Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ


 
Ιδού λοιπόν, η Αγία Ειρήνη από ψηλά. Εκεί είναι η Κνωσός. Να η γέφυρα του υδραγωγείου, να το ερειπωμένο εκκλησάκι, το ποτάμι. Μα κοίτα πόσος κόσμος φέτος, μαζεύτηκε όλη η πόλη. Πάμε πιο πάνω. Από το μονοπάτι. Κοίτα. Ζευγάρια, οικογένειες, παιδιά, τραγούδια, γέλια, τραπεζομάντηλα απλωμένα κάτω από τα πλατάνια. Εκεί, δεν βλέπεις; Τώρα με τα ξαδέρφια μου θα πάμε να μαζέψουμε λουλούδια. Γρήγορα, να προλάβουμε να παίξουμε και μπάλα στα χορτάρια. Θάλασσα οι μαργαρίτες και οι παπαρούνες. Μαζεύουμε στα πανεράκια κι η μάνα μου κι οι θείες μου, βελόνα και κλωστή, φτιάχνουνε τα στεφάνια που θα κρεμάσουνε στην πόρτα. Χαρά, απόλυτη χαρά. Εμείς, οι μαργαρίτες και η μπάλα, και οι μανάδες μας με τα στεφάνια να μας βλέπουν.

Μα κοίτα τώρα, στο λοφάκι, ας ανεβούμε εκεί, να η παρέα μου, συμμαθητές μου από το γυμνάσιο, χωρίς μανάδες πια, εμείς και τα κορίτσια μας, καπνίζουμε, δίνουμε ένα κλεφτό φιλί, κυλιόμαστε στα χόρτα, και τα κορίτσια φτιάχνουν βραχιόλια και κολιέ από μαργαρίτες και τα φοράνε κι είναι τόσο όμορφα τα κορίτσια, τόσο όμορφα, να μέναμε, λέει, για πάντα εδώ. Ξαπλωμένος στα χορτάρια, το χέρι μου κρατάει ένα άλλο χέρι, κοιτάω ψηλά που θροΐζουν τα φυλλώματα, ο ήλιος με τυφλώνει, κλείνω τα μάτια.

Κλείνω τα μάτια. Κι όταν τα ανοίγω, έχει παγώσει ο κόσμος, μαυρίλα, άφαντα τα κορίτσια, τα παιδιά, οι μανάδες μας κι οι μαργαρίτες.
Είναι βαρύ το Google earth, βαρύ κι ασήκωτο ώρες ώρες, κόλλησε, κράσαρε ο υπολογιστής, με πέταξε έξω στη μαυρίλα, μόνο ο χρόνος δεν κολλάει ποτέ, όσο βαρύς κι αν είναι.

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

ΓΕΝΕΘΛΙΟΣ ΤΟΠΟΣ


Μια κριτική παρουσίαση της "Χώρας" από την Μαρία Μοίρα, στις Αναγνώσεις της Αυγής, 26/4/15.

Γενέθλιος τόπος

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΥΔΑΚΗΣ, Η χώρα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 140


Πώς αλήθεια κτίζεται η πλοκή, πώς εκμαιεύεται η συγκίνηση και πώς παρασύρεται ο αναγνώστης να περιπλανηθεί στα ψυχικά τοπία του συγγραφέα και να παραδοθεί στη δίνη των στοχασμών και των εικόνων του χωρίς αντιστάσεις και χωρίς ενδοιασμούς;
Οι ιστορίες του Μανώλη Λυδάκη είναι ξεχωριστές και παράξενες. Σύντομες και μεστές, καυστικές και ανατρεπτικές μοιάζουν άλλοτε με ευφρόσυνα όνειρα και άλλοτε με στενόχωρους εφιάλτες. Παρόλο που εκκινούν από το οικείο, το γνωστό, το καθημερινό τις περισσότερες φορές εκτρέπονται δείχνοντας την ανεστραμμένη όψη των πραγμάτων. Διολισθαίνουν στο ανορθολογικό και το παράδοξο, στο κρύφιο, το μυστικό και το ακατάληπτο καθώς μορφές και σχήματα διαλύονται σε μια ομίχλη ασάφειας και απροσδιοριστίας και τα πρόσωπα, οι χώροι και τα πράγματα χάνουν σταδιακά τα σταθερά χαρακτηριστικά τους και την καθησυχαστική όψη τους και παραμορφώνονται δυσοίωνα. Αφηγήσεις ενδιαφέρουσες με οικονομία λόγου και εκφραστικών μέσων αλλά με υποβλητική ατμόσφαιρα, οι οποίες δημιουργούν μια συναισθηματική και διανοητική εγρήγορση, μια πυρετική προσμονή στον αναγνώστη για την ανατροπή που ξέρει πως απαρέγκλιτα θα συμβεί. Χωρίς ποτέ να μοιάζουν επινοημένες για να εντυπωσιάσουν.

