Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

ΞΑΝΑ


Το ιστολόγιο επανεμφανίζεται μετά από καιρό. Οι περισσότερες παλιές αναρτήσεις είναι ξανά διαθέσιμες για όποιον ενδιαφέρεται.

Όσες ιστορίες βρήκαν θέση στο "ΑΝΕΚΦΡΑΣΤΟ" έχουν ενημερωθεί, σύμφωνα με την τελική μορφή του βιβλίου. Επίσης ενημερώθηκαν σχετικά οι ετικέτες τους, όπως είχε γίνει και με τη "ΧΩΡΑ".




Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

ΕΛΕΝΗ ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ - FRACTAL 03/10/2023

 

«Μια βιογραφία της κοινωνίας σε κοίλο κάτοπτρο μέσα στο οποίο παρατηρούνται οι παραμορφώσεις της»

Γράφει η Ελένη Πριοβόλου // *

 

 

 

Μανώλης Λυδάκης: «Το Ανέκφραστο», Εκδόσεις Αλεξάνδρεια

 

Με το προλογικό του κείμενο ακόμα ο Μανώλης Λυδάκης, προϊδεάζει τον αναγνώστη για την αγωνία της γραφής.

«Να αποθηκευτούν οι αλλαγές; Ας αποθηκευτούν. Έστω να πάρω μια αναβολή. Πριν το θηρίο με κάνει μια μπουκιά»….

Και είναι όντως έμπλεες αγωνίας οι ιστορίες της συλλογής. Άχρονες και άτοπες φαινομενικά, αφήνουν στον αναγνώστη ελευθερία της οικειοποίησης του τόπου και του χρόνου, συνεπώς και της συμμετοχής σαν δρώμενο υποκείμενο ή παρατηρητής.

Κάθε ιστορία  περιστρέφεται γύρω από ένα γεγονός, έναν ήρωα ή ήρωες, μια απουσία, μια μνήμη, ένα πένθος. Σύνθετη γραφή και εξαιρετικά δουλεμένη. Δεν στέκεται στην περιγραφή αλλά γράφει για σκέψεις, συναισθήματα, εναγώνιες καταστάσεις σε μια μεταξύ τους αλληλεπίδραση.

Η κάθε ιστορία έχει δράση και εξέλιξη. Η πλοκή κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον, επειδή κορυφώνεται σταδιακά και φτάνει σε ένα αναπάντεχο τέλος που είναι συνάμα και μια λύση που φέρει την κάθαρση, χωρίς να φανερώνεται η προσωπική κρίση ή το σχόλιο του συγγραφέα. Και τούτο γίνεται αντιληπτό, από το πρώτο διήγημα με τον τίτλο «Μαρία».

Στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι ο «απών» είναι έντονα παρών, όπως είναι παρούσα και η αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου στο διήγημα «Η Πλατεία, Το Παγκάκι, Ο Τοίχος».

«Μόνη μου επιθυμία και έγνοια είναι να μπορούμε να κοιτάμε αδιάσπαστοι τους τοίχους μας, εγώ και εκείνη η γυναίκα. Έστω και με το φόβο πως ίσως κάποτε στραφούμε και αντικρύσουμε ο ένας τον άλλον».

Στο αριστουργηματικό «τριάντα λεπτά», η ατομική ενοχή συνδέεται με τη συλλογική, ενώ στο διήγημα «Αν έρθεις στην κηδεία μου, θα έρθω στη δική Σου», περιγράφεται με τρόπο σκωπτικό το χρονικό μιας προαναγγελθείσας αυτοχειρίας. Στο σπαρακτικό διήγημα «Ο Πάρης» η έννοια του αισθάνομαι εξαφανίζει εντελώς την πλοκή, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο στον αφηγηματικό λόγο. Όμως ο Μανώλης Λυδάκης το πετυχαίνει παρασύροντας τον αναγνώστη από την δημιουργία της εικόνας στην οδύνη του συναισθήματος.

