Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ



Συνέχεια μεγαλώνουν και βαθαίνουν.
Ήταν σχεδόν αόρατες στην αρχή. Επιφανειακές ρωγμές, γραμμές λεπτές σαν νήμα. Σίγουρα δεν θα τραβούσαν κανενός ανυποψίαστου το βλέμμα. Κι εγώ τυχαία τις πρόσεξα, ένα πρωί από εκείνα που εύχεσαι να μην είχες σηκωθεί από το κρεβάτι. Δεν είχα δώσει τότε σημασία, και σύντομα τις ξέχασα. Πριν λίγους μήνες όμως, τυχαία, τις ξανάδα. Κι είχανε τώρα πια βαθύνει ανησυχητικά. Απαλή καμπύλη στην αρχή που ανηφόριζε για λίγο κι ύστερα έπεφτε απότομα, ανέβαινε ξανά, λείαινε, κι ύστερα έπεφτε πάλι ξαφνικά κι ανέβαινε όπως πρώτα. Τρεις λόφοι, δυο χαράδρες.
Δεν είναι σαν τις άλλες γύρω τους. Κι εκείνες βέβαια μεγαλώνουν. Ο ήλιος, ο άνεμος, η αναπότρεπτη φθορά, η βαρύτητα... Όμως αυτές εδώ κυριαρχούνε στο τοπίο. Δίνουν τον τόνο. Άλλες φορές πιο έντονα, άλλες λιγότερο, είναι πάντα εκεί.

Νόμισα στην αρχή πως ήταν πρόσκαιρο φαινόμενο που ίσως μπορούσα να ελέγξω με τη δύναμη του νου. Προσπάθησα με αυτοσυγκέντρωση κι ασκήσεις ηρεμίας να το υποτάξω. Έκλεινα τα μάτια. Σκεφτόμουν μουσικές, λιακάδες, θάλασσες. Θυμόμουν γέλια, σώματα, γιορτές. Μάταια. Η θέληση δεν είχε εδώ καμιά εξουσία. Άλλες τεκτονικές δυνάμεις, ανεξέλεγκτες, δρούσαν βαθύτερα από όσο μπορούσα να κατανοήσω κι αλλοίωναν αναπότρεπτα τον φλοιό.


Έχω συμβιβαστεί μαζί τους τώρα. Μαζί θα ζήσουμε όσο πάει, μαζί θα μεγαλώνουμε. Βάζω τα δάκτυλα εκεί στο μέτωπο, ανάμεσα στα φρύδια, και τις χαϊδεύω απαλά. Τους βρήκα κι όνομα. Ρυτίδες μνημονίου, έτσι τις λέω.

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

I DON'T LIKE MONDAYS



Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο στέλνω τους αγωνιστικούς χαιρετισμούς μου στους συντρόφους.
Τετάρτη και Παρασκευή κάνω την κριτική μου, την Κυριακή αυτοσυγκέντρωση.
Τη Δευτέρα, όμως, μείνετε μακριά μου.
Η Δευτέρα είναι η μέρα της αλήθειας.

Συγγνώμη, σήμερα θα σας πικράνω.
Γιατί τα νέα είναι άσχημα. Ακούστε: εδώ που φτάσαμε, δεν έχει γυρισμό. Μας διέλυσαν. Πίσω ανατινάξανε τις γέφυρες. Μπροστά κατηφορίζει ένα σκοτεινό λαγούμι. Εκεί μας πάνε. Τέλος.

Μερικοί αισιόδοξοι επιμένουν. "Θα έρθουν", λέει, "καλύτερες μέρες". Λυπάμαι που θα τους απογοητεύσω, οι καλές μέρες τέλειωσαν. Ως εδώ ήταν. Το απόθεμα ήταν μικρό, όσοι πρόλαβαν πήραν. Μείνανε κάτι σκάρτες μέρες, μεταχειρισμένες. Κάτι ρετάλια.

Κι η φύση το κατάλαβε. Η τελευταία νεροποντή, το νιώσατε; Μίζερη κι εχθρική, σ' έδειχνε με το υγρό της δάκτυλο περιφρονητικά και σου γύριζε την πλάτη. Κούφια βροχή, μισάνθρωπη. 

Μια μέρα, σύντομα, μια τέτοια μπόρα θα μας πνίξει.
Κάποιοι παντός καιρού προνόησαν κι ανέβηκαν στη στέγη. Αυτοί νομίζουν θα γλυτώσουν. Ίσως και να γλυτώσουν. Θα κάθονται εκεί ψηλά και θα μετράνε πτώματα καθώς η στάθμη θ' ανεβαίνει. Αυτοί ξέρουν μόνο να μετράνε.