Η «χώρα» δεν είναι ένας υπερβατικός τόπος της φαντασίας, μια νοητική σύλληψη αλλά μια γεωγραφικά προσδιορισμένη περιοχή. Είναι ο γενέθλιος τόπος των μνημών και των αναπολήσεων, των βιωμάτων και των εμπειριών, η πόλη της παιδικής ηλικίας, των εφηβικών φαντασιώσεων, των νεανικών αγωνιών, των ενήλικων απωλειών και απωθήσεων. Ένας τόπος πραγματικός όσο και ενδόμυχος, με τομές και χάσματα που κατοικείται από την αμφιβολία, την αβεβαιότητα και την αστάθεια. Διαβρωμένος όπως και οι ψυχές των ανθρώπων από την κρίση που υποφώσκει και παραλύει αλλά δεν κατονομάζεται. Ο χώρος, ένα σταθερό πλαίσιο μέσα στο οποίο εγγράφονται τα δρώμενα, αν και αποτυπώνεται με ευκρίνεια και γνώση δεν είναι γεωμετρημένος και ορθολογικός. Συστρέφεται και αναποδογυρίζει σαν τις εικόνες-οφθαλμαπάτες του Escher που ξαφνιάζουν και αποδιοργανώνουν τις βεβαιότητες. Ένα οπτικό-δομικό παιχνίδι αντικατοπτρισμών και αλυσιδωτών μεταμορφώσεων που δημιουργεί αμηχανία και επιφυλακτικότητα διαταράσσοντας τη λογική χωρική εποπτεία.
Οι ιστορίες που διηγείται ο Μανώλης Λυδάκης, «αληθινές» μάλιστα τις χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας, αιφνιδιάζουν με την τελική έκβασή τους. Αρχίζουν απλά και ανώδυνα για να αποκαλύψουν στη συνέχεια αυτό που ελλοχεύει αγχωτικό και τρομώδες πίσω από την ατσαλάκωτη επιφάνεια των πραγμάτων. Πίσω από τα ερμητικά πρόσωπα, τα σφιγμένα χείλη, τα κλειστά σπίτια, τα καθημερινά λόγια, τις ασήμαντες σκηνές, τις πολιτισμένες αντιδράσεις, τις αξιοπρεπείς σχέσεις. Οι αφηγήσεις αν και χαρακτηρίζονται από μια μετατόπιση στη δεσπόζουσα οπτική, μια αντισυμβατικότητα στην επιλογή των χαρακτήρων και στην απόδοση των καταστάσεων, τις διακρίνει μια ξεχωριστή ευαισθησία και διορατικότητα στην αποτύπωση των αντιφάσεων και των αντινομιών της ανθρώπινης κατάστασης. Διχασμός, παράνοια, αδυναμία προσαρμογής, εγκλωβισμός σε δυστοπικές συνθήκες, ετερογένεια, μοναξιά, αναχωρητισμός, αποπροσανατολισμός. Οι ήρωες πιάνονται στο δίχτυ των εμμονών, των φοβιών, των παθών και των παραισθήσεών τους. Ακολουθούν τους ίδιους γνωστούς δρόμους, συμβουλεύονται το χάρτη, κινούνται στις ράγες της καθημερινότητας, αλλά χάνονται. Άνθρωποι χωρίς σκιά που αφήνονται να ξεθωριάσουν και να σβήσουν.  