«Τον πήρε  από το χέρι και βάδισαν μαζί στο φως που έλουζε εκτυφλωτικά τα κυπαρίσσια. Πίσω, ακολουθούσαν σε πομπή, τα αδέλφια της και οι άλλες σκιές».

Μέσα στην συλλογή «Το Ανέκφραστο», ο αναγνώστης δεν θα βρει ηθικά διδάγματα ούτε παραινέσεις. Πρόκειται για μια βιογραφία της κοινωνίας σε κοίλο κάτοπτρο μέσα στο οποίο παρατηρούνται οι παραμορφώσεις της. Ο θάνατος ως νομοτέλεια βρίσκεται πανταχού παρών, αδιόρατος αλλά καταλυτικός στο τέλος. Και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αυτός που φέρνει και την κάθαρση. Στη ζωή ανοίγει σιγά σιγά μια χαραμάδα που γίνεται η Άβυσσος της Ασκητικής του Καζαντζάκη.

«…Στην αρχή ήταν μια αδιόρατη ρωγμή που παρατήρησα εντελώς τυχαία, όταν ένα κέρμα κύλισε από την τσέπη μου κι εξαφανίστηκε. Έσκυψα να το ψάξω και την είδα. Δεν ανησύχησα τότε. Όμως σταδιακά η ρωγμή διευρύνθηκε κι έφτασε τώρα να είναι ένας απότομος γκρεμός που η απέναντι πλευρά όλο ξεμακραίνει και ο πάτος του δεν φαίνεται…»

 Διαβάζοντας την συλλογή διηγημάτων αποκόμισα την αίσθηση πως η πραγματικότητα και ο ονειρικός κόσμος είναι ένα και το αυτό. Ενώ αφηγείται σκληρές και θλιβερές καταστάσεις- συχνά με σαρκασμό- εν τούτοις η θλιβή περιέχει την απαλοσύνη του ποιητικού γίγνεσθαι και ως εκ τούτου μεταφέρει στον αναγνώστη τον γλυκασμό της.

«Πέφτει το βράδυ. Το βράδυ τα καρπούζια είναι κάπως μελαγχολικά, δεν κάνουν δίχως ήλιο, να το ξέρετε…..»

Κλείνω εκφράζοντας την πεποίθηση ότι η συλλογή διηγημάτων του Μανώλη Λυδάκη με τίτλο «Το Ανέκφραστο», θα καταγραφεί στην σύγχρονη γραμματεία μας.

 

 

* Η Ελένη Πριοβόλου είναι Συγγραφέας.  

ΑΝ ΕΡΘΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΜΟΥ, ΘΑ ΕΡΘΩ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΣΟΥ

