Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

ΣΤΑ ΤΣΑΚΙΔΙΑ!


Μακριά από μένα, απατεώνα. Στα τσακίδια. Χάσου και ξεχάσου. Χρόνε τρισάθλιε, δίσεκτε, φαρμακωμένε. Τέρας με τα τριακόσια εξήντα έξι δύσμορφα κεφάλια. Λερναία ύδρα, καταβόθρα. Που είχε το θράσος το πρώτο-πρώτο σου κεφάλι να με κοροϊδέψει. "Να, κέρδισες το φλουρί", μου χαμογέλασες. Στη βασιλόπιτα. Και πίστεψα στην τύχη μου, o μαλάκας. Θα πάει καλά η χρονιά. Ουστ από δω, κακοχρονιά συφοριασμένη. Στο πυρ το εξώτερο. Ψεύτη, τροϊκανέ, μαγκούφη, φορομπήχτη, ροπαλοφόρε, κοστουμάκια, λαοπλάνε, μοχθηρέ, αδίστακτε, αριβίστα. Τι μου έφερες αχρείε καραγκιόζη; Ένα χρόνο παραπάνω μου έφερες κι έφαγες κι άλλα τρία τουλάχιστον χρονάκια της ζωής μου από το άγχος. Σχέδια στην καραντίνα κι όνειρα στην κατάψυξη. Χρέη, φόροι, τέλη, εισφορές και χρυσαυγίτες. Στον αγύριστο. Μη σε πετύχω πουθενά, θα σε μαδήσω μήνα μήνα. Εξαφανίσου πάραυτα, εσύ και το φλουρί σου. Φύγε και κλείσε πίσω σου την πόρτα. Κι αν σε αντικαταστήσει κάποιος σαν τα μούτρα σου, πες του καλύτερα να μη τολμήσει να φανεί μπροστά μου. Καλύτερα έχω να παγώσω εδώ, να μείνω στήλη άλατος όταν γυρίσω για να δω τους λεπτοδείκτες σου να σταματούν καθώς ψοφάς, παρά να δω ξανά ένα αγύρτη σαν και σένα να στέκει στο κατώφλι μου. Με το φλουρί του και τις μαλακίες του.

(Η Χριστουγεννιάτικη κάρτα είναι του Terry Gilliam)

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Η ΘΛΙΒΕΡΗ ΧΟΡΟΕΣΠΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΤΡΙΚΑΛΩΝ


