Κουκουλωμένοι με κουβέρτες και υπνόσακους, κοιμόντουσαν οι επιβάτες στο κατάστρωμα. Το πλοίο έγερνε από τη μια μεριά στην άλλη κι η θάλασσα, κατάμαυρη, είχε σμίξει με τον ουρανό. Σηκώθηκε και προχώρησε με δυσκολία ως τα κάγκελα. Μόνο κάποια αστέρια φαίνονταν, οι αφροί στην πλώρη και οι ανταύγειες από τα φώτα του πλοίου, που έπλεαν στα κύματα σαν δελφίνια φτιαγμένα από πυγολαμπίδες. Έμεινε εκεί υπνωτισμένος κι αφουγκράστηκε. Όχι, δεν είχε κάνει λάθος. Πάνω από το θόρυβο των μηχανών και τον παφλασμό της θάλασσας στην πλώρη, ξεχώριζε έναν άλλο ήχο, ένα απόκοσμο μουρμουρητό, που όλο και πλησίαζε. Τα αστέρια χάνονταν μπροστά του ένα-ένα λες και τα κατάπινε η θάλασσα. Τότε, σαν να άνοιξε σε μια στιγμή η πόρτα της αβύσσου, διέκρινε καθαρά το κύμα, πιο μαύρο από τη θάλασσα και τον ουρανό, ένα πανύψηλο τοίχο από υγρό σκοτάδι που ερχόταν καταπάνω τους. Το κοίταζε με δέος και δεν μπορούσε να σαλέψει. Ψηλό ως πενήντα μέτρα, εκτείνονταν δεξιά κι αριστερά ως εκεί που έφτανε το μάτι του. Ερχότανε και μόνο αυτός από όλο το καράβι το έβλεπε.
Είχε αρχίσει να χαράζει. Στα ανατολικά ο ουρανός, εκεί που άγγιζε τη θάλασσα, ήταν ήδη πρασινογάλαζος. Κάποια αστέρια τρεμόσβηναν αναποφάσιστα. Σηκώθηκε ζαλισμένος και τύλιξε τον υπνόσακό του. Οι επιβάτες μαζεύονταν στο κατάστρωμα. Κρεμασμένοι από τα κάγκελα έψαχναν τον ορίζοντα. Έπρεπε εδώ και μια ώρα να είχε φανεί η στεριά, έλεγαν μεταξύ τους. Όμως, όπου και να κοιτούσες, έβλεπες μόνο θάλασσα.
Η Αριάδνη δίπλα του κοιμόταν ακόμα. Πιο κει μια μονόφθαλμη γύφτισσα, τυλιγμένη με κουβέρτες, βύζαινε ένα μωρό και τον κοιτούσε επίμονα καπνίζοντας το τσιγάρο της.
Άφηναν τις καμπίνες τους και στριμώχνονταν στην πλώρη. Ανήσυχοι, χτένιζαν με τα μάτια τον ορίζοντα μήπως διακρίνουν κάτι. Όταν έβρισκαν κάποιον από το πλήρωμα έπεφταν πάνω του για να ρωτήσουν. Όμως κανείς τους δεν είχε κάποια πληροφορία να τους δώσει. Μόνο ότι το στίγμα τους ήταν σωστό, η Χώρα έπρεπε να είχε φανεί μπροστά τους από ώρα.
Τότε ακούστηκε από τα μεγάφωνα η ανακοίνωση του καπετάνιου.
“Κυρίες και κύριοι επιβάτες. Σας ομιλεί ο καπετάνιος του πλοίου. Παρακαλώ, κρατήστε την ψυχραιμία σας, δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Η ρότα μας είναι κανονική. Η ταχύτητα είναι αυτή που πρέπει. Εντός ολίγου θα φθάσουμε στον προορισμό μας. Ακολουθείστε τις οδηγίες του πληρώματος”.