                                                                                              φωτ. Μαρία Κοσσυφίδου


Ο κύριος Κάπα, λογιστής στο επάγγελμα, καθόταν στο γραφείο του σπιτιού του και εργαζόταν προσπαθώντας να κλείσει κάποιες εκκρεμότητες, όταν τον επισκέφτηκαν οι φίλοι του. Ήρθαν κι οι τρεις μαζί, απρόσκλητοι. Μπήκαν χωρίς μιλιά κι όταν τους είπε να καθίσουν, έκαναν πως δεν άκουσαν. Αυστηροί και άκαμπτοι, ο ένας πλάι στον άλλον, του θύμισαν στρατιωτικούς που επιβλέπουν μια εκτέλεση, ξημερώματα, σε προαύλιο φυλακής. Ύστερα ακροβολίστηκαν στο δωμάτιο, βάζοντάς τον στη μέση.
    «Δεν ήρθες χθες», του είπε ο Α. κοιτώντας έξω από το παράθυρο.
    «Πού;»
    «Στην κηδεία του Τάσου. Ήμασταν όλοι εκεί, μόνο εσύ έλειπες».
    «Ναι, δυστυχώς».
    «Κρίμα».
    «Ναι, κρίμα».
    «Ήταν ωραία κηδεία».κηδεία».
    «Χαίρομαι. Δηλαδή…»
    «Είναι λυπηρό», επενέβη ο Β.
    «Ναι», είπε, «λυπηρό. Και τόσο ξαφνικό!»
    «Δεν λέω για τον Τάσο».
    Δεν πρόλαβε να τον ρωτήσει τι εννοούσε, τον λόγο πήρε ο Γ.
    «Υποτίθεται πως είμαστε φίλοι. Έχουμε περάσει δια πυρός και σιδήρου, στηρίζαμε μια ζωή ο ένας τον άλλον. Πιστεύαμε πως αυτό που μας ενώνει έχει διάρκεια. Και πως στην ανάγκη θα παραστέκαμε ο ένας τον άλλον».
    «Έτσι είναι».
    «Όχι, λοιπόν, φαίνεται πως δεν είναι. Κάναμε λάθος. Τουλάχιστον όσον αφορά εσένα», είπε ο Α., που έφυγε από το παράθυρο κι ήρθε και κάθισε στον καναπέ δίπλα στον Β.
    «Για ποιο πράγμα μιλάτε;»
    «Δεν ήρθες στην κηδεία χθες».
    «Ωραίος φίλος!» γέλασε ειρωνικά ο Γ. και στάθηκε κοντά στους άλλους.
    Αυτό πια πήγαινε πολύ.
    «Αυτά που λέτε είναι ανοησίες. Το ξέρετε ότι σας έχω σαν αδέρφια μου. Απλά δεν έμαθα για την κηδεία».
    Γέλασαν και οι τρεις μαζί.
    «Λες ψέματα».
    «Κοιτάξτε, ακόμα κι αν το ήξερα, ακόμα κι αν δεν ήρθα γιατί είχα να τακτοποιήσω κάποιες εκκρεμότητες…»
    «Ώστε το παραδέχεσαι!»
    «Ναι, και λοιπόν; Στο κάτω κάτω», ξέσπασε ο κύριος Κάπα, «όταν είσαι πεθαμένος, καθόλου δεν πρέπει να σε νοιάζει ποιος θα έρθει ή δεν θα έρθει στην κηδεία σου. Πάει, πέθανες, παρ’ το απόφαση. Ούτε μπορεί κανείς να είναι φίλος πια με κάποιον που έχει πεθάνει, ούτε να του παρασταθεί μπορεί,
κανένα νόημα δεν έχει».
    Το είπε και το είχε κιόλας μετανιώσει. Μα ήταν αργά, δεν μπορούσε να το πάρει πίσω. 
    «Απαράδεκτο!»
    «Απίστευτο!»
    «Ασυγχώρητο!»
    Κούμπωσαν βλοσυροί τα σακάκια τους.
    «Χθες βράδυ ήρθε ο Τάσος. Ήρθε σε όλων μας τον ύπνο και μας έλεγε “σε είδα που ήρθες, χάρηκα πολύ, σ’ ευχαριστώ. Εκείνος όμως πού είναι;” Εσένα εννοούσε. “Γιατί δεν ήρθε;” ρώταγε. Δεν ξέραμε τι να του πούμε».