Κι εμείς δύσκολα μεγαλώσαμε. Από χωριά δίχως ηλεκτρικό, μας έφεραν μωρά στις πόλεις. Μα η φτώχεια ήταν δημοκρατική, η φτώχεια μας είχε αξιοπρέπεια. Με ένα μαγκάλι ζεσταινόμασταν, το ίδιο εμείς κι οι φίλοι μας. Κι όλο και καλυτέρευε σιγά σιγά η ζωή μας κι οι πατεράδες μας δεν αγόραζαν πια τσιγάρα χύμα, παίρνανε ολόκληρο πακέτο και πριν ανάψουν χτύπαγαν το τσιγάρο πάνω του με στυλ. Τους βλέπαμε και κάναμε όνειρα, σεμνά, στα μέτρα μας.
Αυτά όμως τα παιδιά τα έχουν διαλύσει. Τα ανάθρεψαν και τα μεγάλωσαν ταΐζοντάς τα με σκουπίδια. Η Ελλάδα του Mall, που έχει ταλέντο, χορεύει με τους σταρς κι επιβιώνει στο σπίτι του Μεγάλου Αδελφού. Σκυλάδικα και καφετέριες και κινητά και πόζες. Κι ύστερα ξαφνικά ένα πρωί τους είπαν στοπ. Μέχρις εδώ τα αστεία.
Τώρα τα σπίτια κάποιων από τα παιδιά αυτά είναι παγωμένα. Βγαίνουν στη γύρα για να βρουν παλιόξυλα να κάψουν. Ο πατέρας του ενός απολυμένος, του άλλου υπό απόλυση. Ο τρίτος σε προσωρινή εργασία, με ελαστικό ωράριο, δουλεύει και δεν δουλεύει, παίρνει μηνιάτικο όσα του δίνουν. Χωρίς περίθαλψη, όλοι με χρέη. Οι μάνες τους μια απ' τα ίδια, σπάνε το κεφάλι τους να βρούνε τι θα βάλουν στο τσουκάλι κάθε μέρα. Παιδιά που μεγαλώνουν με την προσταγή "να ξεχάσουν όσα ξέρανε" χωρίς ακόμα να καταλαβαίνουν ακριβώς σε τι και γιατί έφταιξαν, διδάσκονται σε αίθουσες κρύες σαν τις ψυχές τους πως προορίζονται να κουβαλούν για πάντα ένα καλάθι ζητιανιάς για να το γεμίζουν και να το επιδεικνύουν στους εργοδότες. Διπλώματα και ενδιαφέροντα και εξειδικευμένες γνώσεις. Γυρνούν στο σπίτι τους το βράδυ μετά το φροντιστήριο και χώνονται στις κουβέρτες για έναν ύπνο χωρίς όνειρα. Μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει.
Τώρα νοιώθουν το μέλλον να ζαρώνει και να χάνεται. Ακούνε τους μεγάλους: να φύγει αυτή η χρονιά, να βγάλουμε το μήνα, να περάσει κι αυτή η βδομάδα, να βραδιάσει γρήγορα. Που να ακουμπήσουν; Που να στηριχτούν; Οι ίδιοι οι γονείς τους ετοιμόρροποι, αν ακουμπήσουν πάνω τους θα σωριαστούν κατάχαμα.
Δεν ξέρουνε τι φταίει τα παιδιά. Δεν έχουνε τον τρόπο να το βρουν. Αυτό το εφόδιο δεν φρόντισε κανείς να τους το δώσει. Ακόμα αντηχούν στα αυτιά τους τα τελευταία χειροκροτήματα, τα μάτια τους είναι θαμπά ακόμα από τους προβολείς. Ο κόσμος είναι ένα άλυτο αίνιγμα για αυτά. Και μόνο απορούν καθώς βλέπουν τη ζωή να υποβιβάζεται σε έργο δυσβάσταχτο.
Μα πρέπει να προσαρμοστούν. Να παίξουν στη ζωή με τους κανόνες που τους όρισαν. Γιατί αυτοί είναι, δεν αλλάζουν.
"Πατέρα, καλή τύχη. Σου εύχομαι να είσαι εσύ ο τυχερός".

Για μια εξάμηνη σύμβαση στα Lidl. Ο τυχερός...


Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ



Ένα μικρό δεντράκι είχαμε για τα Χριστούγεννα, το ίδιο πάντα. Το είχε κλεισμένο στην κασέλα η μάνα μου και το έβγαζε κάθε χρονιά, μαζί με τα μπαμπάκια του, τη φάτνη από χαρτόνι που ξεδίπλωνε και γίνονταν τρισδιάστατη, τις μπάλες, τα στολίδια, το αστέρι. Το ίδιο δέντρο, το ίδιο μπαμπάκι που είχε με τα χρόνια κιτρινίσει και σβολιάσει, οι ίδιες μπάλες, όλα ίδια κι απαράλλαχτα για όσα χρόνια έζησα εκεί. Ίσως να είναι ακόμα φυλαγμένο κάπου, εκεί που θα το άφησε την τελευταία φορά η μάνα μου πριν χρόνια, με προσεκτικά διπλωμένα τα κλαδιά του, μαζί με τα στολίδια του τυλιγμένα σε παλιές εφημερίδες. Κι η φάτνη ίσως να υπάρχει, μισοσκισμένη, μουχλιασμένη. Κάπου, στο παλιό μου σπίτι.