Μα εγώ μιλάω για τους άλλους.
Που έμειναν στα χαμηλά και λένε, "κάποτε θα φύγουμε, θα πάρουμε ξανά το δρόμο για τη θάλασσα". Κι έχουν στο πλάι τις βαλίτσες έτοιμες. Ξεχάστε το, καλοί μου φίλοι, εδώ θα μείνουμε. Στον καναπέ με μια κουβέρτα θα ξυλιάσουμε.
Μόνο στον ύπνο τους θα ξαναδούν ακρογιαλιές όσοι επιβιώσουν. Και κάθε πρωί θα τινάζουν την άμμο από τις γεροντίστικες παντόφλες τους.

Σας προειδοποίησα, είναι Δευτέρα σήμερα.

Ακούστε, έξω μαίνεται ο πόλεμος. Ο φαιός στρατός προελαύνει. Οι αμυνόμενοι υποχωρούν ρίχνοντας άσφαιρα πυρά, εγκαταλείπουν τα οχυρώματα, πετούν τα όπλα. Οι απώλειες αμέτρητες. Άστεγοι, άποροι, καταθλιπτικοί και αυτόχειρες στοιβάζονται στις βομβαρδισμένες πόλεις.
Δεν τους αρκεί. Ομάδες κρούσης διεισδύουν στα μετόπισθεν, τρομοκρατούν τους άμαχους, αδειάζουν σπίτια, λαφυραγωγούν, πιάνουν αιχμάλωτους και σφάζουν εν ψυχρώ.

Φτάνουμε, φίλοι, στο σημείο όπου δεν υπάρχει επιστροφή. Έτσι κι αλλιώς δεν προλαβαίνουμε. Τα περιθώρια στένεψαν. Χάθηκε κιόλας μια γενιά, πάμε τώρα για τη δεύτερη. Κανείς δεν θα σταθεί εμπόδιο στο δρόμο τους. Το λένε κι οι δημοσκοπήσεις.

(Επιτροπές αλληλεγγύης με διαβεβαίωσαν πως έχω τη συμπάθειά τους. Και μου πρόσφεραν ένα σακί πατάτες χωρίς μεσάζοντες. Ευχαριστώ, θα τους κάνω την τιμή να είναι αυτοί που θα ρίξουν την τελευταία φτυαριά).

Έτσι έχουν τα πράγματα. Τόσο άσχημα. Σας προλαβαίνω, δεν είναι ηττοπάθεια. Ρεαλισμός είναι. Σήμερα, Δευτέρα, δεν βρίσκω καμιά δικαιολογία για την αισιοδοξία σας, λυπάμαι.
Αύριο, βλέπουμε.


Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

ΟΙ ΒΛΑΒΕΡΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΩΝ ΤΖΑΚΙΩΝ

Όλα άρχισαν τη μέρα που ανάψαμε πρώτη φορά το τζάκι. Διακοσμητικό ήταν ώς τότε. Μα όταν έπιασαν τα κρύα, με τη δεξαμενή του πετρελαίου άδεια, δεν είχαμε άλλη λύση. Σύραμε τις πολυθρόνες και τους καναπέδες γύρω του και κοιτάζαμε τις φλόγες μαγεμένοι. Τρία μερόνυχτα μείναμε έτσι, άγρυπνοι. Σύντομα η μυρωδιά του ξύλου που καιγόταν κυρίευσε την πολυκατοικία. Όλα τα τζάκια έκαιγαν. Από όλες τις χαραμάδες έβγαινε καπνός.
    Όταν τα ξύλα τέλειωσαν κάψαμε τα έπιπλα, χορεύοντας μπροστά στις φλόγες. Όλοι οι ένοικοι, από το υπόγειο ώς το ρετιρέ. Πολλοί από μας δεν είχαν ξαναδεί φωτιά από κοντά. Ποτέ.
    Τότε πρέπει να άρχισε η πολυκατοικία να αλλάζει. Και συνεχίζει ακόμα.
  Πρώτα έπεσαν οι σοβάδες και ξεπρόβαλε από μέσα ο βράχος, γκρίζος και τραχύς. Στις μπαλκονόπορτες και τα παράθυρα, τα πρέκια έγειραν κι ύστερα κομματιάστηκαν, γίνανε θρύψαλα, τα τζάμια έσπασαν, τα ανοίγματα μίκρυναν κι έμειναν μόνο κάτι τρύπες.
    Μόνο φωτιά χρειαζόμαστε, είπε κάποιος. Και νερό. Ούτε ηλεκτρικό, ούτε τηλέφωνο.
    Κανείς δεν πήγε για δουλειά από τότε.
   Οι τέντες κουρελιάστηκαν, κληματαριές σκεπάζουν τα μπαλκόνια. Ρίζες βουλώνουν τους σωλήνες, αγκαθωτά κλωνάρια βγαίνουν από τις σχισμές του βράχου μας, αναρριχητικά σκαλώνουν πάνω του ώς την ταράτσα. Όρνια κάνουν κύκλους.
    Στον ακάλυπτο φύτρωσαν ελιές, πεύκα και κυπαρίσσια. Οι μάντρες γρήγορα κατέρρευσαν. Πυκνή αδιαπέραστη βλάστηση μας χωρίζει τώρα από τις διπλανές πολυκατοικίες. Κόβουμε δέντρα κάθε βράδυ και το πρωί έχουν φυτρώσει άλλα.
    Το υπόγειο πλημμύρισε. Μέσα του κολυμπάνε χέλια. Σπάσαμε την πλάκα του φωταγωγού και τον βαφτίσαμε Πηγάδι. Από τα παράθυρά του ρίχνουμε με σκοινιά τους κουβάδες και ανεβάζουμε νερό.
    Μια μέρα, ζώα εμφανίστηκαν στην πρασιά μας. Πρόβατα, κατσίκες, κότες… Κανείς δεν ξέρει από πού ήρθαν. Τώρα μπαινοβγαίνουν ελεύθερα στα διαμερίσματα. Πολλά απ’ αυτά θυσιάζονται.