    Ανατρίχιασε. Γιατί μετά απ’ αυτούς είχε έρθει και σε εκείνου τον ύπνο και τον ρώταγε “γιατί δεν ήρθες;” και δεν ήξερε ούτε αυτός τι να του πει, πώς να το πει, και είχε ξυπνήσει κάθιδρος μέσα στη νύχτα.
    Στην πόρτα γύρισαν και οι τρεις. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, διστάζοντας φανερά ποιος θα αναλάμβανε να εκφωνήσει τη βαρυσήμαντη ανακοίνωση που ήταν καταπώς φαίνεται και ο λόγος της επίσκεψής τους.
    Τελικά ήταν ο Α. που, αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, το ξεστόμισε.
    «Τον τελευταίο καιρό, αφότου σε άφησε η γυναίκα σου, έχεις γίνει άλλος άνθρωπος. Καταθλιπτικός, μονόχνοτος, αγέλαστος. Λες και μας κάνεις χάρη που έρχεσαι στην παρέα μας. Να το ξέρεις, όμως. Στην πραγματικότητα εμείς σου κάναμε χάρη τόσο καιρό, έτσι όπως συμπεριφερόσουν. Το χθεσινό συμβάν ξεχείλισε το ποτήρι. Λοιπόν, όπως έστρωσες θα κοιμηθείς. Η φιλία μας τελειώνει εδώ. Μια καλημέρα μόνο από μακριά, τίποτ’ άλλο. Ίσως, ούτε κι αυτό».
 Αυτό ήταν όλο, λοιπόν; Σχεδόν του έφερε ανακούφιση αυτή η αναγγελία. Επιτέλους, θα έβρισκε την ησυχία του και θα τακτοποιούσε με ηρεμία τις εκκρεμότητές του. Τέρμα οι ατέλειωτες, πληκτικές βραδιές με τις χιλιοειπωμένες ιστορίες, τα κρύα αστεία, τις σαχλαμάρες. Έψαχνε κάτι ειρωνικό και αρκούντως δηκτικό για απάντηση, μα ο Α. τον πρόλαβε.
    «Και το σημαντικότερο: αποφασίσαμε ομόφωνα –και δώσαμε όρκο μάλιστα– πως κανείς μας δεν πρόκειται να έρθει στην κηδεία σου. Τελείωσε! Κανείς!»
    Και με τα λόγια αυτά βγήκαν και οι τρεις από το σπίτι.
    Έμεινε για ώρα εκεί κοιτώντας σαστισμένος την πόρτα που είχαν φεύγοντας βροντήξει πίσω τους. Τα τελευταία λόγια του Α. ηχούσαν σε επανάληψη. Δεν του είχε περάσει ποτέ πριν από το μυαλό αυτό το ενδεχόμενο. Και ποιος θα ερχόταν στην κηδεία του, όταν έφτανε η ώρα; Κανείς; Αυτό πια πήγαινε πολύ, δεν άξιζε τέτοια σκληρότητα. Πώς μπόρεσαν να σκαρφιστούν –αυτοί, οι δήθεν φίλοι του– μια τόσο καταφανώς άδικη τιμωρία;
 Έβαλε ένα λικέρ και προσπάθησε να ηρεμήσει. Μα όσο το σκεφτόταν, τόσο πιο απαίσια φάνταζε η προοπτική να τον πηγαίνουν τέσσερις (πέντε, μαζί με τον παπά, άντε έξι-εφτά αν βάλεις και τους νεκροθάφτες), άγνωστοι όλοι τους, και γύρω άλλος κανείς που να έχει κάτι να θυμάται απ’ αυτόν. Κάποιος, όχι να κλάψει –αυτό ούτε που το έλπιζε καθόλου,οι άνθρωποι που θα έχυναν για εκείνον κάποιο δάκρυ είχαν φύγει προ καιρού–, να έχει όμως να πει έναν καλό λόγο. Έστω κάτι τυπικό. Ακόμα και μια χιλιοειπωμένη ιστορία, ένα κρύο αστείο, μια σαχλαμάρα.
    Τις επόμενες μέρες προσπάθησε να έρθει σε επαφή μαζί τους με σκοπό να διαπραγματευτεί τη μείωση της ποινής του, προσέκρουσε όμως σε ένα τείχος αδιαλλαξίας και κατάλαβε πως η ετυμηγορία τους ήταν αμετάκλητη και δεν υπήρχε τρόπος να τους μεταπείσει. Αυτή η επίγνωση του έφερε μεγάλη απελπισία.