Το πλήρωμα δεν είχε οδηγίες για να δώσει. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ησυχάσουν. Η Χώρα δεν φαινόταν.
Σκούντηξε την Αριάδνη.
- Ξύπνα, της είπε. Κάτι συμβαίνει.
Έβγαλε το κεφάλι από τον υπνόσακο και τον κοίταξε με νυσταγμένα μάτια.
- Δεν φαίνεται να φτάνουμε.
- Δεν εξαρτάται από μένα, του απάντησε. Εγώ κοιμάμαι.
Την άφησε και προχώρησε μέσα στο πλήθος. Η ανησυχία γινόταν πανικός. Ένα ενοχλητικό βουητό ηχούσε μέσα στο κεφάλι του. Μπροστά στην πλώρη, ανεβασμένος σε ένα πάγκο, ένας ψηλός άντρας μιλούσε στον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί μπροστά του. Έφτασε με κόπο, σπρώχνοντας με τους αγκώνες, μέχρι την κουπαστή. Είδε την απέραντη θάλασσα κι ένοιωσε ξαφνικά τόσο ανίσχυρος μπροστά της που έπεσε στα γόνατα. Κανείς δεν του έδωσε σημασία. Τα μάτια τους ήταν στυλωμένα στον ορίζοντα. Ξέρασε αλμυρό νερό κι όταν συνήλθε κάπως γύρισε εκεί που ο άντρας μιλούσε ακόμα στο κοινό του.
- Ο καπετάνιος και το πλήρωμά του είναι ανίκανοι. Πρέπει να μας εξηγήσουν που μας πάνε κι όχι να κρύβονται στις καμπίνες τους. Αν συνεχίσουν να μας λένε ψέματα, αν συνεχίσουν το κρυφτό τους, θα πάμε εμείς να τους βρούμε.
Ο κόσμος συμφώνησε με φωνές και χειροκρότησε. Τότε ένας τους έδειξε κάποιον από το πλήρωμα που είχε χωθεί ανάμεσά τους. Τον περικύκλωσαν απειλητικά. Αυτός προσπάθησε να ξεφύγει, τον άρπαξαν όμως και τον έσυραν μπροστά στον ομιλητή που μάλλον είχαν χρίσει αρχηγό τους.
- Πού είναι η Χώρα; τον ρώτησε αυτός.
Και καθώς δεν έπαιρνε απάντηση, τον ξαναρώτησε.
- Ποιο είναι το σχέδιο;
Αυτή τη φορά ο αρχηγός δεν περίμενε απάντηση. Τον έπιασε από το γιακά και τον έσπρωξε μπροστά του. Ο κόσμος έκανε ένα διάδρομο και ανάμεσα σε βρισιές και κατάρες ο άτυχος ναύτης, που τώρα έκλαιγε και παρακαλούσε, σύρθηκε ως την κουπαστή. Δυο τρεις έσπευσαν να βοηθήσουν, τον σήκωσαν στα χέρια και τον πέταξαν στη θάλασσα. Μερικές γυναίκες στρίγγλισαν και τα παιδιά κοιτούσαν με ορθάνοιχτα τα μάτια και το στόμα και τα πιο μικρά έβαλαν τα κλάματα και κρύφτηκαν στην αγκαλιά των γονιών τους. Οι περισσότεροι όμως επιδοκίμασαν.
Κοίταξε γύρω του. Ήθελε να τους μιλήσει μα δεν ήξερε πώς. Τα μάτια τους γυάλιζαν. Η αδρεναλίνη συσπούσε τα πρόσωπα κι έσφιγγε τις γροθιές, βλέμματα στρέφονταν ολόγυρα ψάχνοντας στόχο να ξεσπάσουν. Απελπισία.
Γύρισε πίσω σπρώχνοντας τον κόσμο να βρει την Αριάδνη. Δεν ήτανε στη θέση της. Η γύφτισσα τον κοίταζε με το ένα μάτι της.
