Η
αίθουσα αναμονής ήτανε άδεια. Η γραμματέας
έριξε μια ματιά στην ειδοποίηση που μου
είχαν στείλει και ζήτησε την ταυτότητά
μου. Άνοιξε ένα μεγάλο βιβλίο, σημείωσε
κάτι και μου έδειξε τον καναπέ.
“Καθίστε”,
είπε. “Ήρθατε κάπως νωρίς”.
Ναι,
είχα έρθει πιο νωρίς, γιατί ήθελα να
ξεμπερδεύω μια ώρα αρχύτερα. Κι ήθελα
να φανώ καλός και συνεπής, οι επαφές με
το Δημόσιο με άγχωναν πάντα. Μα εδώ το
περιβάλλον ήταν όμορφο και με χαλάρωσε.
Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε ένα απαλό
σιέλ. Πάνω τους κρέμονταν πίνακες με
τοπία και νεκρές φύσεις. Μια απαλή
μουσική ακουγόταν. Σχεδόν με πήρε ο
ύπνος.
Χτύπησε
το τηλέφωνό της. Η γραμματέας το σήκωσε,
μου χαμογέλασε και μου είπε πως μπορώ
να περάσω.
Πήγα
στην πόρτα απέναντι, χτύπησα ελαφρά με
ευγένεια κι άνοιξα.
Ένας
αδύνατος άντρας με γυαλιά μου έσφιξε
το χέρι εγκάρδια και κλείδωσε την πόρτα
πίσω μου.
“Καλημέρα
σας”, μου είπε. “Είμαι ο εισηγητής Πι
Ένα. Έτσι θα με ξέρετε. Κι από δω ο Πι
Δύο”. Και μου έδειξε έναν χοντρό στο
βάθος που σφουγγάριζε το πάτωμα γύρω
από μια καρέκλα. Ο χοντρός
μου χαμογέλασε κι έγνεψε με το κεφάλι.
Ο
Πι Ένα κάθισε πίσω από ένα δρύινο γραφείο
κι ο συνεργάτης του, αφού τέλειωσε με
το σφουγγάρισμα, ήρθε και στάθηκε από
πίσω του ακουμπώντας βαρύς στην πλάτη
της πολυθρόνας του.
“Χαίρομαι
που ήρθατε”, είπε ο Πι Ένα. “Μερικοί
προσπαθούν να αποφύγουν αυτή τη
διαδικασία. Αυτό, όμως, δείχνει
αντικοινωνικότητα. Και να είστε σίγουρος,
αποβαίνει τελικά εις βάρος τους”.
Δοκίμασα
να χαμογελάσω. Ένοιωθα άβολα. Τα χέρια
μου είχαν αρχίσει να τρέμουν και τα
έκρυψα στην πλάτη για να μην τα βλέπουν.
Πάντα μου συνέβαινε αυτό μπροστά σε
Δημόσιους λειτουργούς.
Αυτός
κοίταξε τα χαρτιά μπροστά του. Διέκρινα
κάπου τη φωτογραφία μου.
“Η
επιλογή όσων συμμετέχουν στο Σεμινάριο
γίνεται, όπως γνωρίζετε, με κλήρωση από
ένα δείγμα πληθυσμού συγκεκριμένων
χαρακτηριστικών. Να θεωρείτε τυχερό
τον εαυτό σας. Θα βλέπετε τον κόσμο με
άλλα μάτια όταν, με το καλό, τελειώσουμε.
Φέρατε τα έγγραφα που σας ζητήσαμε;”
Του
έδωσα τον φάκελο που κρατούσα και τον
άνοιξε. Έριξε μια γρήγορη ματιά στα
πτυχία και στάθηκε λίγο περισσότερο
στις ιατρικές εξετάσεις. Ύστερα μου
πρόσφερε τσιγάρο, μου το άναψε, άναψε
και το δικό του κι έγειρε πίσω στην
πολυθρόνα του.
“Ας
τηρήσουμε τη διαδικασία, αγαπητέ μου.
Οφείλω, εκ των κανονισμών, να πω εξ αρχής
δυο κατατοπιστικά λόγια για το
Εξατομικευμένο Σεμινάριο Συνδιαμόρφωσης”.
Πήρε
τα χαρτιά στα χέρια του κι άρχισε να
διαβάζει.
“Λοιπόν,
όπως γνωρίζετε, η διάρκειά του Σεμιναρίου
είναι μόλις πέντε μέρες. Στόχος του
είναι η σύσφιξη και η αναθέρμανση της
σχέσης του Κράτους με τους πολίτες. Κι
αυτό στο πλαίσιο μιας ρεαλιστικής,
αποϊδεολογικοποιημένης και απαλλαγμένης
από στερεότυπα αντίληψης σχετικά με το
ποιος είναι ο ρόλος εκάστου. Οφείλουμε
να επανακαθορίσουμε σε στέρεες βάσεις
κάθε λανθασμένη πρόσληψη του παρελθόντος
και να οριοθετήσουμε με σαφήνεια τις
υποχρεώσεις και τα δικαιώματα αμφοτέρων.
Το οφείλουμε στις επόμενες γενιές.
