Για ένα πράγμα ήταν σίγουρος ο Μήτσος: πως κάτι τρέχει με τους Επιβάτες.
Όταν έριξε μαύρη πέτρα πίσω του, στις ελιές και τα χωράφια των γονιών του, και κατέβηκε στη Χώρα, έμεινε για ένα διάστημα στον ξάδερφό του τον Αντώνη. Του παραχώρησε ένα δωμάτιο στην αυλή αυτός, του έδωσε κι ένα κουζινάκι για να μαγειρεύει. Για αρχή καλά ήταν. Αποφασισμένος να μην ξαναπατήσει στον άθλιο ξερότοπο που γεννήθηκε, να αρχίσει μια καινούργια ζωή στη Χώρα, περπάταγε κάθε πρωί δέκα λεπτά ως την αφετηρία κι έπαιρνε το λεωφορείο για το κέντρο. Από εκεί περπάταγε ξανά ένα δεκάλεπτο ως την πιάτσα όπου πολλοί άλλοι σαν κι αυτόν περίμεναν από τα ξημερώματα για να πετύχουν κανένα μεροκάματο. Λόγω της κρίσης όμως η οικοδομή είχε πέσει και οι δουλειές σπάνιζαν κι έτσι, όταν το κομπόδεμά του τέλειωσε, συχνά αναγκαζόταν να γυρεύει δανεικά ή ακόμα κι ένα πιάτο φαΐ από τον ξάδερφο.
Στο λεωφορείο άραζε στα τελευταία καθίσματα κι όπως η διαδρομή ήταν μακριά, απασχολιόταν να παρατηρεί τους επιβάτες. Ανεβοκατέβαιναν αυτοί από στάση σε στάση, ιδροκοπώντας κι απασχολημένοι ποιος ξέρει με τι δικά τους σώψυχα, σκοτούρες κι έγνοιες. Λες και κουβάλαγαν στους ώμους ένα πελώριο φορτίο, ήταν σκυφτοί από το βάρος. Μια μόνιμη έκφραση θυμού τους ζάρωνε τα φρύδια κι έσκαγαν από το κακό τους όταν τους άγγιζε ο ώμος κάποιου άλλου, έτοιμοι όπως ήταν να κλατάρουν από το δικό τους αφόρητο μερτικό ζωής. Συχνά καυγάδιζαν για ψύλλου πήδημα, βριζόντουσαν μέσα απ' τα δόντια, έφτυναν λέξεις μίσους στα μούτρα αυτού που, σπρώχνοντας, πρόλαβε και τους άρπαξε τη θέση.
Όταν ο κόσμος ήταν λίγος καθόντουσαν μακριά ο ένας απ' τον άλλο, αφήνοντας ανάμεσά τους κενά καθίσματα. Αυτή η απόσταση ήτανε η νεκρή ζώνη που προστάτευε τους αντιπάλους από τυχαίες αψιμαχίες που μπορεί να έφερναν πόλεμο. Κάθε επαφή ήταν δυσάρεστη κι εγκυμονούσε κίνδυνο για αυτούς τους αποτρελαμένους κατάδικους. Τα νεύρα ήταν τεντωμένα, μια σπίθα αρκούσε να τινάξει αυτή τη μπαρουταποθήκη με ρόδες στον αέρα. Ο οδηγός ήταν κι αυτός στο κόλπο. Κάπνιζε το τσιγάρο του και απρόσιτος πίσω από τα μαύρα του γυαλιά επιθεωρούσε αυτό το πλήθος των αγρίων. Κανείς δεν τολμούσε να του μιλήσει γιατί είχε έτοιμη στα χείλη την πιο αρμόζουσα για την περίσταση προσβολή. Καμιά φορά τσιγκλούσε ο ίδιος το κοπάδι του παρατηρώντας κάποιον επιβάτη που δήθεν του έκρυβε τη θέα από τον καθρέφτη ή δεν προχώραγε στον διάδρομο όπως πρέπει. Αν τόλμαγε κανείς να αντιδράσει, μπορούσε εύκολα να βρεθεί στο δρόμο.
Ο Μήτσος τα παρατηρούσε αυτά με απορία. Οι άνθρωποι αυτοί, αυτά τα όντα με το νυσταγμένο βλέμμα, στριμώχνονταν μαζί κάθε πρωί ανεξαιρέτως, μερικοί από αυτούς σίγουρα έπαιρναν το ίδιο λεωφορείο για χρόνια. Οι μυρωδιές τους είχαν σμίξει πια, μύριζαν όλοι το ίδιο, κάτι από σκόρδο, αλκοόλ και αποσμητικό, και είχαν φτάσει να μοιάζουν μεταξύ τους όπως ο σκύλος με τα χρόνια μοιάζει στον αφέντη του. Κι όμως έκαναν σαν να μην είχαν ξαναδεί ο ένας τον άλλο.
