Από το τζάμι του λεωφορείου, είδα σκυφτό το γέρο να μαζεύει χόρτα. Στη νησίδα, εκεί, ανάμεσα στη λεωφόρο και τον παράδρομο. Μάζευε χόρτα ο γέρος στη νησίδα. Για να φάει, για να γλυτώσει το ένα ευρώ. Περνούσαν δίπλα τα αυτοκίνητα κι αυτός εκεί, γέμιζε τη σακούλα του. Κόκκινο το φανάρι, πράσινο, έφευγαν τα αυτοκίνητα, ορμητικό ποτάμι ήταν ο δρόμος, σαν το ποτάμι του χωριού του, στη λαγκάδα, εκεί που χρόνια πριν, μωρό ακόμα, η μάνα του τον έπαιρνε μαζί της για να ραβδίσουν τις ελιές, για να ποτίσουν το περβόλι, για να μαζέψουν χόρτα. Του τα έδειχνε και του έλεγε τα ονόματά τους να τα ξεχωρίζει, δεν τα έτρωγε τα χόρτα τότε μα τα έμαθε με τ’ όνομά τους. Μεγάλωσε μετά, ήρθε στην πόλη και βρήκε μια δουλειά, παντρεύτηκε, παιδιά δεν έκανε, τα χρόνια πέρασαν, έμεινε μόνος, είχε πάντα όνειρο μια μέρα να γυρίσει στο χωριό του. Δεν τα κατάφερε, δεν είχε τα λεφτά, δεν είχε το κουράγιο, και πάει, ρήμαξε το σπίτι και γκρεμίστηκε, έμεινε ο τελευταίος, μα, να, μαζεύει χόρτα πάλι, σαν να είναι στο χωριό του, η μάνα του τον καμαρώνει, κυλάει το ποτάμι με βουή, φυσάει ο αέρας στα πλατάνια, πετάνε γύρω τα πουλιά. Μαζεύει χόρτα, ξέρει τα ονόματά τους, σε κάποιον θα έπρεπε να τα είχε μάθει, κρίμα.
Άναψε πράσινο, κύλισε το ποτάμι με ορμή, πήρε το λεωφορείο μας κι έφυγε. Κι έμεινε ο γέρος στη νησίδα, εκεί, ένα μικρό παι δάκι με τη μάνα του.
τρομακτικό. σε καταπίνουν αμάσητο αυτά τα Χόρτα
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΚΜ
Ναι, είναι άγρια :)
Διαγραφή