Έφηβος έφυγα από εκεί. Πήρα το δρόμο και ξεμάκρυνα. Είδα άλλα πράγματα και τόπους, γνώρισα κόσμο, μεγάλωσα, την ερωτεύτηκα και με ερωτεύτηκε, φτιάξαμε το δικό μας σπίτι. Χριστουγεννιάτικο δέντρο, όμως, δεν μπήκε εκεί για χρόνια. Είχαμε τρόπους να γιορτάζουμε, δεν χρειαζόμασταν να πορευτούμε με τους άλλους. Ο καταναλωτισμός των εορτών, λέγαμε, απασχολημένοι να ξεθάψουμε την αμμουδιά κάτω από το πλακόστρωτο, να πιούμε τη ζωή μας μονορούφι. Πώς να ταιριάξει ο Ίγγυ με τους άγγελους και οι Βέλβετς με το Θείο βρέφος.

Μετά από χρόνια, ήρθαν τα παιδιά. Μαζί τους επέστρεψε στη ζωή μας και το δέντρο. Θριαμβευτικά. Κάθε χρονιά καινούργιο, ζωντανό, τόσο ψηλό που κόβαμε την κορυφή για να χωράει στο σαλόνι. Μπάλες, στολίδια και λαμπάκια σε αφθονία. Μαζί και γράμματα στον Άι Βασίλη, δώρα, κάλαντα. Γελούσαν τα παιδιά, γλύκαινε η ζωή μας.

Ύστερα, ήρθανε τα δύσκολα. Οι πρώτες απώλειες. Οι νέοι μεγαλώνουν, οι μεγάλοι γερνούν. Πού κέφι για γιορτές. Κι απανωτά η κρίση που μας διέλυσε. Μετράμε τρία Χριστούγεννα τώρα δίχως δέντρο.
Κι άλλοι πολλοί φαντάζομαι. Γυρνώ τα βράδια κι η γειτονιά είναι κατασκότεινη. Σε ελάχιστα παράθυρα αναβοσβήνουν τα λαμπάκια κάποιου δέντρου. Τα φώτα τους, έτσι μοναχικά που νεύουν στους διαβάτες, μου μοιάζουνε συχνά με φώτα καραβιών που παλεύουν με τα κύματα πριν βυθιστούν.

Απόψε, μια σκέψη σηκώνει από το χώμα το νήμα της ζωής μου απαλά, το δένει κόμπο σε όσα σημεία  έχει κοπεί  και με οδηγεί σε αυτό το σκοτεινό λαβύρινθο που περιπλανιέμαι. Η σκέψη πως στο παλιό μου σπίτι, που τώρα έρημο και ακατοίκητο το τρώει η υγρασία, στη ντουλάπα του διαδρόμου, αν στέκει ακόμα όρθια, ή στην αρχαία κασέλα, το δεντράκι μου κοιμάται με διπλωμένα τα κλαδιά του και με περιμένει. Να το σηκώσω σαν μωρό από την κούνια του και να το στήσω στη γωνιά του. Να το στολίσω όμορφα, με τα μπαμπάκια και τις μπάλες του, να του φορέσω στην κορφή το αστέρι, να ανοίξω στη βάση του τη φάτνη, να ανάψω τα λαμπάκια του. Και τότε θα φωτίσει, λέει, ξαφνικά, ολόκληρη η ζωή μου και θα φανεί ολοκάθαρα πως ο λαβύρινθος δεν ήταν παρά ένας κύκλος.


Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

ΤΑ ΤΡΙΑ ΓΟΥΡΟΥΝΑΚΙΑ



Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη γυρισμένη,
δώσε κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν' αρχινήσει.