* * *

Ο Ισιδώρου, εισαγγελέας πρωτοδικών, καθόταν στο συνηθισμένο τραπεζάκι, στη γωνία, και διάβαζε την εφημερίδα του.
    «Έχετε απευθύνει αυτή την πρόσκληση και σε άλλους, κύριε Κάπα;» τον ρώτησε αφού τον άκουσε με ενδιαφέρον.
    «Όχι, ένας σαν εσάς μου αρκεί».
    «Και οι συγγενείς; Οι φίλοι σας;»
    «Οι συγγενείς είναι ελάχιστοι και τόσο μακρινοί που –στην περίπτωση που με θυμούνται– απλά θα εκπλαγούν αν μάθουν ότι ζω ακόμα. Φίλους δεν έχω πια. Όσοι είχα δεν θα ευαρεστηθούν, έχουν τους λόγους τους».
    «Μάλιστα. Και, αν επιτρέπεται, γιατί σας απασχολεί αν θα είστε μόνος στην κηδεία σας, αφού θα έχετε πεθάνει;»
    Κάτι παρόμοιο είχε πει κι αυτός στους άλλους. Και το είχε μετανιώσει.
    «Η μοναξιά της ζωής είναι υποφερτή, κύριε Ισιδώρου. Θα μπορούσε κάποιος να τη συνηθίσει. Μα να είσαι και στην κηδεία σου μόνος;»
    «Μα δεν θα έχετε αντίληψη του γεγονότος, αν το καλοσκεφτείτε. Αφού θα είστε πεθαμένος».
    «Αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση. Εν πάση περιπτώσει, το γνωρίζω σίγουρα από πριν, αυτό είναι το θέμα. Και δεν το αντέχω αυτό, κύριε Ισιδώρου. Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Λοιπόν, μου το υπόσχεστε;»
    Ο Ισιδώρου έσβησε το τσιγάρο του, άναψε ένα άλλο και έγειρε πίσω στην καρέκλα σκεφτικός.
    «Δεν είστε τόσο ηλικιωμένος και φαίνεστε υγιής. Δεν καταλαβαίνω το άγχος σας και τη βιασύνη σας να ρυθμίσετε ένα τόσο απευκταίο γεγονός. Τέλος πάντων, σας το υπόσχομαι. Θα έρθω στην κηδεία σας. Θα προσευχηθώ μάλιστα για εσάς, εάν βεβαίως το επιθυμείτε».
    «Πολύ θα χαρώ. Θα πείτε κι έναν καλό λόγο σε όποιον σας ρωτήσει;»
    «Δεν γνωριζόμαστε και τόσο, αλλά ευχαρίστως. Κάτι θα σκεφτώ. Θα ρίξω και μια χούφτα χώμα στο φέρετρό σας».
    «Κι ένα λουλούδι, μήπως;»
    «Κι ένα λουλούδι. Οπωσδήποτε κι ένα λουλούδι!»
    «Ωραία λοιπόν, είμαστε σύμφωνοι, αυτό ζητώ από εσάς, δεν θέλω τίποτα άλλο. Σας ευχαριστώ πολύ!»
    Του έσφιξε θερμά το χέρι.
    Η συμφωνία αυτή του έφερε ανακούφιση και αναπτέρωσε το ηθικό του. Ήξερε πως οι άλλοι θαύμαζαν και σέβονταν τον Ισιδώρου. Έλπιζε λοιπόν βάσιμα πως αν το μάθαιναν –θα φρόντιζε επιδέξια αυτός να διασπείρει τις σχετικές φήμες– θα ζήλευαν και θα μετάνιωναν για την απόφασή τους. Θα του έδιναν χάρη άρον άρον και –όταν έφτανε εκείνη η ώρα– θα έσπευδαν να τον συνοδεύσουν στο τελευταίο ταξίδι.

