τέτοια της έλεγα, και ύστερα της είπα σε σένα ήθελα, μόνο σε σένα ήθελα, δεν είναι κακό αυτό, πρέπει να ακούμε όσο μπορούμε, κι εσύ, εκεί που βρίσκεσαι, θα έπρεπε να είσαι η εξομολογήτρα μας, η ανάπαψη της ψυχής και η παρηγοριά μας, μια μάνα μικρομάνα, μια καλή ψυχή, ένα σφουγγάρι θλίψης, να πέσουμε στα πόδια σου να μας χαϊδέψεις το κεφάλι και να σκουπίσεις με στοργή τα δάκρυά μας, περίθαλψέ με, νιώσε με, αγάπησέ με και θα σε αγαπήσω, αυτά κι άλλα της έλεγα μα αυτή δεν άκουγε, έφτιαχνε τα ποτά της και μιλούσε με τους άλλους που ήξερε, αστειευόταν και γελούσε, και ξαφνικά κατάλαβα πως λέξη δεν της είχα πει, καθόμουν τόση ώρα ακίνητος κι αμίλητος και την κοιτούσα, κι έπινα, κι όχι δεν ήτανε σκληρή, εγώ ήμουν λιώμα, ήταν γλυκιά και όμορφη αυτή, τόσο όμορφη θεέ μου, και η καρδιά της ξέχειλη από αγάπη, και γελούσε, μα δεν της μίλησα, κι αυτή δεν ήξερε, τίποτα δεν κατάλαβε, πλήρωσα κι έφυγα, ούτε ένα γεια δεν είπα, ούτε ένα γεια δεν μου είπε, δεν ξαναπάτησα εκεί το πόδι μου.
Και απόψε που είμαι πάλι λιώμα και το μυαλό ρετάρει, με τρώει η αμφιβολία κι έρχονται σκέψεις δίχως νόημα ξαφνικά, και σκέφτομαι τι θα της απαντήσω, αν λέει κάποτε συναντηθούμε, μετά από τόσα χρόνια, και με θυμηθεί, και ίσως έρθει και μου πει εσένα σε θυμάμαι, δεν σε ξέχασα, ήσουν κάποτε εκεί στο μπαρ κι ήθελα τότε να σου πω, ήθελα να σε ακούσω, είχα αγάπη να σου δώσω, μα εσύ ήσουν λιώμα, ήσουν σκληρός, λέξη δεν έλεγες, λέξη δεν με άφησες να ακούσω, ήσουν σκληρός.
Και θα είναι αργά, λέει πάλι το μυαλό που έχει ρετάρει, λιώμα θα είμαστε κι οι δυο, μα όχι από το πιοτό, καμιά μουσική δεν θα ακούγεται, δεν θα είμαστε σκληροί, τίποτα δεν θα είμαστε, μόνο σφουγγάρια που θα ρουφάμε ο ένας τον άλλο θα είμαστε, και θα είναι αργά.