Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΑΡΤΑ


Μια ζωή άμυνα έπαιζα. Οπισθοφυλακή. Καμιά πρωτοβουλία στο γήπεδο, μόνο έτρεχα λαχανιασμένος πίσω από τους αντίπαλους. Είχαν αυτοί τον πρώτο λόγο. Κι ήταν συχνά πιο γρήγοροι από μένα κι όπως περνούσαν σαν αέρας δίπλα μου, έμοιαζα κάπως σαν να κυνηγώ ανεμόμυλους. Έμοιαζε τόσο ρομαντική η προσπάθειά μου τότε, τόσο μάταιη! Έβλεπαν βέβαια όλοι τον ιδρώτα μου που είχε μουσκέψει τη φανέλα κι όταν έχανα τον αντίπαλο κι έτρωγα μπρούμυτα γρασίδι χειροκροτούσαν μεγαλόκαρδα το φιάσκο μου. Καλή η προσπάθεια, έλεγαν. Φιλότιμος ο παίχτης, θα πάει μπροστά. Και με ξεχνούσαν γρήγορα.
Καμιά φορά αναγκαζόμουνα να χρησιμοποιήσω βία, το ομολογώ. Μα μόνο όταν δεν είχα άλλο τρόπο να αμυνθώ απέναντι στην αδικία. Γιατί είναι αδικία να σου έχουν βάλει αντίπαλο έναν Μέσι. Και να έχει ο διαιτητής τα μάτια δεκατέσσερα μήπως και τον αγγίξεις. Θα σου τον κανονίσω εγώ, λοιπόν, τον παιχταρά που κάνει επίδειξη δεξιοτεχνίας στην πλάτη μου. Και πάρτον κάτω τον γελοίο, τον άκρως εξειδικευμένο και προβλέψιμο. Που αντί για παιχνίδι να το ευχαριστηθούμε, ανταγωνιστικός και αυθεντία, μου έχει κηρύξει πόλεμο και το γλεντάει. Του έσπαγα τα νεύρα πρώτα. Έχεις διαβάσει εσύ Ντεμπόρ; τον ρώταγα κρυφά.  Τα χειρόγραφα του '44; Ο χρόνος είναι γραμμικός; Ποια η διαφορά του καθ' εαυτό από το δι' εαυτό; Ποιο είναι το πρώτο συγκρότημα του Κέιβ; Ξέρεις πρέφα; Χτύπημα κάτω από τη μέση, ναι. Εκεί με έφτανε η αγανάκτηση. Και μου έδειχναν κόκκινη κάρτα για αντιαθλητικό παιχνίδι κι έφευγα με σκυφτό κεφάλι. Οι μετριοπαθείς με βρίζανε και μου πετούσαν αναπτήρες. Και πάλι με ξεχνούσαν.

Πριν κάμποσο καιρό, ξύπνησα μέσα στη νύχτα και τα σκεφτόμουνα όλα αυτά. Άγρυπνος έμεινα. Δεν έχω μέλλον έτσι, δεν έχω προοπτική, η θέση αυτή δεν μου ταιριάζει. Οι αμυντικοί μένουνε στην αφάνεια, λησμονούνται. Εγώ, πρέπει να ξεδιπλώσω τo ταλέντo μου. Να δείξω την αξία μου. Έτσι αποφάσισα να αλλάξω θέση. Φουλ επιθετικός, αυτό πρέπει να γίνω.
Θα αλωνίζω στην αντίπαλη περιοχή με ύφος. Θα μελετώ τα αδύνατα σημεία των αμυντικών. Θα τριγυρνάω πέρα δώθε ανάμεσά τους, άνετος, χωρίς απώτερο σκοπό, μόνο και μόνο για να τους μπερδέψω. Μια ντρίπλα εδώ, μια φάση χωρίς νόημα εκεί, λιγάκι θέατρο, ένα αστείο. Ένα ανάποδο ψαλίδι, μια αθώα τούμπα στη μικρή περιοχή. Ένα λογοπαίγνιο, ένα κλείσιμο του ματιού στην κερκίδα. Σαν παίχτη-τυχοδιώκτη του παλιού καιρού με φανταζόμουν, μποέμ κι αριστοκράτη, κλόουν και μούτρο του υποκόσμου.
Και θα είμαι εγώ, χωρίς καν να το επιδιώξω, ο κίνδυνος. Θα τρέχουν πίσω μου να με προλάβουν, δικό τους θα είναι το άγχος. Εγώ δεν θα ρισκάρω τίποτα. Τι κι αν σημαδεύω τα περιστέρια; Εντάξει, άουτ, δεν φταίω εγώ, η ατυχία, τα φάλτσα, ο αέρας, ο γκολκήπερ, ο διαιτητής. Οι περιστάσεις.
Μπορεί μέχρι κι επίτηδες να χάνω γκολ με το τσουβάλι. Είναι κι αυτός ένας ωραίος τρόπος να αποκτήσεις φήμη. Γιατί έχει όσο να 'ναι τη γοητεία του να είσαι ο χασογκόλης, ένας λούζερ, που δεν μπορεί να αξιοποιήσει το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του γιατί τον κυνηγάει η μοίρα και η στατιστική. Έχει και η αυτοκαταστροφή πλεονεκτήματα.
Αυτά σκεφτόμουνα εκείνη τη νύχτα.