Μια φορά κι ένα καιρό, ήτανε τρία γουρουνάκια. Αυτά τα γουρουνάκια ήτανε οι βασιλιάδες του δάσους. Κυβερνούσαν όπως ήθελαν, γιατί τους είχαν εκλέξει δημοκρατικά τα άλλα ζώα και ως εκ τούτου έπρεπε έκτοτε να βγάλουν όλοι το σκασμό.
Στο δάσος ζούσε κι ένας λύκος, ρέμπελος κι αλανιάρης. Δεν ήθελε δουλειά αυτός, μόνο να τριγυρνάει ανέμελος και να ουρλιάζει στο φεγγάρι, κι από φαΐ έτρωγε μόνο κοκκινοσκουφίτσες, που τότε ήταν είδος σε αφθονία. Κανέναν δεν ενοχλούσε κατά τα άλλα.
Όμως ένα πρωί η γουρουνοφρουρά χτύπησε άγρια την πόρτα της σπηλιάς του.
"Πρέπει να φύγεις", του είπανε. "Εδώ που έχεις το σπίτι σου θα χτίσουμε ξενοδοχείο για ανθρώπους".
"Ανθρώπους;" φρύαξε ο λύκος. Και ανατρίχιασε γιατί μόνο κακά είχε να θυμάται από δαύτους.
"Σκασμός και δίνε του στα γρήγορα!"
Τον διώξαν κλωτσηδόν, κι ύστερα μπάζωσαν την τρύπα του, κόψανε όλα τα δέντρα εκεί γύρω και ισοπέδωσαν το λόφο. Και χτίσανε ένα όμορφο ξενοδοχείο κι έρχονταν οι άνθρωποι και πέρναγαν ωραία στα μπαλκόνια τους. Στις τηλεοράσεις τα γουρουνάκια θριαμβολογούσαν: επενδύσεις, ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα. Απ' έξω ο λύκος θαύμαζε.
Και, τι να κάνει, δεν βαριέσαι, πήγε και έφτιαξε άλλη τρύπα παρακάτω, σε ένα ξέφωτο.
Πάλι όμως ένα πρωί, τον ξύπνησαν χαράματα.
"Φύγε", του είπανε, "εδώ θα φτιάξουμε ένα γκολφ".
Και φτιάξανε λοιπόν το γήπεδο του γκολφ να έρχονται οι άνθρωποι από το ξενοδοχείο να παίζουν κι ο λύκος ο καημένος πήγε να φτιάξει τη φωλιά του παραπέρα, δίπλα στο ποτάμι, να έχει να πίνει δροσερό νερό και να παρηγοριέται. Και πήγαινε συχνά και παρακολουθούσε το παιχνίδι, κι άραζε στο γρασίδι κι άκουγε γουρουνάκια στο τρανζίστορ μασουλώντας κοκκινοσκουφίτσες.
Να μη σας τα πολυλογώ, τον διώξαν κι από εκεί, από παντού τον διώχνανε. Τη μια γιατί είχαν να ποτίσουν το γκαζόν, την άλλη για να σκάψουν για να βρουν χρυσάφι, να βάλουν ανεμογεννήτριες, να βάλουν φωτοβολταϊκά, να χτίσουνε στρατόπεδα και φυλακές, να φτιάξουν δρόμους, σήραγγες, χωματερές και φράγματα...Τα τρία γουρουνάκια ξεσαλώσανε.

Ώσπου ξύπνησε ένα πρωί ο λύκος και δάσος δεν υπήρχε. Ούτε δέντρο! Και κοκκινοσκουφίτσα ούτε για δείγμα. Γύρω του μαζεμένα τα άλλα ζώα, τα μικρότερα, κοιτούσαν σαν χαμένα.
"Πού είσασταν τόσο καιρό;" τα ρώτησε, "δεν βλέπατε τι γίνεται;"
"Κι εσύ πού ήσουνα", του είπαν αυτά, "εσύ, δηλαδή, γιατί δεν έβλεπες, που είσαι και μεγαλύτερος; Βολεύτηκες με τις κοκκινοσκουφίτσες σου κι άφησες τα γουρουνάκια να αλωνίζουν".
Έπεσε τότε σιωπή και μεγάλη στεναχώρια. Με βαριά βήματα πήγανε στη χωματερή που έκοβε λίγο το κρύο, κι ας βρώμαγε, κι αρχίσανε να συζητάνε τι να κάνουν. Καθένα με τον πόνο του.
Κι αν τύχει να περάσετε από εκεί κανένα βράδυ, θα τα ακούσετε να συζητάνε ακόμα, να ρίχνουνε το φταίξιμο το ένα στο άλλο και μερικά να κλαίνε με λυγμούς και τον λύκο να ουρλιάζει πότε πότε στο φεγγάρι.