Κάποιες στιγμές, ελάχιστες είναι η αλήθεια, τους έβλεπε με συμπάθεια. Τους κοίταζε, αγουροξυπνημένους, το σώμα γυρτό από την κούραση και το βλέμμα απλανές να γυρνάει ακόμα στα μισοτελειωμένα όνειρα, και τους λυπόταν. Πίσω από τα μάτια που έκλειναν από τη νύστα έβλεπε να αναδεύονται στο στιγμιαίο πέταγμα των βλεφάρων κόσμοι ολόκληροι από ματαιώσεις, προσβολές και ταπεινώσεις. Και λίγη ελπίδα ίσως, που εξαντλούνταν μέχρι τέλους στα λαχεία ή στον ιππόδρομο. Μα η συμπάθεια αυτή έσβηνε γρήγορα γιατί ένοιωθε κάτι τρομακτικό να αναδύεται στο λεωφορείο. Τότε του άρεσε να φαντάζεται πως οι επιβάτες έσμιγαν και γίνονταν μια ενιαία μάζα γλοιώδης που κυρίευε αργά το χώρο κι έσταζε από τα καθίσματα.
Για μέρες τον απασχολούσε αυτό το θέμα, ακόμα κι όταν γύρναγε στο σπίτι. Άραγε στην υπόλοιπη ζωή τους φέρονταν φυσιολογικά ή τους είχε αυτή η μετάλλαξη διαβρώσει ως το μεδούλι; Μπορούσαν μήπως να ανταλλάξουν μια κουβέντα; Η επιθυμία του να μάθει τι συνέβαινε μέσα σε αυτά τα αμίλητα κεφάλια ήταν μεγάλη, του έγινε έμμονη ιδέα. Κι έτσι ανεβαίνοντας στο λεωφορείο, μια μέρα, μάζεψε όλο το κουράγιο του και χαμογέλασε στον πρώτο που είδε μπροστά του. Τον ήξερε άλλωστε αυτόν, τον είχε βγάλει Χθεσινό, καθώς κάθε πρωί στη θέση του είχε μαζί του ανελλιπώς και διάβαζε τη χθεσινή εφημερίδα. “Καλημέρα σας”, του είπε. “Πως είστε;” Αυτός έμεινε άναυδος για μια στιγμή κι αμέσως ξαναγύρισε στο διάβασμά του, με μια έκφραση που σαν να έλεγε “τι μαλάκας!”. Οι υπόλοιποι επιβάτες γύρισαν και τον κοίταξαν κι αυτοί κατάπληκτοι. Τι φρούτο είναι πάλι αυτό; σαν να 'λεγαν. Δυο τρεις κάτι μουρμούρισαν, άλλοι στράφηκαν στο παράθυρο σηκώνοντας τα φρύδια. Αυτός δεν πτοήθηκε, κάθε άλλο. Στήθηκε στη μεσαία πόρτα, κι όποτε έμπαινε κάποιος “γνωστός” τον καλημέριζε με κέφι. Οι επιβάτες κοιτάζονταν κουνώντας το κεφάλι. Ένα σούσουρο απλώθηκε σιγά σιγά σε όλο το λεωφορείο μα αυτό αντί να τον συγκρατήσει τον τσίγκλαγε ακόμα περισσότερο.
Όταν κατέβηκε στη στάση του, ένοιωθε όλα τα μάτια καρφωμένα πάνω του. Γύρισε και τους είδε. Είχαν μαζευτεί όλοι τους στη μια μεριά του λεωφορείου και τον κοιτούσαν. Η πόρτα του οδηγού ήταν ανοικτή ακόμα, κι ο οδηγός σαν μύγα με τα μαύρα του γυαλιά κάτι ψιθύριζε. Τον είχε σίγουρα αιφνιδιάσει κι έσκαγε που δεν μπόρεσε να βρει κάτι αρκετά προσβλητικό να του πετάξει. 'Όσοι είχαν κατεβεί μαζί του στέκονταν κι αυτοί και περίμεναν στραμμένοι προς το μέρος του. Μια απειλή πλανιόταν στον αέρα κι ανατρίχιασε μα ένοιωθε χαρούμενος που κάπως τους είχε ξεκουνήσει.