Θα αλλάξω θέση, περνάω επίθεση, δήλωσα πρωί πρωί στην καλή μου.
Είσαι καλά; με ρώτησε αυτή και με κοιτούσε ανήσυχη. Και μου έφερε μια καρέκλα να καθίσω.
Δεν έμεινα να ακούσω τις αντιρρήσεις της, έφυγα αμέσως, πήγα να το ανακοινώσω στην ομάδα.

Έπαθα σοκ. Το γήπεδο γεμάτο αγριόχορτα, στα αποδυτήρια σπασμένα τζάμια και τα ντουλάπια χάσκανε άδεια. Σώβρακα, κάλτσες και φανέλες πεταμένα κάτω, κάτι παπούτσια τρύπια.
Στην πόρτα φάνηκε ο προπονητής. Με κοίταξε με απορία.
Τι θες εσύ εδώ; με ρώτησε. Και του ανακοίνωσα με επίσημο ύφος την απόφασή μου.
Κάπως αργά δεν το αποφάσισες; Διαλύθηκε η ομάδα, πάει. Ό,τι έπαιξες, έπαιξες. Έχουνε φύγει όλα τα παιδιά, πήρε το δρόμο του ο καθένας. Φτιάξανε σπίτι κι οικογένεια, δεν έχουνε καιρό για σοφιστείες και ντρίπλες. Κι εγώ ένα φάντασμα είμαι.
Και χάθηκε,έγινε καπνός.

Έφυγα απογοητευμένος με το κεφάλι κάτω. Στη δίπλα αλάνα κάτι παιδιά είχαν στήσει  τις σχολικές τους τσάντες για δοκάρια κι έπαιζαν δίτερμα. Πλησίασα δειλά και τους ζήτησα να με παίξουν, είμαι επιθετικός, τους δήλωσα, αλλά μου ξέκοψαν πως δεν υπήρχε θέση. Και με κοιτούσανε καχύποπτα.
Γύρισα σπίτι κι έβγαλα τα αθλητικά μου και δεν τα ξαναφόρεσα. Πιάνω τη μπάλα πότε πότε και ρίχνω κάνα σουτάκι στο σαλόνι. Μόνο τις νύχτες όμως κι όσο μπορώ αθόρυβα, στο φως του φεγγαριού, γιατί η γυναίκα μου γκρινιάζει πως λερώνω τους τοίχους και σπάω τα βάζα.
Κάπως έτσι έληξε άδοξα, πριν καν αρχίσει, η καριέρα ενός πολλά υποσχόμενου ταλέντου.

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ



Παρακαλώ, οι υπεύθυνοι ας προσέξουν πού χωροθετούν τους φάρους. Υπάρχουν κάποιοι καπετάνιοι, βαρύθυμοι κι αμίλητοι συνήθως, που τους ελκύει το φως σαν νυχτοπεταλούδες.
    Είχα γνωρίσει έναν τέτοιο κάποτε. Ήταν υπαίτιος τεσσάρων ναυαγίων. Παροπλισμένος πια σαν τα καράβια του, κατέληξε να μπεκροπίνει στο λιμάνι. Φορούσε πάντοτε μαύρα γυαλιά. Ανώφελα, η ζημιά είχε γίνει.
    Στις επετείους των ναυαγίων του μου διηγούνταν, με διαφορετικές κάθε φορά λεπτομέρειες, τις ιστορίες του και δάκρυζε. Άνοιγε τότε την ομπρέλα του που ήταν γυρισμένη ανάποδα και τα δάκρυα γλιστρούσαν πάνω της και ανέβαιναν στον ουρανό κι έφτιαχναν μαύρα σύννεφα.
  Σημειώστε αυτή τη λεπτομέρεια, παρακαλώ, συμπαθείς βιοτέχνες. Έτσι θα έπρεπε να κατασκευάζονται οι ομπρέλες των ευαίσθητων ψυχών. Να μην κυλούν τα δάκρυά τους στα δικά μας μάτια.