Και ζήσανε αυτά καλά κι εμείς καλύτερα.


Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

ΤΑ ΧΟΡΤΑ



Από το τζάμι του λεωφορείου, είδα σκυφτό το γέρο να μαζεύει  χόρτα. Στη νησίδα, εκεί, ανάμεσα στη λεωφόρο και τον παράδρομο. Μάζευε χόρτα ο γέρος στη νησίδα. Για να φάει, για να  γλυτώσει το ένα ευρώ. Περνούσαν δίπλα τα αυτοκίνητα κι αυτός εκεί, γέμιζε τη σακούλα του. Κόκκινο το φανάρι, πράσινο,  έφευγαν τα αυτοκίνητα, ορμητικό ποτάμι ήταν ο δρόμος, σαν  το ποτάμι του χωριού του, στη λαγκάδα, εκεί που χρόνια πριν,  μωρό ακόμα, η μάνα του τον έπαιρνε μαζί της για να ραβδίσουν τις ελιές, για να ποτίσουν το περβόλι, για να μαζέψουν χόρτα. Του τα έδειχνε και του έλεγε τα ονόματά τους να τα ξεχωρίζει, δεν τα έτρωγε τα χόρτα τότε μα τα έμαθε με τ’ όνομά  τους. Μεγάλωσε μετά, ήρθε στην πόλη και βρήκε μια δουλειά,  παντρεύτηκε, παιδιά δεν έκανε, τα χρόνια πέρασαν, έμεινε  μόνος, είχε πάντα όνειρο μια μέρα να γυρίσει στο χωριό του.  Δεν τα κατάφερε, δεν είχε τα λεφτά, δεν είχε το κουράγιο, και  πάει, ρήμαξε το σπίτι και γκρεμίστηκε, έμεινε ο τελευταίος, μα,  να, μαζεύει χόρτα πάλι, σαν να είναι στο χωριό του, η μάνα  του τον καμαρώνει, κυλάει το ποτάμι με βουή, φυσάει ο αέρας  στα πλατάνια, πετάνε γύρω τα πουλιά. Μαζεύει χόρτα, ξέρει τα  ονόματά τους, σε κάποιον θα έπρεπε να τα είχε μάθει, κρίμα. 

Άναψε πράσινο, κύλισε το ποτάμι με ορμή, πήρε το λεωφορείο  μας κι έφυγε. Κι έμεινε ο γέρος στη νησίδα, εκεί, ένα μικρό παι δάκι με τη μάνα του.
 