Για
να επιτευχθεί αυτός ο στόχος είναι
απαραίτητο το πέρασμα από τη θεωρία
στην πράξη. Κατά πρώτο λόγο ενδιαφέρει η πρακτική
εξάσκηση των ίδιων των λειτουργών του
Κράτους στην τέλεση των καθηκόντων
τους. Οφείλουμε κι εμείς να είμαστε σε
εγρήγορση κάθε στιγμή, να μην ολιγωρούμε
όπως συχνά συνέβαινε στο παρελθόν, να
μην επιτρέψουμε στη δύναμη της αδράνειας
να αχρηστεύσει την τεχνογνωσία και να
παραλύσει τους μηχανισμούς που με τόσο
κόπο χτίστηκαν.
Κυρίως,
όμως, χρειάζεται η προληπτική εξάσκηση
και εκπαίδευση των πολιτών. Το μέλλον
είναι δυσοίωνο, το γνωρίζετε. Οι κακουχίες
που περνάει η κοινωνία τώρα, ωχριούν
μπροστά σ' αυτές που έρχονται.
Όμως η προσκόλληση στην τρυφηλότητα
του παρελθόντος, η νοσταλγία της εποχής
όπου καταναλώναμε αφειδώς χωρίς να
παράγουμε, εξακολουθεί να βαραίνει στη
συνείδησή μας και να δυσκολεύει την
προσαρμογή στην πραγματικότητα.
Επικίνδυνες αναρχικές ιδέες παρεισφρύουν
και απειλούν να υπονομεύσουν το έργο
της κυβέρνησης. Αυτή είναι η Κερκόπορτα
της οπισθοδρόμησης. Οι πολίτες οφείλουν
να κατανοήσουν ότι τίποτα δεν θα είναι
πια όπως πριν κι ότι υπάρχουν πάντα τα
χειρότερα. Πρέπει να αναπτύξουν
αντοχές στις δυσκολίες και αντιστάσεις
στις σειρήνες του ευδαιμονισμού. Αφενός για να
αντιμετωπίσουν σθεναρά και στωικά τις
προκλήσεις του μέλλοντος και αφετέρου για να αποτελέσουν θετικό παράδειγμα και
για τους άλλους. Μόνο έτσι θα πάει μπροστά
η κοινωνία μας και η Δημοκρατία μας”.
Ακούμπησε
τα χαρτιά στο γραφείο και με κοίταξε.
“Με
λίγα λόγια, αυτοί είναι οι στόχοι του
Ε.Σ.Σ., δεν θα σας κουράσω με λεπτομέρειες.
Και τα μέχρι τώρα αποτελέσματα δικαιώνουν
πλήρως τις προσδοκίες της κυβέρνησης”.
Σηκώθηκε
κι ήρθε και στάθηκε μπροστά μου.
“Είστε
έτοιμος;” ρώτησε με ειλικρινές ενδιαφέρον.
“Νομίζω πως η προθεσμία των δέκα ημερών
από την επίδοση της πρόσκλησης είναι
αρκετή για να προετοιμαστεί κανείς
ψυχολογικά αλλά σίγουρα είναι και θέμα
χαρακτήρα”.
“Είμαι
έτοιμος”, απάντησα. Τι θα μπορούσα να
του πω;
Μου
έσφιξε το χέρι και με χτύπησε φιλικά στον ώμο.
“Ας
αρχίσουμε, λοιπόν. Καλή τύχη”.
Με
έπιασε από τον αγκώνα και με πήγε στην
καρέκλα. Έγνεψε κι ο χοντρός ήρθε και
με έδεσε σφιχτά με τα λουριά που κρέμονταν
στα μπράτσα. Το νερό στον κουβά δίπλα
ήταν κατακόκκινο. Η καρδιά μου σφίχτηκε.
Ο
Πι Ένα δεν χαμογελούσε πια. Σήκωσε το
χέρι ξαφνικά και μου έδωσε ένα δυνατό
χαστούκι. Ύστερα έσβησε το τσιγάρο του
στο μάγουλό μου. Ο Πι Δύο έσυρε μπροστά
μου ένα τραπεζάκι με ρόδες κι άνοιξε τα
συρτάρια του. Το ένα ήταν γεμάτο με
παλιομοδίτικα εργαλεία. Τανάλιες,
σφυριά, ρόπαλα, σιδερογροθιές και τέτοια.
Στο άλλο είχε ένα μεταλλικό κουτί με
καλώδια, διακόπτες κι αμπερόμετρα. Μου
φόρεσαν μια κουκούλα στο κεφάλι. Ευχήθηκα
να λιποθυμήσω γρήγορα.
Δεν
λιποθύμησα γρήγορα. Τρεις μέρες άντεξα.
Τώρα στο δωμάτιο του νοσοκομείου,
μπανταρισμένος, βλέπω στην τηλεόραση
να δείχνουν την εικόνα μου. Την έχουν
ρετουσάρει άτσαλα, δείχνω σαν κέρινος.
Ο υπουργός μιλάει για την επιτυχία του
Σεμιναρίου και την πιθανή επέκτασή του
σε ευρύτερες ομάδες πληθυσμού.
“Μπαμπά!”, φωνάζει η κόρη μου, κάνοντας αέρα με
το δίπλωμα παρακολούθησης του Σεμιναρίου.
“Κοίτα! Στην τηλεόραση είσαι αλλιώτικος.
Γιατί;”
“Μα, για
να με αναγνωρίζεις, κορίτσι μου”.