Τον είχα χάσει για καιρό. Όταν τον ξανάδα, φαινόταν καταβεβλημένος. Αναρωτήθηκα για την αιτία.
    Οι  γυναίκες, μου είπε. Οι γυναίκες είναι φάροι.
    Το ήξερα αυτό, είχε δίκιο, αν και ποτέ δεν το είχα σκεφθεί με αυτές τις λέξεις. Αυτός ήταν ο λόγος που μπεκρόπινα κι εγώ μαζί του.

Η κατάστασή του χειροτέρεψε. Μια μέρα άρχισε να κατεβαίνει μια σκάλα. Η σκάλα αυτή δεν υπήρχε πριν, τα σκαλοπάτια της φτιάχνονταν καθώς τα κατέβαινε. Του φώναξα, δεν με άκουγε. Τον κοίταζα μέχρι που χάθηκε και το χώμα, ελαφρύ, έκλεισε πίσω του.
    Παρακαλώ, ας μεριμνήσουν οι αρχιτέκτονες, τις σκάλες να τις σχεδιάζουν έτσι που μόνο να ανεβαίνουν. Η κάθοδος διεγείρει άσχημες σκέψεις, ιδίως σε άτομα βαρύθυμα κι αμίλητα.
    Αν αρχίσεις να τις κατεβαίνεις μπορεί να μη σταματήσεις ποτέ.

Και οι συγγραφείς, κι αυτοί παρακαλώ, ας προσέχουν. Αν, επιθυμώντας ίσως να ξορκίσουν την καταθλιπτική πραγματικότητα, υποκύψουν στον πειρασμό να γράφουν τέτοια κείμενα, σύντομα δεν θα έχουν πλέον αναγνώστες.


Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Η ΧΑΡΟΥΠΙΑ



Αυτή είναι μια αληθινή ιστορία. Όπως εξάλλου κι όλες οι άλλες που σας έχω διηγηθεί. Κι ας ξέρω πως εσείς δεν με πιστεύετε και κοροϊδεύετε πίσω απ' την πλάτη μου. Θα σας μιλήσω για το πρώτο δέντρο που είδα στη ζωή μου.

Τη μάνα μου η πεθερά της, η πανόγλα, δεν την ήθελε. Γιατί ήταν λέει μια χωριάτα ανάξια του γιου της. Συχνά πυκνά την έδιωχνε από το σπίτι κι έφευγε αυτή να πάει στους δικούς της. Σε μια απ' αυτές της τις φυγές ήταν που γέννησε εμένα. Στο σπίτι, στο χωριό. Ούτε γιατροί, ούτε τίποτα. Με τη βοήθεια της άλλης μου γιαγιάς που ήξερε από γέννες, έξι δικές της είχε κάνει.
Γι' αυτό λοιπόν το ξέρω σίγουρα, το πρώτο δέντρο που είδα στη ζωή μου είναι εκείνη η χαρουπιά. Η χαρουπιά που είναι φυτρωμένη απέναντι από το σπίτι μας. Ανοίγεις την πόρτα και στέκει εκεί μπροστά και σε κοιτάζει. Δεν βλέπεις τίποτε άλλο. Κρύβει τον ήλιο με τη φυλλωσιά της το πρωί και ρίχνει στους τοίχους τη σκιά της. Υπεραιωνόβια σίγουρα, με μια μεγάλη σκοτεινή κουφάλα στον κορμό της, φωλιά απαίσιων όντων. Όταν φυσάει, τα φύλλα της θροΐζουν χαμηλόφωνα ιστορίες. Θυμάμαι ακόμα κάποιες.

Εκεί, κάτω από τη πυκνή σκιά της, πέρναγα ατέλειωτες ώρες παίζοντας μόνος μου. Έστηνα αυτί όταν μου μιλούσε, την άφηνα να με αγκαλιάζει με τα κλαριά της, να με χαϊδεύει με τα φύλλα της, μασούλαγα ευχαριστημένος τα χαρούπια που μου πρόσφερε. Μόνο η κουφάλα της με τρόμαζε. Δέος μου προκαλούσε. Γιατί μου έμοιαζε τότε με τεράστιο στόμα.

Μονάχος ήμουν, ένα βράδυ, καλοκαίρι. Δεν φύσαγε αεράκι, δεν έλεγε ιστορίες το δέντρο. Καθόμουνα ακουμπισμένος στον κορμό του. Με το κοντό παντελονάκι μου κι ένα άσπρο φανελάκι αμάνικο που στην αριστερή τιράντα του είχε καρφιτσώσει η μάνα μου ένα φυλαχτό. Σήκωνα τα μάτια ψηλά κι έβλεπα στα κλαριά του τα ποντίκια που τρέχανε αλαφιασμένα, τα χαμήλωνα κι έβλεπα τις σαύρες να περνούν ανάμεσα στα πόδια μου. Σκορπιοί κι αράχνες και σαρανταποδαρούσες χαρχάλευαν μέσα στην κουφάλα. Κάτι άκουσα από εκεί μέσα τότε, σαν κάποιος να με φώναζε. Σηκώθηκα κι έσκυψα να δω, μαύρο σκοτάδι. Έσκυψα κι άλλο, βάρυνα κι έπεσα μέσα. Έπεφτα, έπεφτα, ώσπου...

