Συνέχεια μεγαλώνουν και βαθαίνουν.
Ήταν σχεδόν αόρατες στην αρχή. Επιφανειακές ρωγμές, γραμμές λεπτές σαν νήμα. Σίγουρα δεν θα τραβούσαν κανενός ανυποψίαστου το βλέμμα. Κι εγώ τυχαία τις πρόσεξα, ένα πρωί από εκείνα που εύχεσαι να μην είχες σηκωθεί από το κρεβάτι. Δεν είχα δώσει τότε σημασία, και σύντομα τις ξέχασα. Πριν λίγους μήνες όμως, τυχαία, τις ξανάδα. Κι είχανε τώρα πια βαθύνει ανησυχητικά. Απαλή καμπύλη στην αρχή που ανηφόριζε για λίγο κι ύστερα έπεφτε απότομα, ανέβαινε ξανά, λείαινε, κι ύστερα έπεφτε πάλι ξαφνικά κι ανέβαινε όπως πρώτα. Τρεις λόφοι, δυο χαράδρες.
Δεν είναι σαν τις άλλες γύρω τους. Κι εκείνες βέβαια μεγαλώνουν. Ο ήλιος, ο άνεμος, η αναπότρεπτη φθορά, η βαρύτητα... Όμως αυτές εδώ κυριαρχούνε στο τοπίο. Δίνουν τον τόνο. Άλλες φορές πιο έντονα, άλλες λιγότερο, είναι πάντα εκεί.
Δεν είναι σαν τις άλλες γύρω τους. Κι εκείνες βέβαια μεγαλώνουν. Ο ήλιος, ο άνεμος, η αναπότρεπτη φθορά, η βαρύτητα... Όμως αυτές εδώ κυριαρχούνε στο τοπίο. Δίνουν τον τόνο. Άλλες φορές πιο έντονα, άλλες λιγότερο, είναι πάντα εκεί.
Νόμισα στην αρχή πως ήταν πρόσκαιρο φαινόμενο που ίσως μπορούσα να ελέγξω με τη δύναμη του νου. Προσπάθησα με αυτοσυγκέντρωση κι ασκήσεις ηρεμίας να το υποτάξω. Έκλεινα τα μάτια. Σκεφτόμουν μουσικές, λιακάδες, θάλασσες. Θυμόμουν γέλια, σώματα, γιορτές. Μάταια. Η θέληση δεν είχε εδώ καμιά εξουσία. Άλλες τεκτονικές δυνάμεις, ανεξέλεγκτες, δρούσαν βαθύτερα από όσο μπορούσα να κατανοήσω κι αλλοίωναν αναπότρεπτα τον φλοιό.
Έχω συμβιβαστεί μαζί τους τώρα. Μαζί θα ζήσουμε όσο πάει, μαζί θα μεγαλώνουμε. Βάζω τα δάκτυλα εκεί στο μέτωπο, ανάμεσα στα φρύδια, και τις χαϊδεύω απαλά. Τους βρήκα κι όνομα. Ρυτίδες μνημονίου, έτσι τις λέω.