Το βράδυ που διηγήθηκε στον ξάδερφό του τα καθέκαστα, αυτός τον κτύπησε στον ώμο. “Ξάδερφε, είσαι καινούργιος. Πού θα πάει, θα συνηθίσεις”, του είπε με νόημα.
Το άλλο πρωί ξεκίνησε κάπως αργά. Τον είχε εξαντλήσει η πείνα καθώς είχε ντραπεί να φάει πάλι στου ξαδέρφου. Στην αφετηρία η στάση ήταν γεμάτη. Οι επιβάτες κάτι κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους, πράγμα ασφαλώς πρωτόγνωρο και απίστευτο για αυτούς, μα όταν τον είδαν σταμάτησαν αμέσως την κουβέντα και στράφηκαν όλοι προς το μέρος του. Τα μάτια τους κάπως σαν να ήταν κίτρινα του φάνηκε, πώς και δεν το είχε προσέξει πριν. Στέκονταν εκεί ακίνητοι και απειλητικοί, και δεν σταμάτησαν να τον κοιτάζουν ούτε όταν τους πλησίασε και στήθηκε στην ουρά. Δεν κατέβασε το βλέμμα του, τους παρατήρησε κι αυτός με τη σειρά του έναν ένα. Ήταν εκεί όλοι τους, σήμερα είχε απαρτία. Ο Χοντρός, ο Ωραίος, η Στρίγγλα, ο Βόθρος, ο Γαϊδούρης, ο Χθεσινός. Σε όλους είχε βγάλει παρατσούκλια, τόσο καλά τους είχε μάθει πια.
Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει. Μόλις τον είδαν να έρχεται, όμως, είχαν αραιώσει κι ο τελευταίος, ο Χοντρός, είχε απλώσει ένα απροσπέλαστο φράχτη με το τεράστιο σώμα του. Όπως αυτός στεκόταν στο τέλος της ουράς, έξω από το στέγαστρο, ήταν εκτεθειμένος στη βροχή κι όταν ήλθε το λεωφορείο είχε πια γίνει μούσκεμα. Όταν με τα πολλά έφτασε στην πόρτα τελευταίος πίσω από τον κόσμο, που σίγουρα επίτηδες αργοπορούσε, κι έκανε να ανέβει, ο οδηγός πάτησε το κουμπί και του έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα. Έμεινε εκεί να τον κοιτάει για λίγο καθώς αυτός κτυπούσε με το χέρι του το τζάμι κι ύστερα αργά και σαδιστικά ξεκίνησε.
Έτρεξε πίσω από το λεωφορείο πηδώντας πάνω από σακούλες σκουπιδιών και ζαρντινιέρες και δυο αδέσποτα τον πήραν το κατόπι. Δυο τρεις φορές κουτρουβάλησε αλλά δεν το έβαλε κάτω. Το πρόλαβε στην πρώτη στάση και όπως άνοιξε η πίσω πόρτα για να ανέβει κάποιος, χώθηκε πίσω του κι αυτός αλαφιασμένος. Όσοι από τους “γνωστούς” ήτανε κοντά εκεί στο πίσω μέρος μόλις τον είδαν ξεφύσησαν θυμωμένοι. Ένα απειλητικό σούσουρο απλώθηκε ξανά σε όλο το λεωφορείο. Μα αυτός ήτανε έξαλλος με τον οδηγό κι ήθελε να του πει δυο λόγια. Πήρε βαθιές ανάσες να συνέλθει κι ύστερα βάλθηκε να προχωράει προς τα εμπρός με δυσκολία. Οι θέσεις όλες ήτανε πιασμένες κι ο κόσμος στριμωχνόταν στο διάδρομο. Το πρώτο κτύπημα ήρθε νωρίς νωρίς. Ένα χέρι, καθώς κρατούσε τη χειρολαβή, στράφηκε απότομα κι η αγκωνιά τον βρήκε στη μύτη. Έτσι εξαντλημένος που ήταν παραπάτησε κι έπεσε πάνω σε έναν άλλο. Μια ύπουλη μπουνιά τον βρήκε τότε στα πλευρά. Ακολούθησαν βροχή τα κτυπήματα, κρυφά, συγκρατημένα, συνετά, αρκετά όμως για να τον κάνουν να τα χάσει. Τον πάταγαν με τα τακούνια τους στα πόδια, ομπρέλες χώνονταν στο στομάχι του, τον κλότσαγαν στο καλάμι. Έτσι παραδέρνοντας μέσα σε ψιθύρους και αποδοκιμασίες που όλο κι εντείνονταν -πρεζόνι! χωριάτη! αλήτη! - έφτασε μπροστά. Τότε, μια επιδέξια τρικλοποδιά τον σώριασε στα πόδια του οδηγού. Αυτός σταμάτησε το λεωφορείο, άνοιξε την πόρτα και πιάνοντάς τον απ' το σβέρκο τον έσπρωξε έξω αμίλητος. Έμεινε καθισμένος στο πεζοδρόμιο να συνέλθει και τα αδέσποτα που είχαν ακολουθήσει το λεωφορείο γύρναγαν γύρω του κουνώντας την ουρά.