- Να σου πω τη μοίρα σου;
Της έτεινε το χέρι δίχως δισταγμό. Αυτή το έπιασε, το χάιδεψε απαλά και ύστερα το έστρεψε προς τη μεριά του απότομα. Η παλάμη του ήταν λεία, χωρίς γραμμές.
Το κύμα ερχόταν αδυσώπητο, ίδια η μοίρα. Ένα αρχέγονο θηρίο που κοιμόταν χίλια χρόνια στο βυθό, με τα φύκια, τους αφρούς και τους πνιγμένους του. Ερχόταν με το στόμα ορθάνοιχτο, μουγκρίζοντας.
Στα αυτιά του ηχούσε ακόμα η ενοχλητική βουή. Από τα μεγάφωνα ακούστηκε ξανά η φωνή του καπετάνιου. Έτρεμε τώρα κι έσβηνε.
“Κυρίες και κύριοι επιβάτες. Θέλουμε να σας ενημερώσουμε για την κατάσταση. Ο προορισμός μας, όπως και εσείς γνωρίζετε, δεν φαίνεται πουθενά. Δυστυχώς δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τι συμβαίνει. Κάθε επικοινωνία μας έχει χαθεί. Το πλήρωμα εξετάζει το πρόβλημα και θα βρει λύση. Παρακαλούμε μείνετε στις θέσεις σας και διατηρήστε την ψυχραιμία σας. Όποιος δεν υπακούσει στις οδηγίες του πληρώματος θα συλληφθεί”.
Ο κόσμος εξαγριώθηκε και άρχισε να ξεσπάει στο καράβι. Άρχισαν με τους πάγκους στο κατάστρωμα. Τους ξήλωσαν και τους πέταξαν στη θάλασσα. Ύστερα συνέχισαν με το εσωτερικό. Έπιπλα, τζάμια, κουκέτες κομματιάζονταν με μανία. Όσοι από το πλήρωμα δεν πρόλαβαν να κρυφτούν ρίχτηκαν κι αυτοί στα κύματα. Μια ομάδα ανέβηκε στη γέφυρα. Έπιασαν τον καπετάνιο μετά από μια σύντομη συμπλοκή κι ύστερα βάλθηκαν να καταστρέφουν τα όργανα του πλοίου με τσεκούρια από τις πυροσβεστικές εστίες. Οι μηχανές του πλοίου σταμάτησαν. Έδεσαν τον καπετάνιο στα κάγκελα, στο πιο ψηλό κατάστρωμα.
Ήτανε μεσημέρι πια. Κοίταξε το ρολόι του. Είχε σταματήσει στις πέντε και τέταρτο. Το καράβι ακυβέρνητο πήγαινε ό,που το έσπρωχναν τα κύματα. Ένοιωσε μια απέραντη κούραση.
Δεν έχει νόημα σκέφτηκε. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει νόημα.
Κόσμος δρασκελούσε το κιγκλίδωμα τώρα και βουτούσε στα νερά. Διέκρινε ανάμεσά τους την Αριάδνη κι έτρεξε προς το μέρος της. Είχε περάσει από την έξω μεριά και κρατιόταν από την κουπαστή. Το βλέμμα της ήταν θλιμμένο.
- Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, του είπε.
Άφησε τα χέρια της και έπεσε. Είδε το σώμα της να πέφτει στο νερό και να χάνεται. Κοίταξε τη θάλασσα. Παντού συντρίμμια. Σπασμένα έπιπλα, σανίδες, ρούχα, πλαστικά. Όλη η θάλασσα σπαρμένη ως πέρα με οτιδήποτε επιπλέει, τόσα που να μη βλέπεις το νερό. Είδε μια σκιά να ανεβαίνει με ταχύτητα από το βυθό κι ύστερα μια βάρκα εκτοξεύτηκε με ορμή πάνω από τα κύματα σαν να ήθελε να πετάξει κι έπειτα έπεσε ξανά με ένα δυνατό παφλασμό κι έμεινε να επιπλέει τουμπαρισμένη. Κι άλλα αντικείμενα, κάθε λογής, αναδύονταν συνέχεια από τα βάθη.