***

Μια βδομάδα μετά, ο κύριος Κάπα βρήκε τον Ισιδώρου στην ίδια θέση. Του φάνηκε χλωμός και καταπονημένος και –αν και του έδειξε ο ίδιος την καρέκλα δίπλα του– δεν έβγαζε μιλιά. Θα είχε τις στεναχώριες του ο άνθρωπος, σκέφτηκε.
    Μετά από αρκετά λεπτά αμήχανης σιωπής, ο Ισιδώρου ρούφηξε την τελευταία γουλιά από τον καφέ του και σηκώθηκε. Έκανε να φύγει, ύστερα το μετάνιωσε, γύρισε και κάθισε ξανά.
    «Πρέπει να σας εξομολογηθώ κάτι», του είπε. «Σχετικά με όσα λέγαμε την τελευταία φορά. Φοβάμαι πως δεν θα καταφέρω να τηρήσω την υπόσχεσή μου».
    Σχεδόν πετάχτηκε από την καρέκλα.
    «Ορίστε; Σας έπιασαν μήπως και σας αυτοί οι αχρείοι;»
    «Ποιοι αχρείοι; Σε ποιους αναφέρεστε;»
    «Ξέρετε πολύ καλά!»
    «Δεν έχω ιδέα. Ακούστε με όμως, οφείλω να σας ενημερώσω», ψιθύρισε ο Ισιδώρου κι αφού κοίταξε δεξιά κι αριστερά έσκυψε μπροστά, χαμηλώνοντας κι άλλο τη φωνή του. «Θα σας το πω κι ας μείνει μεταξύ μας, σας παρακαλώ. Η συμφωνία μας ισχύει ασφαλώς, αλλά μάλλον η ισχύς της είναι τυπική. Δεν θα προλάβω. Πάσχω από καρδιά. Σε δυο-τρεις μήνες το πολύ, πάω, αφήνω γεια. Μπορεί να συμβεί από μέρα σε μέρα. Σύμφωνα με τις στατιστικές, είπε ο γιατρός. Σας ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη».
    Ο κύριος Κάπα έμεινε αμήχανος για λίγο. Σιγά σιγά ηρέμησε.
    «Λυπάμαι πολύ, κύριε Ισιδώρου».
    Στ’ αλήθεια λυπόταν.
    «Να μην ανησυχείτε», του είπε μετά. «Οι στατιστικές υπάρχουν για να διαψεύδονται».
    Ο Ισιδώρου σηκώθηκε ξανά και, χαμογελώντας πικρά, τον αιφνιδίασε με την ερώτησή του.
    «Κι εσείς; Θα έρθετε, φαντάζομαι, στην κηδεία μου κι εσείς, έτσι δεν είναι; Όπως εγώ στη δική σας».
    «Μα ασφαλώς! Σας το υπόσχομαι».
    Γέλασαν πρόσχαρα και οι δυο και έσφιξαν τα χέρια εγκάρδια.
    Όταν ο Ισιδώρου έφυγε, αυτός κάθισε λίγο ακόμα στο καφενείο, κοιτώντας έξω από τη τζαμαρία τον κόσμο που έκοβε βόλτες στον ηλιόλουστο δρόμο, τα ζευγάρια στα παγκάκια, τα παιδιά που έπαιζαν στο απέναντι πάρκο. Ήταν μια όμορφη μέρα, κατά τα άλλα.
  Τα δεδομένα δεν είχαν αλλάξει και πολύ, σκέφτηκε μετά. Η συμφωνία με τον Ισιδώρου εξακολουθούσε να ισχύει, όπως τον είχε διαβεβαιώσει ο ίδιος λίγο πριν, και οι εκκρεμότητές του είχαν ρυθμιστεί. Μόνο που θα έπρεπε να επισπεύσει κάπως τα πράγματα, ακόμα κι αν δεν είχε ψυχολογικά προετοιμαστεί επαρκώς. Δεν μπορούσε να το ρισκάρει.
    Πήγε στο σπίτι, έστρεψε τη φωτογραφία της γυναίκας του προς τον τοίχο, να μη βλέπει, κρέμασε το σκοινί από τον γάντζο του φωτιστικού, έφτιαξε μια ωραία θηλιά και έστησε από κάτω μια καρέκλα. Ύστερα, με όμορφα, καλλιγραφικά γράμματα, έγραψε ένα σημείωμα, απευθυνόμενο στον κύριο Ισιδώρου, και το άφησε στο τραπεζάκι.