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

ΤΟ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΟ


- Το σπίτι μου βρίσκεται σε ένα ύψωμα πάνω από το λιμάνι. Η βορεινή πλευρά βλέπει προς τη θάλασσα και οι λιγοστοί πια επισκέπτες μου πάντα αναρωτιούνται γιατί το μοναδικό δωμάτιο με ευχάριστη θέα μένει συνέχεια κλειδωμένο και με το πατζούρι του κλειστό.
Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν πάντα έτσι. Μπροστά στο παράθυρο αυτού του δωματίου στέκει ακόμα ένα τηλεσκόπιο, δώρο στον εαυτό μου σε μια στιγμή αυτάρεσκης γενναιοδωρίας. Τις παλιές καλές μέρες, πριν ασπρίσουν σε μια νύχτα τα μαλλιά μου, καθόμουν με τις ώρες, τις ράθυμες ημέρες της αργίας, μπροστά σ' αυτό το παράθυρο, κι εστίαζα το φακό του στο πέλαγος, στις βάρκες που λικνίζονταν στα κύματα, στα πλοία που έρχονταν να δέσουν στο λιμάνι ή έφευγαν από αυτό, με ταξιδιώτες, άλλους χαρωπούς άλλους θλιμμένους, να χαιρετούνε τους δικούς τους. Μου έδινε μεγάλη ευχαρίστηση να κοιτώ τα πρόσωπά τους και από την έκφραση ή το παρουσιαστικό τους, να προσπαθώ να μαντέψω το σκοπό του ταξιδιού τους.
Στα βορειοδυτικά του σπιτιού μου, εκεί που σας δείχνω τώρα με το χέρι, χωρίς να τολμώ ούτε να κοιτάξω, βρίσκεται αυτή η παλιά προπολεμική πολυκατοικία, γνωστή σε όλους σας σαν Μέγαρο, τώρα εγκαταλειμμένη και ακατοίκητη, σωστό ερείπιο. Εκεί λοιπόν, με μια αδέξια κίνησή μου, στράφηκε μια βραδιά το τηλεσκόπιο. Έβαλα το μάτι στο φακό και παρατηρούσα αφηρημένος τα μπαλκόνια με τα περίτεχνα χυτά κάγκελα, το γλυπτό γύψινο διάκοσμο γύρω από τα ανοίγματα, όταν, σε ένα σκοτεινό παράθυρο του πέμπτου ορόφου, μια αμυδρή κίνηση τράβηξε την προσοχή μου. Κοίταξα προσεκτικά. Και είδα έναν άνθρωπο, πιο πολύ μια σκιά, στραμμένο προς τα μένα να χειρονομεί αγριεμένος. Τραβήχτηκα αμέσως πίσω με την καρδιά μου να πάει να σπάσει. Όταν συνήλθα, τόλμησα να ξανακοιτάξω. Ο άνθρωπος ήταν ακόμα εκεί και με κοιτούσε. Για μια στιγμή μονάχα το φεγγάρι ξεμύτισε από τα σύννεφα και φώτισε το πρόσωπό του. Ήταν ολόιδιος εγώ. Ναι, ο άνθρωπος εκείνος που μου κουνούσε απειλητικά τη γροθιά του ήμουνα εγώ, φορούσε ακόμα και τα ίδια ρούχα. Σηκώθηκα και βγήκα από το δωμάτιο. Φαντάζεστε την ταραχή μου. Άναψα ένα τσιγάρο και προσπάθησα να ηρεμήσω. Όμως τα χέρια μου έτρεμαν. Ύστερα πήρα την απόφαση, έβαλα το σακάκι μου και βγήκα στο δρόμο. Έπρεπε να σιγουρευτώ πως δεν τρελάθηκα.