Γύρισε σπίτι εξαντλημένος κι έπεσε στο κρεβάτι. Ο ξάδερφος, που είχε ρεπό εκείνη την ημέρα, όταν τον είδε σ' αυτό το χάλι του έφερε λίγο γάλα και ψωμί. Έφαγε και συνήλθε κάπως, κι ύστερα, μέσα σε μια έξαψη που ολοένα φούντωνε, διηγήθηκε την ιστορία του. Ο Αντώνης δεν τον πίστεψε. “Ιδέα σου είναι, Μήτσο. Μόνος σου χτύπησες έτσι που ήσουν ζαλισμένος και παραπατούσες”. Βάλθηκαν όλοι τους λοιπόν να τον τρελάνουν; Μα δεν τους είχε δει κι αυτός στα λεωφορεία; Χαμπάρι πια δεν είχε πάρει; Κι ύστερα του ήλθε μια φοβερή ιδέα. Μην ήτανε κι αυτός στο κόλπο; Σίγουρα ήταν. Τόσα χρόνια στη Χώρα δεν μπορεί, ήταν αδύνατο, να μην είχε ψυλλιαστεί κι αυτός πως κάτι τρέχει με τους Επιβάτες.
Έκανε πως ησύχασε και πως συμφώνησε μαζί του. Τρεις μέρες έμεινε στο σπίτι άρρωστος με πυρετό. Στο διάστημα αυτό ο ξάδερφος δοκίμασε κάμποσες φορές να τον ξαναρωτήσει, αυτός όμως επιδέξια άλλαζε θέμα.
Την τέταρτη μέρα το πρωί σηκώθηκε όπως πριν και περπάτησε ως την αφετηρία. Το λεωφορείο ήταν εκεί. Πίσω από τα τζάμια οι Επιβάτες τον κοιτούσαν. Είχαν σκουπίσει με τις παλάμες τους τα τζάμια τα θαμπωμένα από τα χνώτα τους και τον παρατηρούσαν με τα κατακίτρινα μάτια τους. Μπροστά στο λεωφορείο δίστασε κι ύστερα αποφασιστικά προχώρησε στη μπροστινή πόρτα κι ανέβηκε. Ο οδηγός του έριξε μια δήθεν αδιάφορη ματιά πίσω από τα μαύρα γυαλιά του. Δεν του είπε τίποτα. Προχώρησε αποφασιστικά και κάθισε σε μια άδεια θέση αφού ανταπόδωσε προκλητικά ένα γύρο τα βλέμματα των Επιβατών. Γείρανε τότε αυτοί στο πλάι κι έκαναν πως κοιτούν απ' τα παράθυρα ενώ, ήταν σίγουρος, τον παρακολουθούσαν με την άκρη του ματιού τους. Το ένοιωθε, ήταν έτοιμοι να του ριχτούν, περίμεναν απλώς την ευκαιρία. Αυτοί οι μεταλλαγμένοι που θα μπορούσαν να ξεράσουν απλά και μόνο στην ιδέα μιας τόσο δα επαφής ανάμεσά τους, ήταν δεμένοι στην πραγματικότητα με ένα φριχτό δεσμό αλληλεγγύης. Να επικοινωνούσαν άραγε τηλεπαθητικά; Διόλου περίεργο. Το μίσος που τους ένωνε ήταν πηχτό σαν ζελατίνα, κολλούσε πάνω του σαν γλίτσα. Κύματα απέχθειας έρχονταν και τον χάιδευαν απανωτά. Ανατρίχιασε. Μια γλυκιά αποχαύνωση τον τύλιξε κι είχε σχεδόν αποκοιμηθεί όταν ένοιωσε δυο χέρια να πιάνουν τα δικά του και να τα στρίβουν πίσω από την πλάτη. Δοκίμασε να αντισταθεί αλλά η λαβή ήταν δυνατή σαν μέγγενη. Μια χοντρή σύριγγα καρφώθηκε με ορμή στο λαιμό του. Άκουσε έναν απαίσιο ήχο καθώς το ηλεκτρικό πριόνι άγγιζε το κρανίο του. Άλλα χέρια άνοιξαν στα δυο το κεφάλι του σαν καρπούζι, δάκτυλά χώθηκαν στον φλοιό και επιδέξια ανακατεύαν τους νευρώνες. Μάταια προσπαθούσε να φωνάξει και κλώτσαγε τα πόδια. Λιποθυμούσε. Τι του έκαναν; Ύστερα, ξαφνικά, η λαβή χαλάρωσε. Όταν συνήλθε κάπως, ψαχούλεψε το κεφάλι του και γύρισε πίσω να δει. Σαν να μην είχε γίνει τίποτα. Ο Χθεσινός διάβαζε αδιάφορα την εφημερίδα του. Όρθιος δίπλα του ο Ωραίος χτένιζε τα μαλλιά του με μια τσατσάρα.