     Κύριε Ισιδώρου, η ζωή είναι απρόβλεπτη. Έτσι που ήρθαν τα πράγματα, εγώ θα είμαι εκείνος
    που δεν θα τηρήσει την υπόσχεσή του. Μην αμελήσετε όμως τη δική σας, θα σας περιμένω.

     Σας ευχαριστώ θερμά εκ των προτέρων.
     Εις το επανιδείν.




(Πρώτη δημοσίευση Περιοδικό Χάρτης, Νοέμβριος 2022)



Η ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

 


Η ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Της Μαρίας Μοίρα

ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΥΔΑΚΗΣΤο ανέκφραστοεκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 217

https://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2023/10/blog-post_876.html


Οι ιστορίες του Μανώλη Λυδάκη είναι τρυφερές και νοσταλγικές, παράξενες και αιχμηρές σαν εκδορές στο δέρμα που ματώνουν ασταμάτητα, σαν καυτές ανάσες που εκπνέουν τον πόνο του αποχωρισμού, σαν δάχτυλα που σφίγγονται γύρω από το λαιμό με ένταση και πάθος για να χαλαρώσουν αμέσως μετά. Αφηγούνται την αγωνία της απώλειας, την οδύνη της εκρίζωσης από οικείους τόπους, από ανθρώπους αγαπημένους. Οι λέξεις του αρμολογημένες με προσοχή, ανακαλούν μια μνήμη παρηγορητική και φιλεύσπλαχνη. Συλλέγουν την παραμυθία της αναπόλησης δύσκολων καταστάσεων, λησμονημένων στιγμών, παράξενων συμβάντων. Χαρτογραφούν αποτυπώματα στο σώμα και ψυχικά άχθη που στοιχειώνουν την καθημερινότητα, ασήμαντες εμμονές που γίνονται νευρώσεις και καταλαμβάνουν όλο τον χώρο του μυαλού. Αφουγκράζονται τα μικρά ή τα μεγάλα δράματα της ζωής, την απελπισία της φτώχιας, της ερημίας, της ορφάνιας, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού ή ρητορείας.
Όσα γράφει ο συγγραφέας σύντομα και μετρημένα, ήσυχα και συνεσταλμένα, ανοίγουν ίσα-ίσα την πόρτα της συγκίνησης για ένα κρυφοκοίταγμα στο ανείπωτο, στο άγνωστο, στο ανέκφραστο, που καταχωνιάζεται στα βάθη του εαυτού. Από τις ιστορίες του, αληθινές ή φανταστικές, αναδύεται μια μνήμη κοινή, που άλλοτε θολώνει και αποσυντίθεται και άλλοτε συμπυκνώνεται με διαύγεια και ορμή. Γι’ αυτό και όσα εξιστορεί είναι τόσο οικεία και γνωστά στον αναγνώστη. Τα έχει συναντήσει στα όνειρα και στους εφιάλτες του, τα έχει απωθήσει στον ύπνο και στον ξύπνιο του. Εκεί όπου η χρονική ακολουθία μπερδεύεται, η λογική συνέχεια ακυρώνεται, τα πρόσωπα παραμορφώνονται, διαθλώνται ή διαλύονται το ένα μέσα στο άλλο σε μια ανορθόδοξη πολυτυπία. Λες και ένας παλιός πολύγραφος τυπώνει ακατάπαυστα παράξενες όψεις της πραγματικότητας, αμέτρητες παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα.