Όλο και πιο συχνά βλέπω τέτοια όνειρα. Γαλήνια όμως. Πως πέφτω μέσα στην κουφάλα και λουφάζω, παίρνω τη στάση του έμβρυου και κοιμάμαι. Ήσυχος, δίχως έγνοιες.

Με είχανε για χαμένο. Αφού είχαν βγει και ψάχνανε τρεις νύχτες στα βουνά με τις λάμπες  και τα λουξ, μήπως κάπου γκρεμίστηκα, απελπίστηκαν και με άφησαν στην τύχη μου. Με είχαν πάρει εβραίοι ή γύφτοι, αποφάσισαν. Κι ας είδε κάποιος, λέει, όταν κοιτάζοντας με το φακό του μέσα στην κουφάλα έλαμψε η παραμάνα, εκείνο το φυλαχτό, σκαλωμένο στο στόμα μιας μεγάλης σαύρας. Που γλίστρησε μετά και χάθηκε στα βάθη.
Πέρασε ο καιρός, πέρασαν οι άνθρωποι. Οι γέροι πέθαναν, άλλοι γεννήθηκαν. Μετά από χρόνια, με βρήκαν ένα πρωί να κοιμάμαι γυμνός στη ρίζα της χαρουπιάς. Να σφίγγω στο χέρι μου το φυλαχτό.
Κανείς δεν πίστεψε πού ήμουν. Δεν τους κατηγορώ για αυτό. Ούτε κι εγώ θυμάμαι τι έζησα εκεί μέσα. Τι ονειρεύτηκα. Σκόρπια τοπία μόνο, κάποια πρόσωπα, ήχους. Όμως, από τότε...Αλλά ας τα αφήσουμε αυτά για άλλη φορά.

Και συμπαθάτε με αν σας μιλάω για τη χαρουπιά λες και υπάρχει ακόμα. Μα μου είναι τόσο δυνατή η εικόνα της που παρασύρομαι.
Την τελευταία φορά που πήγα στο χωριό μου, μόλις την είχαν κόψει. Κοιτόταν πεθαμένη, άψυχη στο χωράφι, σκόρπια στις λάσπες τα χαρούπια της, τα φύλλα της έχαναν κιόλας τη λάμψη τους. Από μακρυά οι ελιές περίλυπες κοιτούσαν. Στους άσπρους τοίχους του σπιτιού τα σαμιαμίθια λιάζονταν. Στη θέση της είχε απομείνει μόνο ένα άθλιο κούτσουρο και οι ρίζες, που έσκαβαν οι εργάτες με τα κομπρεσέρ για να τα βγάλουνε κι αυτά να τα πετάξουν. Να διαπλατύνουνε το δρόμο. Λες κι είχε πήξει από αυτοκίνητα η ερημιά.
Στις ρίζες της ανάμεσα είδα να φυτρώνει ένα βλασταράκι. Το έβγαλα προσεκτικά, με τις μικρές του άσπρες ρίζες, το πήρα μαζί μου και το φύτεψα στον κήπο μου. Το πότιζα και το περιποιόμουνα πολύ καιρό, με αγάπη.

Θα περιμένετε ίσως να σας πω ότι η χαρουπιά έπιασε και θέριεψε, ρίχνει τη σκιά της τώρα στο καινούργιο σπίτι, τα φύλλα της θροΐζουν στο αεράκι, ποντίκια ροβολάνε στα κλαριά της και η κουφάλα της που χάσκει σαν αιδοίο με περιμένει. Να πέσω μέσα της και να χαθώ για χρόνια. Κι έτσι το πρώτο δέντρο που είδα στη ζωή μου να γίνει κάπως και το τελευταίο. Ωραία να κλείσει ο κύκλος.
Όχι, λοιπόν. Σας είπα, αυτή είναι μια αληθινή ιστορία, αυτά που σκέφτεστε γίνονται μόνο στα παραμύθια ή στη φτηνή λογοτεχνία.
Ξεράθηκε η χαρουπιά, δεν έπιασε. Στα σκουπίδια την πέταξα.
Μαζί της πέταξα εκείνο το φυλαχτό. Ας με συγχωρέσει η μάνα μου εκεί που βρίσκεται, σε τίποτα δεν βοήθησε όλα αυτά τα χρόνια. Τέλος.