Όταν έφτασα στο Μέγαρο είχε αρχίσει να βρέχει. Πέρασα τη μεγάλη σιδερένια εξώπορτα και πήρα το ασανσέρ. Καθώς η πόρτα έκλεινε, πρόλαβα να δω κάποια σκιά να κατεβαίνει τρέχοντας, σαν να την κυνηγούσαν, τις σκάλες. Στον πέμπτο όροφο ο μακρύς διάδρομος ήταν σκοτεινός κι οι πόρτες των διαμερισμάτων κλειστές. Μου πήρε κάμποση ώρα να προσανατολιστώ, κι ύστερα προχώρησα προς τη δεύτερη πόρτα στα δεξιά μου. Την έσπρωξα με το χέρι και άνοιξε διάπλατα. Άναψα ένα σπίρτο και προχώρησα. Το διαμέρισμα ήταν γυμνό από έπιπλα. Κάπου από το εσωτερικό ακουγόταν ο ήχος της βροχής. Μπήκα στο δωμάτιο κι είδα το ανοικτό παράθυρο. Μπροστά μου απλωνόταν σιωπηλή η πόλη. Έψαξα για να βρω το σπίτι μου, και τότε, μέσα από το πέπλο της βροχής που τώρα είχε δυναμώσει, στο παράθυρο του βορεινού δωματίου μου, που φωτιζόταν λίγο από το φως του καθιστικού, είδα τον εαυτό μου να με κοιτάζει πίσω από το τηλεσκόπιο.
Πετάχτηκα πάνω και βγήκα τρέχοντας από το διαμέρισμα. Δεν μπορούσα να περιμένω το ασανσέρ, και κουτρουβάλησα στις σκάλες στο φως των κεραυνών που έσχιζαν τον αέρα. Φτάνοντας στο ισόγειο αλαφιασμένος, την ώρα που ορμούσα από την έξοδο στην καταιγίδα, διέκρινα με την άκρη του ματιού μου τη φιγούρα που έμπαινε στο ασανσέρ, φορώντας ένα σακάκι ίδιο με το δικό μου. Δεν σταμάτησα. Έφτασα στο σπίτι μου κι όρμησα στο δωμάτιο εκείνο. Ήταν άδειο, όμως στο ξύλινο πάτωμα φαίνονταν καθαρά οι λασπωμένες πατημασιές εκείνου που διέσχισε την καταιγίδα για να ταράξει για πάντα τις νύχτες μου. Χωρίς να τολμώ να κοιτάξω προς το καταραμένο κτίριο, έκλεισα τα πατζούρια κι ύστερα κλείδωσα αυτή την πόρτα για πάντα. Όμως συχνά τη βρίσκω ανοιχτή και πρέπει να βρω το κουράγιο να πλησιάσω και να την κλειδώσω πάλι. Σίγουρα θα μου πείτε ότι όλα αυτά είναι αποκυήματα της φαντασίας μου κι ότι η μοναχική ζωή έχει ταράξει το μυαλό μου. Πώς εξηγείτε όμως το γεγονός ότι στην είσοδο του εγκαταλειμμένου πια κτιρίου, όπως μου έχουν πει, γιατί εγώ ούτε απ' έξω δεν περνάω, υπάρχει ακόμα η πινακίδα με το όνομά μου;