Όπως το μετείκασμα της γριάς μάνας που αποσύρεται σιγά σιγά από τις ζωές των παιδιών της, ίσως και από την δική της ζωή, περιμένοντας κάθε βράδυ το υπέρλαμπρο και ολόφωτο καράβι, να αποπλεύσει από το σκοτεινό παράθυρό της για να την ταξιδέψει στο νησί, στο δικό της σπίτι. Αυτό το έρημο και ακατοίκητο, το ριζωμένο στη γη και συνυφασμένο με την ίδια της την ύπαρξη. Την μάνα που ζωντανή ή αποθαμένη παραμένει το στερνό καταφύγιο, το απαραμείωτο κεφάλαιο της γλύκας, της αυταπάρνησης και της αφοσίωσης, η βεβαιότητα της ζωής πέρα από το σκοτεινό μυστήριο του θανάτου, η τελευταία κραυγή, «πίσω εκεί στην αρχή αρχή αρχή αρχή του χρόνου». Όπως οι απόντες αγαπημένοι, που τους κουβαλάμε κατάσαρκα, σαν το πιο ακριβό φυλαχτό της ζωής μας. Οι νεκροί με τους οποίους συνοδοιπορούμε και συνταξιδεύουμε χωρίς ποτέ να φεύγουν από κοντά μας. Μας συμπονούν, μας καθοδηγούν και μας παραστέκουν σαν αόρατοι άγγελοι-προστάτες. Ή οι καθημερινές αγροτικές δουλειές στο χωριό που στην πόλη μετατρέπονται σε τελέσεις εμψύχωσης και επιβίωσης, όπως η λάτρα του σπιτιού και τα μαστορέματα ή το να μαζεύεις χόρτα στην νησίδα της ασφάλτου. Ή όπως η νοσταλγική αναπόληση των παλιών σπιτιών που στέριωναν και στέγαζαν χαρούμενους ανθρώπους, γιατί όταν ήταν γιαπιά τραγουδήθηκαν από τους μάστορες και τους χτίστες τους, σαν τα νυφιάτικα κρεβάτια. Όπως η πανδημική και οικονομική κρίση που σάρωσε τις συνήθειες του πολιτισμένου κόσμου μας δίνοντας ξανά στη φύση το προβάδισμα. Τη δυνατότητα να ανακαταλάβει το χαμένο έδαφος, τρυπώνοντας σε ερείπια σπιτιών, μπαλκόνια και αυλές με τις πόλεις και τους μέχρι πρότινος ειδυλλιακούς τόπους να μεταμορφώνονται σταδιακά και ανεπαίσθητα σε απρόβλεπτες δυστοπίες. Ή όπως οι παλιές μαθητικές φωτογραφίες με τα βιασμένα χαμόγελα, τα αμήχανα βλέμματα και τα καλοχτενισμένα ή κοντοκουρεμένα κεφάλια, γεμάτα όνειρα και προσδοκίες, που διασχίζοντας τον χρόνο φέρνουν στο προσκήνιο έναν άγνωστο και ξεχασμένο εαυτό. Να ποζάρει με κοκεταρία μπροστά στον πολιτικό χάρτη της Ελλάδας.
Οι ιστορίες του Μανώλη Λυδάκη συλλέγουν κομμάτια από εικόνες ανθρώπων, θραύσματα από αισθήσεις και εντυπώσεις, προσπαθώντας να συγκρατήσουν την μαγεία της στιγμής που παρέρχεται.  Φέρουν το βάρος της έγνοιας για τα ανθρώπινα άλγη, της επίγνωσης για τα βάσανα του βίου. Αποτελούν ανασκαφές στις μύχιες σκέψεις, συλήσεις του ασυνείδητου, τυμβωρυχίες στα ακριβά κτερίσματα της μνήμης, που γλιστρούν, μεταμφιέζονται και χάνονται μέσα στη δίνη του καθημερινού μόχθου. ‘Όταν η σκέψη του απόντος, του τετελεσμένου, του ατελέσφορου πληγώνει και πονά, υπενθυμίζοντας τον χρόνο που περνά, χωρίς να είναι ποτέ αρκετός.
Αφηγήσεις με αυθεντικό συναίσθημα, θηρία εξημερωμένα ή ανήμερα, που δεν μιμούνται αλλότριες ποιητικές φωνές, δεν προσποιούνται και δεν παραπλανούν για τους λογοτεχνικούς τρόπους και τις προθέσεις τους, γι’ αυτό και πετυχαίνουν τον στόχο τους. Καρφώνουν τον αναγνώστη στην καρδιά.