Οι φωτιές δεν πρέπει να σβήσουν. Μουλάρια ανεβοκατεβαίνουν το κλιμακοστάσιο φορτωμένα ξύλα. Στα μαυρισμένα τοιχώματα της σπηλιάς μας, εκεί που κάποτε κρέμονταν κάδρα, σχεδιάζουμε με τα δάχτυλα σκηνές από κυνήγι. Στρώνουμε τις κουβέρτες δίπλα στη φωτιά και κάνουμε έρωτα σαν να είναι η τελευταία φορά. Μια κοπέλα από το ισόγειο, δεν ξέρω ούτε τ’ όνομά της, μπαινοβγαίνει στα διαμερίσματα, σκαλίζει τις στάχτες και διαβάζει τη μοίρα μας.
    Στο δρόμο άνοιξε η άσφαλτος και βούλιαξε. Τώρα ένα ορμητικό θολό ποτάμι τον διασχίζει και στην απέναντι όχθη θέριεψε γρήγορα ένα σκιερό δάσος.
    Ο διαχειριστής ρίχνει τον κλήρο κάθε βδομάδα. Δύο από μας πρέπει να πάνε για προμήθειες. Περνάνε το ποτάμι κολυμπώντας και χάνονται στο δάσος. Κανείς τους δεν έχει επιστρέψει ακόμα. Τη νύχτα ακούμε λύκους και τσακάλια.
   Η πολυκατοικία διαβρώνεται συνέχεια, αλλάζει σχήμα. Τρίζουν φρικτά τα δάπεδα καθώς μετακινούνται οι πλάκες. Τα σκαλοπάτια ανασηκώνονται, ραγίζουν τα μάρμαρα, τα κάγκελα σκουριάζουν και διαλύονται και οι τοίχοι πλησιάζουν ο ένας τον άλλο. Τώρα όταν την κοιτάς απέξω βλέπεις μόνο ένα χορταριασμένο θεόρατο βράχο με σκοτεινά λαγούμια όπου μπαινοβγαίνουν σαύρες και νυχτερίδες. Την κορυφή του στεφανώνει μόνιμα μαύρος καπνός.
    Τα βράδια σκαρφαλώνουμε όλοι οι ένοικοι στην ταράτσα. Στην πιο ψηλή κορφή του βράχου. Ανάβουμε μια μεγάλη φωτιά, καθόμαστε σε κύκλο και λέμε ιστορίες. Μέσα από τον καπνό διακρίνουμε αμυδρά σ’ όλη την πόλη γιγάντια βραχοσπίτια και φωτιές να καίνε στις ταράτσες τους.
    Όσο περνάει ο καιρός, οι φωτιές λιγοστεύουν. Στις διπλανές ταράτσες έχουν κιόλας σβήσει.
    Σήμερα, ο κλήρος έπεσε σε μένα κι εκείνη την κοπέλα από το ισόγειο, δεν ξέρω ούτε τ’ όνομά της. Αυτή που λέει τη μοίρα.