Έτσι μου αφηγήθηκε αυτή την ιστορία, μια κρύα νύχτα του χειμώνα, ένας σεβάσμιος γέροντας. Και να πώς μου αφηγήθηκε ξανά την ιστορία ο ίδιος άνθρωπος -ο ίδιος; επιτρέψτε μου, από μιαν άποψη, να αμφιβάλλω- μόλις μερικές μέρες αργότερα.
- Ναι, θα σου διηγηθώ ξανά, αφού θέλεις, την ιστορία με το τηλεσκόπιο, αν και δεν θυμάμαι να στην έχω ξαναπεί. Αλλά είμαι γέρος πια, ξεχνάω εύκολα. Σε εκείνο εκεί το ερείπιο, λοιπόν, που ακόμα το λένε Μέγαρο, έζησα κοντά δεκαπέντε χρόνια. Συχνά ασυναίσθητα με οδηγούν εκεί τα βήματά μου. Στέκομαι τότε ξαφνιασμένος μπρος στην πόρτα, κοιτώντας τα κλειδιά που ήδη κρατώ στα χέρια, σαν να ξυπνάω από όνειρο. Μα είναι φυσικό. Έζησα δεκαπέντε χρόνια εκεί πάνω.
Την τελευταία μέρα που πάτησα εκεί, λοιπόν, όταν πια είχα μαζέψει όλα τα πράγματά μου και τα είχα μεταφέρει στο καινούργιο σπίτι μου, αυτό εδώ, βρέθηκα μόνος μου να περπατώ στα άδεια δωμάτια. Ήμουν ακόμα νέος σχετικά και εύκολα δενόμουν με τα πράγματα. Το γυμνό διαμέρισμα με λυπούσε. Ένοιωθα σαν ερπετό που αλλάζει το δέρμα του και το αφήνει πίσω. Κι αυτό το δέρμα κρατούσε κάτι από μένα. Οι μυρωδιές στους τοίχους, τα σημάδια από τα έπιπλα, τα ίχνη από τις κορνίζες.
Κάποια στιγμή βρέθηκα στο παράθυρο να κοιτάω την πόλη. Είχε βραδιάσει. Έψαξα για το καινούργιο σπίτι μου. Δεν ήταν μακριά, δυο τετράγωνα απόσταση, το ξέρεις άλλωστε. Ανάμεσα από στέγες και ταράτσες διέκρινα στην αρχή ένα μέρος από την αυλή, τα κεραμίδια, κι ύστερα το φωτισμένο παράθυρο. Εκεί, με έκπληξη είδα ότι κάποια φιγούρα στεκόταν πίσω από το τηλεσκόπιο που ήταν στραμμένο προς τα μένα. Αναρωτήθηκα μήπως έκανα λάθος, όμως όχι, αυτό ήταν το σπίτι. Κάποιος ήταν μέσα στο σπίτι μου λοιπόν και με κοιτούσε. Σίγουρα κάποιος κλέφτης. Η απόσταση δεν ήταν μεγάλη, ωστόσο δεν μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του. Του έγνεψα αγριεμένος και του φώναξα, αν και ήταν αδύνατον να με ακούσει. Τον είδα να οπισθοχωρεί, κοιτώντας πάντα προς το μέρος μου. Φορούσε άσπρο πουκάμισο όπως εγώ και τα μαλλιά του ήταν ξανθά σαν τα δικά μου. Ύστερα ξανακοίταξε από το τηλεσκόπιο και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο. Είχα μείνει παγωμένος. Περίμενα αρκετά μήπως ξαναφανεί. Κατόπιν, ξεχνώντας να κλειδώσω πίσω μου, όρμησα στις σκάλες. Θυμάμαι καθαρά κάποια σκιά να μπαίνει στο ασανσέρ καθώς πηδούσα έξω στη βροχή που είχε αρχίσει να πέφτει. Έφτασα γρήγορα στο σπίτι. Ήταν άδειο. Μπήκα σε εκείνο το δωμάτιο. Τίποτα δεν έδειχνε πως είχε μπει κάποιος διαρρήκτης. Ίσως και να είχα κάνει λάθος. Κάθισα μπρος στο τηλεσκόπιο και έβαλα διστακτικά το μάτι. Ήταν στραμμένο προς το Μέγαρο. Είδα εκείνο το παράθυρο, λοιπόν, και τον εαυτό μου, ναι, τον ίδιο τον εαυτό μου να με κοιτάει με φρίκη. Μετά αυτός χάθηκε στο σκοτάδι κι εγώ έμεινα εκεί αποσβολωμένος.
Πέρασαν κάμποσα λεπτά. Ξαφνικά, άκουσα ήχο κλειδιών στη εξώπορτα και βιαστικά βήματα μέσα στο σπίτι. Κρύφτηκα τρομαγμένος πίσω από την πόρτα του δωματίου και σκέφτηκα μόνο πως τα λασπωμένα χνάρια μου θα πρόδιδαν την κρυψώνα μου. Όμως, ο άγνωστος επισκέπτης μπήκε στο δωμάτιο, έκλεισε το παράθυρο κι ύστερα βγήκε τρέχοντας σχεδόν, τραβώντας πίσω του και κλειδώνοντας την πόρτα. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί προσπαθώντας να κρατήσω την ανάσα μου. Ευτυχώς είχα όλα τα κλειδιά μαζί μου. Όταν βγήκα από το δωμάτιο δεν υπήρχε πια κανείς μέσα στο σπίτι.
Από τότε δεν έχω καταφέρει να ηρεμήσω. Έχω συχνά την αίσθηση πως κάποιος άλλος κατοικεί εδώ, μαζί μου. Κάποιος που αλαφροπατώντας κάθε νύχτα κλειδώνει αυτήν εκεί την πόρτα, όπου το τηλεσκόπιο, αραχνιασμένο πια, έχει μείνει να κοιτάει την εικόνα του στο τζάμι.

Δημοσιεύθηκε στις Αναγνώσεις της Κυριακάτικης "Αυγής" στις 8/7/2012