Θρήσκοι, δεν ήμασταν ποτέ, ούτε εκείνη ούτε εγώ. Οι επαφές μας με την εκκλησία οι απολύτως απαραίτητες. Από Χαιρετισμούς δεν ξέρουμε, μόνο σε αποχαιρετισμούς δίνουμε το παρών: κηδείες και γάμους. Και τα παιδιά μας μια φορά τα σύραμε εκεί χωρίς να θέλουν, στα βαφτίσια τους. Κρατάμε από όλο αυτό το αφήγημα όσα βοηθούν να έρθουν πιο κοντά και να χαρούν οι άνθρωποι εδώ στη γη, τα επουράνια ας τα αναλάβουν άλλοι. Άλλου παπά ευαγγέλιο, όπως λένε.
Όμως, μια φορά το χρόνο ανελλιπώς παίρναμε τα παιδιά και πηγαίναμε στην εκκλησία, το βράδυ της Ανάστασης. Με φαναράκια στην αρχή, αργότερα λαμπάδες. Ροζ και γαλάζιες πρώτα, μετά με Μπάτμαν και κουκλίτσες, ύστερα πάλι ροζ-γαλάζιες, στο τέλος σκέτες άσπρες, δίχως κορδέλες και φιογκάκια. Εμείς πάντα άσπρες, σταθεροί.
Δίναμε και το φιλί της αγάπης, ευκαιρία γυρεύαμε, από μια ηλικία και μετά σπανίζουν οι ευκαιρίες, πρέπει να τις εκμεταλλεύεσαι πριν χαθούν εντελώς. Δεν είχε γκρίνιες, "άσε μας ρε μάνα", κι αν τους έβλεπαν οι φίλοι τους δεν έτρεχε και τίποτα, τα ίδια τραβούσαν κι αυτοί από τους γέρους τους. Λέγαμε κι ένα Χριστός Ανέστη, δεν χάθηκε ο κόσμος. Για το Αληθώς διστάζαμε, είναι αλήθεια.
Γυρνώντας σπίτι τα σηκώναμε στα χέρια να σημαδέψουν τον σταυρό στο ανώφλι, καθένα τον δικό του. Το χεράκι έτρεμε, η φλόγα έτρεμε, έβγαινε μια μουτζούρα αντί για σταυρό, μα δεν μας ένοιαζε, εμείς σταυρό τον βλέπαμε όπως κι αν ήταν. Ύστερα πιο χαρούμενα τσουγκρίζανε τα αυγά και πιο εύκολα κατέβαινε αυτή η απαίσια μαγειρίτσα. Χρόνο το χρόνο ψήλωναν και βάραιναν, μετά δεν χρειαζόταν κι ούτε μπορούσαμε να τα σηκώσουμε στα χέρια, έφταναν από μόνα τους.
Μεγαλώνουν τα παιδιά, έτσι γίνεται συνήθως. Πέρσι δεν πήγαμε στην ανάσταση, ανάψαμε όλα τα φώτα, βγήκαμε στο μπαλκόνι και βλέπαμε τους γείτονες να περνούν στο δρόμο με τις λαμπάδες. Όμορφα ήταν κι έτσι, δώσαμε και το φιλί της αγάπης, τι άλλο θέλουμε.
Φέτος θα κάνουμε ανάσταση οι δυο μας. Δεν ξέρω αν θα πάμε στην εκκλησία. Ίσως, για να δούμε κανένα γνωστό, να πούμε μια κουβέντα, να ανταλλάξουμε μια ευχή. Σταυρό όμως πάνω από την πόρτα δεν θα κάνουμε, δεν χρειάζεται. Την τελευταία φορά που βάψαμε το σπίτι, παραλείψαμε επίτηδες το ανώφλι κι έχουνε μείνει οι παλιοί σταυροί να μας φυλάνε.
Οι σταυροί στο ανώφλι θα βαφτούνε κάποτε. Έτσι πάει η σειρά. Μετά από λίγα χρόνια κάποια άλλα παιδιά, σηκωμένα ψηλά από τα χέρια των παιδιών μας, γελώντας σκανταλιάρικα, αφού γκρινιάξουν λίγο ποιος θα είναι ο πρώτος, θα ζωγραφίσουν τους δικούς τους. Να κρατάνε το κακό έξω από το σπίτι. Να το διώχνουν μακρυά.
Μερικά ψέμματα κάνουν πιο όμορφη τη ζωή μας. Είναι κόλπα μαγικά και ξόρκια που μας κρατάνε δεμένους. Ένα κλείσιμο του ματιού στην αιωνιότητα και τη συνέχεια. Μικρά φωτάκια, σαν κεριά τη νύχτα, μικροί προσωπικοί φάροι που στις φουρτούνες σου δείχνουν το δρόμο για το δικό σου απάνεμο λιμάνι. Είτε είσαι στο παλιό καράβι είτε σε καινούργιο.
Υπέροχο κείμενο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ! :)
ΔιαγραφήΦίλε μου!
ΑπάντησηΔιαγραφή:)
ΔιαγραφήΤο ανώφλι,αναμνήσεις,χαρά και θλίψη ταυτόχρονα, νοσταλγία.
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι αγάπη :)
ΔιαγραφήΕξαιρετικό κείμενο επειδή μας αγγίζει όλους.Εύγε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ!
Διαγραφή