Γύρισε και είδε όλο τον κόσμο στραμμένο προς το μέρος του. Μπροστά ήταν ο αρχηγός, ο καπετάνιος και η γύφτισσα, και παραπίσω οι άλλοι. Όλοι τους ήτανε βρεγμένοι, μούσκεμα. Τα νερά έσταζαν από τα μαλλιά και τα ρούχα τους και σχημάτιζαν λίμνες στο κατάστρωμα. Κι ο ίδιος όμως ήτανε βρεγμένος κι έτρεμε.
- Δείξε τους την παλάμη σου, είπε η γύφτισσα.
Σήκωσε το χέρι του και τους το έδειξε. Τα μάτια τους δεν είχαν πια φόβο ούτε οργή, μόνο μελαγχολία και θλίψη. Υποψιάζονταν. Ήξεραν.
- Ποιο είναι το σχέδιο; ρώτησε ο αρχηγός τους.
Δεν υπήρχε σχέδιο. Ένα παιγνίδι του μυαλού, μια τελευταία ανάσα. Ύστερα πέφτει η αυλαία, σβήνουν τα φώτα, τέλος.
Μετά πήρε το λόγο ο καπετάνιος.
- Τα ρολόγια μας έχουνε σταματήσει ώρες πριν. Το ίδιο και τα όργανα του πλοίου. Και οι ψυχές μας έχουνε παγώσει. Ελευθέρωσέ μας.
Κατάλαβε τι του ζητούσαν.
- Βυθίστε το πλοίο, είπε. Πρέπει να βυθίσουμε το πλοίο.
Κατέβηκαν στο αμπάρι κατά ομάδες. Με ό,τι εργαλεία βρήκαν, τσεκούρια, λοστούς, σφυριά, οξυγόνο, χτυπούσαν τα πλευρά του πλοίου για να ανοίξουν τρύπες. Κατέβασαν τη μπουκαπόρτα κι άφησαν ανοιχτά όλα τα ανοίγματα που απομόνωναν τα στεγανά του πλοίου. Νερά έμπαιναν από παντού με ορμή.
Μαζεύτηκαν στο πάνω κατάστρωμα. Το πλοίο βούλιαζε σιγά- σιγά. Οι άνθρωποι αγκαλιασμένοι, μελαγχολικοί μα ήρεμοι, έβλεπαν τα νερά να ανεβαίνουν.
Το κύμα έσκασε στο πλοίο και το ρούφηξε με το τεράστιο στόμα του.
Βρέθηκε στη θάλασσα. Το νερό χάιδευε το δέρμα του. Η θάλασσα, ζεστή σαν μήτρα, τον καλοδεχόταν. Κατευθυνόταν στο βυθό. Λίγο μόλις κάτω από την επιφάνεια μπόρεσε να διακρίνει τη Χώρα. Στην αρχή τους λόφους της και τα Τείχη, κι ύστερα τα σπίτια και τους δρόμους. Τα σπίτια φαίνονταν διαλυμένα, στους δρόμους τα αυτοκίνητα το ένα πάνω στο άλλο. Στο λιμάνι τα καράβια είχαν γείρει και ακουμπούσαν στο βυθό.
Γύρω του κολυμπούσαν τώρα και άλλοι. Όλοι τους κατευθύνονταν στη Χώρα. Είδε κοντά του την Αριάδνη και την έπιασε από το χέρι και κατέβαιναν μαζί. Γνώρισε την παλιά του γειτονιά. Κολύμπησε προς το πατρικό του κι ευχήθηκε να τον περίμενε η μάνα του, καθισμένη στο κατώφλι της εξώπορτας, όπως παλιά.
Άραγε, μπορεί να δακρύσει κανείς μέσα στη θάλασσα; αναρωτήθηκε.