Άνθρωποι χωρίς πυξίδα που παραλύουν μπροστά σε  άυλα όρια και αόρατους λαβυρίνθους. Άνθρωποι μοναχικοί και ασυντρόφευτοι που μαραζώνουν στο περιθώριο της ζωής των άλλων. Κατοικούν σε στοιχειωμένα σπίτια, έρημους κήπους, άγνωστες ακτές, πνίγονται σε ναυάγια, παγιδεύονται σε συμβολικούς χώρους-κρύπτες του ενδόμυχου εαυτού. Έρημοι και ξένοι μέχρι το τέλος.
Ξεχωρίζω την ιστορία με τον πεθαμένο πατέρα που στην αρχή σαν αεράκι και μετά σαν ανεμοστρόβιλος έρχεται να δώσει τον τελευταίο χαιρετισμό στον αγαπημένο του γιο πριν χαθεί για πάντα από κοντά του, για την αυθεντική συγκίνηση που αναβλύζει. Ή την ιστορία με την ατίθαση γιαγιά που πεθαμένη πια αρνείται να συμβιβαστεί και να αναπαυθεί εν ειρήνη δίπλα στο σύζυγο που υπηρετούσε για εβδομήντα χρόνια και το σκάει κάθε βράδυ από τον τάφο της μέχρι να βρει τον πεθαμένο νεανικό έρωτά της και να ησυχάσει οριστικά στο πλάι του, για το μειδίαμα που χαρίζει στον αναγνώστη η αποκάλυψη ότι το χούι αυτό των μεταθανάτιων αποδράσεων έχει γίνει οικογενειακή παράδοση. Ή την ιστορία του ζευγαριού που στο νέο τους σπίτι θα βρουν στο δίπολο υπόγειο-σοφίτα από έναν χώρο καταφυγής και απόδρασης ο καθένας για να στεγάσουν το αρχείο της προηγούμενης ζωής τους. Όλο το συνονθύλευμα των ετερόκλητων αναμνήσεων από πρόσωπα, πράγματα και τόπους.
Ο συγγραφέας καρφιτσώνει πινέζες στο χάρτη της πόλης του. Ιχνηλατεί διαδρομές δίπλα στη θάλασσα, πάνω στα τείχη, μέσα στους λαβυρίνθους της παλιάς καστροπολιτείας, αλλά δεν είναι η νοσταλγία, η περιπλάνηση ή το ταξίδι που κινεί τα νήματα της αφήγησης αλλά μια εσωτερική ανάγκη να δει και να δείξει αυτό που δεν φαίνεται και δεν κατονομάζεται, αυτό που σκοτεινό και αδηφάγο κατοικεί μέσα μας και μαζί μας.
Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας 