Το λεωφορείο ξεκίνησε. Έτρεμε ολόκληρος. Τότε, κάποιος τον σκούντηξε στον ώμο. Τινάχτηκε και γύρισε να δει. Ένας νεαρός που δεν τον είχε ξαναδεί στο λεωφορείο, ένας καινούργιος ήταν. Κάτι ρωτούσε τώρα για μια στάση, χαμογελούσε κιόλας λες και τον ήξερε από παλιά. Ά, ήταν βαλτός ετούτος πάλι, αν πήγαινε γυρεύοντας λοιπόν, θα το έπαιρνε το μάθημά του, σίγουρα το άξιζε. Καθώς σηκώθηκε, οι Επιβάτες τον κοιτούσαν με περιέργεια τώρα. Λοιπόν, θα τους έδειχνε ποιος είναι, θα τους κανόνιζε μια και καλή. Άρπαξε από το γιακά το νεαρό. “Μ' άγγιξες;”, του είπε, “μ' άγγιξες;” και κοίταξε ένα γύρο. Όλοι είχαν καρφωθεί στο κάθισμά τους. Μαλάκες, σκέφτηκε, μην παίζετε μαζί μου, τη γαμήσατε, ως εδώ. Έδωσε ένα χαστούκι στο νεαρό που είχε μείνει αποσβολωμένος. Κάποιοι μουρμούρισαν μα δε θα κώλωνε στο ελάχιστο. Δεν ξέρετε με ποιον έχετε να κάνετε, ζόμπια. Του έδωσε άλλο ένα χαστούκι, πιο δυνατό αυτή τη φορά, κι ύστερα, καθώς το λεωφορείο είχε σταματήσει σε μια στάση, με μια κλωτσιά τον πέταξε στο δρόμο.
Κανείς τώρα δεν τόλμησε να αντιμετωπίσει το βλέμμα του. Κάθισε βαρύς στη θέση του. Τα μηνίγγια του χτυπούσαν σαν αμόνι, ένοιωθε υπέροχα. Οι επιβάτες άρχισαν δειλά να μουρμουρίζουν πάλι. Μα τώρα διέκρινε μια επιδοκιμασία ή έτσι του φάνηκε; Κάποιος στο πίσω μέρος χειροκρότησε, ήταν ιδέα του; Σίγουρα πάντως τους είχε βραχυκυκλώσει γιατί η απαίσια ζελατίνα διαλυόταν. Το μίσος αποδιοργανώθηκε για λίγο, έτσι που ξεκλειδώθηκε ο στόχος, σκορπίστηκε παντού σε μικρές δόσεις κι ύστερα συγκεντρώθηκε ξανά, σαν προστατευτική ασπίδα, γύρω από κάθε έναν Επιβάτη. Μπροστά του ο Βόθρος ρεύτηκε επιδεικτικά. Η Στρίγγλα χασμουρήθηκε κομψά βάζοντας το χέρι μπρος στο στόμα της κι ύστερα κοίταξε προειδοποιητικά τον Μακρυχέρη που έκανε το λάθος να την πλησιάσει.
Ο οδηγός τον κοιτούσε μέσα από τον καθρέφτη. Πίσω από τα μαύρα του γυαλιά, θα έπαιρνε όρκο πως του έκλεισε το μάτι. Έγειρε το κεφάλι του στο τζάμι ευχαριστημένος και τον πήρε ο ύπνος. Το λεωφορείο έφτασε στο τέρμα κι όλοι οι Επιβάτες κατέβηκαν. Αυτός κοιμόταν βαθιά και ονειρευόταν πως περπατούσε μοναχός ανάμεσα σε λιόδεντρα.