Σάββατο 11 Απριλίου 2015

ΣΤΑΥΡΟΙ ΣΤΟ ΑΝΩΦΛΙ




Θρήσκοι, δεν ήμασταν ποτέ, ούτε εκείνη ούτε εγώ. Οι επαφές μας με την εκκλησία οι απολύτως απαραίτητες. Από Χαιρετισμούς δεν ξέρουμε, μόνο σε αποχαιρετισμούς δίνουμε το παρών: κηδείες και γάμους. Και τα παιδιά μας μια φορά τα σύραμε εκεί χωρίς να θέλουν, στα βαφτίσια τους. Κρατάμε από όλο αυτό το αφήγημα όσα βοηθούν να έρθουν πιο κοντά και να χαρούν οι άνθρωποι εδώ στη γη, τα επουράνια ας τα αναλάβουν άλλοι. Άλλου παπά ευαγγέλιο, όπως λένε.

Όμως, μια φορά το χρόνο ανελλιπώς παίρναμε τα παιδιά και πηγαίναμε στην εκκλησία, το βράδυ της Ανάστασης. Με φαναράκια στην αρχή, αργότερα λαμπάδες. Ροζ και γαλάζιες πρώτα, μετά με Μπάτμαν και κουκλίτσες, ύστερα πάλι ροζ-γαλάζιες, στο τέλος σκέτες άσπρες, δίχως κορδέλες και φιογκάκια. Εμείς πάντα άσπρες, σταθεροί.
Δίναμε και το φιλί της αγάπης, ευκαιρία γυρεύαμε, από μια ηλικία και μετά σπανίζουν οι ευκαιρίες, πρέπει να τις εκμεταλλεύεσαι πριν χαθούν εντελώς. Δεν είχε γκρίνιες, "άσε μας ρε μάνα", κι αν τους έβλεπαν οι φίλοι τους δεν έτρεχε και τίποτα, τα ίδια τραβούσαν κι αυτοί από τους γέρους τους. Λέγαμε κι ένα Χριστός Ανέστη, δεν χάθηκε ο κόσμος. Για το Αληθώς διστάζαμε, είναι αλήθεια.
Γυρνώντας σπίτι τα σηκώναμε στα χέρια να σημαδέψουν τον σταυρό στο ανώφλι, καθένα τον δικό του. Το χεράκι έτρεμε, η φλόγα έτρεμε, έβγαινε μια μουτζούρα αντί για σταυρό, μα δεν μας ένοιαζε, εμείς σταυρό τον βλέπαμε όπως κι αν ήταν. Ύστερα πιο χαρούμενα τσουγκρίζανε τα αυγά και πιο εύκολα κατέβαινε αυτή η απαίσια μαγειρίτσα. Χρόνο το χρόνο ψήλωναν και βάραιναν, μετά δεν χρειαζόταν κι ούτε μπορούσαμε να τα σηκώσουμε στα χέρια, έφταναν από μόνα τους.

Μεγαλώνουν τα παιδιά, έτσι γίνεται συνήθως. Πέρσι δεν πήγαμε στην ανάσταση, ανάψαμε όλα τα φώτα, βγήκαμε στο μπαλκόνι και βλέπαμε τους γείτονες να περνούν στο δρόμο με τις λαμπάδες. Όμορφα ήταν κι έτσι, δώσαμε και το φιλί της αγάπης, τι άλλο θέλουμε.
Φέτος θα κάνουμε ανάσταση οι δυο μας. Δεν ξέρω αν θα πάμε στην εκκλησία. Ίσως, για να δούμε κανένα γνωστό, να πούμε μια κουβέντα, να ανταλλάξουμε μια ευχή. Σταυρό όμως πάνω από την πόρτα δεν θα κάνουμε, δεν χρειάζεται. Την τελευταία φορά που βάψαμε το σπίτι, παραλείψαμε επίτηδες το ανώφλι κι έχουνε μείνει οι παλιοί σταυροί να μας φυλάνε.

Οι σταυροί στο ανώφλι θα βαφτούνε κάποτε. Έτσι πάει η σειρά. Μετά από λίγα χρόνια κάποια άλλα παιδιά, σηκωμένα ψηλά από τα χέρια των παιδιών μας, γελώντας σκανταλιάρικα, αφού γκρινιάξουν λίγο ποιος θα είναι ο πρώτος, θα ζωγραφίσουν τους δικούς τους. Να κρατάνε το κακό έξω από το σπίτι. Να το διώχνουν μακρυά.
Μερικά ψέμματα κάνουν πιο όμορφη τη ζωή μας. Είναι κόλπα μαγικά και ξόρκια που μας κρατάνε δεμένους. Ένα κλείσιμο του ματιού στην αιωνιότητα και τη συνέχεια. Μικρά φωτάκια, σαν κεριά τη νύχτα, μικροί προσωπικοί φάροι που στις φουρτούνες σου δείχνουν το δρόμο για το δικό σου απάνεμο λιμάνι. Είτε είσαι στο παλιό καράβι είτε σε καινούργιο.